Πῶς νά μήν εἶμαι ἕνα σίχαμα λοιπόν με τόσες ἀθλιότητες; - Point of view

Εν τάχει

Πῶς νά μήν εἶμαι ἕνα σίχαμα λοιπόν με τόσες ἀθλιότητες;




ΨΥΧΗ: Θλίψη ἀνυπόφορη αἰσθάνομαι. Πουθενά δέν βρίσκω χαρά καί παρηγοριά, οὔτε μέσα μου οὔτε γύρω μου. Δέν μπορῶ νά βλέπω συνέχεια στόν κόσμο τήν πλάνη, τήν ἀπάτη, τήν ψυχοκτονία. Τό ἀφηρημένο κοίταγμα τοῦ κόσμου, οἱ λίγες ἀπρόσεκτες ματιές στούς πειρασμούς του καί ἡ παιδιάστικη, ἀπό ἔλλειψη πείρας, ἐμπιστοσύνη μου σ᾿ αὐτόν τράβηξαν ἐπάνω μου τά φαρμακερά του βέλη, πού μέ γέμισαν θανάσιμες πληγές.

Γιατί νά κοιτάζω τόν κόσμο; Γιατί νά τόν περιεργάζομαι, γιατί νά μαθαίνω κάθε λεπτομέρειά του, γιατί νά ἀφοσιώνομαι σ᾿ αὐτόν, ἀφοῦ εἶμαι μιά φευγαλέα σελίδα στό πελώριο βιβλίο του; Ὁπωσδήποτε θά τόν ἀφήσω κάποτε, μόνο πού δέν γνωρίζω τό πότε. Κάθε μέρα καί κάθε ὥρα πρέπει νά εἶμαι ἕτοιμη γιά τή μετάβασή μου στήν αἰωνιότητα. Ὅσο κι ἄν παραταθεῖ ἡ περιπλάνησή μου στήν ἔρημο τοῦ κόσμου τούτου, αὐτή δέν εἶναι τίποτα μπροστά στήν ἀτέλειωτη αἰωνιότητα, ὅπου δέν ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στίς ὧρες, τίς μέρες, τά χρόνια καί τίς ἑκατονταετίες. Ὁ ἴδιος ὁ κόσμος μέ ὅλα τά τεράστια κατασκευάσματά του θά πάψει νά ὑπάρχει: « Ἡ γῆ, ὅπως καί ὅλα ὅσα θά ἔχουν γίνει πάνω σ᾿ αὐτήν, θά κατακαοῦν»1. Θά κατακαοῦν, γιατί εἶναι καρποί τῆς πτώσεως καί τῆς ἀποδοκιμασίας τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ πληγές, πού μοῦ προξένησε ὁ κόσμος, μ᾿ ἔκαναν νά τόν ἀποστραφῶ. Αὐτή ἡ ἀποστροφή, ὡστόσο, δέν μέ φύλαξε ἀπό νέες πληγές.

Δέν θέλω νά βρίσκομαι μέσα στόν κόσμο!

Δέν θέλω νά ὑποτάσσομαι στόν κόσμο!

Δέν θέλω νά τόν ὑπηρετῶ!

Δέν θέλω οὔτε νά τόν βλέπω!

Ἀλλά αὐτός ἀπό παντοῦ μέ παρακολουθεῖ. Βίαια μέ κυριεύει. Παρουσιάζεται μπροστά μου μέ ὀμορφιά σαγηνευτική. Μέ παραλύει, μέ σημαδεύει, μέ χτυπᾶ, μέ σκοτώνει. Κι ἐγώ, ἔχοντας πάντα μέσα μου τήν τάση πρός τήν αὐταπάτη, τήν πλάνη καί τήν ἁμαρτία, συνεχίζω νά ἐξαπατῶμαι ἀπό τόν κόσμο. Χωρίς νά τόν βλέπω, ἐλκύομαι ἀθέλητα ἀπ᾿ αὐτόν. Μέ βουλιμία πίνω τό φαρμάκι του. Βαθιά καρφώνονται μέσα μου τά βέλη πού μοῦ πετᾶ.

Παίρνω τό βλέμμα μου ἀπό τόν κόσμο καί τό στρέφω βαρύθυμο καί ἐρευνητικό στόν ἴδιο μου τόν ἑαυτό. Δέν βρίσκω τίποτα τό παρήγορο μέσα μου, ὅπου κοχλάζουν ἀναρίθμητα ἁμαρτωλά πάθη! Συνέχεια μολύνομαι μέ διάφορα ἁμαρτήματα. Ἄλλοτε βασανίζομαι ἀπό τή μνησικακία καί τήν ὀργή, ἄλλοτε καίγομαι ἀπό τή σαρκική ἐπιθυμία καί τή σαρκική πύρωση. Ἡ φαντασία μου κινητοποιεῖται ἀπό κάποιαν ἐνέργεια ξένη, ἐχθρική. Σκανδαλιστικές μορφές παρουσιάζονται μπροστά μου καί μέ παρακινοῦν νοερά νά ἁμαρτήσω, νά γευθῶ τήν ὀλέθρια ἡδονή. Δέν ἔχω τή δύναμη νά τρέξω μακριά ἀπό τίς προκλητικές εἰκόνες. Αὐθόρμητα καί ἀναπότρεπτα κολλᾶνε πάνω τους τά ἀρρωστημένα μου μάτια. Καί νά τρέξω ποῦ;! Ἔτρεξα κάποτε στήν ἔρημο. Μέ ἀκολούθησαν κι ἐκεῖ οἱ παραστάσεις τῆς ἁμαρτίας. Κι ἔπεσαν πάνω μου μέ ζωντάνια μεγαλύτερη, μέ διάθεση φονική.

