Περὶ ἀπροσπαθείας, ἤγουν ἀλυπίας. - Point of view

Εν τάχει

Περὶ ἀπροσπαθείας, ἤγουν ἀλυπίας.

Ὁ ἐν ἀληθείᾳ τὸν Κύριον ἀγαπήσας• ὁ ἐν ἀληθείᾳ τῆς μελλούσης βασιλείας ἐπιτυχεῖν ἐπιζητήσας• ὁ ἐν ἀληθείᾳ πόνον περὶ τῶν ἑαυτοῦ πταισμάτων ἐσχηκώς• ὁ ἐν ἀληθείᾳ μνήμην κολάσεως κτησάμενος, καὶ κρίσεως αἰωνίου• ὁ ἐν ἀληθείᾳ φόβον τῆς ἑαυτοῦ ἐξόδου ἀναλαβὼν οὐκ ἔτι ἀγαπήσει, οὐκ ἔτι φροντίσει, ἢ μεριμνήσει, οὐ χρημάτων, οὐ κτημάτων, οὐ γονέων, οὐ δόξης τοῦ βίου, οὐ φίλου, οὐκ ἀδελφῶν, οὐδενὸς ἐπιγείου τὸ παράπαν• ἀλλὰ πᾶσαν αὐτοῦ τὴν σχέσιν, πᾶσαν τὴν περὶ τούτου φροντίδα ἐκτιναξάμενος, καὶ μισήσας• ἐπειδὴ καὶ τὴν ἑαυτοῦ σάρκα• πρὸς τούτων γυμνὸς, καὶ ἀμέριμνος, καὶ ἀόκνως Χριστῷ ἀκολουθεῖ, πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀεὶ βλέπων, καὶ τὴν ἐκεῖθεν βοήθειαν ἀναδεχόμενος, κατὰ τὸν εἰπόντα ἅγιον• Ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου, καὶ τὸν ἄλλον τὸν ἀείμνηστον εἰρηκότα• Ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν σοι, καὶ ἡμέραν, ἢ ἀνάπαυσιν ἀνθρώπου οὐκ ἐπεθύμησα, Κύριε.

Αἰσχύνη μεγίστη ὑπάρχει τὸ πάντα τὰ προειρημένα καταλιπόντας μετὰ τὴν κλῆσιν ἡμῶν, ἣν ὁ Κύριος κέκληκεν ἡμᾶς, καὶ οὐκ ἄνθρωπος, τινὸς φροντίζειν μὴ δυναμένου ἡμᾶς εὐεργετῆσαι ἐν τῇ ὥρᾳ τῆς ἀνάγκης ἡμῶν, ἤγουν τῆς ἐξόδου.

Τοῦτο γάρ ἐστιν ὅπερ εἶπεν ὁ Κύριος, στραφῆναι εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ μὴ εὑρεθῆναι εὔθετον εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.

Ὁ Κύριος ἡμῶν τὸ εὐόλισθον ἡμῶν τῶν εἰσαγωγικῶν γινώσκων, καὶ ὡς εὐχερῶς ἐν τοῖς κοσμικοῖς συνδιάγοντες, ἢ συντυγχάνοντες, πάλιν ἐπὶ τὸν κόσμον στρεφόμεθα, φησὶ πρὸς τὸν εἰρηκότα αὐτῷ• Ἐπίτρεψόν μοι ἀπελθεῖν θάψαι τὸν πατέρα μου.

Ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς.

Οἱ δαίμονες μετὰ τὴν ἀποταγὴν, λοιπὸν τοὺς ἐλεήμονας ἡμῖν, καὶ συμπαθεῖς τῶν κοσμικῶν μακαρίζειν ὑποτίθενται, καὶ ἑαυτοὺς ἀποστερήσαντας.

Σκοπὸς δὲ τοῖς ἐχθροῖς ἡμῶν διὰ νόθου ταπεινώσεως, ἢ πρὸς τὸν κόσμον ἡμᾶς ἐπιστρέψαι, ἢ μένοντας μοναχοὺς πρὸς τὴν ἀπόγνωσιν κατακρημνῖσαι.

Ἔστιν εὐτελίζειν τοὺς ἐν κόσμῳ διὰ οἴησιν, καὶ ἔστιν αὐτοὺς ἀπόντας ἐξουθενεῖν, διὰ τὸ φυγεῖν τὴν ἀπόγνωσιν, καὶ τὴν ἐλπίδα προσκτήσασθαι.

