Αρνητές και σαρκαστές των πάντων - Πνευματικοί εκπρόσωποι των ξεπεσμένων στρωμάτων του ελλαδικού πληθυσμού. Scene shows Diogenes leaning on a tablet and Antisthenes holding a club in his right hand. Inscription reads "caede sivis nihil tam durum quome summove as dum aliquid dixeris" which seems to translate as "strike if you want, nothing is so tough to drive me away, as long as you have something to say". Detail of plate 35, from Achillis Bocchii Bonon, Symbolicarum quaestionum de Universo genere quas serio ludebat. Print made by Giulio Bonasone, 1555. Bibliothèque nationale de France.
Σα σωκρατικός θεωρείτο την αρχαία εποχή ο Αντισθένης. Πριν όμως γνωρίσει το Σωκράτη, άκουσε τη διδασκαλία του Γοργία. Γενικά, τα αποσπάσματα από τα έργα του που σώθηκαν δείχνουν, πως ο Σωκράτης δεν άσκησε καμιά ουσιαστική επιρροή πάνω του. Τα όσα λένε ο Διογένης Λαέρτιος και άλλοι είναι δημιουργήματα της μεταγενέστερης παράδοσης. Είναι μάλιστα πολύ πιθανό, πως επηρεάστηκε από την περσική φιλοσοφία, γιατί σε κάποιο βιβλίο του έκανε ανάλυση της θεολογίας και φιλοσοφίας του Ζωροάστρη. («Ούτος συνέγραψε τόμους δέκα. Πρώτον μαγικόν, αφηγείται δε περί Ζωροάστρου τινός μάγου, ευρόντος την σοφίαν...», Λεξικό «Σουίδα», στη λ. Αντισθένης).
Portrait bust of Antisthenes, found at the Villa of Cassius at Tivoli, 1774 (Museo Pio-Clementino).
Τόνιζε, πως τον άνθρωπο δεν τον κάνει ευτυχισμένο ο χρυσός και η εξουσία, παρά μόνο η αρετή και η χρηστότητα. Τα έβαλε με τον Πλάτωνα. Φαίνεται, πως γεννήθηκε αντιζηλία ανάμεσα στους δύο αυτούς φιλοσόφους. Μια αρχαία παράδοση λέει, πως ο Αντισθένης κάλεσε τον Πλάτωνα να του διαβάσει κάποιο έργο του, ο Πλάτων όμως, όταν ζήτησε να μάθει κι εκείνος το περιεχόμενο μιας μελέτης που έγραψε ο Αντισθένης, πήρε την απάντηση, πως «δεν πρέπει να αντιλέγει». Δηλαδή, δεν αναγνώριζε στον Πλάτωνα το δικαίωμα της κριτικής, γιατί θεωρούσε τον εαυτό του ανώτερο. Από τότε τσακώθηκαν και, όχι μόνο έκοψαν τις σχέσεις, μα ο ένας κατηγορούσε τον άλλον.
Η αρετή κατά την αντίληψη του Αντισθένη είναι μια φυσική ιδιότητα και όχι μια εξωκοινωνική ή μεταφυσική δύναμη, όπως πίστευε ο Σωκράτης. Ο ρόλος λοιπόν της αρετής είναι να βάζει χαλινάρι στα πάθη και τις ορμές μας. Όσο για την ηθική, στο σημείο αυτό διαφωνούσε ριζικά με τον Σωκράτη, γιατί παραδέχονταν, πως πρέπει να βασίζεται στα έργα κι όχι στις θεωρίες και στα λόγια. (Διογ. Λαέρτ., VI, 11).
Guido Reni, Hercule sur le Bûcher, Hercules on Roughing-hew it, 1617. Huile sur Toile, 260x194 cm. Paris, musée du Louvre.
Όταν προσέξουμε καλύτερα τη διδασκαλία του, θα δούμε, πως αντανακλούσε την ψυχολογία των στρωμάτων εκείνων του πληθυσμού της Αττικής, που ήταν απογοητευμένα από τις γύρω τους κοινωνικοοικονομικές σχέσεις. Για να δικαιολογήσουν μάλιστα την κατάντια τους έφερναν για δικαιολογία και παράδειγμα τον Ηρακλή, που πέρασε μια πολυβασανισμένη ζωή.
Αν συμβουλευτούμε την ιστορία της Αθηναϊκής Πολιτείας στα χρόνια εκείνα, θα μάθουμε πως, εξόν απ’ τους εγκαταστημένους ξένους, που τους λέγανε μετοίκους, υπήρχανε και πολλοί, που από πατέρα ή μάνα δεν ήταν γνήσιοι αθηναίοι και για αυτό δεν είχαν όλα τα πολιτικά δικαιώματα, όπως οι άλλοι αθηναίοι.