 
Ἀνύπαρκτες εἶναι ὅλες αὐτές οἱ εἰκόνες. Ἀπάτη καί πλάνη εἶναι καί οἱ ἴδιες καί ἡ αἴσθησή τους καί ἡ ὀμορφιά τους. Εἶναι, ὡστόσο, τόσο ζωντανές, πού τίποτα, μήτε ὁ χρόνος μήτε τά γεράματα, δέν μπορεῖ νά τίς νεκρώσει. Βέβαια, τά δάκρυα τῆς μετάνοιας τίς σβήνουν ἀπό τή φαντασία, μά τέτοια δάκρυα δέν ἔχω. Ἡ καρδιά μου στερεῖται τήν κατάνυξη, στερεῖται τό σωτήριο κλάμα, εἶναι σάν μιά ἀναίσθητη πέτρα.

Τή φρικτή μου ἁμαρτωλότητα σπάνια τή συναισθάνομαι. Ἄν ὑπάρχει μέσα μου κάτι καλό, αὐτό ἔχει ἀναμειχθεῖ μέ τό κακό καί ἔχει γίνει κακό, ὅπως γίνεται δηλητήριο ἀκόμα κι ἡ πιό ἐκλεκτή τροφή, ὅταν ἀναμειχθεῖ μέ δηλητήριο. Λησμονῶ, ὡστόσο, τή δεινή μου κατάσταση, λησμονῶ ὅτι τό καλό, πού μοῦ δόθηκε κατά τήν πλάση μου, ἐξασθένησε καί ἀλλοιώθηκε κατά τήν πτώση. Βλέπω μέσα μου τό καλό καί πιστεύω πώς εἶναι ἀκέραιο καί ἄσπιλο. Γι᾿ αὐτό καί ἀρχίζω νά κυριεύομαι ἀπό τόν αὐτοθαυμασμό.

Ἡ ὑπερηφάνειά μου μέ ἁρπάζει ἀπό τόν εὔφορο ἀγρό τῆς μετάνοιας καί μέ μεταφέρει σέ χώρα μακρινή, σέ χώρα ἄγονη καί ἄκαρπη, σέ χώρα γεμάτη ἀγκάθια καί τριβόλια –τή χώρα τοῦ ψεύδους, τῆς αὐταπάτης, τῆς καταστροφῆς. Σταματῶ, λοιπόν, νά τηρῶ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί ἀρχίζω νά ὑπακούω στίς ὑποβολές τῆς καρδιᾶς μου, νά ἀκολουθῶ τά αἰσθήματά της, νά ἐκτελῶ τό θέλημά της. Τολμῶ νά ἀποκαλῶ καλά τά αἰσθήματα τῆς πεσμένης μου φύσεως καί ἀρετή τή διαγωγή της. Τολμῶ νά πιστεύω ὅτι γι᾿ αὐτά τά καλά καί γι᾿ αὐτή τήν ἀρετή εἶμαι ἄξια βραβείων ἐπίγειων καί ἐπουράνιων, ἀνθρώπινων καί θείων. Ἀντίθετα, ὅταν ἀγωνιζόμουνα νά τηρῶ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἀσκοῦσα βία στήν καρδιά μου καί δέν ἔδινα καμιά σημασία στίς ὑποβολές καί τό θέλημά της, τότε ἔνιωθα ὀφειλέτρια πρός τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους, δούλη ἄπιστη καί ἄχρηστη!

Ὅταν πιάστηκα στά δίχτυα τῆς αὐταπάτης, ἐμφανίστηκαν μέσα μου ἡ λύπη, ἡ ἀκηδία κι ἕνα ζοφερό σκοτάδι. Ἡ λύπη μέ ἐμποδίζει ἀπό κάθε ἀγαθή πράξη. Ἡ ἀκηδία μοῦ ἀφαιρεῖ τή δύναμη νά παλεύω μέ τήν ἁμαρτία. Καί τό σκοτάδι –συνέπεια τῆς λύπης καί τῆς ἀκηδίας –μοῦ κρύβει τόν Θεό. Ἡ κρίση Του εἶναι ἀδέκαστη καί τρομερή. Ὑποσχέθηκε νά βραβεύσει τή χριστιανική ἀρετή. Ὑποσχέθηκε καί νά τιμωρήσει τήν περιφρόνηση τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῶν ἁγίων νόμων Του. Ἐγώ, ὡστόσο, ἁμαρτάνω ἄφοβα, καί ἡ συνείδησή μου σωπαίνει, σάν νά εἶναι νεκρωμένη ἤ κοιμισμένη. Σπάνια, πολύ σπάνια ἔρχεται κάποια στιγμή κατανύξεως, φωτός καί ἐλπίδας. Τότε νιώθω διαφορετικά. Ἀλλά ἡ φωτεινή αὐτή στιγμή εἶναι φευγαλέα. Ὁ οὐρανός μου δέν εἶναι συχνά καθαρός. Σάν μαῦρα σύννεφα μέ πλησιάζουν πάλι τά πάθη καί μέ ρίχνουν στό σκοτάδι, στή σύγχυση, στήν ἀμηχανία, στήν ἄβυσσο τῆς καταστροφῆς.





