"Ιδών την πίστιν αυτών".
Το θαύμα που ακούσαμε σήμερα από το Ευαγγέλιο είναι ήδη γνωστό σε όλους μας.
Ο Κύριος ομιλούσε σε κάποιο σπίτι, ο κόσμος πολύς και ο συνωστισμός μεγάλος. Σε λίγο φέρνουν έναν παραλυτικό ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Και επειδή δεν μπορούσαν να μπούνε μέσα, ανέβηκαν στην οροφή, ξήλωσαν τα κεραμίδια, και κατέβασαν τον παράλυτο μαζί με το κρεβάτι του μπροστά στο Χριστό. Ο Κύριος θαύμασε την πίστη των τεσσάρων αυτών ανδρών, που έφεραν τον παράλυτο μπροστά του, και απευθυνόμενος στον άρρωστο του είπε «Τέκνον αφέονταί σοι αι αμαρτίαι σου».
Στη συνέχεια τον σηκώνει όρθιο τελείως θεραπευμένο λέγοντάς του «Άρον τον κράβατόν σου και ύπαγε εις τον οίκον σου».
Στο σημερινό θαύμα βλέπουμε αδελφοί μου δυό πράγματα.
Πρώτον την σχέση αμαρτίας και αρρώστιας. Αμαρτίας και θλίψεων. Αμαρτίας και πειρασμών.
Και Δεύτερο τη σχέση πίστεως και αφέσεως των αμαρτιών. Πίστεως και θαύματος.
Εξ αφορμής αυτού του θαύματος της σημερινής Κυριακής της Δευτέρας των Νηστειών, το 1972, έκανα ένα κήρυγμα στον Άγιο Βασίλειο Πειραιώς όπου ήμουν και εφημέριος, τονίζοντας ότι το κάθε θαύμα είτε πρόκειται για θεραπεία μιας βαριάς αρρώστιας, είτε για τη λύση ενός μεγάλου πειρασμού, θλίψεως, στεναχώριας, βασάνων και λοιπά, είτε για την καταπολέμηση ενός πάθους χρειάζονται τέσσερα πράγματα, όσοι ήσαν και άντρες που σήκωσαν και έφεραν τον παράλυτο μπροστά στον Χριστό.
Πρώτον πίστις,
Δεύτερον νηστεία,
Τρίτον προσευχή και
Τέταρτον μετάνοια.
Και αυτά τα ανέλυσα με τις φτωχιές δυνάμεις που είχα τότε, και που εξακολουθώ να έχω και τώρα. Τελείωσε το κήρυγμα, τελείωσε και η Θεία Λειτουργία και μοιράστηκε το αντίδωρο.
Κάποια κυρία, τη στιγμή που έπαιρνε το αντίδωρο από το χέρι μου, είπε:
-Πάτερ θέλω να σας δω στο τέλος, θα σας περιμένω.
Πράγματι στο τέλος την συνήντησα. Σας τα λέγω αυτά, διότι προχτές το βράδυ, ψάχνοντας το αρχείο μου, βρήκα ένα φάκελο που έγραφε: «Ιστορίες για κηρύγματα που δεν ελέχθησαν». Έτσι βρήκα και την ιστορία που σας άρχισα και που είναι αληθινή.
Η κυρία λοιπόν αυτή ήλθε να επιβεβαιώσει εμπράκτως όσα ελέχθησαν από την αθλιότητά μου σε κείνο το κήρυγμα. Είχε πολύτεκνη οικογένεια. Ο σύζυγός της, αυτή και έξι παιδιά. Σύνολον οκτώ. Ο μικρότερός της γιός, ο Γιωργάκης, που ήτο τότε ετών δώδεκα, προσεβλήθηκε από καλπάζουσα λευχαιμία. Ξέχασα να σας πω ότι κατήγοντο από μια κωμόπολη που ευρίσκετο στα σύνορα μεταξύ Αρκαδίας και Μεσσηνίας.
Μόλις αρρώστησε το παιδί οι γιατροί από την Καλαμάτα, συνέστησαν αμέσως να έλθει στο αντικαρκινικό νοσοκομείο του Μεταξά. Ήταν τότε το έτος 1970. Έτσι το έφεραν στο νοσοκομείο.
