ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΙ πιστεύουν ότι φοβούνται επειδή βρίσκονται σε κάποια επικίνδυνη κατάσταση. Θα ’λεγαν, για παράδειγμα, ότι όταν ανεβαίνουν στο αεροπλάνο, αυτό τους κάνει να φοβούνται.
Θα έλεγαν, επίσης, πως αν ένας γιατρός τούς ανακοινώσει πως πάσχουν από καρκίνο και θα πεθάνουν μέσα σε τρεις μήνες, το γεγονός αυτό θα πρέπει να τους κάνει να φοβηθούν. Μια κατάσταση πολέμου, μια ληστεία στο δρόμο, η απόρριψη, η αποτυχία σε μια σημαντική επιδίωξη, όλα αυτά θεωρούνται αιτίες φόβου, νευρικότητας, ανησυχίας ή άγχους.
Μέχρι πρόσφατα οι ψυχολόγοι συμφωνούσαν ότι ο φόβος προκαλείται άμεσα από πράγματα που μας συμβαίνουν. Τώρα όμως έχουμε διαπιστώσει ότι αυτή δεν είναι η πλήρης διαδικασία στην ανάπτυξη του φόβου. Ένας άλλος παράγοντας που εμπλέκεται άμεσα είναι ο τρόπος που σκεφτόμαστε αυτά τα γεγονότα και οι επακόλουθες αντιδράσεις μας.
Ας υποθέσουμε πως κάποιο πρωί το αφεντικό λέει στον Τομ, τον εργάτη: «Τομ, έχεις αργήσει αρκετές φορές αυτό το μήνα. Πρόσεχε». Αυτό το σχόλιο θα μπορούσε να προκαλέσει ποικίλες ψυχικές αντιδράσεις στον Τομ, που όλες θα είχαν δημιουργηθεί αποκλειστικά από τον ίδιο, όχι από ό,τι του είπε το αφεντικό του ή από το τι θα μπορούσε να κάνει. Αν ο Τομ επρόκειτο να ταραχτεί εξαιτίας αυτής της παρατήρησης, η διαδικασία θα ήταν περίπου η εξής:
Πρώτον, θα μεγαλοποιούσε την κατάσταση, λέγοντας στον εαυτό του πως η παρατήρηση που του έγινε ήταν φριχτή. απαίσια και τρομερά σοβαρή. Με άλλα λόγια, θα έφερνε την καταστροφή από τα λόγια του αφεντικού του κι από το τι θα μπορούσε να συμβεί ως αποτέλεσμα της στάσης του αφεντικού του. Αυτό λέγεται «φέρνω την καταστροφή» και, για να γίνει, ο Τομ θα έπρεπε να κάνει σκέψεις όπως: «Αχ, Θεέ μου, φαίνεται πως θα ’χω μπελάδες κι αυτό είναι απαίσιο». Ή θα μπορούσε να πει: «Νομίζω πως θα χάσω τη δουλειά μου κι αυτό θα ήταν το τέλος του κόσμου». Ή να σκεφτεί: «Το αφεντικό μου με απορρίπτει και δεν το αντέχω».
Προσέξτε στα τρία παραπάνω παραδείγματα πως υπάρχουν δυο δηλώσεις σε καθεμία από τις προτάσεις. Μπορούμε να συμφωνήσουμε απόλυτα με το πρώτο μέρος της κάθε πρότασης, δηλαδή ότι ο Τομ μπορεί να έχει μπελάδες, ότι μπορεί να χάσει τη δουλειά του και ότι το αφεντικό του μπορεί να τον απορρίπτει. Ωστόσο, με καμία κυβέρνηση δεν γίνεται να συμφωνήσουμε πως: α) είναι απαίσιο που έχει μπελάδες, β) ότι θα ήταν το τέλος του κόσμου αν έχανε τη δουλειά του, και y) πως δεν θα το άντεχε αν το αφεντικό του τον απέρριπτε. Όμως ο Τομ τα πιστεύει όλα αυτά. Συνεπώς, η επόμενη σκέψη του είναι πως αντιμετωπίζει κάτι τόσο επικίνδυνο και καταστροφικό, ώστε αυτό που του συμβαίνει δεν είναι πια απλώς θλιβερό, αλλά πραγματικά τραγικό. Από τη στιγμή που πείθει τον εαυτό του ότι αντιμετωπίζει ένα ζήτημα ζωής και θανάτου, αυτομάτως η ψυχική του ισορροπία διαταράσσεται. Το είδος της διαταραχής από το οποίο θα πάσχει αφού φέρει την καταστροφή θα εξαρτηθεί από κάποια άλλα πράγματα που θα πει στον εαυτό του σ’ αυτή τη φάση. Αν από το μυαλό του περνάνε κάποιες συγκεκριμένες σκέψεις, θα πάθει κατάθλιψη. Αν ακολουθήσει άλλο δρόμο, θα οργιστεί. Κι αν διαλέξει μια τρίτη ομάδα σκέψεων, θα γίνει νευρικός, ανήσυχος, φοβισμένος ή αγχώδης.