Νοῦ μου! Ἐσύ εἶσαι χειραγωγός τῆς ψυχῆς. Νουθέτησέ με, λοιπόν! Βάλε μέσα μου τήν εὐλογημένη εἰρήνη! Δίδαξε με πῶς νά κλείσω τήν πόρτα μου στίς ἐντυπώσεις τοῦ κόσμου καί πῶς νά χαλιναγωγήσω, πῶς νά καταστείλω τά πάθη πού ξεσηκώνονται μέσα μου. Ὁ κόσμος καί τά πάθη πόσο μ᾿ ἔχουν ταλαιπωρήσει, πόσο μ᾿ ἔχουν βασανίσει!…

ΝΟΥΣ: Ἡ ἀπάντησή μου δέν θά σέ παρηγορήσει. Κι ἐγώ, ὅπως κι ἐσύ, ψυχή, πολεμοῦμαι ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἑπομένως, ὅσα εἶπες μοῦ εἶναι γνωστά. Πῶς, λοιπόν, μπορῶ νά σέ βοηθήσω, ὅταν καί σ᾿ ἐμένα ἔχουν καταφερθεῖ θανάσιμα χτυπήματα, ὅταν κι ἐγώ ἔχω στερηθεῖ τή δύναμη νά ἐνεργῶ αὐτεξούσια; Κατά τήν ἀεικινησία μου, δηλαδή τήν ἀδιάκοπη κίνησή μου δίχως περιορισμούς, ἡ ὁποία μοῦ δόθηκε ἀπό τόν Πλάστη ὡς φυσικό ἰδίωμα, δέχομαι διαρκῶς τήν ἐπίδραση τῆς ἁμαρτίας, πού μέ τραυματίζει καί μέ συνταράζει. Ἡ ἐπίδραση αὐτή μέ ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό καί τήν αἰωνιότητα· μέ τραβᾶ στήν ἀπάτη τοῦ μάταιου καί περαστικοῦ κόσμου, στήν ἀπάτη τοῦ ἑαυτοῦ μου, στήν ἀπάτη σου, ψυχή, στήν ἀπάτη τῆς ἁμαρτίας, στήν ἀπάτη τῶν δαιμόνων.

Τό μεγαλύτερο πρόβλημά μου εἶναι ἡ ἀκατάπαυστη βία πού ἀσκεῖ πάνω μου ὁ περισπασμός. Μόλις μέ χτυπήσει, ἀρχίζω νά περιπλανιέμαι σ᾿ ὅλη τήν οἰκουμένη, δίχως ἀνάγκη καί ὠφέλεια, σάν τά πονηρά πνεύματα. Θέλω νά σταματήσω, μά δέν μπορῶ. Ὁ περισπασμός μέ ἁρπάζει καί μέ παρασύρει τόσο βίαια, πού δέν δίνω προσοχή, ὅπως πρέπει, οὔτε σ᾿ ἐσένα, ψυχή, οὔτε στόν ἑαυτό μου οὔτε στόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐξωτερικά ἐμφανίζομαι προσεκτικός, ἀλλά τήν ἴδια ὥρα, πραρασύρομαι πολύ μακριά καί ἀσχολοῦμαι μέ θέματα ὄχι ἁπλῶς ἀσήμαντα ἤ ἀνώφελα, ἀλλά βλαβερά. Ἔτσι, δέν μπορῶ νά προσφέρω στόν Θεό προσευχή δυνατή καί ἀληθινή, προσευχή σφραγισμένη μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ θά ἐξαφάνιζε τόν περισπασμό καί θά ἔκανε τούς λογισμούς μου νά ὑποταχθοῦν σ᾿ ἐμένα. Καί ὅταν οἱ λογισμοί ὑποτάσσονται στόν νοῦ μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, τότε ἔρχονται σ᾿ ἐσένα, ψυχή, ἡ καρδιακή συντριβή καί ἡ κατάνυξη. Ἐξαιτίας, λοιπόν, τοῦ δικοῦ μου περισπασμοῦ παραμένεις ἐσύ σκληρή καί ἀναίσθητη. Ἡ σκληρότητα καί ἡ ἀναισθησία σου, πάλι, αὐξάνουν τόν δικό μου περισπασμό, κι ἔτσι δημιουργεῖται ἕνας φαῦλος κύκλος.

Ὁ περισπασμός εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἀδυναμίας μου στόν ἀγώνα ἐναντίον τῶν ἁμαρτωλῶν λογισμῶν, καθώς μοῦ φέρνει σκοτισμό καί βάρος. Ἔτσι, ὅταν μέ πλησιάζει ἕνας ἁμαρτωλός λογισμός, δέν τόν ἀντιλαμβάνομαι ἔγκαιρα, ἄν μάλιστα καλύπτεται πίσω ἀπό κάποια δικαιολογία. Ἄν πάλι εἶναι ἀπροκάλυπτος, ἀντιστέκομαι καί τόν ἀντιμάχομαι, ἀλλά δίχως ἀποφασιστικότητα καί ἀπέχθεια. Ἀρχίζω νά μιλῶ μ᾿ αὐτόν, τόν φονιά μου. Εὐφραίνομαι μέ τό θανάσιμο δηλητήριο πού μέ πονηριά ρίχνει μέσα μου. Σπάνια ἀναδεικνύομαι νικητής. Συνήθως εἶμαι ὁ νικημένος.

