Τα έχεις βαρεθεί κι εσύ όλα ε;
Σε πιάνει κι εσένα ώρες ώρες η απελπισία και θες να φύγεις μακριά. Θες να καβαλήσεις τη μηχανή ή το αμάξι δεν έχει σημασία και να πάρεις ένα δρόμο χωρίς προορισμό. Χωρίς πλάνο, χωρίς σχέδιο ή χάρτη. Απλώς να πάρεις ένα δρόμο κι όπου σε βγάλει.
Ή ακόμα καλύτερα να είχες ένα φουσκωτό. Μια μικρή βάρκα. Να βάλεις μπροστά τη μηχανή κι όπου σε τραβήξει. Να σταματήσεις εκεί που γύρω σου θα υπάρχει μόνο γαλάζιο. Του ουρανού και της θάλασσας. Και να μείνεις εκεί. Χωρίς να σκέφτεσαι. Μόνο να κοιτάς το απέραντο γαλάζιο και να κλέβεις λίγη από την γαλήνη του.
Θα με ρωτήσεις πώς το ξέρω;
Κι εγώ θα σου πω μέσα από τα μάτια σου κι εσύ θα γελάσεις.
Πόσους ξεγελάς κάθε μέρα κρύβοντάς τα πίσω από τα σκούρα γυαλιά σου κι απλώνοντας ένα χαμόγελο «είμαι καλά»;
Τα βράδια όμως; Τα βράδια που γυρνάς σε ένα σπίτι άδειο;
Θελκτικές παρουσίες γεμίζουν κι αδειάζουν τον καναπέ σου αφήνοντάς σου μόνο ένα τσαλακωμένο ριχτάρι.
Ο σκύλος σου μπορεί να σε περιμένει με αγάπη και αφοσίωση αλλά δεν μπορεί να γεμίσει το κενό σου. Το βλέπεις κι εσύ πως κάτι σου λείπει. Και το βλέπω κι εγώ.
Τι κι αν ήρθα μόνο για λίγες ώρες στο σπίτι σου; Τι κι αν μιλήσαμε λίγο μόνο; Τι κι αν κοίταγες αλλού την περισσότερη ώρα; Εμένα δεν με ξεγέλασες.
Κοιτούσα τα χέρια σου που έκαναν αμήχανα πάνω κάτω. Κοιτούσα τα μάτια σου καθώς μιλούσες και είδα το φόβο κάθε φορά που αντίκριζες τα δικά μου και γρήγορα τα κατέβαζες στο πάτωμα. Αυτές τις δυο κουβέντες όμως που είπες τις άκουσα. Κι αυτές τις δύο φορές που σήκωσες το βλέμμα σου σε είδα. Ήμουν εκεί.
Είχα τα μάτια μου ανοιχτά από την στιγμή που σταμάτησες δίπλα μου με το αυτοκίνητο. Εσένα έβλεπα. Όχι το αυτοκίνητο, ούτε τη διαδρομή, ούτε το σπίτι. Κι αν τώρα μου πεις «έλα» θα ερχόμουν στο ίδιο μέρος, από τον ίδιο δρόμο, ακολουθώντας το συναίσθημα που είχα όταν ήσουν μπροστά μου.
Σε παρατηρούσα κάθε λεπτό. Δε με ξεγελάς, ούτε με θαμπώνεις. Οι βόλτες, οι μηχανές, τα μασάζ, ήταν όλα αφορμές για να γίνω μία ακόμα παρουσία που θα χαλάσει το ριχτάρι του καναπέ σου. Το ήξερα. Από την πρώτη στιγμή. Δεν είμαι χαζή.
Κανένα like, κανένα comment και κανένας «φίλος» στο facebook δεν θα γεμίσει το κενό σου. Έχεις μια ψυχή σαν τη δική μου που διψάει για την ουσία και στέλνει στο διάολο την επιφάνεια. Φοβάσαι, όπως εγώ, γι’ αυτό είσαι μόνος, γι’ αυτό δεν ανοίγεσαι. Πληγώθηκες. Βαθιά; Μπορεί. Ανεπανόρθωτα όμως όχι. Κανείς δεν πληγώνεται ανεπανόρθωτα. Όλες οι πληγές κλείνουν. Το μυστικό είναι να μην τις έχεις κλειστές. Θέλουν το φάρμακό τους, μα θέλουν και οξυγόνο να αναπνεύσουν. Ένα πλύσιμο με betadine κι ένα τσιρότο δεν φτάνει.
Έτσι είναι και η ψυχή σου. Την ξεπλένεις με betadine και την σφραγίζεις την ίδια στιγμή με το τσιρότο σου. Έτσι όμως δεν ανασαίνει. Κι έτσι η πληγή της μένεις πάντα ανοιχτή και σε κρατάει πίσω.
Και μην ακούς τις βλακείες που λένε ότι όταν έρθει το καλό θα το αναγνωρίσεις.
Πώς θα το αναγνωρίσεις αν δεν το κοιτάξεις κατάματα; Με μάτια κατεβασμένα και σφραγισμένη ψυχή πώς θα το αναγνωρίσεις;
Δε γύρισες να με κοιτάξεις ούτε λεπτό από τις δύο ώρες. Ένα λεπτό δεν μπήκες μέσα στα μάτια μου.
Και δε σου λέω πως είμαι αυτό που ψάχνεις, ούτε ότι θα έκλεινα την πληγή σου. Μα δεν μου έδωσες καν την ευκαιρία να διαβάσεις τις οδηγίες μου. Να δεις από τι συστατικά έχω φτιαχτεί. Σε τι θα σου κάνω καλό και σε τι δόση να με πάρεις για να μην έχεις παρενέργειες.
Ξέρεις, εγώ ξέρω πολύ καλά τις ευεργετικές μου ιδιότητες. Ξέρω ότι όχι απλά θα έκλεινα την πληγή σου, αλλά μετά από λίγο καιρό δεν θα είχες καν σημάδι να στη θυμίζει.
Είναι τέτοια τα συστατικά μου που μαζί με τα δικά σου θα έκαναν τρομερή αντίδραση.
Μα δεν είναι αυτό που με θυμώνει. Γιατί εγώ τα μάτια μου τα έχω ανοιχτά και πριν πετάξω κάθε φάρμακο διαβάζω πάντα τις οδηγίες.
Για ‘σενα θυμώνω. Για 'σενα φοβάμαι.
Γιατί αν συνεχίσεις έτσι δεν θα βρεις ποτέ το φάρμακό σου. Και ξέρεις; Σου αξίζει. Σου αξίζει να βρεις ένα φάρμακο.
Πίστεψέ το και άνοιξε τα μάτια σου.