«Και ός αν κοιμηθή μετά άρσενος κοίτην γυναικός, βδέλυγμα εποίησαν αμφότεροι, θανάτω θανατούσθωσαν» (Λευιτ. 20,13).
«Ούτε πόρνοι, ούτε ειδωλολάτρες, ούτε μοιχοί, ούτε μαλακοί, ούτε αρσενοκοίτες, .....βασιλείαν Θεού ού κληρονομήσουσι» (Α΄ προς Κορινθίους επιστολή, στ΄9).
Τόσον δε φοβερόν πράγμα είναι η αρσενοκοιτία, ώστε οπού ο ίδιος Θεός ηθέλησε να καταβή προσωπικώς διά να ιδή αν τη αληθεία ενεργήται τοιαύτη αμαρτία, ωσάν να μη επίστευε καλά, αν ήτο δυνατόν να ευρεθή επάνω εις την γην μία τοιαύτη τερατώδης κακία. Ο δε Αγιος Ιερώνυμος λέγει ότι διά μόνην την αμαρτίαν αυτήν αργοπόρησεν εις τόσας χιλιάδας χρόνους να γένη άνθρωπος ο Υιός του Θεού,διά τούτο και οι ευσεβείς Βασιλείς εις τον θείον τούτον νόμον ακολουθούντες, εθανάτωναν τους αρσενοκοίτας. Και ο μεν Ιουστινιανός, κατά τον Ζωναράν (βιβλ. γ΄), και ο μέγας Θεοδόσιος πρότερον εγύμνωναν τους αθέους αρσενοκοίατας από όλα των τα υπάρχοντα, έπειτα τους επόμπευον, και ούτω τους έδιδαν πικρόν θάνατον. Ο δε Ουαλεντιανός ενώπιον πάντων κατέκαιε τους αρσενοκοίτας. Και Λέων δε και Κωνσταντίνος οι Βασιλείς εν τη εκλογή των νόμων (τίτλ κη΄ σε. 128 της βίβλ. Γιούρ. Γραικορ.) λέγουσι να θανατώνωνται με ξίφη οι ασελγείς, και ο ποιών και ο υπομένων. Εάν δε ο υπομένων είναι παρακάτω από τους ιβ΄ χρόνους, να συγχωρήται διά το ανήλικον.