Ἀπό τόν συνεχή περισπασμό, μέ κυριεύει ἡ λήθη.

Λησμονῶ τόν Θεό.

Λησμονῶ τήν αἰωνιότητα.

Λησμονῶ πόσο μάταιος, πόσο ἐφήμερος, πόσο ἀπατηλός εἶναι ὁ κόσμος, καί ἑλκύομαι ἀπ᾿ αὐτόν, παρασύροντας, ψυχή, κι ἐσένα.

Λησμονῶ τά ἁμαρτήματά μου.

Λησμονῶ τίς πτώσεις μου.

Λησμονῶ τήν οἰκτρή κατάστασή μου.

Μέσα στόν σκοτισμό μου καί τήν αὐταπάτη μου, ἀρχίζω νά ἀποδίδω στόν ἑαυτό μου ἀξία. Συνάμα ἀρχίζω νά ζητῶ ἀναγνώριση αὐτῆς τῆς ἀξίας ἀπό τόν ψεύτικο κόσμο, τόν κόσμο πού εἶναι πρόθυμος νά συμφωνήσει μαζί μου στιγμιαῖα, γιά νά μέ χλευάσει ἔπειτα μέ περισσή κακότητα. Ἀξία, ὅμως, δέν ὑπάρχει σέ κανέναν μας. Ἡ ἀξία μας ἐξανεμίστηκε μέ τήν προπατορική πτώση. Δίκαια, λοιπόν, θά ἀξιολογήσει κάθε ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του, ἄν, ὅπως συμβουλεύει κάποιος μεγάλος ἀσκητής, τόν θεωρήσει ἕνα σίχαμα3.

Καί πῶς νά μήν εἶναι ἕνα σίχαμα αὐτό τό ἀδύναμο καί ἀσήμαντο πλάσμα, πού, μολονότι ἀπό τήν ἀνυπαρξία τό ἔφερε στήν ὕπαρξη ὁ Θεός, πολεμάει τόν παντοδύναμο Πλάστη του καί Δημιουργό ὅλου τοῦ κόσμου, ὁρατοῦ καί ἀόρατου;

Πῶς νά μήν εἶναι ἕνα σίχαμα αὐτό τό πλάσμα, πού, μολονότι δέν εἶχε τίποτα δικό του, μολονότι ὅλα τά πῆρε ἀπό τόν Θεό, ἐπαναστάτησε ἐναντίον Του;

Πῶς νά μήν εἶναι ἕνα σίχαμα αὐτό τό πλάσμα, πού τόλμησε μέσα στήν παραδείσια μακαριότητα ὄχι μόνο ν᾿ ἀκούσει πρόθυμα τή φοβερή καί βλάσφημη συκοφαντία τοῦ διαβόλου ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ν᾿ ἀποδείξει χωρίς χρονοτριβή τή συγκατάνευσή του στή βλάσφημη συκοφαντία μέ τήν καταπάτηση τῆς ἐντολῆς Του;

Πῶς νά μήν εἶναι ἕνα σίχαμα ὁ νοῦς πού ἔγινε δοχεῖο καί γεννήτορας ἀλλεπάλληλων, λογισμῶν ἀντίθεων;

Πῶς νά μήν εἶναι ἕνα σίχαμα ἡ ψυχή στήν ὁποία μόνιμα φωλιάζουν βίαια καί τερατώδη πάθη σάν φαρμακερά ἑρπετά, σάν φίδια καί σκορπιοί σέ βαθιά τάφρο;

Πῶς νά μήν εἶναι ἕνα σίχαμα τό σῶμα πού γεννήθηκε μέσα στήν ἁμαρτία, τό σῶμα πού ἔγινε ὄργανο ἁμαρτίας στή διάρκεια τῆς σύντομης ἐπίγειας ζωῆς του, τό σῶμα πού ἔγινε πηγή τῆς δυσοσμίας τοῦ θανάτου στό τέλος τῆς ζωῆς αὐτῆς;

Ἐσύ κι ἐγώ, ψυχή, ἀποτελοῦμε ἑνιαία πνευματική ὕπαρξη. Ἡ ἁμαρτία, ὅμως ὄχι μόνο ἔφθειρε αὐτή τήν ὕπαρξη, ἀλλά καί τή διχοτόμησε σέ μέρη αὐτόνομα, πού βρίσκονται σχεδόν πάντοτε σέ ἀντίθεση. Χωριστήκαμε, λοιπόν, καί ἀποκτήσαμε ἀμοιβαία ἐχθρότητα. Μά χωριστήκαμε κι ἀπό τόν Θεό! Ἡ ἁμαρτία, πού ζεῖ μέσα μας, μᾶς ἔφερε σέ ἀντίθεση μέ τόν ἴδιο τόν πανάγιο καί πανυπερτέλειο Θεό!

