Δεν υπάρχει σύντομος δρόμος προς τη γνώση. Αυτό είναι γνωστό. Ούτε εξυπνάδες, ούτε ταχύρυθμη εκπαίδευση. Ούτε αν διαβάσει κανείς ένα βιβλίο θα γίνει φιλόσοφος. Αυτό το βιβλίο του Will Durant, δεν είναι ένα λαϊκό βιβλίο που εξασφαλίζει την είσοδο στον παράδεισο της φιλοσοφίας στον αναγνώστη.
Και σε καμία περίπτωση δε μπορεί να υποκαταστήσει τα πρωτότυπα έργα των φιλοσόφων. Είναι απλώς ένα φιλικό βιβλίο σε κάποιον που θα ήθελε να κάνει μια αρχή. Να περιπλανηθεί για λίγο στον μακρύ δρόμος της σκέψης. Και μέσα από αυτό το βιβλίο να ενδιαφερθεί και να γνωρίσει ένα κομμάτι της σύνθετης σκέψης που διαμόρφωσε τον κόσμο μας.
Η περιήγηση στους Ευρωπαίους φιλοσόφους ξεκινά από τον Πλάτωνα και φτάνει μέχρι τον Μπέρτραντ Ράσσελ. Διαλέξαμε μερικά αποσπάσματα του βιβλίου. Μια πρώτη γεύση της αιώνιας σκέψης.
Για να είμαστε δίκαιοι, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι ο Πλάτωνας γνωρίζει πως η Ουτοπία του δεν εμπίπτει απόλυτα στη σφαίρα της πρακτικής εφαρμογής. Παραδέχεται ότι περιγράφει ένα ιδανικό δύσκολο να επιτευχθεί. Υποστηρίζει ότι παρ’ όλα αυτά έχει μια αξία η απεικόνιση των επιθυμιών μας· η σπουδαιότητα του ανθρώπου έγκειται στο ότι μπορεί να φανταστεί έναν καλύτερο κόσμο και, επιστρατεύοντας τη θέλησή του, να μεταφέρει ένα μέρος του τουλάχιστον στην πραγματικότητα. Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο που πλάθει Ουτοπίες. «Κοιτάζουμε το πριν και το μετά και μαραζώνουμε για ό,τι δεν υπάρχει». Και δεν είναι όλα τα όνειρα μάταια. Πολλά κατάφεραν να «βγάλουν πόδια και να περπατήσουν» ή να «βγάλουν φτερά και να πετάξουν», όπως αυτό του Ίκαρου, που πίστεψε ότι οι άνθρωποι μπορούν να πετάξουν. Σε τελική ανάλυση, ακόμα και αν απλώς σκιαγραφούμε μια εικόνα, αυτή μπορεί να χρησιμεύσει ως στόχος και υπόδειγμα των κινήσεων και της συμπεριφοράς μας. Όταν αρκετοί από μας κοιτάξουν την εικόνα και ακολουθήσουν τη λάμψη της, η Ουτοπία θα βρει τον δρόμο της πάνω στον χάρτη. Στο μεταξύ «ίσως υπάρχει ένα υπόδειγμά της στον ουρανό για εκείνον που θέλει να το βλέπει, και να γίνει με αυτό τον τρόπο πολίτης της. Δεν έχει σημασία αν υπάρχει τώρα ή αν θα υπάρξει ποτέ στο μέλλον, ο ίδιος θα ενεργεί σύμφωνα με τους νόμους αυτής της πόλης και καμίας άλλης». Ο καλός άνθρωπος θα εφαρμόσει τον τέλειο νόμο ακόμα και σε μια ατελή πολιτεία.
