Πόσο κοντά και πόσο μακριά αντέχουμε να είμαστε στις σχέσεις μας; Ποια είναι η απόσταση ασφαλείας που έχουμε ανάγκη προκειμένου να λειτουργούμε στις σχέσεις μας; Τι επιτρέπουμε, τι δεχόμαστε, πόσο δενόμαστε; Γιατί είναι δύσκολη μια ισορροπία σε θέματα εγγύτητας και αυτονομίας;
Στις διαπροσωπικές σχέσεις που δημιουργούμε αντιμετωπίζουμε δυσκολίες ή και πιο έντονα προβλήματα που συχνά έχουν να κάνουν με τη δυσκολία διατήρησης μιας ισορροπίας στη σχέση εγγύτητας και αυτονομίας. Κάποιους ανθρώπους τους νιώθουμε απόμακρους και θα θέλαμε να τους πλησιάσουμε περισσότερο και άλλοι μας πνίγουν και θα θέλαμε να πάρουμε μια απόσταση από την αλληλεπίδραση μαζί τους. Οι φίλοι και οι γνωστοί μας λένε βέβαια πολλές φορές τα ίδια και για εμάς… Το πιο δύσκολο πάντως είναι όταν εμείς οι ίδιοι δεν γνωρίζουμε τι θέλουμε και πόσο «κοντά» ή «μακριά» θέλουμε να είμαστε από τους άλλους… Με τους ίδιους ανθρώπους επίσης πότε νιώθουμε ότι «πνιγόμαστε» και πότε ότι είμαστε μόνοι μας και ότι μας εγκαταλείπουν. Ότι δεν ξέρουμε τι θέλουμε και πώς θα μπορούσαμε να είμαστε πιο ευχαριστημένοι…
Είναι σημαντικό πάντως ξεκινώντας μια τέτοια συζήτηση να κατανοήσουμε ότι τέτοιου είδους διλήμματα και συγκρούσεις δεν λειτουργούν συνήθως σε συνειδητό επίπεδο και μπορεί πράγματι ένας άνθρωπος να μην συνειδητοποιεί την αμφιθυμία του και τους λόγους για τους οποίους τη μια στιγμή έρχεται κοντά και την άλλη απομακρύνεται από τους άλλους ανθρώπους. Τους λόγους για τους οποίους οι άλλοι πότε του φαίνονται «κοντά» και πότε «μακριά». Πολλοί άνθρωποι πραγματικά νιώθουν ότι δεν μπορούν να καταλάβουν τον εαυτό τους και το τι θέλουν και βέβαια τότε είναι ακόμη πιο δύσκολο να επικοινωνήσουν και να ταιριάξουν με τους άλλους. Οι ίδιοι πάντως, που βρίσκονται σε αυτή τη θέση, βιώνουν διαρκώς ένα αίσθημα ανικανοποίητου, άγχος και, κυρίως, ντροπή που δεν γνωρίζουν τον εαυτό τους και δεν μπορούν να δημιουργήσουν «φυσιολογικές» σχέσεις όπως όλοι οι άλλοι.
Όταν δύο άνθρωποι συναντιούνται, κυρίως όταν πρόκειται για τη δημιουργία μιας ερωτικής σχέσης, η συνάντηση αυτή λειτουργεί σαν ένα καλούπι, σαν ένα εμπεριέχον δοχείο στο οποίο ο κάθε συμμετέχων τοποθετεί τον εσωτερικό του κόσμο αλλά και τη δυναμική της σχέσης του ζευγαριού. Ο Γιουνγκ είχε περιγράψει το γάμο ως ένα συναισθηματικό εμπεριέχον δοχείο (Γιουνγκ 1925). Στο δοχείο αυτό συναντιούνται ο ατομικός εσωτερικός κόσμος δύο διαφορετικών ανθρώπων και, κυρίως, η φαντασίωση που έχει δημιουργήσει ο καθένας για το τι σημαίνει «κοντά», «μακριά», σχέση, συντροφικότητα, απομόνωση, εγκατάλειψη κοκ.
Η δύναμη της φαντασίωσης είναι συχνά πιο ισχυρή από τη λογική ή την πραγματικότητα. Γιατί αλλιώς πολλά πράγματα θα μας φαινόντουσαν παράξενα και παράλογα. Πώς αλλιώς μπορούμε να εξηγήσουμε στον εαυτό μας το γεγονός ότι εκεί που ξαφνικά είμαστε καλά με έναν άνθρωπο αρχίζουμε και νιώθουμε ότι «μας πνίγει» η παρουσία του, ενώ βέβαια δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα. «Είσαι απόμακρος άνθρωπος…», «όλο χάνεσαι…», «πνίγομαι, δεν μπορώ άλλο…», «έχω βαρεθεί…», «είσαι γαντζωμένος πάνω μου…», είναι μερικές από τις εκφράσεις που φανερώνουν τέτοιες δυσκολίες.