ΨΥΧΗ: Θλιβερή ἡ ἀπάντησή σου ἀλλά σωστή. Εἶναι, πάντως, καί μερικῶς παρήγορη, καθώς, διαπιστώνοντας τήν πλήρη ὁμοιότητα καί τήν κοινή αἰτία τῆς δεινῆς μας καταστάσεως, μποροῦμε νά μοιραστοῦμε τή θλίψη μας ἀλλά καί νά ἀλληλοβοηθηθοῦμε. Πές μου, πῶς θά βγοῦμε ἀπό τή σύγχυσή μας; Παρατήρησα ὅτι τά δικά μου αἰσθήματα ἀντιστοιχοῦν πάντοτε στούς δικούς σου λογισμούς. Ἡ καρδιά δέν μπορεῖ νά παλεύει γιά πολύ μέ τόν λογισμό. Ἀργά ἤ γρήγορα ὑποτάσσεται σ᾿ αὐτόν. Ἀντιστέκεται καμιά φορά, ἀλλά μόνο γιά λίγο. Νοῦ, γίνε ὁδηγός στήν κοινή μας σωτηρία!

ΝΟΥΣ: Πράγματι, ἡ καρδιά δέν ἀντιστέκεται γιά πολύ στόν λογισμό. Στόν καλό καί θεάρεστο λογισμό, ὡστόσο, ὑποτάσσεται γιά μιά στιγμή καί μετά ἐπαναστατεῖ. Ἐπαναστατεῖ μέ τόση δύναμη, μέ τόση ὁρμητικότητα, μέ τόση βιαιότητα, πού σχεδόν πάντοτε μέ νικᾶ. Καί ἀφοῦ μέ νικήσει, ἀρχίζει νά γεννᾶ μέσα μου τίς πιό ἄπρεπες παραστάσεις, πού ἀποκαλύπτουν τά κρυμμένα πάθη.





Τί νά πῶ γιά τούς λογισμούς μου; Ἡ σύγχυση καί ἡ φθορά, πού μοῦ προξένησε ἡ ἁμαρτία, εἶχαν ὡς συνέπεια τή μεγάλη ἀστάθεια τῶν λογισμῶν. Ἔτσι, γιά παράδειγμα, τό πρωί γεννιοῦνται μέσα μου οἱ γνωστοί καλοί λογισμοί γιά τήν πνευματική ζωή, γιά τόν ἐπίπονο ἀσκητικό ἀγώνα, γιά τίς συνθῆκες τοῦ ἐπίγειου βίου, γιά τήν αἰωνιότητα. Αὐτοί οἱ λογισμοί φαίνονται τότε οὐσιώδεις, σημαντικοί. Ἀλλά ξαφνικά, τό μεσημέρι ἤ καί νωρίτερα, ἐξαφανίζονται ἀπό κάποιαν ἀπροσδόκητη συνάντηση καί δίνουν τή θέση τους σέ ἄλλους, πού γίνονται κι αὐτοί μέ τή σειρά τους δεκτοί ὡς ἀξιοπρόσεκτοι. Τό βράδυ, ἀπό νέες ἀφορμές καί μέ νέες δικαιολογίες, ἐμφανίζονται καί κυριαρχοῦν ἄλλοι λογισμοί. Ἄλλοι, πάλι, πού μέ παραμόνευαν καλά κρυμμένοι στή διάρκεια τῆς ἡμέρας, παρουσιάζονται ξαφνικά μπροστά μου, μέσα στή σιωπή τῆς νύχτας, καί μέ συνταράζουν μέ τή σαγηνευτική καί συνάμα θανάσιμη ἀπεικόνιση τῆς ἁμαρτίας.

Μάταια διδάχθηκα ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ νά δέχομαι ὡς ὀρθούς ἐκείνους μόνο τούς λογισμούς στούς ὁποίους ἐσύ, ψυχή, ἀνταποκρίνεσαι μέ βαθιά εἰρήνη, ταπεινοφροσύνη καί ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Μάταια γνωρίζω καλά πώς ὅλοι οἱ λογισμοί, μ᾿ ὁποιοδήποτε προσωπεῖο δικαιοσύνης κι ἄν ἐμφανίζονται, ὅταν σοῦ προξενοῦν δυσφορία, ταραχή ἤ σύγχυση, ὅταν ἀκολουθοῦνται ἀπό τήν ἐκδήλωση τῆς παραμικρῆς σκληρότητας μάσα σου, εἶναι ξένοι πρός τήν ἀλήθεια, εἶναι ἐντελῶς ἀπατηλοί καί ὀλέθριοι. Ναί, μάταιη εἶναι ἡ γνώση μου, μάταια κατέχω αὐτό τό ἀσφαλές κριτήριο τῆς ἀλάθητης διακρίσεως τοῦ καλοῦ ἀπό τό κακό στόν κόσμο τῶν πνευμάτων!

Ἐξαιτίας τῆς ἀσύλληπτης ἀσθένειάς μου, πού τήν ἀντιλαμβάνομαι μόνο ἐμπειρικά, δέν μπορῶ νά ἀπαλλαγῶ ἀπό τούς θανατηφόρους λογισμούς τῆς ἁμαρτίας. Δέν μπορῶ νά τούς πνίξω, δέν μπορῶ νά τούς διώξω, ὅταν ἀρχίζουν νά βράζουν μέσα μου σάν τά σκουλίκια, δέν μπορῶ νά τούς ἀποκρούσω, ὅταν ρίχνονται πάνω μου σάν τούς ληστές, σάν τά ἄγρια κι αἱμοβόρα θηρία. Μέ αἰχμαλωτίζουν, μέ κρατοῦν σέ σκληρή δουλεία, μέ ταλαιπωροῦν, μέ βασανίζουν. Κάθε ὥρα εἶναι ἕτοιμοι νά μέ ἐξοντώσουν, νά προκαλέσουν τόν αἰώνιο θάνατό μου.