Bronze d'Antisthène, Musée archéologique provincial Ribezzo de Brindisi.
Τέτοιος ήταν και ο Αντισθένης, γιατί η μάνα του ήταν θρακιώτισσα. Από την αιτία αυτή δίδασκε στο παράμερο Γυμνάσιο, που λέγονταν Κυνόσαργες, γιατί όσοι δεν ήταν γνήσιοι πολίτες αθηναίοι δεν μπορούσαν να διδάξουν στις άλλες, σα να πούμε τις δημόσιες, Σχολές της Αθηναϊκής Πολιτείας. Αυτό βέβαια, του κόστιζε πολύ. («Διελέγετο δε εν τω Κυνοσάργει γυμνασίω μικρόν άπωθεν των Πυλών, όθέν τινες και την κυνικήν εντεύθεν ονομασθήναι. Αυτός δ’ απεκαλείτο Απλοκύων», Διογ. Λαέρτ., VI, 13).
Μα δεν πρέπει να ξεχνούμε, πως οι αθηναίοι που ανήκανε στη θέση του Αντισθένη ήταν πολλοί και δυσφορούσαν και αγανακτούσαν γιατί η Πολιτεία, ύστερα από τον πελοποννησιακό πόλεμο, δεν τους αναγνώρισε ισότιμους πολίτες με τους άλλους αθηναίους. Άρα, ο Αντισθένης, εκφράζοντας έμμεσα κοσμοπολιτικές και αντιπατριωτικές ιδέες, ερμήνευε και εκπροσωπούσε την αγανάκτηση μιας μεγάλης μερίδας αθηναίων, που, με το να μην εξισωθούν με τους άλλους αθηναίους, όπως το έλπιζαν και το περίμεναν, αδιαφορούσαν πια για την Αθηναϊκή Πολιτεία, την έβλεπαν σαν εχθρό τους και μισούσαν τους πολίτες αθηναίους.
Κι όταν πάλι υποστήριζε, πως οι νόμοι που ψηφίζονται στις λαοσυνάξεις αποβλέπουν στο να ρυθμίσουν τις κοινωνικές σχέσεις και τα συμφέροντα των μέτριων πολιτών, με όσα έλεγε και δίδασκε διαμαρτύρονταν για τις κοινωνικές διακρίσεις και κυρίως εξεγείρονταν η συνείδησή του, γιατί ενώ είχαν πολιτικά δικαιώματα οι πρώτοι τυχόντες, που από σύμπτωση γεννήθηκαν από πατέρα και μητέρα αθηναίους, αυτός, ένας πνευματικός άνθρωπος, δεν είχε, ούτε το δικαίωμα να διδάξει στις επίσημες Σχολές της Πολιτείας, ούτε και να πάρει μέρος στη διοίκηση των κοινών.
Η τέτοια του μειονεκτική θέση μέσα στην Αθηναϊκή Πολιτεία του κόστιζε πολύ, γι’ αυτό και δεν ήταν ενθουσιασμένος με τους λαοκρατικούς θεσμούς. Μια που η δημοκρατία δεν τον αναγνώριζε για γνήσιο πολίτη της, δεν είχε κανένα λόγο να υπερασπίζεται το αθηναϊκό πολίτευμα. Και σ’ αυτό όλο το δίκαιο ήταν με το μέρος του. Δεν ήταν βέβαια, αντιδραστικός και φανατικός ολιγαρχικός, όπως ο Πλάτων, ο Ξενοφών και άλλοι, δεν μπορούσε όμως και να χωνέψει τους δημοκρατικούς θεσμούς, γιατί, ενώ οι από πατέρα και μάνα αθηναίοι είχαν όλα τα πολιτικά δικαιώματα και εξισώνονταν πλούσιοι και φτωχοί και μπορούσε ν’ ανέβει ο καθένας στα ανώτατα αξιώματα, ένας μη γνήσιος αθηναίος, αν είχε γνώσεις, ικανότητες και τιμιότητα και προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στον πόλεμο, δεν μπορούσε να είναι ισότιμος με τον πιο παρακατιανό πολίτη.
Προτομή του Ισοκράτη. Bust of Isocrates; plaster cast in the Pushkin Museum of the bust formerly at Villa Albani, Rome.
