Μια φορά και σε κανένα καιρό, ήταν μια Ψυχούλα, που είπε στο Θεό: “Ξέρω Τι Είμαι!”
και ο Θεός είπε: “Αυτό είναι υπέροχο! Τι Είσαι;”
και η Ψυχούλα φώναξε: “Είμαι το Φως!”
O Θεός χαμογέλασε πλατιά. “Πολύ σωστά!” αναφώνησε, “Είσαι το Φως.”
Η Ψυχούλα ήταν τόσο χαρούμενη που κατάλαβε, αυτό που όλες οι ψυχές που βρίσκονταν στο Βασίλειο, ήταν εκεί για να το καταλάβουν.
“Ουάου! Τέλεια!” Είπε η Ψυχούλα.
Σύντομα όμως, το ότι κατάλαβε Τι Είναι, δεν της ήταν αρκετό.
Η Ψυχούλα ένοιωσε εσωτερική αναταραχή και τώρα ήθελε να γίνει αυτό το οποίο ήταν.
Έτσι, η Ψυχούλα ξαναπήγε στο Θεό (το οποίο δεν είναι κακή ιδέα για όλες τις Ψυχές που θέλουν να γίνουν Αυτό που Πραγματικά Είναι), και είπε: “Γεια σου Θεέ! Τώρα που ξέρω Τι Είμαι, είναι εντάξει για μένα και να Γίνω Αυτό που Είμαι;”
Και ο Θεός είπε: “Εννοείς ότι θέλεις να γίνεις αυτό που είσαι ήδη;”
“Χμ,” απάντησε η Ψυχούλα, “είναι άλλο πράγμα να ξέρω Τι Είμαι και τελείως διαφορετικό πράγμα, το να Είμαι Πραγματικά Αυτό. Θέλω να νοιώσω πώς είναι να είσαι το Φως!”
“Μα είσαι ήδη το Φως.” Επανέλαβε ο Θεός, χαμογελώντας ξανά.
“Ναι, μα θέλω να μάθω πώς είναι, να το νοιώθω!” ξεφώνησε παρακλητικά η Ψυχούλα.
“Καλώς,” είπε ο Θεός κρυφογελώντας, ” Θα ‘πρεπε να το ξέρω. Πάντα σου άρεσε η περιπέτεια.”
Τότε η έκφραση του Θεού άλλαξε. “Μόνο, που υπάρχει ένα ζήτημα…”
“Τι είναι;” ρώτησε η Ψυχούλα.
“Δυστυχώς, δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά μόνο το Φως. Βλέπεις, δεν έχω δημιουργήσει τίποτα άλλο από αυτό που είσαι, κι έτσι, δεν υπάρχει για σένα εύκολος τρόπος να βιώσεις τον εαυτό σου σαν Αυτό που Είσαι, εφ’ όσον δεν υπάρχει τίποτα που να μην Είσαι.”
“Εέεε;” είπε η Ψυχούλα, που τώρα ήταν λίγο μπερδεμένη.
“Σκέψου το έτσι,” είπε ο Θεός. “Είσαι σαν ένα κερί μέσα στον Ήλιο. Βρίσκεσαι μέσα σ’ αυτόν, μαζί με εκατομμύρια, δισεκατομμύρια άλλα κεριά που αποτελούν τον Ήλιο. Και ο Ήλιος, δεν θα ήταν ο Ήλιος, χωρίς εσένα. Ούτε θα ήταν Ήλιος, χωρίς κάποιο από τα κεριά του… δεν θα υπήρχε καθόλου Ήλιος, γιατί δεν θα έλαμπε τόσο αστραφτερά. Παρ’ όλα αυτά, πώς να διακρίνεις τον εαυτό σου σαν Φως, εφ’ όσον είσαι μέσα στο Φως; Αυτό είναι το θέμα.”
“Πολύ καλά,” αναθάρρεψε η Ψυχούλα, “Εσύ είσαι ο Θεός. Σκέψου κάτι!”
Γι’ άλλη μια φορά ο Θεός χαμογέλασε. “Το έχω σκεφτεί ήδη” είπε. “Εφ’ όσον δεν μπορείς να νοιώσεις τον εαυτό σου σαν Φως, όσο είσαι μέσα στο Φως, θα σε περιβάλω λοιπόν με σκοτάδι.”