Γιά τό μαρτύριο, στό ὁποῖο μᾶς ὑποβάλλουν οἱ λογισμοί, δέν εἶμαι μόνο ἐγώ πού σέ πληροφορῶ, ψυχή. Σέ πληροφορεῖ ἀκόμα καί τό σῶμα μας, πού εἶναι ἀσθενικό καί ἀδύναμο, ἐπειδή ἀκριβῶς πληγώθηκε ἐπανειλημμένα ἀπό τά βέλη καί τά ξίφη τῆς ἁμαρτίας.

Κι ἐσύ, ψυχή, φαρμακωμένη μέ τό φαρμάκι τοῦ αἰώνιου θανάτου, καταθλίβεσαι. Ζητᾶς παρηγοριά, μά πουθενά δέν τή βρίσκεις. Μάταια ἐλπίζεις νά παρηγορηθεῖς ἀπό μένα. Γιατί κι ἐγώ θάφτηκα μαζί μ᾿ ἐσένα στόν στενόχωρο καί σκοτεινό τάφο τῆς ἀγνωσίας, τῆς ἄγνοιας τοῦ Θεοῦ. Ἡ σχέση μας μέ τόν ἀληθινό Θεό, σχέση σάν μέ ἕνα νεκρό καί ἀνύπαρκτο ὄν, ἀποτελεῖ ἀδιάψευστη ἀπόδειξη τῆς δικῆς μας νεκρώσεως.

ΨΥΧΗ: Μ᾿ ἔκανες ν᾿ ἀπελπιστῶ! Ἄν ἐσύ, νοῦ, πού εἶσαι ἡ ἀνώτερη πνευματική μου, δύναμη, τό μάτι μου καί ὁ ὁδηγός μου, ἄν ἐσύ, πού εἶσαι τό φῶς μου, ὁμολογεῖς πώς ἔχεις βυθιστεῖ στό σκοτάδι, τότε τί νά περιμένω ἀπό τίς ἄλλες δυνάμεις μου, τίς δυνάμεις πού ὑπάρχουν καί στά ἄλογα ζῶα; Τί νά περιμένω ἀπό τή βούληση καί τήν ἐπιθυμία μου ἤ ἀπό τόν φυσικό θυμό καί τόν ζῆλο μου, πού, γιά νά ἐνεργήσουν διαφορετικά ἀπό τίς ἀντίστοιχες δυνάμεις τῶν κτηνῶν καί τῶν δαιμόνων, πρέπει νά βρίσκονται κάτω ἀπό τή δική σου καθοδήγηση;





Μοῦ εἶπες ὅτι, παρ᾿ ὅλη τήν ἀδυναμία σου, παρ᾿ ὅλη τή ζόφωσή σου, παρ᾿ ὅλη τή νέκρωσή σου, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ ἀκόμα πάνω σου καί σέ κάθε περίπτωση σοῦ παρέχει τή δυνατότητα νά ξεχωρίζεις, μολονότι πολύ δύσκολα, τό καλό ἀπό τό κακό. Συμμετέχω κι ἐγώ σ᾿ αὐτή τή δυνατότητα! Ἔτσι, ὅταν ἀρχίζω νά αἰσθάνομαι ταραχή καί σύγχυση, ἀντιλαμβάνομαι ὅτι βρίσκομαι σέ λάθος δρόμο. Ἀντιμετωπίζω, λοιπόν, μέ δυσπιστία τήν ἐσωτερική μου αὐτή κατάσταση· τήν ἀπεχθάνομαι καί ἀγωνίζομαι νά τήν ἀποδιώξω ὡς ἀφύσικη καί ἐχθρική.

Ἀπεναντίας, ὅταν ἐσύ στέκεσαι ἔστω καί γιά μικρό χρονικό διάστημα, σάν σέ γνώριμη καί στοργική ἀγκαλιά, σέ λογισμούς καλούς, σέ λογισμούς πού προέρχονται ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὤ, τί παρηγοριά αἰσθάνομαι τότε! Πῶς δοξολογῶ τόν Θεό ἀπό τά βάθη τοῦ εἶναι μου, ἀπό τούς θησαυρούς τῆς καρδιᾶς μου! Τί εὐλάβεια μέ κυριεύει μπροστά στό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, ὅταν Ἐκεῖνος ἀποκαλύπτεται σ᾿ ἐμένα, ἕναν τιποτένιο κόκο σκόνης μέσα στό τεράστιο καί ποικιλόμορφο σύμπαν! Τί μακάρια εἰρήνη, σάν αὔρα τοῦ παραδείσου, ἀρχίζει νά φυσᾶ μέσα μου καί νά μέ δροσίζει μέσα στόν καύσωνα! Τί γλυκά καί ἰαματικά δάκρυα γεννιοῦνται στήν καρδιά, ἀνεβαίνουν στό κεφάλι καί τρέχουν στ᾿ ἀναψοκοκκινισμένα μάγουλα ἀπό τά μάτια! Τί βλέμμα ταπεινό καί πράο ἀγκαλιάζει ὅλους καί ὅλα μέ ἠρεμία καί ἀγάπη!