[Σ.σ. Εδώ φαίνεται πόσο υποκριτική ήταν η πολυδιαφημισμένη ρήση του Ισοκράτη: «Μάλλον έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας». (Πανηγυρικός, παρ. 50). Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Οι της ημετέρας τουρκοβυζαντινής (παρα)παιδείας μετέχοντες].
Ο αισθησιοκρατισμός του Αντισθένη δεν ήταν απόλυτα σύμφωνος με τις αισθησιοκρατικές αντιλήψεις των σοφιστών, πλησίαζε όμως πολύ σ’ αυτές. Ξεκινώντας λοιπόν από τον αισθησιοκρατισμό, πίστευε πως πραγματικό είναι μόνο εκείνο, που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας. Την αντισθενική γνωσιολογία την κρίνει πολύ αυστηρά ο Αριστοτέλης και την χαρακτηρίζει σαν ανοησία και αποτέλεσμα αμορφωσιάς. (Βλ. Μεταφ., V, 29, 1024b καιVIII 3, 1043b). Δεν έχει όμως καθόλου δίκαιο ο Σταγειρίτης διατυπώνοντας τέτοιες αυστηρές κρίσεις.
Antisthenes, part of a fresco in the National University of Athens.
Ο Αντισθένης, ο ιδρυτής της Σχολής των Κυνικών, υπήρξε μαθητής του Γοργία. Άνοιξε στην αρχή σχολή ρητορικής, αλλά κατόπιν ήρθε σε ρήξη με το δάσκαλό του και τον εγκατέλειψε, αφού έβρισε κι αυτόν και τον Ισοκράτη.
Έβριζε και τον Αλκιβιάδη, αποκαλούσε δε τον Πλάτωνα Σάθωνα. [Η λέξη χρησιμοποιείτο υποκοριστικά από τις τροφούς για τα μικρά παιδιά και σήμαινε αυτόν, που είχε μεγάλη σάθη (=ανδρικό μόριο)].
Αντανακλούσε την ψυχολογία μιας μεγάλης μάζας των μεσαίων στρωμάτων που, μη μπορώντας ν’ αλλάξει τις βιοτικές της συνθήκες, από την αδυναμία της αυτή έπεφτε στη μοιρολατρία και προσπαθούσε να δικαιολογήσει τις στερήσεις, την ανέχεια και την ανημποριά της.
Εφαρμόζοντας τις περί εγκράτειας και ανεπιδειξίας θεωρίες του περιφερόταν ξυπόλητος με φθαρμένο τρίβωνα, με ένα σακούλι στον ώμο κι ένα ραβδί στο χέρι ακολουθούμενος από μαθητές του. Εξωθούσε, όπως και περισσότερο από αυτόν ο Διογένης, την περιφρόνηση προς κάθε άνεση και προς κάθε κοινωνικό ή άλλο δεσμό ή τύπο.
Γενικά, πρέσβευε ιδέες κοσμοπολίτικες, θεωρούσε απομάκρυνση από του φυσικού τη διαίρεση των ανθρώπων σε έθνη αντιμαχόμενα. Λόγω επίσης, της αποστροφής του προς οποιαδήποτε ανάμιξη στην πολιτική και τις ελεύθερες αντιλήψεις του περί γάμου, έρωτα και οικογένειας, ο Αντισθένης υπήρξε αναρχικός, όπως θα λέγαμε σήμερα.
Antisthène, fondateur de l'école cynique. Copie romaine d'un original hellénistique.
Απ’ όσα είπαμε, βγαίνει πως ο φιλόσοφος που δίδασκε στο Κυνόσαργες ήταν εξαιρετική φυσιογνωμία. Μαχητής καλός, μυαλό γερό και κοινωνιολόγος, όπως θα λέγαμε σήμερα, σπουδαίος, είχε συγκεντρώσει γύρω του πολλούς μαθητές. Πέθανε στα 365, αφήνοντας πίσω του μια ονομαστή Σχολή, που ωστόσο δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δόγματα της φιλοσοφίας του ιδρυτή της, γιατί ήρθαν οι Κυνικοί και με τις θεωρίες τους νόθευσαν και σταμάτησαν την παραπέρα ανάπτυξή της αντισθενικής φιλοσοφίας.
Διογένης
Diogène de Jules Bastien-Lepage, 1873.