Το πρώτο μεγάλο επίτευγμα του Αριστοτέλη είναι ότι σχεδόν χωρίς προκατόχους δημιούργησε μια νέα επιστήμη, προϊόν σχεδόν αποκλειστικά της δικής του σκέψης – τη Λογική. Ο Ρενάν μιλά για την «ανεπαρκή εκπαίδευση κάθε νου ο οποίος δεν έχει γνωρίσει, άμεσα ή έμμεσα, την πειθαρχία των Ελλήνων». Στην πραγματικότητα όμως, η ίδια η ελληνική σκέψη ήταν απείθαρχη και χαοτική, μέχρι που οι ανελέητοι τύποι του Αριστοτέλη συγκρότησαν μια εύκολη μέθοδο για τον έλεγχο και τη διόρθωση των διαφόρων εικασιών. Ακόμα και ο Πλάτωνας (αν μπορεί να εικάσει κάτι τέτοιο ένας θαυμαστής του) ήταν μια απείθαρχη και άστατη ψυχή, που γοητευόταν πολύ συχνά από τα νέφη του μύθου και άφηνε την ομορφιά να κρύψει κατά τρόπο εντυπωσιακό το πρόσωπο της αλήθειας. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης, όπως θα δούμε, παραβίαζε συχνά τους ίδιους τους κανόνες του, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν προϊόν του παρελθόντος του, και όχι του μέλλοντος που θα έχτιζε η σκέψη του. Η πολιτική και οικονομική παρακμή της Ελλάδας επέφερε μια εξασθένηση της πνευματικής ζωής και του ιδιαίτερου ελληνικού χαρακτήρα μετά τον Αριστοτέλη· όμως όταν ένα νέο έθνος, μετά από μια σκοτεινή χιλιετία βαρβαρότητας, βρήκε πάλι τον χρόνο και ανέκτησε την ικανότητα για στοχασμό, το Όργανον της Λογικής του Αριστοτέλη, μεταφρασμένο από τον Βοήθιο (470-525 μ.Χ), έγινε το πρόπλασμα της μεσαιωνικής σκέψης, η αυστηρή μητέρα της σχολαστικής φιλοσοφίας που, αν και κάποια δόγματα την κατέστησαν στείρα, δίδαξε στη διάνοια της εφηβικής Ευρώπης τη συλλογιστική και την εκλέπτυνση της σκέψης, δημιούργησε την ορολογία της σύγχρονης επιστήμης και έθεσε τις βάσεις εκείνης της νοητικής ωρίμανσης που θα υπερέβαινε και θα ανέτρεπε το ίδιο το σύστημα και τις μεθόδους που την είχαν γεννήσει και συντηρήσει.
Λογική είναι, απλά, η τέχνη και η μέθοδος της ορθής σκέψης. Ενυπάρχει σε όλες τις επιστήμες, σε όλους τους κλάδους και όλες τις τέχνες. Ακόμα και η μουσική την εμπεριέχει. Είναι επιστήμη γιατί σε σημαντικό βαθμό οι διεργασίες της ορθής σκέψης μπορούν να αναχθούν σε κανόνες σαν αυτούς της φυσικής και της γεωμετρίας, και να διδαχθούν σε κάθε φυσιολογικό άνθρωπο· είναι τέχνη γιατί με την εξάσκηση χαρίζει στο μυαλό, τελικά, μια ασύνειδη και άμεση ακρίβεια όμοια με αυτή που οδηγεί τα δάχτυλα του πιανίστα πάνω στα πλήκτρα για να παραγάγει αβίαστα αρμονίες. Τίποτα δεν είναι τόσο βαρετό όσο η Λογική, αλλά και τίποτα τόσο σημαντικό.
Στο δοκίμιο «Of Youth and Age» συμπυκνώνει ένα ολόκληρο βιβλίο σε μία παράγραφο. «Οι νέοι είναι πιο κατάλληλοι να επινοούν παρά να κρίνουν, πιο κατάλληλοι να εκτελούν παρά να συμβουλεύουν, και επίσης πιο κατάλληλοι για νέα εγχειρήματα παρά για έτοιμες, στημένες επιχειρήσεις· γιατί η πείρα που έρχεται με τα χρόνια κατευθύνει σωστά σε ό,τι αφορά τα πράγματα που εμπίπτουν στο βεληνεκές της, αλλά σε ό,τι αφορά καινούργια πράγματα παραπλανεί...