Ἀκούσωμεν οὖν τοῦ Κυρίου πρὸς ἐκεῖνον τὸν νεανίσκον, τὸν πάσας σχεδὸν τὰς ἐντολὰς ἐργασάμενον εἰρηκότα• ὅτι Ἕν σοι λείπει, τὸ πωλῆσαι τὰ ὑπάρχοντα, καὶ δοῦναι πτωχοῖς, καὶ ἑαυτὸν πτωχὸν καταστῆσαι ἐλεημοσύνην δεχόμενον.

Οἱ προθύμως καὶ ζέως διαδραμεῖν βουλόμενοι, νουνεχῶς ἐπισκεψώμεθα πῶς ὁ Κύριος πάντας τοὺς ἐν κόσμῳ διατρίβοντας, καὶ ζῶντας νεκροὺς κατεδίκασεν, εἰπὼν πρός τινα• Ἄφες τοὺς νεκροὺς κοσμικοὺς, τοὺς τῷ σώματι νεκροὺς θάψαι• οὐδὲν ἐκώλυσε τὸν νεανίσκον ἐκεῖνον ὁ πλοῦτος προσελθεῖν τῷ βαπτίσματι.

Ἐματαιώθησαν τοίνυν φάσκοντές τινες, ὅτι τοῦ βαπτίσματος χάριν ὁ Κύριος πωλῆσαι αὐτὸν τὸν πλοῦτον διέταττεν.

Ἀρκείτω ἡμῖν εἰς μεγίστην πληροφορίαν τῆς μεγίστης δόξης τοῦ ἡμετέρου ἐπαγγέλματος, ἡ τοιαύτη πληροφορία.

Ζητητέον πῶς οἱ ἐν κόσμῳ διάγοντες, καὶ ἀγρυπνίαις, καὶ νηστείαις, καὶ κόποις, καὶ κακοπαθείαις διατρίβοντες, ἐν μονήρει βίῳ ὥσπερ ἐν δοκιμαστηρίῳ, καὶ σκάμματι ἐκ τῶν ἀνθρώπων ἀναχωροῦντες, τὴν προτέραν ἄσκησιν αὐτῶν τὴν νενοθευμένην, καὶ ἐπίπλαστον οὐκ ἔτι μετέρχονται; Ἑώρακα πλεῖστα, καὶ διάφορα φυτὰ τῶν ἀρετῶν παρ᾿ αὐτῶν ἐν κόσμῳ καταφυτευόμενα• καὶ ὥσπερ ἐξ ὑπονόμου βορβόρου, ὑπὸ τῆς κενοδοξίας ποτιζόμενα, καὶ ὑπὸ φανητιασμοῦ κελευόμενα, καὶ ὑπὸ ἐπαίνων κοπριζόμενα• καὶ μέντοι μεταφυτευθέντα ἐν γῇ ἐρήμῳ, καὶ ἀβάτῳ κοσμικῶν, καὶ ἀνύδρῳ κενοδοξιακοῦ, καὶ βρωμώδους ὕδατος, εὐθέως ἐπεξηράνθησαν.

Οὐ γὰρ πεφύκασι τὰ ἔνυδρα φυτὰ ἐν σκληροῖς καὶ ἀνύδροις γυμναστηρίοις καρποφορεῖν.
Εἴ τις κόσμον ἐμίσησεν, οὗτος λύπην διέφυγεν• εἰ δέ τις πρός τι τῶν ὁρωμένων προσπάθειαν κέκτηται, οὐδέπω λύπης λελύτρωται.

Πῶς γὰρ ἂν καὶ μὴ λυπηθήσεται ἐπὶ τῇ στερήσει τοῦ ἀγαπωμένου; Ἐν πᾶσι μὲν πολλῆς ἡμῖν χρεία τῆς νήψεως, ἐπιπλεῖον δὲ τούτῳ προσεκτέον νουνεχῶς πρὸ τῶν λοιπῶν.