Σα σπουδαιότεροι διάδοχοι του Αντισθένη μνημονεύονται ο Διογένης από τη Σινώπη (πέθανε γύρω στα 324) και ο Κράτης ο Θηβαίος. Πρέπει μάλιστα να σημειώσουμε, πως οι οπαδοί και διάδοχοι του Αντισθένη ονομάστηκαν Κυνικοί. Πιθανότερο είναι, ότι η ονομασία αυτή δόθηκε αρχικά, γιατί ο Αντισθένης δίδασκε στο Κυνόσαργες. Στο ίδιο Γυμνάσιο ασφαλώς μαζεύονταν και δίδασκαν και οι μαθητές του. Πιο ύστερα, εξαιτίας που ο Διογένης και άλλοι ζούσαν σαν αλήτες, το όνομα Κυνικός σήμαινε πιο πολύ τον αλήτικο τρόπο της ζωής του Διογένη και των ομοίων του.
Και όμως ο Αντισθένης δεν είχε και μεγάλη σχέση με τα όσα δίδασκαν πιο ύστερα ο Διογένης, ο Κράτης, ο Μένιππος και οι άλλοι Κυνικοί. Ο Αντισθένης, ούτε αλητόφερνε, ούτε δίδαξε ποτέ τα όσα η παράδοση λέει, πως προπαγάνδιζε και δίδασκε ο Διογένης. Ο πρώτος Κυνικός ήταν στην αρχή πλούσιος. Γεννήθηκε στη Σινώπη κι ήταν γιος τραπεζίτη. (Τις πιο πολλές πληροφορίες για τη ζωή του Διογένη μας τις δίνει ο συνονόματός του Διογένης Λαέρτιος, βλ. VI, 2). Έκανε μια πλαστογραφία και για να γλυτώσει τη φυλακή έφυγε απ’ την πατρίδα του και ήρθε στην Αθήνα. Κάθισε κάμποσον καιρό στην πόλη της Παλλάδας κι ύστερα πήγε στην Κόρινθο.
Διογένης, έργο του Ζαν-Λεόν Ζερόμ, 1860. The Greek philosopher Diogenes (404-323 BC) is seated in his abode, the earthenware tub, in the Metroon, Athens, lighting the lamp in daylight with which he was to search for an honest man. His companions were dogs that also served as emblems of his "Cynic" (Greek: "kynikos," dog-like) philosophy, which emphasized an austere existence.
Ο ίδιος ονόμαζε τον εαυτό του «ο κύων» (ίσως από τότε να γενικεύτηκε και να καθιερώθηκε η ονομασία Κυνικοί με άλλο πια περιεχόμενο, βλ. Διογ. Λαέρτ., VI, 2, 55 και 61) και το σύνθημά του ήταν: «παραχαράζω το νόμισμα» (VI, 2, 20). Λέγοντας αυτό, απαντούσε σε κείνους, που τον αποκαλούσαν πλαστογράφο. Ήταν σα να έλεγε, πως δεν το έκανε για να κερδίσει χρήματα, μα για να εξευτελίσει τις κρατικές αξίες. Η δικαιολογία του αυτή φυσικά δεν ήταν σωστή.
Ο Διογένης, πριν κάνει τον αλήτη φιλόσοφο, ήταν τοκογλύφος και έκανε τον παραχαράκτη. Από το τέτοιο όμως κατάντημά του και τον ξεπεσμό του, ένοιωθε μίσος στους γύρω του και περιφρονούσε την κοινωνία και τους θεσμούς της. Ήταν με δυο λέξεις αρνητής και σαρκαστής των πάντων. Έλεγε, πως δεν ήθελε να είναι γιατρός της άρρωστης κοινωνίας, παρά ένας δαγκωνιάρης σκύλος. Ακόμα και το κύριo σύγγραμμά του το τιτλοφόρησε «Πάνθηρ».
John William Waterhouse's depiction of fashionable ladies peering at Diogenes in his jar, 1882.
Σύμφωνα με τους Διογένη Λαέρτιο και Δίωνα Χρυσόστομο, ο Διογένης ουρούσε, αφόδευε και αυτοϊκανοποιείτο δημοσίως μπροστά στο πλήθος, που μαζευόταν γύρω από το πιθάρι του.
Όταν κάποτε ένας παριστάμενος τον ρώτησε εάν δεν ντρέπεται, ο Διογένης του απάντησε: «Mακάρι να μπορούσα να ανακουφίσω και την πείνα μου τρίβοντας την κοιλιά μου».
Ο Διογένης πήγε στο Κυνόσαργες και άκουσε τη διδασκαλία του Αντισθένη, δεν ακολούθησε όμως το δάσκαλό του. Έχουμε μάλιστα μια μαρτυρία, που μας λέει, πως ο Διογένης έλεγε για τον Αντισθένη, πως είναι «μια τρομπέτα, που δεν άκουε τον εαυτό της» (Δίων Χρυσ., V, ΙΙΙ, 2) εννοώντας, πως ο δάσκαλός του άλλα δίδασκε και άλλα έκανε. Σαν ξεπεσμένος τοκογλύφος που ήταν, που δεν είχε πού την κεφαλήν κλίναι, δεν μπορούσε να μένει ευχαριστημένος με τα αντισθενικά δόγματα.
