Προειδοποίηση: Αν είσαι άντρας και η λέξη περίοδος σου προκαλεί αμηχανία ή σου φαίνεται σιχαμερή και ανατριχιαστική, αν λιποθυμάς στη θέα του αίματος, ή αν δεν έχεις πάει φαντάρος (οπότε δεν έχεις γίνει ακόμα άντρας!), καλύτερα να μη διαβάσεις παρακάτω.
Εκεί γύρω στις αρχές της πέμπτης Δημοτικού συνέβη ένα γεγονός που μου άλλαξε τη ζωή: έγινα γυναίκα. Όχι, τρομάρα σου! Δεν έκανα σεξ στα έντεκα. Εννοώ πως αυτό που σε άλλα κορίτσια συνήθως συμβαίνει στην εφηβεία, δηλαδή η περίοδός τους, εμένα ήρθε να με ταράξει όταν ακόμα δεν με απασχολούσε καθόλου αν θα αποκτούσα βυζιά κι ενώ έβλεπα τα αγόρια ως αντιπαθητικούς και δόλιους Εγγλέζους που ο Μπλεκ -δηλαδή εγώ- έπρεπε να κατατροπώσει.
Ένα βράδυ, λοιπόν, ενώ κοιμόμουν μακαρίως (είχε περάσει η εποχή του μεταμεσονύκτιου τρόμου και των εφιαλτών), και ονειρευόμουν τα θολά νερά του Μισισιπή και τα πονηρά γατόψαρα που περίμεναν τον Χοκ Φιν -δηλαδή εμένα- να τα ψαρέψω, ξύπνησα από φρικτούς πόνους δεξιά στην κοιλιά μου. Αφού σήκωσα τον κόσμο στο πόδι και έγινε το απαραίτητο οικογενειακό συμβούλιο, οι γονείς μου κατέληξαν στο συμπέρασμα πως μάλλον είχα πρόβλημα στη σκωληκοειδίτιδα, και κατέφυγαν στο ενδεδειγμένο γιατροσόφι: μπουκάλι με παγωμένο νερό εκεί που πονούσα. Παρά την εσφαλμένη ιατρική διάγνωση και την ακόμα πιο εσφαλμένη μέθοδο αντιμετώπισης του προβλήματος που τελικά είχα, επέζησα. Το πρωί, όταν διαπίστωσαν ότι έχαιρα άκρας υγείας, οι γονείς μου ξέχασαν το συμβάν -το ίδιο κι εγώ.
Δεν με ξέχασε εκείνο όμως. Έτσι, το ίδιο απόγευμα και ενώ έπαιζα στην αυλή, διαπίστωσα κάποια στιγμή ότι το παντελόνι μου ήταν μούσκεμα στο αίμα. Ινδιάνικο βέλος! ήταν η πρώτη σκέψη. (Πρέπει να σου πω ότι μπαινόβγαινα από την πραγματικότητα στα αποκυήματα της φαντασίας μου με την ίδια ευκολία που τα αγαπημένα μου εξωγήινα τέρατα πηγαινοέρχονταν στις χωροχρονικές διαστάσεις). Όμως δεν έπαιζα Μπλεκ εναντίον πάντων, οπότε ήταν μάλλον απίθανο να με έχει πετύχει βέλος. Απευθύνθηκα λοιπόν στον Υπαρχηγό, δηλαδή στη μαμά μου. Ο Αρχηγός ήταν στη δουλειά του.
"Μαμά, αίματα", ανακοίνωσα.
"Πού σκοτώθηκες πάλι, βρε; Δεν σου έχω πει να προσέχεις;" μου είπε φουρκισμένη.
"Δεν σκοτώθηκα, δεν πονάω. Δεν ξέρω τι έγινε".
Έπειτα από μια γρήγορη εξέταση, η μαμά μου κατάλαβε ότι είχε έρθει η μαύρη ώρα να δώσει εξηγήσεις για τα ανεξήγητα.
"Έλα να σε πλύνω και να σου πω τι θα κάνεις", μου είπε και με πήγε στο μπάνιο.
"Τι έπαθα;" τη ρώτησα ενώ με έπλενε.
"Τίποτα. Έγινες γυναίκα". Πρώτη κεραμίδα. Δεν ήθελα να γίνωγυναίκα. Οι γυναίκες δεν ψαρεύανε γατόψαρα, δεν σκοτώνανε Ινδιάνους, δεν κάνανε τίποτε της προκοπής.
"Δεν είμαι γυναίκα, είμαι παιδί".
"Τώρα είσαι γυναίκα".
"Δεν είμαι!"
