Σήμερα ζούμε όλοι μας την εποχή του Μεγάλου Αυνανισμού - Point of view

Εν τάχει

Σήμερα ζούμε όλοι μας την εποχή του Μεγάλου Αυνανισμού




«Πέτα τα πέπλα, ρε πουλάκι μου!»


Η Σπεράντζα είναι ένα κινούμενο "θέλω". Μια γυναίκα που απέδειξε με τη ζωή της ότι η Επιθυμία αλλά και η Δύναμη (να είσαι γνήσιος και εντάξει με τον εαυτό σου, να μην κρύβεσαι, να είσαι εσύ) είναι γένους θηλυκού. Η θρυλική μόρτισσα του ελληνικού σινεμά σίγουρα δεν είναι «του Μπάκιγχαμ», όπως σαρκάζει. Ευτυχώς.

«Πέτα τα πέπλα, ρε πουλάκι μου. Λυτρώσου! Καλύτερα η “Λουλού στο σύρμα”, παρά μίζερη και καταπιεσμένη. Ευτυχής όποιος γεύεται την κάθε επιθυμία του».

Η παρουσία της πληθωρική. Το βλέμμα της αφοπλιστικό. Ο λόγος της ευθύς, κελαρυστός. Είναι ευσυγκίνητη, εκφραστική, αγαπησιάρα. Έχει αύρα και τσαγανό – σε πουλά και σε αγοράζει ώσπου να πεις κύμινο.

Υπήρξε σταρ. Θεογκόμενα. Αθυρόστομη. Αδερφομάνα. Πληθωρική στις επιθυμίες της και γενναία στη διεκδίκησή τους. Δεν υπήρξε θέλω της που δεν το ικανοποίησε: από τα μπουλούκια που δεν δίστασε να βγει μέχρι το να γίνει συγγραφέας ή να δοκιμάσει να γίνει ζωγράφος.

«Κι άλλη συνέντευξη; Έχω βαρεθεί να τα λέω... Τι, είστε από γκέι περιοδικό; Ε τότε καλώς να σας δεχτώ!». Σπεράντζα, όπως Ελπίδα. Ένας ζωντανός θρύλος της χρυσής εποχής της επιθεώρησης. Όταν κεντούσε στη σκηνή πλάι στον Ρίζο, τον Μαυρέα, τη Νέζερ, τον Αυλωνίτη, τη Ρένα Ντορ, την Μπέμπα Δόξα, τον Σταυρίδη, ήμουν αγέννητος. Όταν έπαιξε στην «Κάλπικη Λίρα» τη συμπαθέστερη πόρνη του ελληνικού σινεμά, μαθητής. Έτσι ξανάνιωσα όταν βρέθηκα απέναντί της, κι ας κοντεύω πια σαράντα.



Τι πραγματεύεται το τελευταίο σας βιβλίο, το «Έλα Καλέ, Τώρααα!»;

Τις αναμνήσεις και τις απόψεις μου γύρω από την τελευταία εικοσαετία. Αισθάνομαι, ξέρεις, ότι έχω ζήσει τρεις ζωές. Η πρώτη ήταν ώσπου ορφάνεψα – νωρίς νωρίς. Η δεύτερη στο θέατρο. Η τρίτη είναι η ζωή μετά το θέατρο, οπότε πλέον αφοσιώθηκα στη συγγραφή και ανακάλυψα μια πραγματικότητα που μέχρι τότε αγνοούσα.

Τι ήταν το θέατρο για σας;

Ένα ασίγαστο πάθος. Ένας φλογερός εραστής που, έτσι και σε αρπάξει στα μπράτσα του και σε αγκαλιάσει σφικτά, δεν θες τίποτε άλλο. Ζεις για τον οργασμό τού «μπράβο».

Σήμερα για τι ζείτε;

Σήμερα ζούμε όλοι μας την εποχή του Μεγάλου Αυνανισμού. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Τη σημερινή σόου μπίζνες πώς την κρίνετε;

Άγριο πράγμα. Στην εποχή μου ουδέποτε ηθοποιός έβαζε τρικλοποδιά σε άλλον. Ήταν τόσο δυνατοί οι θεατρίνοι που δεν χρειαζόταν. Εντάξει, γίνονταν στραβές, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό.