Πολλοὺς τεθεάκαμεν ἐν κόσμῳ, ὑπὸ μεριμνῶν, καὶ φροντίδων, καὶ ἀδολεσχιῶν, καὶ ἀγρυπνιῶν σωματικῶν τὴν τοῦ οἰκείου σώματος μανίαν ἐκφυγόντας• ἐν ἀμεριμνίᾳ δὲ πάσῃ ἐπὶ τὸν μονήρη βίον ἐληλυθότας• οἱ τοιοῦτοι ἐλεεινῶς ὑπὸ τῆς τοῦ σώματος κινήσεως ἐῤῥυπώθησαν• πρόσχωμεν ἑαυτοῖς μήποτε ἐπὶ τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδὸν λέγοντες ὁδεύειν, τὴν πλατεῖαν καὶ εὐρύχωρον κατέχοντες ἐπλανήθημεν.

Στενὴν ὁδὸν ἐμφανίσει σοι θλίψις κοιλίας, στάσις παννύχιος, μέτρον ὕδατος, ἄρτου ἔνδεια, ἀτιμίας πόμα καθάρσιον• μυκτηρισμοὶ, καταγέλωτες, ἐμπαισμοὶ, ἐκκοπὴ θελημάτων οἰκείων, προσκρούσεων ὑπομονὴ, περιφρονήσεως ἀγογγυσία, ὕβρεων βία, ἀδικούμενον ὑπομένειν ἰσχυρῶς, καταλαλούμενον μὴ ἀγανακτεῖν, ἐξουδενούμενον μὴ ὀργίζεσθαι, κατακρινόμενον ταπεινῶσαι.

Μακάριοι οἱ τὴν ὁδὸν τῶν προειρημένων ὁδῶν πορευόμενοι, ὅτι αὐτῶν ἐστι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Οὐδεὶς ἐν τῷ οὐρανίῳ νυμφῶνι στεφανηφορῶν ἐλεύσεται [A.
στεφανηφόρος εἰσελεύσεται], μὴ τὴν πρώτην, καὶ δευτέραν, καὶ τρίτην ἀποταγὴν ἀποταξάμενος• λέγω δὴ τὴν πάντων πραγμάτων, καὶ ἀνθρώπων, καὶ γονέων, καὶ τὴν ἐκκοπτὴν τοῦ ἰδίου θελήματος• καὶ τρίτην ἀποταγὴν τῆς κενοδοξίας, τῆς ἐπακολουθούσης τῇ ὑπακοῇ• Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν, καὶ ἀφορίσθητε• καὶ ἀκαθαρσίας κόσμου μὴ ἅπτεσθε[ἅφησθε], λέγει Κύριος.

Τίς γὰρ παρ᾿ ἐκείνοις θαύματα πεποίηκε πώποτε; τίς νεκροὺς ἤγειρε; τίς δαίμονας ἀπήλασεν; Οὐδείς.

Ταῦτα γὰρ πάντα μοναχῶν τὰ ἔπαθλα, ἃ ὁ κόσμος χωρῆσαι οὐ δύναται.

Εἰ γὰρ ἠδύνατο, περὶ τί ἡ ἄσκησις, ἤγουν ἡ ἀναχώρησις; Ὁπόταν οἱ δαίμονες μετὰ τὴν ἀποταγὴν τῇ πρὸς τοὺς γονεῖς ἡμῶν μνήμῃ, καὶ ἀδελφοὺς, καὶ καρδίαν ἡμῶν ἐκθερμαίνουσι, τότε ἡμεῖς τῇ προσευχῇ κατ᾿ αὐτῶν ὁπλισώμεθα, καὶ τῇ τοῦ αἰωνίου πυρὸς μνήμῃ ἑαυτοὺς πυρώσωμεν, ἵνα τῇ τούτου ὑπομνήσει τὸ ἄκαιρον τῆς καρδίας πῦρ κατασβέσωμεν.

Εἴ τις ἀπροσπαθῶς πρὸς οἷον οὖν [οἱονοῦν] πρᾶγμα διακεῖσθαι νομίζει.

Ἐπὶ δὲ τῇ τούτου ἀποστερήσει τὴν καρδίαν λελύπηται, ὁ τοιοῦτος τελείως ἑαυτὸν ἠπάτησεν.

Ὅσοι νέοι περὶ τοὺς τῶν σωμάτων ἔρωτας, καὶ τὴν τροφὴν ἐμμανῶς διάκεινται, καὶ τῇ μοναδικῇ πολιτείᾳ προσελθεῖν βούλονται, πάσῃ νήψει καὶ προσευχῇ ἑαυτοὺς γυμνάσωσι, καὶ πείσωσι πάσης τρυφῆς, καὶ πονηρίας ἀπέχεσθαι• μήπως γένωνται αὐτοῖς τὰ ἔσχατα χείρονα τῶν πρώτων.