“Τι είναι το σκοτάδι;” ρώτησε η Ψυχούλα.
Ο Θεός απάντησε: “Είναι αυτό που δεν είσαι.”
“Θα το φοβάμαι το σκοτάδι;” κλαψούρισε η Ψυχούλα.
“Μόνο αν επιλέξεις να το φοβάσαι.” απάντησε ο Θεός. “Δεν υπάρχει τίποτα πραγματικά να φοβάσαι, εκτός αν το αποφασίσεις ότι υπάρχει. Καταλαβαίνεις; Το επινοείς. Υποκρίνεσαι.”
“Άααα! Έτσι!” είπε η Ψυχούλα, που ένοιωθε ήδη καλύτερα.
Κατόπιν, ο Θεός εξήγησε, ότι για να έχουμε την εμπειρία οποιουδήποτε πράγματος, θα πρέπει να εμφανιστεί το ακριβώς αντίθετο.
“Είναι μεγάλο δώρο”, είπε ο Θεός, “γιατί χωρίς αυτό, δεν θα μπορούσες να γνωρίζεις πώς είναι το οτιδήποτε. Δεν θα μπορούσες να γνωρίζεις το Ζεστό, χωρίς το Κρύο, το Πάνω χωρίς το Κάτω, το Γρήγορο χωρίς το Αργό. Δεν θα μπορούσες να γνωρίζεις το Αριστερό χωρίς το Δεξί, το Εδώ χωρίς το Εκεί, το Τώρα χωρίς το Τότε. Γι’ αυτό, όταν θα βρεθείς να περιβάλλεσαι από το σκοτάδι, μην τινάζεις τη γροθιά σου και μην υψώνεις την φωνή σου αναθεματίζοντας το σκοτάδι. Απλά να είσαι το Φως μέσα στο σκοτάδι, χωρίς να παραφρονείς. Τότε θα ξέρεις τί Πραγματικά Είσαι, καθώς και όλοι οι άλλοι επίσης. Άσε το Φως σου να λάμψει, ώστε όλοι να γνωρίζουν πόσο εξαιρετικό είσαι!”
“Δηλαδή εννοείς, ότι δεν πειράζει να δείχνω και στους άλλους πόσο εξαιρετικό Είμαι;” ρώτησε η Ψυχούλα.
“Βεβαίως! Δεν πειράζει καθόλου!” Ο Θεός ξαναχαμογέλασε. “Να θυμάσαι όμως, εξαιρετικόδεν σημαίνει καλύτερο. Ο καθένας είναι εξαιρετικός, με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο! Παρ’ όλα αυτά, πολλοί άλλοι το έχουν ξεχάσει αυτό. Θα καταλάβουν και για τους ίδιους, ότι δεν πειράζει να είναι εξαιρετικοί, μόνο όταν εσύ καταλάβεις ότι δεν πειράζει να είσαι εξαιρετικό.”
“Ουάου”, είπε η Ψυχούλα, χορεύοντας και χοροπηδώντας και γελώντας με χαρά. “Μπορώ να είμαι τόσο εξαιρετικό, όσο θέλω εγώ να είμαι!”
“Ναι, και μπορείς ν’ αρχίσεις αμέσως τώρα” είπε ο Θεός, που χόρευε, χοροπηδούσε και γελούσε μαζί με τη Ψυχούλα. “Ποιό μέρος του εξαιρετικού θέλεις να είσαι;”
“Ποιό μέρος του εξαιρετικού;” επανέλαβε η Ψυχούλα. “Δεν καταλαβαίνω.”
“Καθώς έλεγα,” εξήγησε ο Θεός, “το να είσαι το Φως είναι εξαιρετικό και το να είσαι εξαιρετικός, έχει πολλούς τομείς. Είναι εξαιρετικό το να είσαι καλόκαρδος. Είναι εξαιρετικό το να είσαι δημιουργικός. Είναι εξαιρετικό το να είσαι υπομονετικός. Μπορείς να σκεφτείς άλλους τρόπους που μπορείς να είσαι εξαιρετικός;”
Η Ψυχούλα έμεινε σιωπηλή για λίγο. “Μπορώ να σκεφτώ πολλούς τρόπους να είναι κάποιος εξαιρετικός!” αναφώνησε μετά η Ψυχούλα. “Είναι εξαιρετικό να είσαι εξυπηρετικός. Είναι εξαιρετικό να μοιράζεσαι. Είναι εξαιρετικό να είσαι φιλικός. Είναι εξαιρετικό να σέβεσαι τα αισθήματα των άλλων!”