Τότε ἐξαφανίζεται ὁ ἐσωτερικός πόλεμος! Τότε νιώθω πώς ἡ φύση μου θεραπεύεται! Τότε οἱ δυνάμεις μου, πού εἶχαν διασπαστεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία, ἑνώνονται πάλι μεταξύ τους ἀλλά καί μ᾿ ἐσένα καί μέ τό σῶμα σ᾿ ἕνα ἑνιαῖο σύνολο. Τότε αἰσθάνομαι τό ἔλεος τοῦ Πλάστη πρός τό πεσμένο πλάσμα Του. Τότε κατανοῶ ἀπόλυτα τή σημασία τῆς λυτρώσεως καί τή δύναμη τοῦ Λυτρωτῆ, πού μέ θεράπευσε μέ τόν παντοδύναμο καί ζωογόνο λόγο Του. Πιστεύω καί ὁμολογῶ τόν Κύριο! Βλέπω καί τήν ἐνέργεια τοῦ προσκυνητοῦ Παναγίου Πνεύματος, πού ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί στέλνεται ἀπό τόν Υἱό! Βλέπω τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ-Πνεύματος, διά τοῦ Θεοῦ-Λόγου, νά φανερώνει τή θεότητά Του μέ τή δημιουργική Του δύναμη, μέ τήν ὁποία ἀποκαθιστᾶ τό συντριμμένο σκεῦος στήν ἀρχική του ὁλοκληρία καί ὡραιότητα σάν νά μήν εἶχε ποτέ συντριβεῖ.

Νοῦ μου, στρέψου στόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀπό τόν ὁποῖο λάβαμε ἀναρίθμητα ἀγαθά, ἀλλά τά χάσαμε ἀπό ραθυμία καί ψυχρότητα. Ἀπό τά ἀνεκτίμητα πνευματικά δῶρα τοῦ Θεοῦ προτιμήσαμε τά ἀπατηλά, τά ψεύτικα δῶρα τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ κόσμου, πού ἦταν γεμάτα φαρμάκι. Νοῦ μου, στρέψου στόν λόγο τοῦ Θεοῦ! Ἐκεῖ ψάξε τήν παρηγοριά πού σοῦ ζητῶ! Ἀβάσταχτη εἶναι ἡ θλίψη μου τήν ὤρα τούτη. Φοβᾶμαι μήν πέσω στήν τελειωτική καταστροφή, τήν ἀπελπισία.

ΝΟΥΣ: Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ψυχή, λύνει τήν ἀπορία μας μέ τόν πιό ἱκανοποιητικό ὁρισμό. Πολλοί ἄνθρωποι, ὡστόσο, ὅταν ἄκουσαν τόν λόγο τοῦ Πνεύματος, τόν παρανόησαν μέ τόν σαρκικό τους λογισμό καί εἶπαν: «Σκληρός εἶναι αὐτός ὁ λόγος ποιός μπορεῖ νά τόν ἀκούει;»4. Ἄκου, λοιπόν, ψυχή μου, τί εἶπε ὁ Κύριος: « Ὅποιος θελήσει νά σώσει τή ζωή του, θά τή χάσει· κι ὅποιος χάσει τή ζωή του γιά μένα, θά τή σώσει»5. « Αὐτός πού ἀγαπᾶ τή ζωή του, θά τή χάσει· αὐτός, ὅμως, πού δέν λογαριάζει τή ζωή του στόν κόσμο αὐτό, θά τή φυλάξει γιά τήν αἰώνια ζωή»6.

ΨΥΧΗ: Πρόθυμη εἶμαι νά χάσω τή ζωή μου, ἄν τό προστάζει ὁ Θεός. Ἀλλά πῶς νά πεθάνω, ἀφοῦ εἶμαι ἀθάνατη; Δέν γνωρίζω κάτι πού θά μποροῦσε νά μοῦ στερήσει τή ζωή.

ΝΟΥΣ: Μή νομίζεις, ψυχή, πώς ὁ Χριστός παραγγέλλει νά πεθάνεις μόνο ἐσύ. Ὄχι! Τό ποτήρι τοῦ θανάτου πρέπει νά τό μοιραστῶ μαζί σου, πίνοντας μάλιστα πρῶτος ὡς κύριος αἴτιος τῆς κοινῆς μας πτώσεως. Ἡ ἀποφυγή τοῦ ποτηριοῦ αὐτοῦ συνεπάγεται ὄλεθρο, θάνατο πρόσκαιρο καί αἰώνιο.

Ὁ θάνατος, πού μᾶς ζητάει ὁ Κύριος, δέν συνίσταται στήν ἐξόντωση τῆς ὑπάρξεώς μας, ἀλλά στήν ἐξόντωση τοῦ ἐγωισμοῦ, πού τόν ταυτίσαμε μέ τή ζωή μας. Ὁ ἐγωισμός εἶναι στρεβλή ἀγάπη τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου πρός τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό. Ὁ ἐγωισμός θεοποιεῖ τή μεταπτωτική ψευδώνυμη σοφία του καί προσπαθεῖ πάντοτε νά ἱκανοποιεῖ τό μεταπτωτικό θέλημά του, πού κατευθύνεται ἀπό τό ψεῦδος. Ὡς πρός τή σχέση του μέ τόν πλησίον, ὁ ἐγωισμός ἐκδηλώνεται εἴτε μέ ἀντιπάθεια εἴτε μέ ἀνθρωπαρέσκεια, δηλαδή μέ κάποιο πάθος. Ἀλλά καί τά ἐγκόσμια πράγματα τά κακομεταχειρίζεται, τά χρησιμοποιεῖ μέ ἐμπάθεια. Ὅπως ἡ ἀγάπη δένει σέ τέλειο σύνολο ὅλες τίς ἀρετές7 καί ἀποτελεῖ τήν τέλεια ἐκπλήρωσή τους, ἔτσι κι ὁ ἐγωισμός δένει ὅλα τά πάθη καί ἀποτελεῖ τήν τέλεια ἐκπλήρωσή τους.