Για παράδειγμα, ο Τομ ενδέχεται να πει: «Τα θαλάσσωσα πάλι, μια ζωή καταστρέφω τα πάντα και κάνω τους άλλους να με μισούν. Μου αξίζει να με απολύσουν από αυτή τη δουλειά. Είμαι τελείως άχρηστος». Στην περίπτωση αυτή περιμένουμε πως θα πάθει κατάθλιψη λόγω της ενοχής του και των κατηγοριών που αποδίδει στον εαυτό του.
Από την άλλη μεριά, ο Τομ μπορεί να έλεγε: «Ποιος νομίζει ότι είναι και με επικρίνει επειδή άργησα μερικά λεπτά; Δουλεύω διπλά απ’ οποιονδήποτε εδώ μέσα κι έτσι δεν θα ’πρεπε να παραπονιέται και να απειλεί πως θα με απολύσει». Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως ο Τομ θα θυμώσει, αφού έκανε τέτοιες σκέψεις.
Αν υποθέσουμε όμως ότι ο Τομ λέει: «Αχ, είναι φοβερό, δεν το αντέχω. Θα χάσω τη δουλειά μου κι αυτό θα ’ναι το τέλος του κόσμου. Κι αφού είναι σίγουρο ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο, πρέπει να το σκέφτομαι συνέχεια σήμερα κι αύριο και να ανησυχώ διαρκώς», να είστε σίγουροι ότι το λιγότερο που θα νιώθει θα είναι ανησυχία και νευρικότητα.
Το ενδιαφέρον και συναρπαστικό γεγονός που θέλω να σας επισημάνω είναι πως οι συναισθηματικές διαταραχές προκαλούνται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο μιλάμε στον εαυτό μας για τα προβλήματά μας, όχι από τα ίδια τα προβλήματα.
Αυτό σημαίνει ότι, σ’ όλη σας τη ζωή, από τη στιγμή που ξεπεράσατε την παιδική ηλικία, ποτέ κανείς δεν σας θύμωσε και δεν σας προκάλεσε νευρικότητα ή κατάθλιψη. Τα παιδιά δεν έχουν την ικανότητα να σκέφτονται ξεκάθαρα και λογικά και άρα βρίσκονται στο έλεος των ενηλίκων, οι οποίοι μπορούν να τα ταράξουν άμεσα με τα λόγια και τις πράξεις τους. Ωστόσο, ως έφηβοι ή ενήλικοι, έχουμε την ικανότητα να καταλάβουμε πως οι παρατηρήσεις των ανθρώπων είναι τελικά ανώδυνες. Όποτε ταραζόμαστε, πάντα εμείς ευθυνόμαστε γι’ αυτό, τα γεγονότα καθεαυτά δεν είναι υπεύθυνα για την ταραχή μας.
Τα πράγματα που μας συμβαίνουν
ποτέ δεν μας προκαλούν κατάθλιψη, θυμό ή φόβο,
μονάχα ο τρόπος που σκεφτόμαστε γι’ αυτά.
Αυτό σημαίνει ότι, σ’ όλη σας τη ζωή, από τη στιγμή που ξεπεράσατε την παιδική ηλικία, ποτέ κανείς δεν σας θύμωσε και δεν σας προκάλεσε νευρικότητα ή κατάθλιψη. Τα παιδιά δεν έχουν την ικανότητα να σκέφτονται ξεκάθαρα και λογικά και άρα βρίσκονται στο έλεος των ενηλίκων, οι οποίοι μπορούν να τα ταράξουν άμεσα με τα λόγια και τις πράξεις τους. Ωστόσο, ως έφηβοι ή ενήλικοι, έχουμε την ικανότητα να καταλάβουμε πως οι παρατηρήσεις των ανθρώπων είναι τελικά ανώδυνες. Όποτε ταραζόμαστε, πάντα εμείς ευθυνόμαστε γι’ αυτό, τα γεγονότα καθεαυτά δεν είναι υπεύθυνα για την ταραχή μας.