Είσαστε πάντοτε ειλικρινής;

Απολύτως. Σε όλες μου τις σχέσεις, φιλικές ή ερωτικές. Ψέματα θα έλεγα μόνο αν επρόκειτο για ζήτημα ζωής και θανάτου.Ωστόσο, όταν ξέρεις πως μια αλήθεια θα πληγώσει πολύ τον αποδέκτη της, είναι προτιμότερο να τον αφήσεις στο ψέμα του.

Θα συγχωρούσατε στον άντρα σας μια απιστία;

Ουδέποτε. Ούτε κι εκείνος φυσικά. Ξέραμε και οι δυο μας πότε να λέμε στοπ στους πειρασμούς. Μα ρε πούστη, να έχεις τον Θεό και να κοιτάς τους αγίους;

Είστε λοιπόν κατά της εναλλαγής συντρόφων. Λόγοι ηθικής;

Μοιάζω πουριτανή; Απλώς εμένα δεν θα μου το επέτρεπε ποτέ η αγάπη που τρέφω προς τον σύντροφό μου. Η απιστία πικραίνει θύμα και θύτη, ρε γαμώ το! Ενθουσιαζόμαστε με κάποιον τρίτο και φανταζόμαστε πως θα μας πάει στον παράδεισο. Αλλά φτάνοντας εκεί αντικρίζουμε έναν κηπάκο δίχως ένα έστω ωραίο λουλουδάκι...

Υπήρξατε πολύ ανεξάρτητη γυναίκα. Πώς τα καταφέρατε;

Ορφάνεψα μικρή και έτσι δεν είχα να δώσω λογαριασμό πουθενά. Έπαιρνα τη ζωή όπως μου ερχόταν. Γλεντούσα όπως μου άρεσε. Το σεξ ήταν κάτι σαν φαγητό για μένα – και πείναγα πολύ συχνά... Ποτέ όμως δεν έκανα πορνεία, ούτε ξεπέτες – αν εξαιρέσω μία χάριν ενός γοητευτικού νεαρού θαυμαστή μου.

Πόσο διέφερε το φλερτ, οι σχέσεις εκείνα τα χρόνια;

Υπήρχε ακόμα ρομαντισμός. Υπήρχε η διαφορά αρσενικού-θηλυκού. Τα αγόρια ήταν κυνηγοί, τα κορίτσια είχαν μια φυσική αιδημοσύνη.

Γράφετε κάπου πως φταίει και η γυναικεία απελευθέρωση γι’ αυτό.

Μα δεν υπάρχει ισότης, νεαρέ μου! Στα δικαιώματα ναι, στις δουλειές και στον έρωτα όμως όχι. Πολλές γυναίκες το έχουν παρεξηγήσει το θέμα. Να μαγειρεύει και ο άντρας αλλά για χόμπι, όχι γιατί έτσι πρέπει. Να οδηγεί η γυναίκα, αλλά όχι νταλίκα!

Πιστεύετε λοιπόν στη διάκριση των ρόλων. Τους γκέι πού τους τοποθετείτε;

Είναι μια ιδιαιτερότητα. Αλλά ο έρωτας είναι πάντοτε ίδιος. Είχα και έχω πολλούς γκέι φίλους. Πολλοί σπουδαίοι έκλαψαν σε τούτους εδώ τους ώμους. Ορισμένοι με είχαν κιόλας καψουρευτεί...

Πώς ήταν τότε τα πράγματα για τους γκέι;

Καταρχήν δεν υπήρχαν «γκέι». Υπήρχαν αδελφές, κωλομπαράδες, πούστηδες... Εγώ προτιμώ αυτό το τελευταίο γιατί μου γεμίζει το στόμα! Ή μια άλλη, πιο χαριτωμένη λέξη, «μελανζέ»...

Οι ίδιοι οι ομοφυλόφιλοι δεν προσβάλλονταν από τέτοιους χαρακτηρισμούς;

Οι φανεροί; Έλα καλέ! Απεναντίας. Είχαν φοβερό χιούμορ, κράζονταν από μόνοι τους. Υπήρχε καταπίεση, αλλά υπήρχε και άφθονη ερωτική προσφορά για τους τολμηρούς. Υπήρχαν και λεσβίες, στον καλλιτεχνικό κυρίως χώρο, αλλά ήταν πιο κρυφές.