Οι νέοι, στους χειρισμούς τους και στη διαχείριση των καταστάσεων, αγκαλιάζουν περισσότερα από όσα μπορούν να κρατήσουν, αναταράζουν περισσότερα από όσα μπορούν να ηρεμήσουν, εφορμούν στον στόχο χωρίς να σκεφτούν μέσα και βαθμούς δυσκολίας, εμμένουν παράλογα σε λίγες αρχές που έχει τύχει να υιοθετήσουν· δεν τους φοβίζουν οι καινοτομίες, κάτι που τους φέρνει αντιμέτωπους με άγνωστες δυσκολίες... Οι ηλικιωμένοι εναντιώνονται σε πολλά πράγματα, συμβουλεύουν πολύ συχνά τους άλλους, διακινδυνεύουν ελάχιστα, μετανιώνουν πολύ γρήγορα και σπάνια αφιερώνονται σε κάτι μέχρι τέλους, αλλά αρκούνται σε μια μέτρια επιτυχία. Οπωσδήποτε, είναι καλό να τους αξιοποιείς και τους μεν και τους δε... γιατί οι αρετές είτε του ενός είτε του άλλου μπορεί να διορθώσουν τα ελαττώματα όλων».
Πιστεύεται ότι η πείρα μάς έχει διδάξει πως η ανάθεση όλης της εξουσίας σε έναν μόνο άνθρωπο διασφαλίζει την ειρήνη και την ομόνοια. Γιατί καμία εξουσία δεν έχει μακροημερεύσει για τόσο μεγάλο διάστημα χωρίς να υποχρεωθεί σε αξιοσημείωτες αλλαγές όσο εκείνη των Τούρκων· και από την άλλη, δεν υπάρχουν καθεστώτα που να διατηρήθηκαν λιγότερο από τα λαϊκά ή δημοκρατικά, ούτε επικράτειες που να γνώρισαν περισσότερες εξεγέρσεις. Όμως αν η δουλεία, η βαρβαρότητα και η ερήμωση αποκαλούνται ειρήνη, τότε οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να είναι πιο άτυχοι. Αναμφίβολα, συνήθως υπάρχουν περισσότερες και πιο έντονες συγκρούσεις ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά από ό,τι ανάμεσα σε αφέντες και δούλους· όμως δεν θα αποτελούσε πρόοδο για την τέχνη της διαχείρισης του νοικοκυριού η μετατροπή του δικαιωμάτων που απορρέουν από την ιδιότητα του πατέρα σε δικαίωμα ιδιοκτησίας, κάτι που καθιστά τα παιδιά σκλάβους. Η δουλεία, λοιπόν, και όχι η ειρήνη είναι αυτή που προάγεται με την παράδοση όλης της εξουσίας σε έναν άνθρωπο.
Ο μόνιμος ισχυρισμός εκείνων που διψούν για απόλυτη εξουσία είναι ότι, για το συμφέρον του κράτους, η διαχείριση των υποθέσεών του πρέπει να γίνεται κρυφά... Όμως όσο περισσότερο κρύβονται τα επιχειρήματα αυτού του είδους πίσω από τη μάσκα του δημόσιου συμφέροντος, τόσο πιο καταπιεστική θα είναι η δουλεία στην οποία θα οδηγήσουν... Καλύτερα να υπάρχουν σωστά σχέδια που να είναι γνωστά στον εχθρό παρά να κρύβονται από τους πολίτες τα δόλια μυστικά των τυράννων. Εκείνοι που μπορούν να χειρίζονται κρυφά τις υποθέσεις ενός κράτους το έχουν υπό την απόλυτη εξουσία τους. Και όπως συνωμοτούν κατά του εχθρού σε καιρό πολέμου, το ίδιο κάνουν κατά των πολιτών σε καιρό ειρήνης.
Κανείς δεν έχει σκεφτεί να αποδώσει αθάνατη ψυχή σε έναν ψύλλο. Γιατί τότε σε έναν ελέφαντα ή έναν πίθηκο, ή και στον υπηρέτη μου;...[Έστω ότι] ένα παιδί πεθαίνει στη μήτρα της μητέρας του ακριβώς τη στιγμή που έχει λάβει την ψυχή του. Θα αναστηθεί ως έμβρυο, ως αγόρι ή ως άντρας; Για να αναστηθείς –να είσαι, δηλαδή, ο ίδιος άνθρωπος με πριν– πρέπει η μνήμη σου να είναι παρούσα και νωπή· γιατί αυτή είναι που συγκροτεί την ταυτότητά σου.
