Όταν ήμουν οκτώ χρόνων βρήκα τον Χαμένο Ποταμό. Κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν, κανένας στην περιοχή μου δεν μπορούσε να πει κατά πού πέφτει, όλοι όμως μιλούσαν γι’ αυτόν. Όταν έφτασα για πρώτη φορά στον Χαμένο Ποταμό, κατάλαβα αμέσως ότι ήμουν εκεί. Το καταλαβαίνει κανείς όταν φτάνει εκεί που θέλει. Ήταν το ωραιότερο μέρος που είχα δει ποτέ μου! Είχε δέντρα που έγερναν πάνω από το νερό και κάτι πελώρια ψάρια που κολυμπούσαν στα κρυστάλλινα νερά του… Μεμιάς έβγαλα τα ρούχα μου και βούτηξα στο ποτάμι. Κολύμπησα ανάμεσα στα ψάρια κι ένιωσα τη ζεστασιά του ήλιου στο νερό… Νόμιζα πως ήμουν στον παράδεισο! Πέρασα όλο το απόγευμα εκεί, και μετά γύρισα σπίτι βάζοντας σημάδια σε όλο τον δρόμο μέχρι το σπίτι μου. Εκεί, είπα στον πατέρα μου:
«Μπαμπά, βρήκα τον Χαμένο Ποταμό!»
Ο μπαμπάς μου με κοίταξε και αμέσως κατάλαβε ότι δεν έλεγα ψέματα. Μετά, μου χάιδεψε το κεφάλι και μου είπε:
«Είχα πάνω-κάτω την ηλικία σου όταν τον είδα κι εγώ για πρώτη φορά. Όμως, ποτέ μου δεν κατάφερα να ξαναπάω εκεί».
Τότε, εγώ του είπα:
«Α, όχι… Εγώ όμως έβαλα σημάδια στον δρόμο, και άφησα ίχνη, έκοψα κλαδιά, για να μπορέσουμε να ξαναπάμε εκεί μαζί».
Την άλλη μέρα, όταν θέλησα να ξαναπάω, δεν μπόρεσα να βρω τα σημάδια που είχα βάλει, και το ποτάμι ξαναχάθηκε και για μένα. Από τότε μου έμεινε η ανάμνηση και η αίσθηση ότι κάποτε πρέπει να το αναζητήσω ξανά.
Δύο χρόνια μετά, ένα φθινοπωρινό βράδυ, πηγαίναμε προς το δασαρχείο της περιοχής γιατί ο μπαμπάς μου έψαχνε δουλειά. Κατεβήκαμε σ’ ένα υπόγειο, κι όσο ο μπαμπάς μου περίμενε στην ουρά για να του πάρουν συνέντευξη, είδα στον τοίχο έναν τεράστιο χάρτη που απεικόνιζε κάθε σημείο της περιοχής: κάθε βουνό, κάθε ποτάμι, κάθε εδαφική μεταβολή φαινόταν σ’ εκείνον τον χάρτη. Πλησιάσαμε λοιπόν, εγώ και τ’ αδέλφια μου, που ήταν μικρότερα από μένα, για να προσπαθήσω να βρω στον χάρτη τον Χαμένο Ποταμό και να τους τον δείξω. Ψάχναμε πολλή ώρα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Έρχεται τότε κοντά μας ένας πανύψηλος δασοφύλακας, με μουστάκια, και μου λέει:
«Τι ψάχνεις, αγόρι μου;»
«Ψάχνουμε τον Χαμένο Ποταμό…» του λέω, περιμένοντας ότι θα μας βοηθούσε.
Εκείνος, όμως, απαντάει:
«Δεν υπάρχει τέτοιο μέρος».
«Πώς δεν υπάρχει; Έχω κάνει μπάνιο εκεί.»
«Έκανες μπάνιο στον Κόκκινο Ποταμό».
Κι εγώ του απαντώ:
«Έχω κάνει μπάνιο και στους δύο και ξέρω τη διαφορά».
Εκείνος επιμένει:
«Το μέρος αυτό δεν υπάρχει».
Εκείνη τη στιγμή έρχεται ο μπαμπάς μου, τον τραβάω από το παντελόνι και του λέω:
Και τότε, λέει ο κύριος με τη στολή:
«Κοίτα, παιδί μου, η χώρα αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι οι χάρτες είναι πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας. Οτιδήποτε μπορεί να υπάρχει και δεν βρίσκεται εδώ, σ’ αυτόν τον χάρτη της κρατικής υπηρεσίας του δασαρχείου των Ηνωμένων Πολιτειών, αποτελεί απειλή κατά της ασφάλειας της χώρας. Εάν λοιπόν αυτός ο χάρτης λέει πως ο Χαμένος Ποταμός δεν υπάρχει, τότε ο Χαμένος Ποταμός δεν υπάρχει».
Εγώ συνέχισα να τραβάω τον μπαμπά μου από το μανίκι λέγοντας:
«Μπαμπά, πες του…»
Ο μπαμπάς μου είχε ανάγκη τη δουλειά, γι’ αυτό έσκυψε το κεφάλι και είπε:
Εκείνη την ημέρα έμαθα κάτι: να τους προσέχετε τους ειδικούς. Αν κάνατε μπάνιο σε κάποιο μέρος, δροσίσατε το κορμί σας σ’ ένα ποτάμι και κάνατε ηλιοθεραπεία στην όχθη του… μην αφήσετε τους ειδικούς να σας πείσουν ότι το μέρος αυτό δεν υπάρχει. Να εμπιστεύεστε περισσότερο τις αισθήσεις σας παρά τους ειδικούς, γιατί οι ειδικοί είναι άνθρωποι που σπάνια βρέχουν τα πόδια τους.
Πόσα παιδιά δεν έχουν συναντήσει τέτοιους ειδικούς που αποκλείουν τους πατεράδες από τη συναισθηματική σχέση;
Αλήθεια, τι σημασία έχει τι λένε οι ψυχολόγοι; Τι σημασία έχει τι λέω εγώ, τι λένε τα βιβλία… Τι σημασία έχει τι λέει ο οποιοσδήποτε! Αυτό που έχει σημασία στην αγάπη, είναι αυτό που αισθάνεται ο καθένας.
Γιατί κάθε γονιός ξέρει πάρα πολύ καλά πόσο αγαπάει τα παιδιά του. Γιατί, σε κάθε περίπτωση, αυτός είναι ο δικός σας Χαμένος Ποταμός. Ο ποταμός που δεν υπάρχει σε κανέναν χάρτη.
Απόσπασμα από το βιβλίο
του Χόρχε Μπουκάι
“Ο Δρόμος της Συνάντησης”
Εκδόσεις OPERA
via