Ύστερα από λίγες μέρες είπαν οι γιατροί στους γονείς ότι το παιδί σε δυο τρείς μέρες θα πεθάνει. Είχε ήδη πέσει σε κώμα. Αμέσως εκείνη η ευλογημένη μάνα, σε συνεννόηση με τον άντρα της και τα δυό της τα παιδιά τα πιο μεγάλα, που ήταν εικοσιτριών και εικοσιπέντε ετών, πήραν την απόφαση να πάρουν το παιδί τους. Υπέγραψαν, πήραν εξιτήριο, και με πολλή προσευχή μετέφεραν το παιδί τους που εξακολουθούσε να ήταν σε κώμα, στο χωριό τους.
Έκαναν μια σύσκεψη όλοι μαζί, και πήραν μια καταπληκτική απόφαση που φανέρωνε και την μεγάλη τους πίστη. Σ’ ένα μικρό βουνό, απέναντι από την κωμόπολη, στην κορφή του ήταν κτισμένο ένα ερημοκκλήσι της Θείας Μεταμορφώσεως. Εκεί λοιπόν μετέφεραν το παιδί τους. Το ξάπλωσαν μπροστά στο τέμπλο και κάτω από τις εικόνες της Μεταμορφώσεως και της Παναγίας. Η εικόνα πάντοτε του Αγίου που γιορτάζει ένας ναός, ή είναι αφιερωμένο σε μια εορτή Θεομητορική ή Δεσποτική, είναι πάντοτε όπως βλέπω εγώ, όπως είμαι εγώ δεξιά μου, και όπως βλέπετε εσείς αριστερά, δίπλα στην Παναγία δηλαδή, ήταν η εικόνα της Μεταμορφώσεως και εδώ μπροστά που βρίσκονται τα παιδιά, ξάπλωσαν το δικό τους το παιδάκι. Έβαλαν λοιπόν ένα στρωματάκι και το σκέπασαν με δυο τρείς κουβέρτες. Και άρχισαν και οι οκτώ νηστεία, αγρυπνία και προσευχή με πίστη. Νηστεία με τελεία ασιτία. Χωρίς ψωμί, χωρίς φαΐ, χωρίς νερό.
Υπήρχε στο Αναλόγιο ένα παλιό Ωρολόγιο. – μου φέρνετε παρακαλώ ένα Ωρολόγιο- και το Μηναίο του Αυγούστου, διότι μόνον αυτό χρειάζετο, αφού και το παρεκκλήσι ήταν αφιερωμένο στην εορτή τη μεγάλη, τη Δεσποτική, της Θείας Μεταμορφώσεως του Κυρίου.
Προσευχή λοιπόν όλο το εικοσιτετράωρο, την ημέρα όλοι μαζί και το βράδυ με βάρδιες, δύο δύο ή ένας ένας. Διάβαζαν τα γράμματα της έκτης Αυγούστου, δηλαδή της εορτής της Μεταμορφώσεως, του Εσπερινού και του Όρθρου, και το Ωρολόγιον ολόκληρο από την αρχή μέχρι το τέλος, αυτό το βιβλίο δηλαδή, το χοντρό που βλέπετε. Το άρχιζαν απ’ την αρχή και το τελείωναν. Και όταν το τελείωναν πάλι από την αρχή. Μέχρι το τέλος και πάλι από την αρχή μέχρι το τέλος και ούτω κάθε εξής.
Τις πρώτες μέρες άντεξαν τα τρία τους παιδιά, ετών δεκατεσσάρων, δεκαεπτά και δεκαεννιά, και από την τετάρτη ημέρα άρχισαν να πίνουν μόνο νερό από μια παρακείμενη πηγή. Οι γονείς και τα δυό μεγάλα αδέλφια κράτησαν την τελεία αποχή. Στο τέλος κάθε προσευχής ζητούσαν από τον φιλάνθρωπο Κύριο και από τα μητρικά σπλάχνα της Υπεραγίας Θεοτόκου να κάμουν το θαύμα τους.