Εσείς είχατε εμπειρίες με γυναίκες;

Αρκετές είχαν τσιμπηθεί μαζί μου. Σε κάποιες περιπτώσεις ενέδωσα. Φυλάγω μάλιστα κάποια ερωτικά γράμματα από γυναίκες, σκέτα ποιήματα! Μία τους είναι επώνυμη... Δεν ήταν όμως κάτι που με συνέπαιρνε. Είμαι, βλέπεις, φανατική θιασώτης του αντρικού οργάνου – μαμά μου! Υπάρχει ωραιότερο πράγμα;

Πώς περνάτε πλέον τις μέρες σας;

Τι τα θες, Θοδωρή, ου γαρ έρχεται μόνον! Έχω τα χέρια μου, τα πόδια μου, τη μέση μου... Ψυχικά όμως νιώθω περδίκι. Ολημερίς τραγουδάω. Τις νύχτες ακούω μουσική και διαβάζω ως αργά. Πηγαίνω θέατρο. Ράβω, βλέπω τηλεόραση, παίζω και κάνα χαρτάκι. Φροντίζω σκυλάκια – είμαι σκυλομάνα! Γράφω ακόμα ένα βιβλίο κι ύστερα λέω να ασχοληθώ με τη ζωγραφική... Είμαι χαρούμενος, αισιόδοξος, δραστήριος άνθρωπος.

Πώς τα καταφέρατε;

Είμαι ισορροπημένο άτομο γιατί γύρισα, ταξίδεψα, δούλεψα, αγαπήθηκα, ερωτεύθηκα και γαμήθηκα καλά τον καιρό που έπρεπε. Χόρτασα τις ηδονές κι έτσι δεν έχω απωθημένα. Είμαι «πλήρης ημερών» από σεξ. Είμαι επίσης γεμάτη από χειροκρότημα για τη δουλειά μου. Τι άλλο να ζητήσω;




ΜΠΟΞ

«… Η πρώτη μου λεσβιακή εμπειρία ήταν στα δεκάξι μου. Ήμασταν με ένα μπουλούκι κάπου στην Πελοπόννησο. Με έβαλαν να μείνω στο ίδιο δωμάτιο με την Γ..., μια ηθοποιό λίγο μεγαλύτερή μου. Το βράδυ μετά την παράσταση εγώ διάβαζα οσότου αποκοιμηθώ ενώ εκείνη έγραφε γράμματα. «Πού γράφεις;», τη ρώτησα. «Ε να, στη δικιά μου» απάντησε. Αργά τη νύχτα ξύπνησα από ένα χέρι που με πασπάτευε. Μου άνοιξαν κι εμένα κάποιες ορέξεις, γύρισα και... Την επόμενη νύχτα εκείνη έγραφε ξανά. «Πού γράφεις πάλι;» απόρησα. «Σε σένα», αποκρίθηκε».

«... Γνώρισα κάποτε στο «Καφέ Σπορ» στην Ομόνοια ένα όμορφο, πολύ θηλυπρεπές αγόρι που αργότερα έγινε τραβεστί. Αυτός είχε στοιχηματίσει με τους φίλους του ότι θα με έριχνε. Το μαθαίνω εγώ κι από περιέργεια τον καλώ στο ξενοδοχείο μου. Έρχεται με ένα κουτί πάστες. Καθίσαμε, τις φάγαμε με τα χέρια και ύστερα, αφού με αγκάλιασε τρυφερά, με έπιασε και μου έκανε έρωτα σαν πραγματικό αρσενικό. Κέρδισε εκείνος το στοίχημα κι εγώ την εμπειρία!»

«... Μια αδελφή ηθοποιός, είχε καμακώσει ένα τεκνό στην παράσταση και του είχε πει να τον περιμένει στα παρασκήνια στο τέλος. Όταν έφτασε λοιπόν, είδε έναν άλλο συνάδελφό του να παίρνει του τεκνού τσιμπούκι: «Τη μπουκιά από το στόμα, μωρή!» τσίριξεέξαλλος».

