Σε έναν τόπο μαγικό, που κανένας μέχρι τότε δεν ήξερε πως υπήρξε, ήρθαν όλοι οι ήρωες των παραμυθιών στους ανθρώπους να μιλήσουν, αφού τώρα ήταν η σειρά τους για να ζήσουν. Λίγες σελίδες είχαν μείνει μόνο άγραφες στο βιβλίο της ζωής- αυτές θα ‘ταν δικές τους, είπαν.
Ήταν στην αρχή χαρούμενοι πολύ, μα όσο οι ήρωες τους άφηναν, τόσο οι άνθρωποι βούλιαζαν στην πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα ξέρετε, αν ποτέ την κοιτάξεις κατάματα σου κατασπαράζει την ψυχή. Έτσι κι εκείνοι έπαθαν. Και μαζί με τους ήρωες χάθηκαν και τα καλά συναισθήματα. Αυτά τα πήραν μάγισσες μοχθηρές, τα έπλασαν με τέχνη και τα ‘βαλαν ψηλά-ψηλά στα πιο μακρινά και δύσβατα βουνά, ανθρώπινο χέρι ποτέ να μη τα φτάσει. Και σκόρπισαν με μιας όλο το μίσος, τη διχόνοια, τη θλίψη, την απελπισία του κόσμου.
Οι άνθρωποι δεν ήξεραν τι έπρεπε να πράξουν, τρόμαξαν με την πραγματικότητα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν. Φρόντισαν έτσι να ζουν μονάχοι, ο ένας τον άλλον πότε να μη βλάψει. Και ‘φτιαξαν τα σπίτια τους μακριά και φύλαξαν τις καρδιές τους ακόμα πιο μακριά. Μα χωρίς τη ζεστασιά της καρδιάς, άρχισαν γρήγορα να μισούν, να φθονούν και να πονούν.
Οργή μεγάλη έπιασε τους Θεούς που έβλεπαν από ψηλά πως ο τόπος άλλο μαγικός δε μοιάζει. Πώς άραγε αυτοί οι ανόητοι θα έγραφαν το τέλος τους δίχως στάλα ηρωισμού να έχει απομείνει;
Να λοιπόν η Χιονάτη-απεσταλμένη των θεών, έκκληση στους ανθρώπους τώρα κάνει, τη μαγεία να ψάξουν να βρουν που στα βουνά σκορπίστηκε, αλλιώς κανείς ποτέ πια καλό τέλος δε θα ‘χε.
Έτσι κ έγινε! Κι άνθρωποι πιάστηκαν από τα χέρια και κίνησαν για το βουνό. Μα ο ένας μετά τον άλλο σκόνταφτε από εξάντληση μεγάλη, τα χέρια όλο άφηναν, απ’ την αρχή κινούν και πάλι. Πιο γρήγορα είπαν πως θα ‘φτανε ο καθένας χωριστά. Τους μικρούς κι αδύναμους στη θάλασσα άρχισαν να ρίχνουν, τους σακάτηδες και τους φτωχούς προς τον γκρεμό να δείχνουν. Κι έμειναν λίγοι, πολύ λίγοι, τόσοι που ούτε στις παλάμες τις δυο δε χωρούν για να μετρήσεις.
Κι όσο πλησίαζαν την κορυφή, τόσο η ζήλεια τους στοίχειωνε. Κι όσο πιο πολύ έτρεχαν, τόσο η κορυφή χανόταν. Μέχρι που άλλο πια δεν άντεξαν, τον δρόμο της επιστροφής πήραν και πάλι.
Κι ένας μόνο έμεινε μα μάταια κοπιάζει. Βιβλίο έτσι δε γράφεται γιατί ανθρωπιά του λείπει. Και πώς ετούτη να γραφτεί από ένα μόνο χέρι;
Και να! Ξέσπασαν οι Θεοί, τους ήρωες έστειλαν σαν άνθρωποι να ζήσουν. Τους πήραν όμως τα παιδιά γιατί αυτά σε τίποτα δε ‘φταιγαν. Τα άφησαν να ζουν στις θάλασσες και στα βουνά, λίγη παρέα να κρατούν στα ψάρια, στα πουλιά.
Κι ονόμασαν τον τόπο εκείνο «Γη», κι ορκίστηκαν «καμιά φορά και κανέναν καιρό» παιδιά εκεί να μη ζήσουν. Γιατί ήταν ο τόπος σκοτεινός χωρίς στάλα μαγείας. Έτσι οι σελίδες ποτέ δε γράφτηκαν, για πάντα ‘μειναν αδειανές για να θυμίζουν στους ανθρώπους πως τα χέρια ουδέποτε δεν έπρεπε να αφήσουν.
Γι’ αυτό κι εσύ αν κάποτε παιδιά δεις στις θάλασσες ή στα βουνά, ποτέ μην απορήσεις. Οι Θεοί εκεί τα έστειλαν, σαν άγγελοι να ζήσουν..