Και οι φράσεις αυτές είναι σημαντικές καθώς αποτελούν το βασικό σενάριο βάσει του οποίου διαδραματίζεται μια σχέση μέσα στην καθημερινότητά της. Χαρές, λύπες, ευχάριστα γεγονότα μπορεί να μην βιώνονται και να μην αποδίδουν ευχαρίστηση επειδή η ισορροπία «κοντά» και «μακριά» έχει γείρει προς τη δυσαρέσκεια. Ακόμη πιο δύσκολη βέβαια γίνεται η εύρεση μιας τέτοιας ισορροπίας στα πλαίσια μιας συμβίωσης. Πολλοί εκνευρισμοί και συγκρούσεις κρύβουν ακριβώς μια τέτοια διάσταση.
Οι φαντασιώσεις αυτές δημιουργούνται βέβαια από τη νηπιακή ηλικία και από τον τρόπο που μεγαλώνουμε διαμορφώνουμε αυτά τα «φανταστικά σενάρια ζωής» τα οποία όμως μας επηρεάζουν καθοριστικά. Και οι φαντασιώσεις έχουν πιο μεγάλη δύναμη από την πραγματικότητα καθώς καθορίζουν την καθημερινή μας πραγματικότητα και συχνά ζούμε περισσότερο με αυτές παρά με την αλήθεια ή με την πραγματικότητα.
Και μια συντροφική σχέση αποκτά έτσι μια εξελικτική διάσταση καθώς, όπως φαίνεται, θα πρέπει, μέσα στην πορεία του χρόνου, να μπορέσει να αφομοιώσει και να ισορροπήσει εντάσεις και δονήσεις που προκύπτουν από πολλές αντιθέσεις μέσα στη σχέση προκειμένου να επιβιώσει και να επιτύχει τη συνέχειά της. Οι ανάγκες του ενός συντρόφου έρχονται να συσχετιστούν και να αλληλεπιδράσουν με τις ανάγκες του άλλου: η τάση απομάκρυνσης και η τάση συνύπαρξης, η τάση αυτονομίας αλλά και εξάρτησης, διερεύνησης και ασφάλειας, αγάπης και μίσους, ομοιότητας και διαφοροποίησης και, κυρίως, η τάση αμυντικότητας σε σχέση με την τάση ανάπτυξης και εξέλιξης. (Colman 1993b).
Όλα λοιπόν ξεκινούν ουσιαστικά από το πώς ορίζει ο καθένας το «κοντά» και το «μακριά» σε μια σχέση. Γιατί αυτό τον ορισμό, αυτή τη φαντασίωση όπως προαναφέρθηκε, θα φέρει ο καθένας και θα «τοποθετήσει» μέσα στη σχέση. Η σχέση εγγύτητας που αναπτύσσουμε με τους άλλους ανθρώπους διαμορφώνεται από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας και καθόλα τα στάδια ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του ανθρώπου.
Ο τρόπος με τον οποίο ο γονέας που μας φροντίζει καλύπτει τις συναισθηματικές μας ανάγκες είναι καθοριστικός. Ακόμη και από τα πρώτα στάδια του θηλασμού ο τρόπος με τον οποίο η μητέρα μας φροντίζει, μας παρέχει την τροφή και ανταποκρίνεται στις ανάγκες μας ή, σε αντίθετη περίπτωση, ακολουθεί ένα δικό της πρόγραμμα με βάση τις δικές της ανάγκες, είναι σημαντικός. Ακόμη και από αυτή τη διαδικασία δημιουργούμε μια εικόνα, μια αίσθηση για τον κόσμο γύρω μας και το περιβάλλον γίνεται φιλικό ή εχθρικό, μας γεμίζει αμφιθυμία ή τάση να το καταπιούμε για να το καταστρέψουμε… Να εδώ οι πρώτες αισθήσεις, οι πρώτοι ορισμοί του «κοντά» και του «μακριά» στη ζωή μας…
Και προχωρώντας και σε επόμενα στάδια οι εμπειρίες μας μάς διαμορφώνουν και έτσι διαμορφώνονται και οι άμυνές μας στη συναισθηματική εγγύτητα. Εάν, για παράδειγμα, σε μια οικογένεια επικρατεί υπέρμετρη τάση εκλογίκευσης μπορεί, μεγαλώνοντας με αυτό τον τρόπο, να μην έχουμε μάθει να είμαστε σε επαφή με τα συναισθήματά μας και να νιώθουμε ότι η εμπειρία της συναισθηματικής έκφρασης και εγγύτητας μας κατακλύζει και δεν μπορούμε να την διαχειριστούμε.