Αν η μνήμη χαθεί, πώς θα είσαι ο ίδιος άνθρωπος;...Γιατί οι άνθρωποι βαυκαλίζονται με την ιδέα ότι μόνο σε αυτούς έχει δοθεί μια πνευματική και αθάνατη φύση;... Ίσως από απύθμενη ματαιοδοξία. Είμαι σίγουρος ότι, αν μπορούσε να μιλήσει ένα παγόνι, θα καυχιόταν κι αυτό για την ψυχή του και θα δήλωνε ότι κατοικεί στην υπέροχη ουρά του.
Το μεγάλο επίτευγμα του Καντ ωστόσο είναι ότι απέδειξε μια για πάντα πως ο εξωτερικός κόσμος γίνεται γνωστός σ’ εμάς μόνο ως αίσθηση, και ότι ο νους δεν είναι μια απλή, ανήμπορη tabula rasa, το αδρανές θύμα της αίσθησης, αλλά ένας ενεργός παράγοντας που επιλέγει και αναδομεί τις εμπειρίες καθώς αυτές φτάνουν στις αισθήσεις μας. Μπορούμε να αφαιρέσουμε κάποια στοιχεία από αυτό το επίτευγμα χωρίς να αμφισβητήσουμε το μεγαλείο του. Μπορεί να χαμογελάμε, όπως και ο Σοπενχάουερ, με την ακρίβεια μπακάλη με την οποία γίνεται ο υπολογισμός των κατηγοριών, όμορφα συσκευασμένων ανά τριάδες, οι οποίες μετά τεντώνονται, συμπιέζονται και ερμηνεύονται ύπουλα και ανελέητα ώστε να ταιριάζουν με –και να εμπεριέχουν– όλα τα πράγματα. Μπορεί ακόμα να εκφράσουμε αμφιβολίες για το αν αυτές οι κατηγορίες, ή οι ερμηνευτικές μορφές σκέψης, είναι έμφυτες και υπάρχουν πριν από την αίσθηση και την εμπειρία· ίσως να είναι έμφυτες στο μεμονωμένο άτομο, όπως αποδεχόταν ο Σπένσερ, αλλά να είναι επίκτητες σε ό,τι αφορά το ανθρώπινο είδος· ή, πάλι, πιθανόν να είναι επίκτητες ακόμα και στο άτομο: οι κατηγορίες μπορεί να είναι «αυλάκια» στα οποία κινείται η σκέψη, έξεις της αντίληψης και της συναίσθησης, που παράγονται βαθμιαία από αισθητήριες εντυπώσεις και αντιλήψεις που αυτο-διευθετούνται αυτόματα – πρώτα άτακτα και μετά με ένα είδος φυσικής επιλογής των μορφών διευθέτησης, με ομαλούς, προσαρμοστικούς και διαφωτιστικούς τρόπους. Η μνήμη είναι εκείνη που ταξινομεί και μεταφράζει τις αισθητήριες εντυπώσεις σε αντιλήψεις, και τις αντιλήψεις σε ιδέες· όμως η μνήμη είναι ένα συσσώρευμα. Εκείνη η ενότητα της νόησης που ο Καντ θεωρεί έμφυτη (η «υπερβατική ενότητα της σύνθεσης») είναι επίκτητη – και μάλιστα δεν την αποκτούν όλοι. Μπορεί όχι μόνο να αποκτηθεί, αλλά και να χαθεί, όπως στην αμνησία, στις διαταραχές προσωπικότητας ή στην τρέλα. Οι έννοιες είναι ένα επίτευγμα, όχι ένα χάρισμα.