“Ναι!” συμφώνησε ο Θεός “Και μπορείς να είσαι όλα αυτά τα πράγματα μαζί, ή όποιο μέρος τού εξαιρετικού επιθυμείς εσύ να είσαι, οποιαδήποτε στιγμή. Αυτό σημαίνει να είσαι το Φως.”
“Ξέρω τι θέλω να είμαι, ξέρω τι θέλω να είμαι!” ανακοίνωσε η Ψυχούλα με μεγάλο ενθουσιασμό. “Θέλω να είμαι το μέρος του εξαιρετικού που συγχωρεί. Δεν είναι εξαιρετικό το να συγχωρείς;”
“Μα και βέβαια,” επιβεβαίωσε ο Θεός την Ψυχούλα. “Είναι πολύ εξαιρετικό.”
“Εντάξει” είπε η Ψυχούλα. “Αυτό είναι που θέλω να είμαι. Θέλω να είμαι αυτός που συγχωρεί. Έτσι θέλω να βιώσω την εμπειρία του εαυτού μου.”
“Πολύ καλά” είπε ο Θεός, “υπάρχει όμως κάτι που πρέπει να ξέρεις.”
Η Ψυχούλα, γινόταν τώρα λίγο ανυπόμονη. Έμοιαζε πάντα να υπάρχει κάποιο μπέρδεμα.
“Τι είναι αυτό;” ρώτησε αναστενάζοντας η Ψυχούλα.
“Δεν υπάρχει κανείς που να μπορείς να τον συγχωρήσεις.”
“Κανείς;” Η Ψυχούλα μετά βίας μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε ειπωθεί.
“Κανείς!” Επανέλαβε ο Θεός. “Οτιδήποτε έχω δημιουργήσει είναι Τέλειο. Δεν υπάρχει ούτε μία και μοναδική Ψυχή σε όλη τη δημιουργία, λιγότερο Τέλεια από σένα. Κοίτα γύρω σου.”
Τότε ήταν που η Ψυχούλα αντιλήφθηκε ένα τεράστιο πλήθος που είχε μαζευτεί. Ψυχές είχαν έρθει από πολύ μακριά, απ’ όλο το Βασίλειο, γιατί είχε ακουστεί, ότι η Ψυχούλα είχε αυτήν την απίθανη συζήτηση με τον Θεό, και όλοι ήθελαν ν’ ακούσουν αυτά που λέγονταν.
Βλέποντας τις αμέτρητες άλλες Ψυχές που είχαν μαζευτεί εκεί, η Ψυχούλα κατάλαβε ότι έπρεπε να συμφωνήσει.
Καμιά δεν φαινόταν λιγότερο Μεγαλειώδης, ή λιγότερο Τέλεια από την ίδια. Τόσο ήταν το δέος για τις Ψυχές που ήταν γύρω της, και τόσο λαμπερό το Φως τους, που μετά βίας μπορούσε να τις αντικρίζει.
“Ποιόν, λοιπόν, να συγχωρήσεις;” ρώτησε ο Θεός.
“Ωωω! Θεέ μου, έτσι που πάει το πράγμα δεν είναι καθόλου ευχάριστο!” παραπονέθηκε η Ψυχούλα. “Ήθελα να βιώσω τον εαυτό μου σαν κάποιον που συγχωρεί. Θέλω να γνωρίσω πως είναι να είσαι αυτό το μέρος του εξαιρετικού.”
Και η Ψυχούλα, έμαθε πώς πρέπει να είναι, όταν νοιώθεις θλιμμένος.
Τότε ήταν που ξαφνικά, μια Φιλική Ψυχή προχώρησε μπροστά από το πλήθος. “Μην ανησυχείς Ψυχούλα” είπε η Φιλική Ψυχή, “εγώ θα σε βοηθήσω.”
“Αλήθεια, θα το κάνεις;” η Ψυχούλα αναθάρρησε. “Μα τί μπορείς να κάνεις;”
“Μπορώ να σου δώσω κάποιον να συγχωρήσεις!”