Ο Διογένης συχνά κυκλοφορούσε την ημέρα με ένα αναμμένο φανό, όταν τον ρωτούσαν "γιατί κρατάς φανό, ημέρα;" αυτός απαντούσε "ψάχνω να βρω τίμιους ανθρώπους". O Διογένης έψαχνε να βρει ένα ανθρώπινο ον, αλλά έλεγε πως έβλεπε μόνο κατεργάρηδες και αχρείους. Diogenes searches for an honest man. Painting attributed to J. H. W. Tischbein (c. 1780).
Μην έχοντας πόρους για να ζήσει και αναγκασμένος να αλητεύει, του άρεσε να υποδείχνει στους ανθρώπους τη φυσική ζωή, που κάνουν τα ζώα. (Δίων Χρυσ., VIII, 21). Γι’ αυτόν ο πολιτισμός δεν είχε πια καμιάν αξία. Μια που το είχε ρίξει στην αλητεία, ένοιωθε απέχθεια και μίσος στο κάθε τι, που σχετίζονταν ή αντιπροσώπευε την οργανωμένη κοινωνική ζωή. Φώναζε, πως δεν έχει πατρίδα, πως είναι κοσμοπολίτης, πως δε χρειάζεται η πολιτειακή οργάνωση και τα κρατικά σύνορα και ότι πρέπει να είναι «κοινά τα των φίλων».
Ο Αντισθένης έβαλε σαν αρχή της φιλοσοφικής του διδασκαλίας την αρετή και την αυτάρκεια. Ο Διογένης όμως, πήγαινε ακόμα μακρύτερα. Οι σκληραγωγίες, οι κάθε λογής στερήσεις, οι αρρώστιες και οι ατιμώσεις ακόμα, δεν του έκαναν καμιά εντύπωση. Έτρωγε ό,τι έβρισκε και ό,τι του έδιναν και ντύνονταν με κουρέλια. Κατοικία δεν είχε και στέγη του ήταν κάθε φορά οι τρώγλες ή κανένα παλιοπίθαρο. Με κανένα δεν τα είχε καλά και όλους τους κορόιδευε και τους περιφρονούσε. Είδαμε παραπάνω, πως περίπαιζε και το δάσκαλό του Αντισθένη. Πιο πολύ όμως τα έβαλε με τον Ευκλείδη και τον Πλάτωνα. «Την μεν Ευκλείδου Σχολήν έλεγε χολήν, την δε Πλάτωνος διατριβήν κατατριβήν». (Διογ. Λαέρτ., VI, 24, 26, 40 και 53).
La rencontre de Diogène et d'Alexandre. Bas-relief de Puget, v. 1689, Musée du Louvre.
Επίσης δεν αναγνώριζε τους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς, καθώς και το θεσμό του γάμου. Τους αρχηγούς του δήμου τους αποκαλούσε «όχλου διακόνους». Η Πολιτεία δε χρειάζεται, ούτε και η οικογένεια. Οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, θα παντρεύονται, χωρίς να εξαναγκάζονται να ζουν κάτω από ορισμένες βιοτικές συνθήκες. Τα παιδιά που θα γεννιούνται από τους τέτοιους ελεύθερους γάμους, θα ανατρέφονται από το κοινό και δε θα ξέρουν ποιοι είναι οι γονιοί τους. Έτσι θα πραγματοποιηθεί η αδελφοσύνη και η ισότητα (Διογ. Λαέρτ., VI, 80).
Jean-Baptiste Regnault, Ο Μέγας Αλέξανδρος επισκέπτεται τον Διογένη.Alexandre et Diogène or Diogène Visité par Alexandre, 1776.
Ακόμα, δεν έδινε καμιά σημασία στην αντίθεση του δουλικού και ελεύθερου βίου. Μια που γι’ αυτόν η πολιτειακή οργάνωση ήταν ένας αντιφυσικός θεσμός, τη δουλεία δεν την αναγνώριζε σα νόμιμη κατάσταση, αφού μάλιστα αρνείτο και το θεσμό της ιδιοκτησίας. Φυσικά, έχοντας τέτοιες αντιλήψεις, ούτε για τη δουλειά ενδιαφέρονταν, ούτε δίδασκε το μόχθο, όπως ο Αντισθένης.