Καμία εποχή δεν μπορεί να είναι πιο δυσμενής για τη φιλοσοφία από εκείνη στην οποία χρησιμοποιείται επαίσχυντα, από τη μία από όσους προωθούν πολιτικούς σκοπούς και από την άλλη από αυτούς που τη βλέπουν ως μέσο βιοπορισμού... Δεν υπάρχει, επομένως, τίποτα που να διαψεύδει το απόφθεγμα Primum vivere, deinde philosophari; Αυτοί οι ευγενείς κύριοι επιθυμούν να ζήσουν, και όντως ζουν από τη φιλοσοφία. Έχουν αφοσιωθεί σ’ αυτή, συν γυναιξί και τέκνοις... Ο κανόνας «Εξυμνώ εκείνον που μου δίνει ψωμί να τρώω» ίσχυε πάντα· ο βιοπορισμός από τη φιλοσοφία θεωρούνταν από τους αρχαίους χαρακτηριστικό των σοφιστών... Τίποτα δεν μπορεί να αγοραστεί με τον χρυσό πέρα από τη μετριότητα... Μια εποχή που επί είκοσι χρόνια χειροκροτεί έναν Χέγκελ –αυτό τον Κάλιμπαν της διανόησης– θεωρώντας τον τον μεγαλύτερο των φιλοσόφων... δεν μπορεί να πείσει όποιον το παρακολουθεί αυτό να ζητήσει την επιδοκιμασία της... Αλλά μάλλον η αλήθεια θα είναι πάντα paucorum hominum, και επομένως πρέπει με ηρεμία και σεμνότητα να περιμένει τους λίγους που με τον ασυνήθιστο τρόπο σκέψης τους μπορεί να τη βρουν απολαυστική... Η ζωή είναι σύντομη, αλλά η αλήθεια επιδρά σε βάθος και ζει πολύ· ας λέμε, λοιπόν, την αλήθεια.
Ο Σπένσερ αρχίζει με έναν περίφημο ορισμό: «Ζωή είναι η συνεχής προσαρμογή εσωτερικών σχέσεων σε εξωτερικές». Η πληρότητα της ζωής εξαρτάται από την πληρότητα αυτής της ανταπόκρισης· και, επομένως, η ζωή είναι τέλεια όταν και η ανταπόκριση είναι τέλεια. Η ανταπόκριση δεν είναι απλώς μια παθητική προσαρμογή· αυτό που διακρίνει τη ζωή είναι η προσαρμογή των εσωτερικών σχέσεων λόγω της προσδοκίας κάποιας αλλαγής στις εξωτερικές, όπως όταν ένα ζώο σκύβει για να αποφύγει ένα χτύπημα ή ένας άνθρωπος ανάβει φωτιά για να ζεστάνει την τροφή του. Το πρόβλημα με αυτό τον ορισμό έγκειται όχι μόνο στο ότι τείνει να παραβλέπει τη δραστηριότητα του οργανισμού με την οποία αναδιαμορφώνεται το περιβάλλον του, αλλά και στο γεγονός πως δεν εξηγεί τι είναι ετούτη η αδιόρατη δύναμη που επιτρέπει στον οργανισμό να κάνει αυτές τις «προφητικές» προσαρμογές που απαιτεί η ζωτικότητα. Σε ένα κεφάλαιο που προστέθηκε σε μεταγενέστερες εκδόσεις, ο Σπένσερ υποχρεώθηκε να συζητήσει «Το Δυναμικό Στοιχείο στη Ζωή», και να παραδεχτεί ότι ο ορισμός του δεν αποκάλυπτε πραγματικά τη φύση της ζωής. «Είμαστε υποχρεωμένοι να ομολογήσουμε ότι η ουσία της Ζωής δεν μπορεί να γίνει κατανοητή με φυσικοχημικούς όρους». Δεν είχε αντιληφθεί πόσο καταστροφική ήταν μια τέτοια παραδοχή για την ενότητα και πληρότητα του συστήματός του. Ο Σπένσερ βλέπει στη ζωή του ατόμου μια προσαρμογή των εσωτερικών σχέσεων στις εξωτερικές, έτσι παρατηρεί στη ζωή του είδους μια αξιοσημείωτη προσαρμογή της αναπαραγωγικής ικανότητας στις συνθήκες του φυσικού του περιβάλλοντος.
