Αποτέλεσμα της προσκολλήσεως του ανθρώπου στα αισθητά ήταν η εγκατάλειψή του από τον Θεό, που "έθετο σκότος τήν ἀποκρυφήν αὐτοῦ", χάθηκε δηλαδή από το οπτικό πεδίο της ψυχής του ανθρώπου μέσα στο σκοτεινό πέπλο του μυστηρίου. Ο άνθρωπος, βέβηλος τώρα, δεν είχε θέση στο χώρο του αγίου. Αγάπησε τα αισθητά και παραχηρήθηκε να ζει μ' αυτά έχοντας πια ως κύριο ή μάλλον κυρίαρχο όργανο όχι το νου του, αλλά τις αισθήσεις, στις οποίες υποδουλώθηκε ο νους. Τα αισθητήρια του νου αμβλύνθηκαν ως προς τα νοητά και η προσπάθεια προσεγγίσεώς τους έγινε πια προβληματική για τον άνθρωπο.
Το πρώτο λοιπόν αποτέλεσμα της στάσεως αυτής του Πρωτοπλάστου ήταν η φυλάκισή του στα αισθητά, η απώλεια του πνευματικού του ορίζοντα, η αναγωγή στον οποίο θα αποτελούσε απ΄ εκεί και πέρα απραγματοποίητο πια όνειρο και με την πιο καλή διάθεση. Ακριβώς δε αυτή η πρώτη κίνηση του ανθρώπου προς τα αισθητά ως απόλυτα υποκατάστατα του υπέρ τα νοητά και υπέρ πάσαν νόησιν Δημιουργού του ήταν η πρώτη παρά φύσιν ενέργειά του. Και η ενέργεια αυτή του ανθρώπου σήμαινε την εμφάνιση στην ψυχή του της παρά φύσιν, της αντίθετης προς τη φυσική του κατασκευή και δημιουργία, ηδονής και της σύστοιχής του ταυτόχρονα αντίρροπης όμως ως προς αυτήν, οδύνης.
Λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: Ο πρώτος άνθρωπος είχε ενεργούμενη μέσα του κατά την ίδια του πρώτη κίνηση προς τα αισθητά δια μέσου των αισθήσεών του την παρά φύσιν ηδονή. Φροντίζοντας στοργικά για τη σωτηρία μας ο Θεός φύτεψε δίπλα της σαν κάποια αντίρροπή της δύναμη την οδύνη. Με την οδύνη ριζώθηκε με πολλή σοφία στη σωματική φύση ο νόμος του θανάτου περιορίζοντας έτσι την παρά φύσιν έφεση και την όλη μανία επιθυμία του νου στην κίνησή της προς τα αισθητά.
Η εμφάνιση της οδύνης ταυτόχρονα με την ηδονή ήταν αιτιώδης και νομοτελής. Την είχε προείπει ο ίδιος ο Θεός στον Πρωτόπλαστο."Εδωσε δε εντολήν Κυριος ο Θεός στον Αδάμ λέγων· “από όλα τα καρποφόρα δένδρα που υπάρχουν στον παράδεισον, σας δίδω το δικαίωμα να τρώγετε. Από το δένδρον όμως της γνώσεως του καλού και κακού δεν πρέπει ποτέ να φάγετε από αυτό. Κατά δε την ημέραν κατά την οποίαν θα φάγετε από τον καρπόν του, θα χάσετε το δικαίωμα της αθανασίας, θα αποθάνετε σωματικώς και θα χωρισθήτε από εμέ, που σας έδωσα την ζωήν”.