Γιά νά θανατώσω τόν ἐγωισμό μου, πρέπει ν᾿ ἀπαρνηθῶ ὅλους «τούς ἀπατηλούς καί κούφιους συλλογισμούς τῆς ἀνρθώπινης σοφίας, πού στηρίζονται σέ ἀνθρώπινες παραδόσεις καί σέ μιά ἐσφαλμένη πίστη στά στοιχεῖα τοῦ κόσμου»8. Πρέπει ν᾿ ἀποκτήσω βαθιά συναίσθηση τῆς πνευματικῆς μου φτώχειας. Καί, γυμνός μέσα σ᾿ αὐτή τή φτώχεια, λουσμένος στά δάκρυα τοῦ πένθους, μαλακωμένος μέ τήν πραότητα, τήν καθαρότητα καί τό ἔλεος, νά δεχθῶ τόν τρόπο σκέψεως πού εὐδόκησε νά χαράξει πάνω μου τό δεξί χέρι τοῦ Λυτρωτῆ μου. Κι αὐτό τό χέρι εἶναι τό Εὐαγγέλιο.

Ὅσο γιά σένα, ψυχή, πρέπει ν᾿ ἀπαρνηθεῖς τό θέλημά σου, ἔστω κι ἄν αὐτή ἡ ἀπάρνηση σοῦ φαίνεται βαριά, ἔστω κι ἄν στά αἰσθήματα καί τίς τάσεις τῆς καρδιᾶς σου δέν βρίσκεις κανένα σφάλμα, κανένα κακό. Ἀντί γιά τό δικό σου θέλημα, νά κάνεις τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ καί Σωτήρα μας, κι ἄς εἶναι αὐτό σκληρό γιά τήν ἐγωιστική σου καρδιά!

Νά λοιπον, ποιό θάνατο ζητάει ἀπό μᾶς ὁ Θεός: Μᾶς ζητάει νά θανατώσουμε ἑκούσια τόν θάνατο πού ζεῖ μέσα μας, καί νά λάβουμε ὡς δῶρο τήν ἀνάσταση καί τή ζωή πού ξεχύνεται ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ.

ΨΥΧΗ: Ἀποφασίζω ν᾿ ἀποκτήσω αὐταπάρνηση! Καί μόνο ἀπό τά λόγια σου γι᾿ αὐτήν, ἄρχισα κιόλας νά αἰσθάνομαι χαρά καί παρηγοριά. Ἄς ἀφήσουμε τή ζωή πού γεννᾶ τήν ἀπελπισία. Ἄς δεχθοῦμε τόν θάνατο πού ἐγγυᾶται τή σωτηρία.

Ὁδήγησέ με, νοῦ, στά ἴχνη τῶν θελημάτων τοῦ Θεοῦ. Κι ἐσύ μεῖνε σταθερά προσκολλημένος στόν Λόγο ἐκεῖνο πού εἶπε γιά τόν ἑαυτό Του: « Ὅποιος μένει ἑνωμένος μαζί μου κι ἐγώ μαζί του, αὐτός δίνει πολύ καρπό, γιατί χωρίς ἐμένα δέν μπορεῖτε νά κάνετε τίποτα»9.


Ἀμήν.

Τῷ Θεῷ πρέπει κάθε δόξα τιμή καί προσκύνηση,
τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

Ἀμήν!

Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ
Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ” τομ. γ΄
Ἐκδόσεις: Ἱ. Μ. Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς
1Β΄ Πέτρ. Γ΄: 10.
2Βλ. Ὁσίου Καλλίστου Καταφυγιώτη, Περί θείας ἑνώσεως καί βίου θεωρητικοῦ, γ΄.
3Κάποιος γέροντας ρώτησε τόν ὅσιο Σισώη τόν Μέγα: “Πῶς λέει ἕνας ψαλμός ὅτι εἶναι τά εἴδωλα;”. Καί ὁ γέροντας ἀπάντησε: “ Ἡ Γραφή λέει γιά τά εἴδωλα ὅτι στόμα ἔχουν ἀλλά δέν μιλοῦν, μάτια ἔχουν ἀλλά δέν βλέπουν, αὐτιά ἔχουν ἀλλά δέν ἀκοῦνε (βλ. Ψαλμ. 134 : 16-17). Ἔτσι ὀφείλει νά εἶναι καί ὁ μοναχός. Λέει, ἐπίσης, ἡ Γραφή ὅτι τά εἴδωλα εἶναι σιχαμερά (βλ. Δευτ. 27 : 15). Ἔτσι καί ὁ μοναχός ἄς θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἕνα σίχαμα”. (Βλ. Τό Μέγα Γεροντικόν, τ. Δ΄, κεφ. ΙΕ΄ , 164).
4Ἰω. στ΄ : 60.
5Ματθ. Ι΄: 39.
6Ἰω. ιβ΄ : 25.
7Βλ. Κολ. Γ΄: 14.
8Κολ. Β΄ : 8.
9Ἰω. Ιε΄: 5.


hristospanagia.gr
via

Pages