Κράτης
Κράτης ο Θηβαίος. Λεπτομέρεια από τοιχογραφία στη Βίλλα Φαρνεζίνα στη Ρώμη. Detail from a wall painting depicting the Cynic philosopher Crates of Thebes. From the garden of the Villa Farnesina, Museo delle Terme, Rome, c. 1st century.
Άλλος ακουστός στην αρχαιότητα Κυνικός ήταν ο Κράτης ο Θηβαίος, ο μαθητής του Διογένη, που αρχίζει τη δράση του μέσα στα χρόνια 328-324 ή πιο σωστά ύστερα από την καταστροφή των Θηβών από τον Αλέξανδρο (335). Η αρχαία παράδοση μας τον περιγράφει κακοφτιαγμένο, άσχημο και καμπούρη. Είχε όμως, άλλα χαρίσματα. Ήταν έξυπνος, ετοιμόλογος και σαρκαστής.
Αν και ήταν, λέει μια αρχαία παράδοση, από τους πλουσιότερους θηβαίους, ωστόσο παράτησε βιός και καλοπέραση, μοίρασε τα υπάρχοντά του και ακολούθησε τον Διογένη. Άλλη πάλι παράδοση, λέει πως κατάθεσε τα χρήματά του σε μια τράπεζα, με τη ρητή εντολή να τα πάρουν τα παιδιά του αν γίνουν φιλόσοφοι, αλλιώτικα να μοιραστούν στο λαό. Και μια τρίτη παράδοση ιστορεί πως, για να ξεφορτωθεί τον κινητό του πλούτο, έριξε τα τάλαντά του στη θάλασσα.
Όπως βλέπουμε, υπήρχαν πολλές γύρω στο ζήτημα της περιουσίας του πλούσιου Κράτη παραδόσεις και φυσικά όλες αυτές δεν έχουν ιστορική βάση. Οι παραδόσεις αυτές είναι κατασκευάσματα της μεταγενέστερης εποχής. Πιο πιθανό είναι, πως ο Κράτης τα έχασε όλα ύστερα από την καταστροφή της πατρίδας του από τον Αλέξανδρο και τότε αναγκάστηκε απ’ τα πράγματα να γίνει μαθητής και οπαδός του Διογένη.
Τοιχογραφία με τον Κράτη και την Ιππαρχία στη Βίλλα Φαρνεζίνα στη Ρώμη. Ο Κράτης φαίνεται να κρατάει ένα ραβδί και ένα σάκο, ενώ η Ιππαρχία φαίνεται να τον πλησιάζει με τα υπάρχοντά της, κατά τον τρόπο πιθανούς νύφης. Wall painting showing the Cynic philosophers Crates and Hipparchia. From the garden of the Villa Farnesina, Museo delle Terme, Rome, c. 1st century.
Όπως κι αν είναι, ο Κράτης πήρε μια σακούλα κι ένα ραβδί και άρχισε να διδάσκει την «κυνική φιλοσοφία». Τον ακολούθησε μάλιστα και η γυναίκα του Ιππαρχία, που ήταν αδελφή του μαθητή του Μητροκλή. Φαίνεται, πως ήταν πολύ διαβασμένος και είχε και ποιητικό ταλέντο, γιατί έγραφε και ποιήματα. Ένα απ’ αυτά, στο οποίο εκθείαζε τη φτώχεια και τα ιδανικά του κυνισμού, είχε τον τίτλο «Πήρα» (Σακούλα), που ήταν σα να πούμε ένα από τα «εμβλήματα» των Κυνικών. Ο Διογένης Λαέρτιος μάλιστα, μας πληροφορεί (VI, 98), πως ο θηβαίος Κυνικός σύνθεσε και τραγωδίες και σε μιαν απ’ αυτές, που είχε «υψηλότατον φιλοσοφίας χαρακτήρα», μαζί με άλλα, τόνιζε:
«Ουχ εις πάτρας μοι πύργος, ου μία στέγη, πάσης δε χέρσου και πόλισμα και δόμος έτοιμος ημίν ενδιαιτάσθαι πάτρα». («Δεν έχω για πατρίδα μου μία και μόνη πόλη, ένα μόνο σπίτι. Όλη η γη και κάθε πόλη και σπίτι είναι για μένα και πατρίδα»).