Η παρακοή του ανθρώπου θα είχε ως συνέπεια το θάνατο υπό πνευματική έννοια αμέσως και υπό σωματική έννοια μέσα στο χρόνο. Προοίμιο και προειδοποίηση του θανάτου θα αποτελούσε πια η οδύνη ως ζωντανό σύμβολό του. Ο Θεός ήταν σαφής στην προειδοποίησή του. Η προειδοποίηση γινόταν τώρα με την παράβαση μια θλιβερή και συνάμα τραγική πραγματικότητα. “Θα πολλαπλασιάσω εις πλήθος πολύ τας λύπας σου, τας θλίψεις και τους στεναγμούς σου. Με πόνους θα γεννάς τα τέκνα σου, θα εξαρτάσαι δε πάντοτε από τον άνδρα σου και αυτός θα είναι κύριός σου”, είπε ο Θεός στην Εύα. Και στον Αδάμ: “επειδή ήκουσες την κακήν συμβουλήν της γυναικός σου και έφαγες από τον καρπόν του δένδρου, εκ του οποίου και μόνου εγώ σου έδωσα την εντολήν να μη φάγης, θα είναι κατηραιμένη η γη εις τα έργα σου. Με λύπην και κόπον θα κερδίζης την τροφήν σου από την γην όλας τας ημέρας της ζωής σου. Αγκάθια και τριβόλια θα σου φυτρώνη η γη και θα τρέφεσαι με τα χόρτα του αγρού. Καθ' όλον το διάστημα της ζωής σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρώγης τον άρτον σου, μέχρις ότου αποθάνης και επιστρέψη το σώμα σου εις την γην, από την οποίαν και έχει πλασθή· διότι χώμα είναι το σώμα σου, στο χώμα θα καταλήξη και χώμα πάλιν θα γίνη”.
Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η παρεισαγωγή της οδύνης στη φύση του ανθρώπου ως αντίρροπης ως προς την ηδονή καταστάσεως δεν έχει χαρακτήρα δικανικό -νομικό, δηλαδή "έκανες την παράβαση; άρπαξε τώρα την τιμωρία που σου αξίζει!". Η εισβολή της οδύνης ήταν συνέπεια της απομακρύνσεως του ανθρώπου από τον Θεό. Η συνεχής όμως παρουσία της και ο εγωκεντρισμός της, το μπόλιασμά της, στην ανθρώπινη φύση μόνο από φιλανθρωπία και ελεημοσύνη θεϊκή έγινε.
Λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: Η ηδονή και η οδύνη δεν υπήρξαν από την αρχή χαρακτηριστικά της φύσεως της σαρκός, γιατί δεν δημιουργήθηκαν μαζί με αυτήν. Η παράβαση όμως είχε ως αποτέλεσμα την επινόηση της ηδονής, που οδηγούσε στη φθορά της προαιρέσεως, και στην καταδίκη σε οδύνη με κατάληξη τη διάλυση της φύσεως. Έτσι η ηδονή κατεργάζεται τον εκούσιο θάνατο της ψυχής και η οδύνη την ατομική φθορά της σαρκός. Προνοώντας δηλαδή ο Θεός έδωσε στη φύση προς κολασμόν της προαιρετικής ηδονής την απροαίρετη οδύνη και το θάνατο που την επακολουθεί.
Επικαλούμενος παρόμοια ερμηνεία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης προσθέτει ο ίδιος άγιος: Η ηδονή και η λύπη, η επιθυμία και ο φόβος και τα παρεπόμενά τους, δεν δημιουργήθηκαν από την αρχή στην φύση των ανθρώπων, γιατί αν ήταν αναγκαία, θα αποτελούσαν όρους της υπάρξεως. Υποστηρίζω μαθαίνοντας από τον Μεγάλο Γρηγόριο, τον επίσκοπο Νύσσης, ετούτο· τα χαρακτηριστικά αυτά έχουν εισαχθεί μεταγενέστερα ως προσφύματα του αλόγου μέρους της φύσεώς μας. Δια μέσου τους έγινε αμέσως μετά την παράβαση ευκρινής και καταφάνερη στον άνθρωπο η ομοιότητά του με τα άλογα ζώα. Επειδή καλύφθηκε η αξία του λόγου του, της λογικής του, από τα γνωρίσματα της μη λογικότητος που τράβηξε επάνω του, έπρεπε να κολασθεί από αυτά η ανθρώπινη φύση, όπως της άξιζε. Με τον τρόπον αυτόν οικονόμησε ο Θεός τη δυνατότητα για τον άνθρωπο να έρθει σε συναίσθηση της λογικής του ιδιοφυΐας.