Στις αρχές του 1872 εξέδωσε το πρώτο, και μοναδικό ολοκληρωμένο, βιβλίο του: Die Geburt der Tragödie aus dem Geiste der Musik (Η γέννηση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής). Ποτέ πριν ένας φιλόσοφος δεν είχε γράψει με τόσο λυρισμό. Μίλησε για τους δύο θεούς τους οποίους λάτρευε η ελληνική τέχνη: πρώτα για τον Διόνυσο (ή Βάκχο), τον θεό του κρασιού και του γλεντιού, της κυριαρχίας της ζωής, της χαράς της δράσης, της έκστασης και της έμπνευσης, του ενστίκτου, της περιπέτειας και του ατρόμητου πόνου, τον θεό του τραγουδιού, της μουσικής, του χορού και του δράματος· και μετά για τον Απόλλωνα, τον θεό της ειρηνικής ζωής, της σχόλης και της ησυχίας, της αισθητικής συγκίνησης και της διανοητικής επεξεργασίας, της λογικής τάξης και της φιλοσοφικής ηρεμίας, τον θεό της ζωγραφικής, της γλυπτικής και της επικής ποίησης. Τα ανώτερα δείγματα της αρχαιοελληνικής τέχνης αντιπροσώπευαν μια ένωση των δύο ιδανικών, της ανεξάντλητης αρσενικής δύναμης του Διόνυσου και της ήρεμης, θηλυκής σε μεγάλο βαθμό ομορφιάς του Απόλλωνα. Στο δράμα, ο Διόνυσος ενέπνεε τον χορό και ο Απόλλωνας τον διάλογο. Ο χορός προήλθε από την πομπή των πιστών του Διονύσου που ήταν ντυμένοι σαν Σάτυροι· ο διάλογος ήταν μεταγενέστερη προσθήκη, ένα στοχαστικό προσάρτημα σε μια συναισθηματική εμπειρία.
Η βαθύτερη ουσία του αρχαιοελληνικού δράματος ήταν η διονυσιακή υπερνίκηση του πεσιμισμού μέσω της τέχνης. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν ο χαρούμενος και αισιόδοξος λαός που περιγράφουν σήμερα· ένιωθαν τις πληγές της ζωής στο πετσί τους, καθώς και την τραγική της συντομία. Όταν ο Μίδας ρώτησε τον Σιληνό ποια μοίρα είναι καλύτερη για τον άνθρωπο, αυτός απάντησε: «Φυλή αξιολύπητη και εφήμερη, παιδί της τύχης και της οδύνης, γιατί με αναγκάζεις να αποκαλύψω όσα θα ήταν προτιμότερο για σένα να παραμείνουν ανείπωτα; Αυτό που περισσότερο απ’ όλα πρέπει να επιθυμείς είναι ανέφικτο: να μην είχες ποτέ γεννηθεί, να μην υπάρχεις. Το δεύτερο καλύτερο θα ήταν να πεθάνεις το γρηγορότερο». Προφανώς αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν να μάθουν πολλά από τον Σοπενχάουερ ή από τους ινδουιστές. Όμως οι Έλληνες έδιωξαν τον ζόφο της απογοήτευσής τους χάρη στη λαμπρή τέχνη τους: από τα δεινά τους δημιούργησαν ένα θέαμα, το δράμα, και διαπίστωσαν ότι «μόνο ως αισθητικά φαινόμενα», ως αντικείμενα καλλιτεχνικού στοχασμού ή ανάπλασης, «φαίνεται να νομιμοποιούνται η ύπαρξη και ο κόσμος». «Το υψηλό είναι η καλλιτεχνική υποταγή του απαίσιου». Ο πεσιμισμός είναι ένδειξη παρακμής, ο οπτιμισμός ένδειξη επιπολαιότητας. Η «τραγική αισιοδοξία» είναι ίδιον του ισχυρού που επιζητεί την ένταση και την έκταση της εμπειρίας έστω και αν έχει ως τίμημα τον πόνο, και χαίρεται διαπιστώνοντας ότι η διαμάχη είναι ο νόμος της ζωής. «Η ίδια η τραγωδία είναι η απόδειξη ότι οι Έλληνες δεν ήταν απαισιόδοξοι». Η περίοδος που αυτή η «τραγική αισιοδοξία» γέννησε το δράμα του Αισχύλου και την προσωκρατική φιλοσοφία ήταν οι «λαμπρές μέρες της Ελλάδας».