“Μπορείς;”
“Βεβαίως!” είπε κεφάτα η Φιλική Ψυχή. “Μπορώ να έρθω στην επόμενή σου ζωή και να σου κάνω κάτι για να με συγχωρήσεις.”
“Μα γιατί; Για ποιο λόγο θα το έκανες αυτό;” ρώτησε η Ψυχούλα. “Εσύ, που είσαι ένα Όν απόλυτης Τελειότητας! Εσύ, που δονείσαι με τόση ταχύτητα, που δημιουργεί ένα Φως τόσο λαμπερό, που μετά βίας μπορώ ν’ αντικρίσω! Τι θα μπορούσε να σου προκαλέσει το να θέλεις να επιβραδύνεις τη δόνησή σου σε τέτοια ταχύτητα, ώστε να γίνει το Φως σου σκοτεινό και πηχτό; Ποιά θα ήταν η αιτία να θέλεις -εσύ που είσαι τόσο ανάλαφρη και χορεύεις πάνω στ’ αστέρια και κινείσαι μέσα σε όλο το Βασίλειο με τη ταχύτητα της σκέψης- να έρθεις στη ζωή μου και να κάνεις τον εαυτό σου τόσο βαρύ, ώστε να μπορέσεις να κάνεις κάτι τόσο κακό;”
“Είναι πολύ απλό,” είπε η Φιλική Ψυχή. “Θα το έκανα γιατί Σ’ Αγαπώ.”
Η Ψυχούλα Φάνηκε να εκπλήσσεται από την απάντηση.
“Μην εκπλήσσεσαι,” είπε η Φιλική Ψυχή. “Έχεις κάνει το ίδιο πράγμα για μένα. Δεν θυμάσαι; Έχουμε χορέψει μαζί, εσύ κι εγώ, πολλές φορές. Διά μέσου των αιώνων και όλων των εποχών, έχουμε χορέψει. Κατά τη διάρκεια όλων των καιρών, έχουμε διασκεδάσει μαζί. Απλά δεν θυμάσαι. Έχουμε υπάρξει και οι δύο μαζί το Παν. Έχουμε υπάρξει το Πάνω και το Κάτω του, το Αριστερό και το Δεξί του, το Εδώ και το Εκεί του, το Τώρα και το Τότε του. Έχουμε υπάρξει το Αρσενικό και το Θηλυκό, το Καλό και το Κακό, και οι δύο μαζί έχουμε υπάρξει το Θύμα και ο Θύτης του. Όπως καταλαβαίνεις, έχουμε ξαναβρεθεί μαζί εσύ κι εγώ πολλές φορές από πριν. Ο καθένας φέρνει στο άλλον, αυτήν ακριβώς την τέλεια ευκαιρία, ώστε να εκφραστεί και να βιώσει την εμπειρία Αυτού που Πραγματικά Είναι. Και έτσι, θα έρθω στην επόμενη ζωή σου και θα είμαι ο ‘Κακός’ αυτή τη φορά. Θα σου κάνω κάτι τόσο απαίσιο, οπότε μπορείς να αποκτήσεις την εμπειρία του εαυτού σου ως Αυτός που Συγχωρεί.”
“Μα τι θα κάνεις;” ρώτησε η Ψυχούλα λίγο ανήσυχα, “που θα είναι τόσο απαίσιο;”
“Κάτι θα σκεφτούμε”, απάντησε η Φιλική Ψυχή σπινθηρίζοντας.
Μετά, η Φιλική Ψυχή φάνηκε να σοβαρεύει, και είπε με ήσυχη φωνή: “Ξέρεις, έχεις δίκιο σ’ ένα πράγμα.”
“Ποιό είναι αυτό;” θέλησε να μάθει η Ψυχούλα.
“Θα πρέπει να επιβραδύνω την δόνησή μου και να γίνω πολύ βαριά, ώστε να καταφέρω να κάνω αυτό, ‘το όχι και τόσο καλό πράγμα’. Θα πρέπει να υποκριθώ, ότι είμαι κάτι τελείως διαφορετικό από τον εαυτό μου. Γι’ αυτό, δεν έχω παρά μόνο μία χάρη να σου ζητήσω σαν αντάλλαγμα.”