Με την εμφάνιση της οδύνης επήλθε μια αναγκαία ανθρωπολογικά εξισορρόπηση. Η οδύνη αποτέλεσε το φρένο στην ξέφρενη προσπάθεια του ανθρώπου και βοήθεια για τη συνειδητοποίηση και επίγνωση του που θα τον οδηγούσε η ηδονή. Αυτή η ανακοπή της πορείας του ανθρώπου προς τα άνω, το "μη φρονείν τα άνω, αλλά τα επί της γης", για να χρησιμοποιήσουμε αντίστροφα τους λόγους του αποστόλου Παύλου, σήμαινες μια ριζική αλλαγή στην ανθρώπινη φύση, στα βάθη της οποίας, στον "πυθμένα" της, όπως τα ονομάζει ο άγιος Μάξιμος, εγκαταστάθηκε ο θάνατος. Ο τρόπος μεταδόσεως ζωής στον κόσμο αυτόν μεταμορφώθηκε ριζικά και έγινε εντελώς διαφορετικότερος από ό,τι θα γινόταν προπτωτικά. Στο σημειο αυτό εκφράζοντας τη γενικότερη πατερική διδαχή ο άγιος Μάξιμος παρατηρεί τα επόμενα:
"Παραβαίνοντας ο προπάτορας Αδάμ τη θεϊκή εντολή έγινε αίτιος παρεισαγωγής άλλης γεννήσεως του ανθρώπου. Η αρχή αυτή έχει ως βασικό της στοιχείο την ηδονή, αλλά καταλήγει στο θάνατο δια μέσου του πόνου. Και επινόησε σύμφωνα με την υποβολή του όφεως την ηδονή που δεν ήταν αποτέλεσμα πόνου, κόπου δηλαδή, που να προηγήθηκε πριν από αυτήν, διαπεραίωνε όμως στον πόνο όλους τους ομοίους του που από αυτόν γεννήθηκαν κατά σάρκα. Επειδή η αρχή της ηδονής υπήρξε άδικη, είχε δικαιολογημένα συνακολούθους όλους τους απογόνους του στο τέλος, που είναι ο δια μέσου του πόνου θάνατος".
"Παραβαίνοντας την εντολή ο Αδάμ, προξένησε το να περιέχει ηδονή ο τρόπος δημιουργίας της ανθρωπίνης φύσεως..... παραβαίνοντας την εντολή η γυναίκα, επέφερε το να αρχίζει με οδύνη η εμφάνιση της ανθρωπίνης φύσεως".
Ο άνθρωπος γεννιέται πια έχοντας τις ρίζες του στην εμπαθή ηδονή και στην εξαιτίας του γεγονότος αυτού οδύνη. Τώρα πια γίνεται "παθητός". Υπόκειται με άλλα λόγια στη δημιουργία μέσα του παθών, τα οποία κυριαρχούν αναμφισβήτητα επάνω του. Έτσι μόνιμο μεταπτωτικό του γνώρισμα είναι η "παθητότης". "Γιατί είναι φανερό ότι στην παθητότητα της φύσεως υπάρχει η δύναμη της ηδονής και της οδύνης".
Και λοιπόν αρχίζει τώρα πια ο αγώνας του ανθρώπου για την κατακράτηση μόνο της ηδονήςκαι την δια μέσου της κατάλυση της οδύνης.
Λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής:
"Θέλοντας να ξεφύγουμε την αίσθηση της οδύνης, καταφεύγουμε στην ηδονή, προσπαθώντας έτσι να γλυκάνουμε τη φύση που την πιέζει βασανιστικά η οδύνη. Φροντίζοντας δε να αμβλύνουμε τα κινήματα της οδύνης ενισχύουμε ακόμα πιο πολύ την εξουσία της μέσα μας, μη μπορώντας να απολαύσουμε καθαρή ηδονή, ξένη από οδύνη και πόνο".
Η προσπάθεια με άλλα λόγια διαχωρισμού ηδονής από την οδύνη μένει τελικά ατελεσφόρητη. Και όμως παρά τις συνεχείς αποτυχίες του δεν παύει ο άνθρωπος να τον επιχειρεί. Η σειρά των αποτυχιών του δεν του ανοίγει τα μάτια ή μάλλον αρνείται ο ίδιος να τα ανοίξει για να δει τι σισύφειο έργο επιχειρεί. Τον τυφλώνει η φιλαυτία του και τον οδηγεί στο αδύνατο και απραγματοποίητο αυξάνοντας τελικά με τον τρόπο αυτόν την οδύνη και την απελπισία του.