Ὁ λιμὴν καὶ σωτηρίας, καὶ κινδύνων πρόξενος, καὶ τοῦτο γινώσκουσιν οἱ τὴν νοητὴν θάλασσαν πλέοντες.

Ἐλεεινὸν δὲ ἰδέσθαι θέαμα, τοὺς ἐν τῷ πελάγει διασωθέντας, ἐν τῷ λιμένι ναυαγήσαντας.

Δευτέρα ἀνάβασις• ὁ τρέχων μὴ τὴν σύζυγον, ἀλλὰ τὸν Λὼτ μιμούμενος φεύγῃ.


via

Κλίμαξ Αγίου Ιωάννου Σιναΐτου

ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Περί απροσπαθείας 
orthodoxy
1. Εκείνος που αγάπησε πραγματικά τον Κύριον και επεζήτησε αληθινά να κερδήση την μέλλουσα βασιλεία, εκείνος πού απέκτησε πραγματικό πόνο για τα αμαρτήματά του και ζωντανή ενθύμησι της κολάσεως και της αιωνίου κρίσεως, εκείνος που ξύπνησε αληθινά μέσα του τον φόβο του θανάτου του, δεν θα αγαπήση πλέον ούτε θα ενδιαφερθή ούτε θα μεριμνήση καθόλου για χρήματα ή για κτήματα ή για τους γονείς του ή για επίγειο δόξα ή για φίλους ή για αδελφούς ή για τίποτε το γήϊνο. Αλλά αφού αποτινάξη από επάνω του και μισήση κάθε επαφή και κάθε φροντίδα για όλα αυτά, επί πλέον δε και πρίν απ΄όλα αφού μισήση και την ίδια την σάρκα του, ακολουθεί τον Χριστόν γυμνός και αμέριμνος και ακούραστος, ατενίζοντας πάντοτε στον ουρανό και αναμένοντας την έξ ύψους βοήθεια, καθώς το είπε ένας Άγιος: «Εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου» (Ψαλμ. ξβ΄9).
Και καθώς το είπε πάλι ο αείμνηστος εκείνος Προφήτης: «Εγώ δε ούκ εκοπίασα κατακολουθών σοι και ημέραν ή ανάπαυσιν ανθρώπου ούκ επεθύμησα, Κύριε» (Ιερεμ. ιζ΄16).
2. Είναι μεγάλη εντροπή, αφού εγκαταλείψαμε όλα τα προηγούμενα, μετά την κλήσι που μας έκανε ο Κύριος και όχι κανείς άνθρωπος, να φροντίζωμε για κάτι άλλο, το οποίο δεν μπορεί να μας φανή χρήσιμο την ώρα της μεγάλης μας ανάγκης, δηλαδή του θανάτου μας.
Αυτό εννοούσε ο Κύριος, όταν ωμίλησε για τον άνθρωπο που «εστράφη είς τα οπίσω και δεν είναι εύθετος είς την βασιλείαν των ουρανών» (Λουκ. θ΄62).
3. Ο Κύριος, επειδή γνωρίζει πόσο εύκολα γλυστρούμε εμείς οι αρχάριοι και επιστρέφομε στον κόσμο, εάν συναναστρεφώμεθα ή έστω συναντώμεθα με κοσμικούς, απήντησε σ΄αυτόν που του είπε, «επίτρεψόν μοι απελθείν και θάψαι τον πατέρα μου»: «Άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς» (Ματθ. η΄ 22).
4. Μετά την αποταγή μας οι δαίμονες μας παρακινούν να μακαρίζωμε τους κοσμικούς πού τυχόν είναι ελεήμονες και εύσπλαγχνοι, και να ελεεινολογούμε τον εαυτό μας, διότι δήθεν τον εστερήσαμε από αυτήν την αρετή.
Ο δε σκοπός των εχθρών μας είναι, με αυτήν την νόθο ταπείνωσι να μας ξαναφέρουν στον κόσμο ή, αν παραμείνωμε μοναχοί, να μας κατακρημνίσουν στην απόγνωσι.
5. Είναι δυνατόν να εξευτελίζωμε τους κοσμικούς από οίηση, όπως επίσης να τους εξουθενώνωμε απόντας, για να πολεμούμε την απόγνωσι και να αποκτούμε περισσότερο θάρρος και ελπίδα.