«... Ήταν τρεις «μελανζέ» – ένας ηθοποιός και δύο χορευτές – που είχαν νοικιάσει διαμέρισμα κοντά στον Εθνικό Κήπο για να πηγαίνουν εκεί με τους τσολιάδες. Έλειπε περιοδεία ο ένας και είχαν μείνει ο ηθοποιός κι ένας χορευτής, η Ζαζά και η Ραρά. Λέει λοιπόν ο πρώτος: «Μωρή φιλενάδα, πάω στη λαϊκή κι έρχομαι, κοίτα μην πάρεις κανένα φαντάρο. Να είμαι κι εγώ!». Όταν γυρνά με τις σακούλες, βρίσκει τον άλλο να είναι στο κρεβάτι με τέσσερις γύρω του και να τους παίζει τα παπάρια τους. Του λέει λοιπόν για να τον πικάρει: «Ήξερα, μωρή, ότι είσαι χορεύτρια αλλά όχι και ζογκλέρ!»

PULL OUT

1. «Αρκετές γυναίκες είχαν τσιμπηθεί μαζί μου. Σε κάποιες περιπτώσεις ενέδωσα. Δεν ήταν όμως κάτι που με συνέπαιρνε. Είμαι, βλέπεις, φανατική θιασώτης του αντρικού οργάνου – μαμά μου! Υπάρχει ωραιότερο πράγμα;»

2. «Δεν έδινα ποτέ λογαριασμό πουθενά. Έπαιρνα τη ζωή όπως μου ερχόταν. Γλεντούσα όπως μου άρεσε. Το σεξ ήταν κάτι σαν φαγητό για μένα – και πείναγα πολύ συχνά...»

3. «Γύρισα, ταξίδεψα, δούλεψα, αγαπήθηκα, ερωτεύθηκα και γαμήθηκα καλά τον καιρό που έπρεπε. Χόρτασα τις ηδονές κι έτσι δεν έχω απωθημένα. Είμαι «πλήρης ημερών» από σεξ. Είμαι επίσης γεμάτη από χειροκρότημα για τη δουλειά μου. Τι άλλο να ζητήσω;»

χχ


Με «το τραμ το τελευταίο» έφυγε για τη γειτονιά των αγγέλων η Σπεράντζα Βρανά! Η αλλοτινή σεξοβόμβα και απόλυτο μαγκάκι του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και της θρυλικής επιθεώρησης άφησε, τα ξημερώματα της Τρίτης, την τελευταία της πνοή σε ηλικία 81 χρόνων από ανακοπή καρδιάς. Η Βρανά, από τις τελευταίες εκπροσώπους της κλασικής φουρνιάς των ηθοποιών, ζούσε τον τελευταίο ενάμιση χρόνο το δράμα της απώλειας του επί σαράντα πέντε έτη λατρεμένου συζύγου της Παύλου Πατάκα. 




Οπως είχε δηλώσει η ίδια αποκλειστικά στην «Espresso», αυτός ο άνθρωπος ήταν η μάνα μου, ο πατέρας μου, ο φίλος, ο εραστής μου». Η δημοφιλής ηθοποιός για πολύ καιρό δεν μιλούσε καθόλου για το θάνατο του συζύγου της και, όπως μας αποκάλυψε, τον έβλεπε σαν όραμα να κάθεται στην πολυθρόνα του, αλλά και τακτικά στον ύπνο της να της χαϊδεύει τα μαλλιά. Η κηδεία θα γίνει στο Α’ Νεκροταφείο την Πέμπτη το μεσημέρι.