Η ανθρωπολογική αλήθειαεν προκειμένω, που πρέπει να χωνέψει καλά ο ίδιος ο άνθρωπος, είναι αυτή που τονίζει ο άγιος Μάξιμος πάλι.
"Δεν είναι δυνατό να υπάρξει ποτέ ηδονή χωρίς την ταυτόχρονη παρουσία και της οδύνης. Ο πόνος της οδύνης είναι ανάμεικτος με την ηδονή, έστω κι αν αυτός διαφεύγει την προσοχή εκείνωνπου υποκύπτουν στην ηδονή εξαιτίας της επικρατήσεως του πάθους της. Και αυτό γιατί συνήθως φαίνεται το επικρατέστετο στοιχείο καλύπτοντας την γειτονική αίσθηση. Προσπαθώντας λοιπόν να απολαύσουμε την ηδονή εξαιτίας της φιλαυτίας μας και φροντίζοντας από την ίδια αιτία, τη φιλαυτία, να αποφύγουμε την οδύνη, επινοούμε τελικά τις αναρίθμητες και ανεκδιήγητες αιτίες δημιουργίας παθών μέσα μας.
Πρέπει να γίνει λοιπόν συνείδηση στον άνθρωπο πως η μη άμεση αίσθηση οδύνης κατά την διάρκεια της ηδονής δεν σημαίνει και απουσία της οδύνης. Η οδύνη συνυπάρχει οπωσδήποτε κρυμμένη σε κάποια μυστική πτυχή της υπάρξεως. Η επικράτηση απλώς της ηδονήςδεν επιτρέπει την αίσθηση της οδύνης, όπως ένα δυνατό εύοσμο παρασκεύασμα καλύπτει μια αφόρητη δυσοσμία. Θα έρθει όμως οπωσδήποτε η στιγμή που έτσι ή αλλιώς θα εκδηλωθεί η οδύνη που είναι μάλιστα ασύγκριτα μεγαλύτερης διάρκειας από την ηδονή. Και όσο κανένας επιχειρεί να την απομακρύνει, τόσο και πιο βίαια έρχεται εκείνη. Και όσο φροντίζει να την ξεχάσει, τόσο πιο επίμονα και βασανιστικά τον πιέζει εκείνη για να του υπενθυμίζει την παρουσία της.
Η φρενίτιδα απαλλαγής με κάθε τρόπο από την οδύνη οδηγεί τελικά στη δημιουργία αναρίθμητης σειράς παθών. Η ηδονή κάνει τον άνθρωπο από φίλαυτο ακόμα πιο φίλαυτο. Και αυτό σημαίνει προσπάθειά του ενισχύσεως και μονιμοποιήσεως της εσωτερικής του ανθρωποκεντρικής αυτονομίας. Αυτό όμως μόνο ως φενάκη μπορεί να χαρακτηρισθεί, γιατί ο άνθρωπος ούτε αυθυπόστατος είναι ούτε αυτάρκης. Πώς θα μπορούσε λοιπόν αν γίνει αυτόνομος;
Αλλά και να μπορούσε να γελάσει τον εαυτό του με την φαντασίωση της αυτονομίας, έρχεται η ίδια η πραγματικότητα να καγχάσει εις βάρος του, γιατί η ηδονή είναι θύρα ορθάνοιχτης επεισαγωγής στο "παθητικόν" της ψυχής εσμού παθών, τα οποία καταλύουν και τη λίγη ελευθερία που τυχόν έχει απορροφώντας του και το τελευταίο ίχνος κάθε ζωτικής ικμάδας και "αυτονομίας". Το κράτος της εκούσιας ηδονής και της ακούσιας (πάντα αυτόκλητης) οδύνης αποτελούν τραγικά το πιο ακλόνητο ανθρωπολογικό καθεστώς που καμιά προσπάθεια εκ μέρους του υποταγμένου σ'αυτό ανθρώπου δεν μπορεί να το κλονίσει και να το γκρεμίσει.
Εδώ λοιπόν τίθεται το ερώτημα: Θα είναι πάντα χωρίς ελπίδα απελευθερώσεώς του από τον ζυγό ηδονής - οδύνης ο άνθρωπος και υποχείριος των συνεπειών του τόσο στο παρόν όσο και στο απέραντο μέλλον του;