Αυτή η ανάλυση περιγράφει τη θεωρία ΑΒΓ των συναισθημάτων που πρότεινε ο δρ Άλμπερτ Έλις, ο ιδρυτής της έλλογης συγκινησιακής ψυχοθεραπείας. Το Α είναι τα γεγονότα που μας συμβαίνουν κάθε μέρα. Το Β είναι όσα λέμε στον εαυτό μας γι’ αυτά τα καθημερινά γεγονότα (για παράδειγμα: «Είναι φριχτό όταν το αφεντικό μου μιλάει απότομα»). Το Γ είναι οι συνέπειες, όχι του Α αλλά του Β, κι εκπροσωπεί τα συναισθήματα που βιώνουμε εξαιτίας όσων είπαμε στον εαυτό μας στο σημείο Β κι όχι εξαιτίας αυτού που μας συνέβη στο Α.
Συνεπώς, αν θέλετε να εξαλείψετε κάποια νευρική αντίδραση ή οποιοδήποτε συναισθηματικό πρόβλημα, μπορείτε να το καταφέρετε μ’ έναν από τους εξής δύο τρόπους:
α) Μπορείτε να γυρίσετε στο Α και να εξαφανίσετε την αιτία της ταραχής σας (μπορείτε να χωρίσετε την ανυπόφορη γυναίκα σας, να αλλάξετε την απαίσια δουλειά σας ή να βρείτε χρήματα αν είστε φτωχός),
β) Σε περίπτωση που δεν μπορείτε να αλλάξετε τίποτα στο σημείο Α, μπορείτε να αλλάξετε τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεστε το πρόβλημά σας στο σημείο Β.
Σ’ αυτή την περίπτωση θα μπορούσατε να πείτε στον εαυτό σας:
«Μπορώ να ανεχθώ να παραμείνω παντρεμένος μ’ αυτή τη γυναίκα, παρόλο που δεν την αγαπάω πια».
Ή: «Δεν θέλω να μείνω σ’ αυτή τη δουλειά, αλλά είναι η μόνη που μπορώ να βρω κι έτσι θα πρέπει να κάνω υπομονή».
Ή: «Μια που δεν βρήκα χρήματα στο δρόμο, θα συνεχίσω να είμαι φτωχός. Και δεν πρόκειται να με σκοτώσει κάτι τέτοιο, όσο κι αν δεν μου αρέσει ιδιαίτερα να ζω έτσι».
Εν ολίγοις, μόνο όταν αμφισβητούμε τις πεποιθήσεις που έχουμε για τα πράγματα που μας συμβαίνουν, ηρεμούμε κι ησυχάζουμε.
Αυτό είναι το πλεονέκτημα της έλλογης συγκινησιακής προσέγγισης στην ψυχολογία. Δηλώνει ξεκάθαρα (κι υπάρχουν πάρα πολλές κλινικές αποδείξεις που υποστηρίζουν αυτό τον ισχυρισμό) ότι μπορείτε να μη φοβάστε ακόμα κι αν βρίσκεστε σε μια επικίνδυνη κατάσταση. Όμως, για να το κατορθώσετε, θα πρέπει, φυσικά, να μάθετε πώς να προκαλείτε και να αμφισβητείτε αυτές τις νευρωσικές ιδέες που τόσο συχνά σας αναστάτωναν στο παρελθόν. Θα πρέπει να μάθετε πώς να βρίσκετε λογικές και υγιείς ιδέες με τις οποίες θα αντικαθιστάτε τις νευρωσικές σας σκέψεις. Σε κάθε περίσταση που αισθάνεστε νευρικότητα, έχετε πει αυτομάτως στον εαυτό σας:
α) πως κάτι αποτελεί καταστροφή, και
β) πως, αφού πρόκειται για καταστροφή, πρέπει να ανησυχείτε και να προβληματίζεστε και να το σκέφτεστε συνέχεια. Αν δεν κάνατε ποτέ αυτές τις σκέψεις, δεν θα φοβόσασταν ποτέ τίποτα.