Το απόλυτο sex symbol που ξεκίνησε από τα μπουλούκια



Η Σπεράντζα Βρανά γεννήθηκε στο Μεσολόγγι. Υπάρχουν τρεις χρονιές που αναφέρονται στη γέννησή της (1926, 1928, 1932), αλλά επικρατέστερη θεωρείται το 1928. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ελπίδα Χωματιανού. Σπεράντζα Βρανά τη βάφτισαν ο Χρήστος Γιαννακόπουλος και ο Αλέκος Σακελλάριος. Συνεργάστηκε μαζί τους στην επιθεώρηση «Ανθρωποι - Ανθρωποι», που ανέβηκε το 1948 στο θέατρο «Μετροπόλιταν», και τραγούδησε το περίφημο κομμάτι «Το τραμ το τελευταίο» αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις στους κριτικούς. Ο ρόλος της μάγκισσας, με τον οποίο συνδέθηκε σε όλη την καριέρα της, της δόθηκε για πρώτη φορά στην εν λόγω επιθεώρηση και τον υποδύθηκε με μεγάλη επιτυχία μιμούμενη αληθινές γυναίκες που είχε γνωρίσει την περίοδο της θητείας της στα μπουλούκια. Το αστέρι της έλαμψε στις δεκαετίες του ‘50 και του ’60, όπου πρωταγωνίστησε σε θρυλικές επιθεωρήσεις δίπλα σε μεγάλα ονόματα, όπως οι Μίμης Φωτόπουλος, Ντίνος Ηλιόπουλος, Μάγια Μελάγια, Ρένα Ντορ κ.ά. Ηταν η περίοδος που εμφανιζόταν με σέξι κοστούμια στη σκηνή και έκαιγε τις καρδιές των θεατών αλλά και πολλών συναδέλφων της και γνωστών επιχειρηματιών που... φλέγονταν για να κάνουν δεσμό μαζί της. Για το λόγο αυτό και κυρίως γιατί εξέπεμπε μια απαράμιλλη σεξουαλική γοητεία στη σκηνή και στο πανί, παίζοντας κυρίως γυναίκες ελευθερίων ηθών, της δόθηκε ο τίτλος του μεγαλύτερου sex symbol που έχει περάσει από την εγχώρια σοουμπίζ. Η πρώτη της ταινία ήταν το «Ελα στο θείο», μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη, και ακολούθησαν: «Το σωφεράκι», «Η ωραία των Αθηνών», «Η κάλπικη λίρα», «Ο σκληρός άντρας», «Απόκληροι της κοινωνίας», «Η Εύα δεν αμάρτησε» κ.ά. Η τελευταία συμμετοχή της στον κινηματογράφο ήταν το 1999 στο «Safe sex».



Εκτός από το «Τραμ το τελευταίο», τραγούδησε και άλλα τραγούδια που έμειναν στην Ιστορία για το μπρίο της φωνής της, όπως είναι το «Μάμπο μπραζιλέιρο». Στη δεκαετία του ‘80 ασχολήθηκε με τη συγγραφή βιβλίων, ξεκινώντας με την αυτοβιογραφία της, που είχε τον τίτλο «Τολμώ» και περιλάμβανε πολλές γαργαλιστικές λεπτομέρειες της ζωής και της καριέρας της. Στη συνέχεια έγραψε κι άλλα βιβλία: «Επιθεώρηση καψούρα μου», «Το θέατρο, τα μπουλούκια κι εγώ», «Το τίμιο μπορντέλο» κ.ά. Το 1985 και ενώ βρισκόταν στο απόγειο της δόξας της, αποφάσισε να εγκαταλείψει οριστικά το θέατρο και ειδικά τη μεγάλη της αγάπη, την επιθεώρηση. Δυστυχώς, ένα αυτοκινητικό ατύχημα που της συνέβη πριν από είκοσι χρόνια τής προκάλεσε χρόνια κινητικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να κυκλοφορεί με μπαστούνια. Κλεισμένη για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο σπίτι της στην Κυψέλη, ζούσε με τις αναμνήσεις της, με τη συντροφιά πάντα του αγαπημένου της συζύγου Παύλου Πατάκα. Το καλοκαίρι του 2008 εμφανίστηκε στη συναυλία του Σταμάτη Κραουνάκη που είχε θέμα την ιστορία του μουσικού θεάτρου. Λόγω των κινητικών προβλημάτων της τραγούδησε -καθισμένη στο θώκο του Ηρωδείου και παίρνοντας το μικρόφωνο από τον Λάκη Λαζόπουλο, που την παρουσίασε με πολύ ωραία λόγια- τον ύμνο της, που δεν είναι άλλος από το «Τραμ το τελευταίο».








Το φλογερό ειδύλλιο με τον Βουτσά και ο μεγάλος έρωτας που τη σημάδεψε



Η Σπεράντζα Βρανά ενέπνεε μεγάλες καψούρες! Αλλά δύο ήταν οι άντρες που τη στιγμάτισαν. Ο πρώτος είναι ο δημοφιλής κωμικός Κώστας Βουτσάς και ο δεύτερος ο κατεξοχήν θεατρικός τραγουδιστής στα 50s και 60s Παύλος Πατάκας.



