«Άσε με εμένα είμαι καμένο χαρτί, εγώ οφείλω να στο πω πως εκεί που όλα πάνε καλά τρελαίνομαι, χάνομαι, φεύγω. Δε θέλω ταμπέλες να ξέρεις. Με πνίγουν, με απωθούν.»
Έλα παραδέξου το. Κι εσύ τα έχεις πει αυτά. Κι εγώ. Ίσως όλοι μας. Οι λίγο τρελοί. Οι λίγο φευγάτοι. Οι λίγο «αερικά». Ή έστω αυτοί που θέλουν να πείσουν ότι είναι.
Και καλά να τα έχεις πει. Όταν όμως τα ακούς λίγο τα δεδομένα αλλάζουν, έτσι δεν είναι; Λίγο τσούζει, λίγο κάτι πονάει μέσα μας όταν είμαστε το ακροατήριο τέτοιας «διάλεξης». Εδώ σε θέλω! Γιατί με το που ακούσεις τις παραπάνω ατάκες έρχεται και γίνεται μια μαγική έκρηξη στο μυαλό σου, στο μέσα σου και αντί να πετάξεις πέντε ευρώ για την μπίρα που λίγο πριν παρήγγειλες, βρίσκεσαι να στρογγυλοκάθεσαι αναπαυτικά στην καρέκλα και η πρώτη αντίδραση σου είναι να σκεφτείς «Ωπ, εδώ είμαστε».
Κι εκεί σε πιάνει το πείσμα σου και αρχίζει ο εσωτερικός διάλογος που πάει κάπως έτσι: «Αν εσύ είσαι αερικό, εγώ διακατέχομαι από την δική μου προσωπική παράνοια και γουστάρω να δω τι πάει να πει καμένο χαρτί. Κι ας φας τις φλασιές σου εγώ δεν το κουνάω.». Είναι σχεδόν αδύνατο να μην νιώσεις την ανάγκη να «σώσεις» από την φωτιά το καμένο χαρτί. Να μην θελήσεις να «συνετίσεις» τον τρελό που φεύγει. Να μην κάνεις τον τρομαγμένο από τις ταμπέλες, να θέλει να βροντοφωνάξει σε όλους πως σε γουστάρει, σε θέλει και τελικά να είστε μαζί.
Η τρέλα που σε διακατέχει και σε οδηγεί να σε κεντρίσουν τέτοιοι χαρακτήρες είναι κάτι που χρίζει ανάλυσης κι ας μην μπορεί να εξηγηθεί απόλυτα. Άνθρωποι που εξ’ αρχής δηλώνουν πως δεν είναι για πολλά, εσένα σε κάνουν να σκεφτείς ταξίδια και στιγμές μαζί τους. Ενώ σχεδόν σου φώναξαν λοιπόν πως δεν είναι αυτό που ζητάς, εσύ βρήκες το καινούργιο κέντρο του κόσμου σου στα μάτια αυτού του αερικού. Ε, όχι, δεν πηγαίνεις καθόλου καλά. Η τρέλα σου αυτή σε μαγεύει και σε σχεδόν σε υπνωτίζει.
Αυτή σε κάνει να θέλεις να «περιθάλψεις» κάθε προβληματικό χαρακτήρα που συναντάς. Και ξέρεις γιατί συμβαίνει αυτό;
Αυτή η γλυκιά «παράνοια» ή καλύτερα αυτό σου το φετίχ πηγάζει από την δική σου ανάγκη για φυγή. Θέλεις να φεύγεις εσύ. Γιατί εσύ είσαι πιο ανάλαφρο αερικό από αυτό που έχεις απέναντι σου. Φοβάσαι περισσότερο τις δεσμεύσεις και θέλεις να έχεις το περιθώριο να μπορείς να φύγεις όποτε γουστάρεις, έχοντας την συνείδησή σου ήσυχη πως έκανες το καθήκον σου. Δεν θα έχει κανείς να σου προσάψει τίποτα. Και φοβάσαι. Τρέμεις στην ιδέα πως κάποιος θα σε αφήσει. Θέλεις να προλάβεις αυτόν τον ανυπέρβλητο πόνο της «εγκατάλειψης».
Κι αν τελικά (σου) φύγει το αερικό σου πρώτο, αρχίζει το γλέντι. Εκεί είναι που θέλεις πάση θυσία να το πιάσεις. Να το κατακτήσεις. Να του επιτρέψεις να σε κατακτήσει κι αυτό.
Συναντιέστε, γνωρίζεστε καιρό ή όχι δεν έχει και πολύ σημασία. Σ’ αρέσει όμως. Πολύ. Λίγο θα βγείτε, λίγο θα βρεθείτε σε κοινές παρέες, λίγο θα συχνάζετε στα ίδια μέρη. Και κάποια στιγμή θα σκάσει μία από τις παραπάνω ατάκες «I’m a creep , I’m a weirdo» είπαν οι Radiohead, κι εσύ αυτομάτως το βάζεις στο repeat.
Πόλος έλξης το χάσιμο του άλλου.
Κάπου εκεί, θα έρθει κι ένα ανυπέρβλητο πρώτο φιλί, μια αγκαλιά που κουμπώνει όπως πρέπει, sex, ένας ύπνος ανησυχητικά απολαυστικός και ήρεμος, θα μπερδευτούν μυρωδιές και σώματα και σε αυτό ακριβώς το σημείο εσύ βουτάς στο μυστήριο. Πώς δηλαδή οι προβληματικοί άνθρωποι, μπορούν ταυτόχρονα να είναι και απόλυτα γοητευτικοί.
Μέσα σου θα λες πως δεν φταις εσύ, η «μουσική» τα φταίει όλα. Η μουσική απ' τις ανάσες, απ' τα φιλιά κι απ' τα τσιγαρα. Και ξαφνικά οι σβούρες του τυφώνα σκάνε. Στη μάπα σου. Το είχε δηλώσει το αίσθημα, αλλά εσύ δεν άκουγες. Εκεί, το χαβά σου. Να σώσεις, να φροντίσεις, να φέρεις στον ίσιο δρόμο. Πάρε να έχεις τώρα! Και αυτός ο τρόμος, που τόσο καιρό απέφευγες με μαεστρία, είναι εδώ. Μπροστά σου, έχει ανάψει τσιγάρο, πίνει μαύρο παλαιωμένο ρούμι και σε κοιτάει ειρωνικά.
Ως γνωστόν όμως, τα πιο βαρβάτα μαθήματα ζωής τα παίρνουμε δώρο με τον πιο δυνατό πόνο στη συνείδηση.