Λέγεται μερικές φορές ότι μέσα μας η συνείδηση συνδέεται άμεσα με τον εγκέφαλο, και επομένως πρέπει να αποδώσουμε συνείδηση στα έμβια όντα που έχουν εγκέφαλο και να την αρνηθούμε σε εκείνα που δεν έχουν. Όμως είναι εύκολο να διαπιστώσουμε την πλάνη που εμπεριέχεται σε ένα τέτοιο επιχείρημα. Θα ήταν σαν να λέγαμε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι, επειδή η πέψη μας συνδέεται άμεσα με το στομάχι, μόνο τα έμβια όντα με στομάχι μπορούν να έχουν πέψη. Κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς λάθος, γιατί δεν είναι απαραίτητο για έναν οργανισμό να έχει στομάχι, ή ακόμα και ειδικά όργανα, για να χωνεύει. Μια αμοιβάδα μπορεί και χωνεύει παρόλο που είναι μια σχεδόν αδιαφοροποίητη πρωτοπλασμική μάζα. Εκείνο που ισχύει είναι ότι, ανάλογα με την πολυπλοκότητα και τον βαθμό τελείωσης ενός οργανισμού, παρατηρείται μια κατανομή εργασιών. Ειδικά όργανα αναλαμβάνουν ειδικές λειτουργίες, και έτσι η ικανότητα της πέψης εντοπίζεται στο στομάχι, ή μάλλον συνιστά ένα γενικό πεπτικό σύστημα το οποίο λειτουργεί καλύτερα επειδή περιορίζεται μόνο σε αυτό το έργο. Με τον ίδιο τρόπο, η συνείδηση στον άνθρωπο συνδέεται αδιαμφισβήτητα με τον εγκέφαλο, αλλά δεν έπεται εξ αυτού με κανέναν τρόπο ότι ο εγκέφαλος είναι απαραίτητος για τη συνείδηση. Όσο πιο χαμηλά κατεβαίνουμε στη ζωική αλυσίδα, τόσο περισσότερο απλοποιημένα και διαχωρισμένα είναι μεταξύ τους τα νευρικά κέντρα, ώσπου τελικά εξαφανίζονται τελείως, συγχωνευμένα μέσα στη γενική μάζα ενός οργανισμού χωρίς σχεδόν καμία διαφοροποίηση. Αν, λοιπόν, στην κορυφή της κλίμακας των έμβιων όντων, η συνείδηση συνδέεται με εξαιρετικά πολύπλοκα νευρικά κέντρα, μήπως πρέπει να θεωρήσουμε ότι συνοδεύει το νευρικό σύστημα σε όλα τα σκαλιά της ιεραρχίας, και πως όταν τελικά το υλικό των νευρικών κέντρων συγχωνεύεται στην αδιαφοροποίητη ακόμη έμβια ύλη η συνείδηση είναι ακόμη εκεί, διάχυτη, συγκεχυμένη, αλλά σε καμία περίπτωση εκμηδενισμένη; Θεωρητικά, επομένως, καθετί το ζωντανό μπορεί να έχει συνείδηση. Καταρχήν, η συνείδηση είναι ίσης έκτασης με τη ζωή.
«Όταν ανακαλύψουμε την εσωτερική λέξη, όταν συλλάβουμε ζωηρά και καθαρά μια μορφή ή ένα άγαλμα, όταν βρούμε ένα μουσικό θέμα, γεννιέται και η έκφρασή του, και είναι πλήρης· δεν απαιτείται τίποτε άλλο. Αν τότε ανοίξουμε το στόμα μας και μιλήσουμε ή τραγουδήσουμε... λέμε απλώς μεγαλόφωνα αυτό που έχουμε πει ήδη από μέσα μας, τραγουδάμε μεγαλόφωνα αυτό που έχουμε τραγουδήσει ήδη από μέσα μας. Αν τα δάχτυλά μας πατήσουν τα πλήκτρα του πιάνου, αν πάρουμε μολύβι ή σμίλη, τούτες οι πράξεις είναι βουλητικές» (εντάσσονται στην πρακτική, όχι στην αισθητική δραστηριότητα), «και το μόνο που κάνουμε τότε είναι να εκτελούμε με εντυπωσιακές κινήσεις αυτά που είχαμε ήδη εκτελέσει συνοπτικά και γρήγορα από μέσα μας». Μας βοηθούν όλα αυτά άραγε να απαντήσουμε σε εκείνο το βασανιστικό ερώτημα, Τι είναι ομορφιά; Εδώ σίγουρα υπάρχουν τόσες γνώμες όσες και άνθρωποι· επιπλέον, κάθε ερωτευμένος πιστεύει ότι είναι αυθεντία στο θέμα και δεν δέχεται αντιρρήσεις. Ο Κρότσε απαντά ότι ομορφιά είναι ο νοητικός σχηματισμός μιας εικόνας (ή μιας σειράς από εικόνες) που συλλαμβάνει την ουσία του πράγματος το οποίο έχει υποπέσει στην αντίληψή μας. Και πάλι εδώ η ομορφιά αφορά μάλλον την εσωτερική εικόνα παρά την εξωτερική μορφή στην οποία έχει ενσωματωθεί. Θα θέλαμε να πιστέψουμε ότι η διαφορά μας από τον Σαίξπηρ έγκειται σε μεγάλο βαθμό στην τεχνική της εξωτερικής έκφρασης, ότι έχουμε κάνει σκέψεις τόσο βαθιές που δεν εκφράζονται με λόγια. Όμως αυτή δεν είναι παρά μια ευχάριστη ψευδαίσθηση: η διαφορά δεν έγκειται στη δύναμη με την οποία εξωτερικεύεται η εικόνα αλλά στη δύναμη του εσωτερικού σχηματισμού μιας εικόνας η οποία εκφράζει το αντικείμενο.