Ήρθε και στην Αθήνα, όπου άκουσε τη διδασκαλία του Διογένη και, επειδή άνοιγε τις πόρτες και έμπαινε σ’ όποιο σπίτι έβρισκε μπροστά του για να διδάξει, τον έλεγαν οι αθηναίοι «θυρεπανοίκτην». Δεν ξέρουμε ποια ήταν η γενικότερη δράση και επιρροή του, φαίνεται όμως, πως η διδασκαλία του τραβούσε κόσμο. Ο Ζήνων ο Κιτιεύς μάλιστα, που αργότερα έγινε ο ιδρυτής της στωικής φιλοσοφίας, χρημάτισε μαθητής του.
Άλλοι μαθητές του Διογένη ήταν ο Μόνιμος από τη Συρακούσα και ο Ονησίκριτος από την Αίγινα. Μα οι οπαδοί και διδάσκαλοι αυτοί της κυνικής «φιλοσοφίας», δεν πρόσθεσαν τίποτα το νέο σε όσα δίδαξαν ο Διογένης και ο Κράτης.
"Diogenes in his barrel and Crates of Thebes who gives up wealth for virtue." 15th-century manuscript.
Πολλοί αρπάζονται από μερικές λέξεις και φράσεις του Διογένη και Κράτη, για να βγάλουν το συμπέρασμα, πως οι Κυνικοί ήταν οι φιλόσοφοι του προλεταριάτου. Άλλοι πάλι εκθειάζουν τον κοσμοπολιτισμό και τις φιλελεύθερες και προοδευτικές ιδέες τους, ενώ μερικοί παρομοιάζουν τα κηρύγματά τους με τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά δόγματα.
Όλες οι τέτοιες αντιλήψεις δεν είναι καθόλου σωστές. Οι Κυνικοί, όπως το ξαναείπαμε, είναι οι πνευματικοί εκπρόσωποι των ξεπεσμένων στρωμάτων του ελλαδικού πληθυσμού. Και στην Αττική και στις άλλες ελληνικές Πολιτείες, στα ύστερα από τον πελοποννησιακό πόλεμο χρόνια, καθώς και ύστερα από τους θηβαϊκούς και τους μακεδονικούς πολέμους, πολλοί πλούσιοι και κυρίως τραπεζίτες, έμποροι, μεταπωλητές κ.λπ., ξέπεσαν σε τέτοιο βαθμό, που δεν είχαν ούτε το ψωμί τους.
Αυτούς λοιπόν αντιπροσώπευε ο Διογένης στην αρχή και ο Κράτης και οι άλλοι Κυνικοί στα κατοπινά χρόνια, γιατί συνεχίστηκαν οι οικονομικές καταστροφές και όλο και πλήθαιναν οι τέτοιου είδους ξεπεσμένοι και χρεωκοπημένοι τύποι. Οι πιο πολλοί λοιπόν απ’ αυτούς, που κατάντησαν αλητοπρολετάριοι, προέρχονταν από τα μεγάλα αστικά κέντρα και όχι από αγροτικές περιοχές. Σαν απόκληροι της κοινωνίας που ήταν, αρνούνταν όλους τους κοινωνικούς θεσμούς κι ακόμα την πολιτειακή οργάνωση και τους οικογενειακούς δεσμούς, γιατί γι’ αυτούς δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να μπορέσουν να ξαναποκτήσουν την προτερινή τους θέση και κατάσταση. Όλα στη μάζα αυτή των ξεπεσμένων και χρεωκοπημένων τύπων φαίνονταν εχθρικά και απαίσια.
Ήταν λοιπόν γι’ αυτούς ανάγκη να ζουν από τη ζητιανιά. Μα επειδή δεν μπορούσαν μόνιμα να μένουν σε μια και μόνη πολιτεία, γιατί οι πλούσιοι τους γύριζαν τις πλάτες, περιπλανιόνταν χώρες και χωριά, ζητιανεύοντας και διδάσκοντας τη «νέα φιλοσοφία» τους. Από την τέτοια όμως αναγκαστική αλητεία και περιπλάνηση, δεν μπορούσαν ούτε να έχουν και να συντηρούν οικογένεια, ούτε και να έχουν πατριωτικό αίσθημα.
Από την ίδια αιτία, ατόνησαν και οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Γυρίζοντας από Πολιτεία σε Πολιτεία, έβλεπαν να γίνονται διαφορετικές ιεροτελεστίες και να λατρεύονται όχι πάντα οι ίδιοι θεοί. Έπειτα, ενώ αυτοί πεινούσαν, οι ιερείς, που έκαναν τις θυσίες έτρωγαν χορταστικά. Όπως λοιπόν αποστρέφονταν όλους τους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς, έτσι αδιαφορούσαν και για τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και σιγά–σιγά άρχισαν να κάνουν και κριτική του ιερατείου και της θρησκείας.