“‘Ωω, ο,τιδήποτε, ο,τιδήποτε!” ξεφώνησε η Ψυχούλα και άρχισε να χορεύει και να τραγουδάει, “Θα γίνω αυτός που συγχωρεί, θα γίνω αυτός που συγχωρεί!”
“Τότε η Ψυχούλα παρατήρησε, ότι η Φιλική Ψυχή παρέμενε πολύ σιωπηλή.”
“Τι συμβαίνει;” ρώτησε η Ψυχούλα. “Τι μπορώ να κάνω για σένα; Εσύ είσαι ένας Άγγελος που προθυμοποιείσαι να κάνεις αυτό το πράγμα για μένα!”
“Φυσικά! Αυτή η φιλική Ψυχή είναι ένας Άγγελος!” διέκοψε ο Θεός. “Όλοι είναι! Πάντα να θυμάσαι: Δεν σου έχω στείλει τίποτα, παρά μόνον Αγγέλους’’, και χαμογέλασε.
Κι έτσι η Ψυχούλα ήθελε περισσότερο από ποτέ, να ικανοποιήσει το αίτημα της Φιλικής Ψυχής.
“Τι μπορώ να κάνω για σένα;” την ξαναρώτησε.
“Τη στιγμή εκείνη που θα σε κατακεραυνώσω και θα σε πλήξω,” απάντησε η Φιλική Ψυχή, “τη στιγμή που σου κάνω το χειρότερο που θα μπορούσες να φανταστείς, εκείνη ακριβώς τη στιγμή…”
“Ναι;” η Ψυχούλα διέκοψε, “Ναι…;”
“Θυμήσου Ποιός Πραγματικά Είμαι!”
“Ώω! Μα ναι!” φώναξε συγκινημένη η Ψυχούλα, “στο υπόσχομαι! Πάντα θα σε θυμάμαι, όπως ακριβώς σε βλέπω εδώ αυτή τη στιγμή!”
“Πολύ καλά,” είπε η Φιλική Ψυχή, “γιατί, όπως καταλαβαίνεις, θα έχω προσπαθήσει τόσο σκληρά για να υποκριθώ, που θα έχω ξεχάσει Ποιός Πραγματικά Είμαι, και ίσως να μην μπορέσω να θυμηθώ για πάρα πολύ καιρό. Και αν ξεχάσω Ποιός Είμαι, ίσως ακόμα κι εσύ ξεχάσεις Ποιός Είσαι, και τότε θα είμαστε και οι δύο χαμένοι. Οπότε, ίσως χρειαστούμε μια άλλη Ψυχή να έρθει για να ξαναθυμήσει και στους δυό μας Ποιοί Πραγματικά Είμαστε.”
“Όχι, δεν θα χαθούμε!” υποσχέθηκε η Ψυχούλα ξανά. “Θα σε θυμηθώ! Και θα σ’ ευχαριστήσω που μου πρόσφερες αυτό το δώρο – την ευκαιρία να βιώσω τον εαυτό μου, ως Αυτός ο οποίος Είμαι.”
Έτσι, η συμφωνία είχε γίνει. Η Ψυχούλα προχώρησε σε μία νέα ζωή, συγκινημένη που είναι το φως, το οποίο ήταν τόσο εξαιρετικό, και ενθουσιασμένη που είναι το μέρος του εξαιρετικού που ονομάζεται Συγχώρεση.
Και η Ψυχούλα περίμενε με ανυπομονησία, να καταφέρει να βιώσει την εμπειρία του εαυτού της μέσα από τη Συγχώρεση, και να ευχαριστήσει όποια άλλη Ψυχή το έκανε εφικτό.
Και κατά τη διάρκεια όλων των στιγμών αυτής της νέας ζωής, όποτε μία νέα Ψυχή εμφανιζόταν στο προσκήνιο, είτε αυτή η νέα Ψυχή έφερνε χαρά, είτε λύπη – και ιδιαίτερα αν έφερνε λύπη,- η Ψυχούλα σκεφτόταν αυτό που είχε πει ο Θεός.
Πάντα να θυμάσαι,
ο Θεός είχε χαμογελάσει,
δεν σου έχω στείλει τίποτα, παρά μόνον Αγγέλους.
πηγή: The little soul and the Sun”, Neale Donald Walsch
μετάφραση και συλλογή πληροφόρησης: Άγγελος Θεοδωρίδης
enorasis