Η νηστεία, η προσευχή, η αγρυπνία, τα δάκρυα της μετανοίας, - προσέξτε τι μου είπε, δάκρυα μετανοίας έριχναν – ομολογούσαν εις τον Θεόν και εις την Παναγία ότι ήσαν αμαρτωλοί και ότι εξαιτίας της αμαρτίας των αρρώστησε το παιδί τους, και η ζωντανή πίστις, ήσαν συνεχείς και ακλόνητες καταστάσεις μέσα στην καρδιά τους.
Την εβδόμη νύχτα, την ώρα που διάβαζαν τον Όρθρο, της έκτης Αυγούστου, της εορτής δηλαδή της Μεταμορφώσεως, και ήσαν όλοι ξυπνητοί εκτός από το δωδεκάχρονο αγόρι, που εξακολουθούσε να ευρίσκετο σε κώμα, ξαφνικά φωτίστηκε όλο το εκκλησάκι με ένα φως υπερκόσμιο. Πιο φωτεινό και πιο λαμπερό και από αυτόν τον ήλιο. Βουβάθηκαν όλοι τους από την έκπληξη και τον θαυμασμό, ενώ συγχρόνως τα μάτια τους ήσαν στραμμένα στην εικόνα της Θείας Μεταμορφώσεως. Και τότε εντελώς απροσδόκητα, βγήκε μια ολόλαμπρη ακτίνα, μια φοβερή αστραπή, η οποία έπεσε πάνω στο ξαπλωμένο παιδί.
Αυτό το γεγονός, ζήτημα μου είπε η ευλογημένη αυτή μητέρα αν κράτησε δέκα δευτερόλεπτα. Ξανάγινε σκοτάδι με μοναδικό φως το φως απ’ τα καντήλια, και τα κεριά που κρατούσαν για το διάβασμα.
Και τότε ακούστηκε η φωνή του αρρώστου παιδιού να φωνάζει «Μαμά, μπαμπά, που είστε;»
Έτρεξαν αμέσως κοντά του και κλαίγοντας το αγκάλιασαν.
«Διψώ», ψιθύρισε, «διψώ». «Πεινάω».
Το παιδί συνήλθε. Έγινε τελείως καλά. Ο Θεός έκαμε το θαύμα του.
Ευλογημένοι τέτοιοι γονείς που παίρνουν τέτοιες αποφάσεις ηρωικές.
Ευλογημένα και τέτοια αδέλφια που συνακολουθούν τέτοιους γονείς.
Ευλογημένη οικογένεια.
Ήπιαν όλοι τους λίγο νερό, λίγο ψωμάκι πολύ λίγο, ένα τέταρτο της φετούλας για να συνέλθουν λίγο.
Το πρωί κατέβηκαν στο χωριό δοξάζοντας το Θεό, φροντίζοντας πλέον για την πλήρη αποκατάσταση της υγείας του παιδιού.
Την άλλη μέρα όμως οι γονείς, είπαν στα παιδιά τους το εξής:
«Φροντίστε σεις το Γιωργάκη, και μείς θα επιστρέψουμε στο εκκλησάκι της Μεταμορφώσεως, για να ευχαριστήσουμε το Θεό, για ένα ακόμα τριήμερο με τελεία και πάλι ασιτία.
Και έτσι έγινε. Θυμάστε τους δέκα λεπρούς; Ο ένας επέστρεψε από τους θεραπευμένους για να ευχαριστήσει τον Κύριο. Ο ένας.
Στα δύο χρόνια που είχαν περάσει από τότε, το παιδί τους ήταν, έγινε τελείως καλά, υγιέστατο, χωρίς ίχνος της φοβερής εκείνης αρρώστιας του καρκίνου του αίματος, που λέγεται λευχαιμία.
Στον Άγιο Βασίλειο ξαναήλθε η μητέρα αυτή, επειδή εν τω μεταξύ είχε παντρέψει το γιό της, εκεί που έμεινε, στην ενορία του Αγίου Βασιλείου, και έτσι έμαθα την ιστορία.
Κράτησα κάποιες σημειώσεις και σήμερα σας είπα την αληθινή ιστορία τους.