Έχω συνειδητοποιήσει τελικά ότι η λευκή φυλή δεν είναι τόσο σημαντική όσο νόμιζα. Αν η Ευρώπη και η Αμερική αλληλοεξοντωθούν σε έναν πόλεμο, αυτό δεν θα σημάνει απαραίτητα και την καταστροφή του ανθρώπινου είδους, ούτε καν το τέλος του πολιτισμού. Θα έχει απομείνει ακόμη ένας σημαντικός αριθμός Κινέζων, και από πολλές απόψεις η Κίνα είναι η σπουδαιότερη χώρα που έχω δει ποτέ. Δεν είναι μόνο η μεγαλύτερη από άποψη πληθυσμού και πολιτισμού, αλλά και η μεγαλύτερη διανοητικά νομίζω. Δεν γνωρίζω άλλον πολιτισμό με τόσο ανοιχτό πνεύμα, τόσο ρεαλισμό, τέτοια βούληση να αντιμετωπίσει τις καταστάσεις έτσι όπως είναι, αντί να προσπαθεί να τις προσαρμόσει σε ένα συγκεκριμένο μοτίβο. Είναι λίγο δύσκολο να περάσει κανείς από την Αγγλία στην Αμερική, και μετά στη Ρωσία, και αποκεί στην Ινδία και στην Κίνα, και να διατηρήσει αμετάβλητη την κοινωνική φιλοσοφία του. Ο κόσμος έπεισε τον Μπέρτραντ Ράσελ ότι είναι πολύ ευρύς για να τον χωρέσουν οι μαθηματικοί του τύποι, και ίσως πολύ μεγάλος και δύσκαμπτος για να κινηθεί γρήγορα προς την κατεύθυνση που επιθυμούσε η καρδιά του φιλοσόφου.
Ο Will Durant, αμερικανός συγγραφέας, ιστορικός και φιλόσοφος, αφιέρωσε πάνω από 50 χρόνια στη συγγραφή του εντεκάτομου έργου του Η ιστορία του πολιτισμού. Το βιβλίο του "Η περιπέτεια της φιλοσοφίας" μύησε περισσότερους ανθρώπους στο αντικείμενο της φιλοσοφίας από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο. Καθ΄όλη τη διάρκεια της ζωής του ο Durant επιδόθηκε με πάθος στην αποστολή που είχε αναλάβει να βγάλει τη φιλοσοφία από τον γυάλινο πύργο του ακαδημαϊκού κόσμου και να την εισαγάγει στη ζωή των απλών, καθημερινών ανθρώπων. "Αυτό το βιβλίο" σημειώνει ο ίδιος, δεν είναι μια πλήρης ιστορία της φιλοσοφίας. Είναι μια προσπάθεια να εξανθρωπιστεί η γνώση με την επικέντρωση της θεωρητικής σκέψης σε οριεμένε κυρίαρχες προσωπικότητες. Ορισμένες δευτερεύουσες μορφές παραλείφθηκαν ώστε εκείνες που επιλέχτηκαν να έχουν το απαραίτητο χώρο να ζήσουν". Το βιβλίο του Will Durant, η "Περιπέτεια της Φιλοσοφίας" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Μεταίχμιο".
Πηγή: lifo