"Είσαι".
"Γιατί;"
"Γιατί έτσι". Μαύρα μαντάτα. Άπαξ και έλεγε γιατί έτσι, ο ύφαλος δεν ξεπερνιόταν με τίποτε.
"Πότε θα περάσει αυτό;"
"Δεν θα περάσει. Θα κρατήσει μερικές μέρες και θα γίνεται κάθε μήνα". Δεύτερη κεραμίδα. Τι κάθε μήνα; Πώς κάθε μήνα; Γιατίκάθε μήνα; ΟΧΙ!
"Δεν θέλω!"
"Δεν είναι στο χέρι σου".
"Ποιος το λέει!"
"Ο Θεός". Τρίτη κεραμίδα και φαρμακερή. Δεν γινόταν να αμφισβητήσεις την Υπέρτατη Αρχή -που ήταν πιο πάνω από τον Υπαρχηγό, πιο πάνω ακόμα και από τον Αρχηγό-, ούτε να αλλάξεις τις βουλές της. Έκανα μια προσπάθεια να κερδίσω κάτι από αυτή τη μίζερη υπόθεση.
"Δεν θα πηγαίνω σχολείο αυτές τις μέρες, ε;" ρώτησα με ελπίδα.
"Πώς δεν θα πηγαίνεις σχολείο, θα πηγαίνεις", ήρθε η απάντηση. "Αλλά δεν θα κάθεσαι στο μωσαϊκό, δεν θα κολυμπάς στη θάλασσα, και δεν θα αφήνεις τα αγόρια να σε ακουμπάνε γιατί θα κάνεις μωρό", πρόσθεσε απνευστί.
Ε; Αυτό με το μωσαϊκό δεν με πείραξε, μικρό το κακό. Το άλλο με τη θάλασσα με πείραξε και με έκοψε, αλλά το άφησα κατά μέρος για χάρη του τρίτου, που μου προκάλεσε απόλυτη σύγχυση. Θα έκανα μωρό αν με ακουμπούσαν τα αγόρια; Μα τι έλεγε η μαμά μου;
"Και πώς θα παίζουμε αν δεν με ακουμπάνε;" τη ρώτησα.
"Άσε τα πολλά λόγια και κάνε ό,τι σου λένε!" μου απάντησε εκνευρισμένη.
"Γιατί, ρε μαμά;"
"ΓΙΑΤΙ ΕΤΣΙ!"
"Πεεεεεεεες!" επέμεινα.
"Θα πάψεις ή θα σου αστράψω κάναν φούσκο;"
Η απειλή του φούσκου ήταν το υπέρτατο επιχείρημα των γονιών μου όταν στριμώχνονταν, το βούλωσα λοιπόν και άκουσα χολωμένη το τεχνικό μέρος της υπόθεσης Περίοδος, αυτό που είχε να κάνει με τις σερβιέτες και τη χρήση τους. Η απόλυτη φρίκη! Δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό, το μυαλό μου δεν μπορούσε να χωρέσει την αποτρόπαιη κατάσταση. Τις επόμενες μέρες περιφερόμουν σαν αυτόματο, με τον εγκέφαλό μου μουδιασμένο, σίγουρη πως όλοι ήξεραν ότι φορούσα εκείνο το πράγμα, βέβαιη πως το τρίξιμό του ακουγόταν μερικά τετράγωνα πιο κάτω. Για παιχνίδι ούτε λόγος -φοβόμουν το ρεζίλεμα. Ανασκάλευα ανόρεχτα τα βιβλία μου, έκανα φιλότιμες προσπάθειες να ενθουσιαστώ με τον Φωτεινό Παντογνώστη. Τζίφος. Τίποτε δεν μπορούσε να με ανασύρει από την κατάθλιψη στην οποία είχα βουλιάξει εξαιτίας της καινούριας πραγματικότητας. Ο Αρχηγός -τον οποίο ο προδότηςΥπαρχηγός, παρά τις ικεσίες μου, είχε ενημερώσει για τη μεταμόρφωσή μου σε γυναίκα-, αποφασισμένος να μου φτιάξει το κέφι, αγόρασε ένα παιχνίδι που από καιρό είχα στο μάτι και τον πιλάτευα να μου πάρει: τον Φασόλα.
Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Ο Φασόλας έλαμψε σαν ηλιαχτίδα και σκόρπισε τη μαυρίλα των ημερών. Είχε φουντωτά πράσινα μαλλιά, κόκκινη φάτσα, πελώριες ματάρες, πλατύ χαμόγελο με καρδούλες, λαχανί κορμί, και φορούσε καφετιά παπούτσια και κλαρωτή βερμούδα με ροζ τιράντες. Ένας κούκλος, όνομα και πράγμα! Τον αποχωριζόμουν μόνο όταν πήγαινα στο σχολείο. Με το που επέστρεφα τρώγαμε μαζί, διαβάζαμε μαζί, παίζαμε οι δυο μας, και τις νύχτες μοιραζόμασταν το κρεβάτι μου. Έχωνα το πρόσωπό μου στα πράσινα μαλλιά του που μύριζαν κουφέτο και αποκοιμιόμουν, λυτρωμένη από τον εφιάλτη της μετάλλαξής μου και τις φρίκες που τη συνόδευαν.
Μερικές μέρες μετά την άφιξη του Φασόλα, και ενώ η μισητή περίοδος είχε τελειώσει και την είχα αφήσει πίσω μου -ο επόμενος μήνας ήταν πολύ μακριά για το εντεκάχρονο μυαλό μου- με έπιασε πονόκοιλος και πυρετός. Η μαμά μου αποφάνθηκε ότι ήταν κρύωμα και εφάρμοσε την απαραίτητη φαρμακευτική αγωγή: πορτοκαλάδες, παιδικές ασπιρίνες και εντριβές στην κοιλιά με ζεστό λαδάκι και αποξηραμένο χαμομήλι. Παρά τα γιατροσόφια της όμως ο πονόκοιλος δεν υποχωρούσε. Και τότε μες στο μυαλό μου άστραψε η φοβερή αλήθεια: θα έκανα μωρό γιατί με είχε ακουμπήσει ο Φασόλας, που ήταν αγόρι! Η μία συμφορά μετά την άλλη: πρώτα η μεταμόρφωση σε γυναίκα, έπειτα η απόκτηση μωρού εξαιτίας της αποκοτιάς μου. Κατέρρευσα. Στη μαμά μου δεν γινόταν να πω τίποτε. Πώς θα αποκάλυπτα ότι δεν είχα ακούσει τις συμβουλές της και είχα αφήσει ένα αγόρι να με αγγίξει; Έπρεπε να κρύψω το μωρό. Και σε πόσο καιρό θα ερχόταν αυτό; Σε τρεις μέρες, σε μια βδομάδα; Οι γνώσεις μου στο θέμα ήταν ανύπαρκτες. Ήξερα μόνο ότι ένα μωρό περιμένει στην κοιλιά της μαμάς του μέχρι να έρθει η ώρα να βγει. Άρχισα να πίνω το ένα ποτήρι νερό μετά το άλλο, σαν τον Ντίνο Ηλιόπουλο μετά την καταναγκαστική λακερδοφαγία στο αστυνομικό Τμήμα του Νικήτα Πλατή, πιστεύοντας πως, αν γέμιζε η κοιλιά μου, το μωρό θα έκανε μπουρμπουλήθρες και θα αναγκαζόταν να βγει μια ώρα αρχύτερα. Μάταιος κόπος. Στο τέλος, κι ενώ το νερό κόντευε να αναβλύσει από τ΄ αφτιά μου, ο κοιλόπονος και ο πυρετός πέρασαν και κατάλαβα ότι είχα καταλήξει σε λάθος συμπεράσματα. Ωστόσο, ο Φασόλας έμεινε να σκονίζεται παραπεταμένος, και επανήλθε στην ενεργό δράση ένα χρόνο αργότερα, όταν η αγαπημένη μου θεία, θεωρώντας ότι είχε έρθει η ώρα να μάθω τα μυστικά της ζωής, μου έκανε δώρο το βιβλίο Από τα δώδεκα έως τα δεκαοχτώ ("όλα όσα θέλουν να ξέρουν τα κορίτσια για το σώμα, τη σεξουαλικότητα, τις σχέσεις"), και μου άνοιξε τα μάτια.
Παρότι σήμερα γελάω με την κρυψίνοια που επικρατούσε γύρω από αυτά τα θέματα όταν ήμουν παιδί, ζοχαδιάζω όταν τώρα πια βλέπω στην τηλεόραση τις διαφημίσεις για σερβιέτες. Έχεις προσέξει ότι το υγρό που χρησιμοποιείται για να διαφημιστεί η απορροφητικότητά τους είναι πάντα γαλάζιο και ποτέ κόκκινο, λες και οι γυναίκες στις οποίες απευθύνονται είναι, στη χειρότερη περίπτωση, ετερόχθονες του Άλφα του Κενταύρου, και στην καλύτερη γαλαζοαίματες πριγκίπισσες; Απωθημένα!