Είχε κάτσει αρκετό καιρό στον κόσμο. Ένιωσε ότι πια δεν μπορεί να ζει προσποιούμενος την ευτυχία. Ήθελε πια να χαθεί, να ελευθερωθεί από τα δεσμά των μεριμνών.
Ποθούσε την σιωπή. Την σιωπή των περιττών λόγων, των ανούσιων ανησυχιών, των ψεύτικων αναγκών. Και έτσι έκανε την έξοδο. Μία δύσκολη έξοδο. Δεν είναι εύκολο να αφήσεις τον κόσμο. Δεν είναι εύκολο να αρνηθείς μία ζωή. Να παρατήσεις γνωστούς και φίλους, συνήθειες και ρουτίνες. Να παραιτηθείς από την καθημερινότητά σου. Δύσκολο γιατί ακόμα και όταν η καθημερινότητα σου φαίνεται αβάσταχτη δεν την παρατάς εύκολα. Κάπου έχεις βρει το βόλεμά σου. Μπορεί να κατηγορείς την ζωή σου, όμως δεν την αρνήσε εύκολα.
Κάνει λοιπόν την δύσκολη αυτή έξοδο από την παλαιά του ζωή.
Έξοδος μα και μία είσοδος σε έναν καινούργιο κόσμο. Στον κόσμο ενός ειρηνικού πολέμου. Μιας αμέριμνης μέριμνας. Της μέριμνας για την σωτηρία.
Τον κυριεύει λίγο κουράγιο καθώς το τολμά.Και έτσι προτιμά να εγκαταλείψει την ασφάλεια πριν η ασφάλεια τον εγκαταλείψει.
Μοναχός. Αναγεννημένος μέσα στο ράσο. Τυλιγμένος στα μαύρα σαν ένα νεογέννητο παιδί, όπως το σάβανο που σκεπάζει τον κεκοιμημένο.
Ράσα. Ρούχα γέννας. Ρούχα νεκρού.
Η μόνη του ασφάλεια είναι τώρα η προσωπική του Γεσθημανή.
Ζει προσευχόμενος αδιαλείπτως. Τρώει ελάχιστα. Δαμάζει την γλώσσα του, τον νου του. Γίνεται όργανο του Πνεύματος. Το οστράκινο σκεύος γίνεται πηγή δύναμης. Στηρίζει τους αδελφούς του. Ζει αγαπώντας και αγαπώντας ζει.
Τον είδα μετά από χρόνια. Άλλαξε. Εξανθρώπισε εκ νέου τον άνθρωπο. Τον εαυτό του. Είναι ο ίδιος μα διαφορετικός. Δεν ανέχεται τις δοκιμασίες, αλλά τις χαίρεται. Δεν λέγει πολλά αλλά σε πληροφορεί αρκετά για να σιωπήσει τους λογισμούς σου.
Μία ευωδία ιερή, τίμια, διακριτική. Παρουσία που συγκινεί ακόμα και με την απουσία της.
Γλυκύς, τρυφερός, επιεικής. Δεν μετακινείται πλέον από το κελί του. Εσώκλειστος μα οικουμενικός. Ακίνητος, αεικίνητος. Δεν χρειάζεται κάτι. Δεν έχει τίποτα μα τα έχει όλα. Πλήρης Θεού. Ερωτευμένος. Κοινωνός του Κάλλους. Ησυχάζει μέσα στην καλή αλλοίωση.
Ωκεανός ταπείνωσης. Πληγώνεσαι καθώς η αγκαλιά του σε διδάσκει. Πληγώνεσαι γιατί το «εγώ» σου έρχεται αντιμέτωπο με την απλότητά του. Καλείσαι τότε να μειωθείς για να αντέξεις. Να γίνεις και εσύ μικρός ώστε να φτάσεις στο ύψος του.
Δεν σου αρκεί μόνο μία γνωριμία. Θέλεις κι άλλο. Δεν σου φτάνουν μόνο λίγες στιγμές μαζί του. Νιώθεις την γνησιότητα της ζωής και δεν θέλεις να την χάσεις από τα μάτια σου. Ποθείς και εσύ να τον μιμηθείς στο μέτρο του δυνατού. Να κάνεις και εσύ την δική σου έξοδο. Να σηκώσεις και εσύ τον δικό σου σταυρό όπως αυτός. Να γίνεις και εσύ ο καλλιτέχνης της δικής σου ζωής.
Τώρα ζει τις ύστατες ανάσες του. Όλοι τον ξέρουν, μα κανείς δεν τον γνωρίζει. Κανείς δεν γνώρισε τους αγώνες του. Κανείς δεν είδε τα ματωμένα του γόνατα. Κανείς δεν άγγιξε έστω για λίγο τον πόνο του για τον κόσμο ολάκερο.
Και συνεχίζει να υπάρχει, σαν ένα αγριολούλουδο που αρκείται στο να ομορφαίνει τον κόσμο χωρίς την άδεια κανενός.
Του π.Παύλου Παπαδόπουλου