Η κυνική λοιπόν «φιλοσοφία» μόνο με μια τέτοια προοπτική μπορεί να εξηγηθεί και μόνο κάτω από το φως μιας ανάλυσης των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών της Ελλάδας κατά τον 4o αιώνα μπορούν να ερμηνευτούν τα δόγματα των Κυνικών. Οι ιδέες και οι θεωρίες τους, που ο ιδεαλισμός μας τυφλώνει να τις βλέπουμε προοδευτικές και φιλελεύθερες, δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά ιδέες και θεωρίες μερικών χρεωκοπημένων και ξεπερασμένων, που από τη δική τους κατάντια ήθελαν, όχι μόνο να δικαιολογήσουν τον αλητισμό τους, μα και να κάνουν όλο τον κόσμο ένα κοπάδι, που να ζει «φυσική ζωή».
Το παραπάνω άρθρο αποτελείται από αποσπάσματα από το έργο του Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας», έκδ. «Μπουκουμάνη», Αθήνα, 1972.
Σημείωση:
Ο Γιάννης Κορδάτος (Ζαγορά Πηλίου, 1891–1961) ήταν νομικός, κοινωνιολόγος, πολιτικός και ιστορικός. Υπήρξε από τα ιδρυτικά στελέχη της «Φοιτητικής Συντροφιάς» και του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος, προκατόχου του Κ.Κ.Ε., διετέλεσε γενικός γραμματέας του (1920-1924) και διευθυντής του Ριζοσπάστη (1922-1924). Το 1927 αποχώρησε από το Κ.Κ.Ε., συνέχισε ωστόσο να είναι κοντά του και γι’ αυτό φυλακίστηκε στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά.
Αν και αυτοδίδακτος ιστορικός, εν τούτοις ήταν πολυγραφότατος. Το βιβλίο του «Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1924, προκάλεσε ποικίλες και έντονες αντιδράσεις. Παρόμοιες αντιδράσεις προκάλεσε και το βιβλίο του «Ιησούς Χριστός και χριστιανισμός», το οποίο, αν και αποτέλεσμα μόχθου είκοσι ετών, δεν κυκλοφόρησε παρά μόνο μετά τον θάνατό του, καθώς κανένας εκδότης δεν τολμούσε να αναλάβει την έκδοσή του.
Ο Γ. Κορδάτος ήταν επίσης μεγάλος γνώστης της ελληνικής Γραμματείας, αρχαίας και νέας και ασχολήθηκε επαγγελματικά ως επιμελητής των εκδόσεων της κλασικής ελληνικής Γραμματείας, που κυκλοφόρησαν από τον οίκο του Ι. Χ. Ζαχαρόπουλου.
«Το συγγραφικό ιστορικό έργο του Γ. Κορδάτου εκτείνεται σε μεγάλο θεματολογικό και χρονολογικό εύρος: από την αρχαία Ελλάδα και τη Σαπφώ έως την αγροτική εξέγερση του 1910 στο Κιλελέρ και από την αρχαία τραγωδία έως την ελληνική κεφαλαιοκρατία και το δημοτικισμό. Ένα ογκώδες και επιβλητικό έργο, με αναθεωρήσεις και επανεκδόσεις, το οποίο ακολούθησε την πνευματική πορεία του δημιουργού του, εκκινώντας από τη μαρξιστική θεωρία σε ιδιότυπους και μοναχικούς δρόμους. Ο Κορδάτος είχε την τύχη να δει τα βιβλία του να γνωρίζουν πολύ σημαντική εκδοτική επιτυχία, που βρισκόταν σε αναντιστοιχία με τη σκληρή κριτική, με την οποία τα υποδέχθηκαν οι διανοούμενοι της εποχής του. Η κριτική δεν αφορούσε μόνο τα λάθη, τις απλουστεύσεις και τα θεωρητικά σχήματα χωρίς επαρκή τεκμηρίωση, που εύκολα θα αναγνώριζε κανείς στις σελίδες των βιβλίων του, αλλά συνδεόταν, κυρίως, με την εκάστοτε πολιτική του τοποθέτηση, με τη διαφωνία προς τις απόψεις του, είτε από αριστερά είτε από δεξιά. Η νεότερη ιστοριογραφία αγνόησε, σε μεγάλο βαθμό, το έργο του Κορδάτου, με κύρια εξαίρεση τις μελέτες του για το εργατικό και αγροτικό κίνημα στη χώρα μας, μοναδικά σημεία αναφοράς για τα σχετικά ζητήματα επί πολλές δεκαετίες». (Β. Καραμανωλάκης, enet.gr).