6. Ας ακούσωμε τι είπε ο Κύριος στον νέον εκείνο πού είχε τηρήσει όλες σχεδόν τις εντολές: «Ένα σου λείπει, να πωλήσης τα υπάρχοντά σου, να τα δώσης στους πτωχούς και να γίνης εσύ πτωχός πού θα δέχεται ελεημοσύνες» (πρβλ. Ματθ. ιθ΄ 21).
7. Όσοι επιθυμούμε να τρέχωμε με ταχύτητα (στον δρόμο της ασκήσεως), ας στοχασθούμε καλά, ότι ο Κύριος όσους ζουν στον κόσμο τους έκρινε και τους εχαρακτήρισε σαν ζωντανούς νεκρούς, λέγοντας σε κάποιον: «Άφησε τους νεκρούς του κόσμου να θάψουν τους νεκρούς κατά το σώμα» (πρβλ. Ματθ. η΄ 22).
8. Σε τίποτε δεν εμπόδισε ο πλούτος εκείνον «τον πλούσιον νεανίσκον» να προσέλθη στο βάπτισμα. Πλανώνται λοιπόν μερικοί πού ισχυρίζονται ότι χάριν του βαπτίσματος ο Κύριος τον διέταξε να πωλήση τον πλούτο του. Η μαρτυρία αυτή ας είναι αρκετή για μας, σαν μεγίστη απόδειξις της δόξης της μοναχικής μας πολιτείας.
9. Εκείνοι που ζουν στον κόσμο και λυώνουν στις αγρυπνίες, τις νηστείες, τους κόπους και τις κακουχίες, όταν αναχωρήσουν από τους ανθρώπους προς την μοναχική ζωή, σαν σε κάποιο δοκιμαστήριο ή στάδιο, όλη αυτή την προηγούμενη άσκησί τους, την νοθευμένη και επιφανειακή, δεν την συνεχίζουν πλέον [1].
10. Έχω ιδεί πολλά και διάφορα φυτά αρετών, φυτευμένα μέσα στον κόσμο, που εποτίζονταν από τον βόρβορο του υπονόμου της κενοδοξίας και εσκαλίζονταν από το πνεύμα της επιδείξεως και ελιπαίνονταν με το λίπασμα των επαίνων. Τα ίδια όμως αυτά φυτά, όταν μεταφυτεύθηκαν σε γη έρημο και άβατο από κοσμικούς, και άνυδρο, χωρίς το βρωμερό νερό της κενοδοξίας, αμέσως εξεράθηκαν. Διότι δεν ήταν δυνατόν αυτά τα υδροχαρή φυτά να καρποφορήσουν σε σκληρά και άνυδρα γυμναστήρια.
11. Όποιος εμίσησε τον κόσμο, αυτός εγλύτωσε από την λύπη. Ενώ εκείνος πού έχει «προσπάθεια» (= η μετά πάθους προσκόλλησις, η δέσμευσις του συναισθήματος σε κάτι) σε κάποιο από τα υλικά και ορατά, δεν έχει λυτρωθή ακόμη από την λύπη. Διότι πώ αν μη λυπηθή, όταν στερηθή εκείνο που αγαπά;
12. Σε όλα μας χρειάζεται πολλή νήψις. Ιδιαίτερα δε ας δοθή μεγάλη προσοχή στην επομένη περίπτωση: Είδα πολλούς μέσα στον κόσμο, οι οποίο με τις βιοτικές μέριμνες, φροντίδες, συζητήσεις, έρευνες και αγρυπνίες εγλύτωσαν από την μανία της σαρκικής επιθυμίας. Όταν όμως, απηλλαγμένοι από κάθε μέριμνα, έγιναν μοναχοί, εμολύνθηκαν ελεεινά από τις ορμές και τα κινήματα της σαρκός.
13. Ας προσέχωμε καλά τον εαυτό μας, μήπως πλανηθούμε και ενώ πιστεύομε ότι βαδίζομε την στενή και τεθλιμμένη οδό, εν τούτοις ευρισκόμεθα στην πλατεία και ευρύχωρο.
Τα σημεία πού θα σου δείχνουν ότι βαδίζεις την στενή οδό είναι:
Η θλίψις της κοιλίας, η ολονύκτιος στάσις στην προσευχή, το μετρημένο νερό, το λιγοστό ψωμί, το καθαρτικό ποτό της ατιμίας, οι χλευασμοί, οι περιγέλωτες, οι εμπαιγμοί, η εκκοπή του ιδίου θελήματος, η υπομονή στις συγκρούσεις με τους άλλους, το να μη γογγύζεις όταν σε περιφρονούν, να βιάζης τον εαυτό σου να υπομένη τις ύβρεις, να υπομένης γενναία όταν οι άλλοι σε αδικούν, να μην αγανακτής όταν καταλαλούν είς βάρος σου, να μην οργίζεσαι όταν σε εξευτελίουν, να ταπεινώνεσαι όταν σε κατακρίνουν. Μακάριοι όσοι βαδίζουν την προηγούμενη οδό, «ότι αυτών έστιν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ε΄ 3).
14. Κανείς δεν θα εισέλθη στεφανωμένος στον ουράνιο νυμφώνα, εάν δεν έχη κάνει την πρώτη, την Δευτέρα και την τρίτη αποταγή. Την αποταγή δηλαδή πρώτον όλων των πραγμάτων και των ανθρώπων και αυτών των γονέων του, δεύτερον την εκκοπή του ιδίου θελήματος, και τρίτον την αποταγή της κενοδοξίας που επακολουθεί την υπακοή.
15. «Εξέλθετε εκ μέσου αυτών, και αφορίσθητε, και ακαθαρσίας κόσμου μη άπτεσθε, λέγει Κύριος» (πρβλ. Ησ. νβ΄ 11). Διότι ποιος από αυτούς έκανε ποτέ θαύματα; ποιος ανέστησε νεκρούς; ποιος εξεδίωξε δαίμονες; Κανείς! Όλα αυτά είναι των μοναχών βραβεία, πού δεν μπορεί να τα επιτύχη ο κόσμος. Διότι αν μπορούσε, τότε θα ήταν περιττή η άσκησις, δηλαδή η αναχώρησις από τον κόσμο.
16. Όταν μετά την αποταγή μας οι δαίμονες μας φλογίζουν την καρδιά με την ενθύμησι των γονέων και των αδελφών μας, τότε εμείς ας οπλισθούμε εναντίον τους με την προσευχή, και ας πυρώσωμε τον εαυτό μας, με τη σκέψι του αιωνίου πυρός, ώστε με την ενθύμησι αυτού να κατασβέσωμε την παράκαιρη φλόγα της καρδιάς μας.
Εκείνος που νομίζει ότι έχει «απροσπάθεια» (= η απαλλαγή από την «προσπάθεια») για ένα οποιοδήποτε πράγμα, αισθάνεται όμως λύπη στην καρδιά του όταν το στερηθή, αυτός απατάται τελείως.
17. Όσοι νέοι έχουν μανιώδη ροπή στους σαρκικούς έρωτες και την τρυφή, και επιθυμούνν ν΄ακολουθήσουν την μοναχική πολιτεία, ας φροντίσουν να γυμνασθούν με πολλή νήψι και προσοχή, και να μάθουν να απέχουν από κάθε τρυφή και κακία, μήπως γίνουν σ΄αυτούς «τα έσχατα χείρονα των πρώτων» (Ματθ. ιβ΄ 45).
18. Το λιμάνι μπορεί να γίνη εξ ίσου αιτία και σωτηρίας και κινδύνων. Αυτό το γνωρίζουν όσοι διαπλέουν την νοητή θάλασσα του μοναχικού βίου. Θα είναι δε ελεεινό το θέαμα να ιδή κανείς αυτούς που εσώθηκαν από το πέλαγος, να ναυαγήσουν μέσα στο λιμάνι!
Βαθμίς δευτέρα! Σύ πού τρέχεις να σωθής, μιμήσου τον Λώτ και όχι την γυναίκα του, και φεύγε!
Ι.Μ.Παρακλήτου
[1] Γιατί προηγούμενη άσκησίς τους χαρακτηρίζεται νοθευμένη και επιφανειακή; Διότι δεν είχε τα στοιχεία της γνησιότητος, δεν είχε εγκριθή από εμπείρους πνευματικούς Πατέρες, αλλά προερχόταν και εσχετιζόταν με την αυτοϊκανοποίηση, το «ίδιον θέλημα», το κρυφό πάθος της κενοδοξίας, την επιθυμία του ανθρωπίνου επαίνου.

Pages