Στο τέλος όμως έκαμα και την εξής ερώτηση:
- Πώς αποφασίσατε να προβείτε σε μια τέτοια ενέργεια, ποιος σας το πρότεινε αυτό, πώς σας ήλθε; Κάπου το διαβάσατε; Σας φώτισε μήπως ο Θεός;
Και μου απάντησε :
- Πριν από χρόνια πέρασε από το χωριό μας ένας μοναχός Αγιορείτης που ήτανε από την Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους. Αυτός μας μίλησε πολύ για την αξία της νηστείας, όταν αυτή η νηστεία, μας είπε, συνοδεύεται από καθαρή προσευχή, από εγκράτεια, από δάκρυα μετανοίας, από υπομονή και πίστη. Μας είπε ακόμα αυτός ο μοναχός, για κάποιον Άγιο γέροντα, τον πατέρα Ιερώνυμο τον Σιμωνοπετρίτη, - ίσως κάποιοι από σας έχετε διαβάσει την βιογραφία του. Όταν λοιπόν αυτός ήταν πολύ μικρός είχε αρρωστήσει βαριά. Τότε οι γονείς του τον πήγαν στην εκκλησία του χωριού, και κει παρέμειναν μαζί με το παιδί τους νηστεύοντας και προσευχόμενοι σαράντα ημέρες. - οι γονείς του πατρός Ιερωνύμου, γι’ αυτό και έγινε ο γιος αυτός Άγιος. – Το παιδί τους έγινε καλά, μεγάλωσε και αργότερα κατέστη ο φημισμένος αυτός γέροντας, - είναι αυτός που ανακάλυψε και συνέγραψε την βιογραφία της ερημίτιδος Φωτεινής του Ιορδάνου ποταμού. Οι δε γονείς του μικρού Ιερωνύμου, μετά την θεραπείαν του γιού τους, παρέμειναν για άλλες δέκα μέρες στο ναό, ευχαριστώντας τον Θεόν, πάλι με νηστεία και προσευχή, σύνολον πενήντα ημέρες. Κάθε δε φορά που ετελείτο Θεία Λειτουργία, κοινωνούσαν το άρρωστο παιδί, μαζί και οι γονείς.
Αυτά θυμήθηκα, - μου είπε η ευλογημένη αυτή μητέρα – και αυτά περίπου κάναμε με όσες δυνάμεις είχαμε ο άντρας μου, εγώ και τα παιδιά μου. Πίστεψα πάτερ μου, ότι η απόλυτη καθαρή νηστεία, μαζί με την προσευχή, την ταπείνωση και την μετάνοια, ο Θεός θα σώσει το παιδί μου - και το έσωσε.
Δόξα νάχει το όνομά Του.
Αυτά μου είπε η μακαρία αυτή μάνα και τελείωσε.
Νομίζω, ή μάλλον πιστεύω χριστιανοί μου, να πήραμε όλοι μας το μάθημά μας. Και πρώτος εγώ, πούμαι και ιερεύς. Ότι η νηστεία κάνει θαύματα, αλλά όχι από μόνη της ξερή και τυπική, αλλά ουσιαστική. Όταν δηλαδή συνοδεύεται από προσευχή, από μετάνοια και δάκρυα συντριβής, από εγκράτεια και υπομονή. Από αγρυπνία και μελέτη της Γραφής, και μάλιστα από ζωντανή πίστη και ενεργουμένη αγάπη. Τότε πιστεύω πως λύνονται όλα τα προβλήματα, ακόμα και οικονομικά, επαγγελματικά, κληρονομικά, κοινωνικών σχέσεων και λοιπά. Ιδιαιτέρως όμως λύνονται αρρώστιες και βάσανα των παιδιών μας. Πρόοδος και αποκατάσταση των παιδιών μας. Βάσανα, θλίψεις, στεναχώριες, αναπηρίες, ατυχήματα, ακόμα και θάνατο μπορούμε να προλάβουμε με τέτοιου είδους νηστεία.
Δε νομίζω χριστιανοί μου ότι χρειάζονται άλλα λόγια να σας πω εγώ. Η αληθινή ιστορία μας δίδαξε όλους και μας απέδειξε εμπράκτως την αξία της αληθινής νηστείας, την αξία της αληθινής νηστείας, τρείς φορές θα το πώ, την αξία της αληθινής νηστείας, αλλά και το δικό μας καθήκον.
Είθε κατά δύναμιν να το ακολουθήσουμε όλοι μας, όσο μπορούμε,
Αμήν.