Με τον Κώστα Βουτσά γνωρίστηκε σε ένα θίασο στη Θεσσαλονίκη όταν εκείνος έκανε τα πρώτα του θεατρικά βήματα κι εκείνη ήταν ήδη μεγάλη φίρμα. Οπως έχει εξομολογηθεί η ίδια, αρχικά δεν τον ήθελε, αλλά τα έφτιαξε μαζί του για να... εκδικηθεί τη συνάδελφό της Στέλλα Στρατηγού, που ήταν η επίσημη φιλενάδα του και πίστευε ότι πήγαινε να κάνει δεσμό με τον άντρα που τα είχε εκείνη... Το ειδύλλιό της με τον Βουτσά ήταν φλογερό και διήρκεσε περίπου τεσσεράμισι χρόνια. Λέγεται ότι ο Βουτσάς τη χρησιμοποίησε ως σκαλοπάτι για να ανέβει επαγγελματικά. Και η ίδια στο βιβλίο της «Τολμώ» τον αποκαλεί «πολύ φιλόδοξο» και αφήνει πολλούς υπαινιγμούς για τη... συμφεροντολογική σχέση του μαζί της. Το βέβαιο είναι ότι η Σπεράντζα ήταν ο άνθρωπος που βοήθησε πολύ τον Γιάννη Δαλιανίδη να γνωρίσει τον σκληρό και απροσπέλαστο Φιλοποίμενα Φίνο και να συνεργαστεί με τη Φίνος Φιλμ γράφοντας και σκηνοθετώντας όλες εκείνες τις αγαπημένες ταινίες, σε πολλές από τις οποίες πρωταγωνίστησε και ο «καλός» της Κώστας Βουτσάς.



Το 1963 η Βρανά γνώρισε και παντρεύτηκε τον γνωστό τραγουδιστή της εποχής Παύλο Πατάκα. «Ο Παύλος δεν αγάπησε το τραγούδι όσο αγάπησε εμένα, γιατί αν το αγαπούσε, με τα φωνητικά προσόντα που διέθετε, θα έπρεπε να είχε κάνει διεθνή καριέρα...» είπε στην «Espresso» η ίδια σε συνέντευξή της τον Ιούνιο του 2008.



Ο Παύλος Πατάκας ήταν ο μεγάλος και αληθινός έρωτας της ζωής της, το λιμάνι της. Εζησε μαζί του σαράντα πέντε χρόνια γεμάτη αγάπη και ευτυχία. «Ηταν η μάνα μου, ο πατέρας μου, ο φίλος μου, ο εραστής μου. Αυτός ο άνθρωπος με ντάντευε εδώ και είκοσι χρόνια, καθώς τότε με είχε χτυπήσει ένα αυτοκίνητο και χρειαζόμουν ιδιαίτερη φροντίδα, όπως εξάλλου και τώρα...» είχε πει στην ίδια συνέντευξη. Ο Πατάκας, που το 2007 είχε υποβληθεί σε εγχείρηση καρδιάς, πέθανε από εγκεφαλικό το Πάσχα της επόμενης χρονιάς. Μετά το θάνατό του η Βρανά ζούσε ένα βουβό δράμα. Τον θρηνούσε χωρίς να φοράει μαύρα, με έναν εντελώς δικό της τρόπο. Μάλιστα, τον πρώτο καιρό -πριν αποκαλύψει στην «Espresso» τον αιφνίδιο θάνατό του- ήξεραν μόνο οι στενοί συγγενείς του και οι φίλοι του ότι είχε πεθάνει. «Η παρουσία του στο σπίτι ακόμα και μετά το θάνατό του είναι έντονη. Τον βλέπω στην πολυθρόνα που καθόταν κι έβλεπε τηλεόραση, στον ύπνο μου να έρχεται και να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Θα πουλήσω το σπίτι μου, γιατί κάθε θόρυβο που ακούω τον ταυτίζω με τον Παύλο, νομίζω ότι θα μπει μέσα...» μας είχε εξομολογηθεί.



ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΜΠΟΥΝΙΑΣ






«Ηταν αντράκι, αλλά και γυναίκα με τα όλα της»

«Ηταν αντράκι, καθάριζε. Τη διέκρινε μία ντομπροσύνη. Ηταν παιδί της Κατοχής, έζησε άσχημα παιδικά χρόνια και ξεκίνησε από τα μπουλούκια, ως Ελπίδα Χωματιανού. Οι ταλαιπωρίες δεν άλλαξαν το χαρακτήρα της. Ηταν καθαρός άνθρωπος και δεν έκανε βρομιές. Ούτε είχε δεύτερη σκέψη. Αυτό που σου έλεγε, αυτό ήταν» λέει συντετριμμένος στην «Espresso» ο Κώστας Βουτσάς. 


Ο δημοφιλής ηθοποιός θυμάται με αγάπη τα χρόνια που έζησαν μαζί. Η Σπεράντζα ήταν για εκείνον ένας μεγάλος έρωτας.

«Τη γνώρισα στο θέατρο “Ακροπόλ”, εκείνη ήταν πρωταγωνίστρια κι εγώ νεαρός τότε. Δεν με βοήθησε να βρω δουλειά, αλλά μου έδωσε σωστές συμβουλές για την καριέρα μου. Ζήσαμε μαζί 4 - 5 χρόνια και πέρασα πολύ ωραία κοντά της. Ηταν ωραία γυναίκα, με Γ κεφαλαίο. Πληθωρική και ερωτεύσιμη. Στενοχωρήθηκα γιατί έφυγε ένας θρύλος του θεάτρου και έγραφε και ωραία βιβλία».


Ο Σταμάτης Κραουνάκης ήταν ο άνθρωπος που έδωσε στη Σπεράντζα την τελευταία μεγάλη χαρά της ζωής της: την ξαναέβγαλε στη σκηνή, στο Ηρώδειο.



«Είχα τον τελευταίο καιρό απανωτά ραντεβού μαζί της γιατί έπρεπε να την πείσω να έρθει με το καρότσι και δεν ήθελε. Τελικά, βρήκαμε λύση να της κάνει πάσα ο Λαζόπουλος το “Tραμ το τελευταίο”, κάθισε στην κερκίδα, τη δείξαμε στη κάμερα, ήταν υπέροχη, ήταν on time. Θυμάμαι συγκινητικά πράγματα, όπως ότι κάναμε πρόβα από το τηλέφωνο, πέρναγα την ορχήστρα και προβάραμε τη φωνή της. Δεν έχεις να θυμηθείς τίποτα άσχημο από αυτή τη γυναίκα, παρά μόνο ότι ήταν η χαρά της ζωής. Ενα περιστατικό που έχει πλάκα συνέβη το βράδυ που μας δεξιώθηκε ο διευθυντής του φεστιβάλ στο “Διόνυσο”, μετά την παράσταση του Ηρωδείου. Της λέει ο Μιχάλης Λιάπης “συγχαρητήρια”. Γυρίζει και του λέει πολύ αθώα: “Εσείς, τι δουλειά κάνετε;” Της απαντάει “υπουργός” και τον ρωτάει σε ποιο υπουργείο. “Πολιτισμού!” της απάντησε. “Α, όπως η Μελίνα, εκείνη έκανε κάτι για μας, εσείς θα κάνετε τίποτα;” φώναξε».



Ο Αγγελος Πυριόχος υπήρξε από τους πιο δικούς της ανθρώπους και μιλούσε μαζί της καθημερινά. Της διάβαζε τα κείμενα της επιθεώρησης που έγραφε με θέμα τη ζωή της. Της είχε ανακοινώσει και τον τίτλο που έχει διαλέξει: «Με το μυαλό της Σπεράντζας».

«Η Σπεράντζα έζησε δύο ζωές: μία αυτή της μεγάλης θεατρίνας και μία δεύτερη, της ταλαιπωρημένης γυναίκας. Από την ημέρα που έχασε τον άντρα της, τον Παύλο, πιστεύω εγώ ότι ήθελε να πεθάνει κι εκείνη. Εχασε τη μητέρα της πολύ μικρή και στον Παύλο βρήκε ό,τι της έλειπε. Τελευταία μου έλεγε: “Θέλω να πάω να τον συναντήσω, έρχεται στον ύπνο μου, μου χαϊδεύει τα μαλλιά και μου λέει έλα”».


via

Pages