Ή, μπορεί να έχουμε δημιουργήσει την πεποίθηση ότι όταν ανοιγόμαστε και εμπιστευόμαστε έναν άνθρωπο αυτός θα μας προδώσει. Σημαντικό είναι επίσης το πώς έχουμε βιώσει τη σωματική έκφραση και το χάδι καθώς μεγαλώναμε. Ήταν κάτι που μπορούσε να μας «διαπεράσει» και να μας αγγίξει ψυχικά ή ήταν απλά μια «παραβίαση» στην οποία είχαμε ανάγκη να κλειστούμε και να αμυνθούμε;
Δύο κυρίως φόβοι μπορεί να προκύψουν: ο φόβος της ισοπέδωσης της προσωπικότητας και ο φόβος της εγκατάλειψης. Εάν ένα άτομο έχει μεγαλώσει σε μια οικογένεια στην οποία οι γονείς ήταν ιδιαίτερα καταπιεστικοί και δεν άφηναν περιθώρια ανεξαρτητοποίησης στα παιδιά τους, τότε αυτό το παιδί μεγαλώνοντας, κάθε φορά που θα έρχεται πιο «κοντά» με έναν άλλο άνθρωπο, θα νιώθει άγχος και την τάση να απομακρυνθεί από τη συντροφικότητα. Επίσης, αν κάποιος έχει νιώσει στην παιδική του ηλικία συναισθηματικά εγκαταλελειμμένος από τους γονείς του, μπορεί κάθε φορά που θα απομακρύνεται ο/η σύντροφός του να νιώθει ότι τον/ην εγκαταλείπουν. Κι έτσι να γαντζώνεται από το σύντροφό του. Αυτοί οι δύο άνθρωποι όμως ορίζουν και με πολύ διαφορετικό τρόπο το «κοντά» και το «μακριά» στη σχέση τους.
Στον πυρήνα όμως κάθε τέτοιας ενδοψυχικής συγκρουσιακής κατάστασης, είτε πρόκειται προς την κατεύθυνση της εγγύτητας είτε της απομάκρυνσης, κείτεται πάντα και εντοπίζεται η έντονη επιθυμία για μια σχέση εγγύτητας με ένα σημαντικό πρόσωπο αλλά και ενός αυτόνομου «εγώ» που μπορεί να επιβιώσει μόνο του. Αυτή όμως η επιθυμία και η προσμονή γεννούν άγχος καθώς η εγγύτητα γεννά αυτόματα το φόβο ότι ο σημαντικός «άλλος» θα μας «καταπιεί», θα μας επιβληθεί και θα μας αφομοιώσει κι έτσι θα χάσουμε όχι μόνο την αυτονομία μας αλλά τον ίδιο μας τον εαυτό.
Έτσι, τότε, θέλουμε να απομακρυνθούμε για να καταλαγιάσουμε το άγχος που έχει γεννηθεί, αλλά η απομάκρυνση γεννά τότε το φόβο της εγκατάλειψης και ότι θα χάσουμε τον άλλο και θα μείνουμε μόνοι μας μην μπορώντας πλέον να επιβιώσουμε. Αντιμέτωποι με αυτή τη σύγκρουση αρχίζουμε και νιώθουμε αμφιβολία και έντονη αμφιθυμία για τον ίδιο μας τον εαυτό, για τον άλλο στον οποίο συχνά μεταφέρεται αυτή η σύγκρουση και για τη σχέση. Το άτομο που βιώνει αυτή την αμφιθυμία βρίσκεται στην πολύ δυσάρεστη θέση θα μπορούσε να πει κανείς να βρει έναν τρόπο για να αγαπάει και να μισεί ταυτόχρονα το ίδιο πρόσωπο, και να είναι «κοντά» και «μακριά» ταυτόχρονα. Είναι πράγματι πολύ δύσκολο, εξαντλητικό και ουσιαστικά χωρίς διέξοδο… (Cleavely 1993).
Ο ρόλος των αμυνών
Και δεν είναι μόνο που οι δύο σύντροφοι ξεκινώντας να είναι μαζί φέρουν και τοποθετούν στη σχέση τις φαντασιώσεις τους για το «κοντά» και το «μακριά» αλλά και για το τι σημαίνει μια ισορροπημένη σχέση για τους ίδιους, παράλληλα έχει ο καθένας και τις δικές του άμυνες με τις οποίες καταρχήν επιλέγει σύντροφο αλλά και στη συνέχεια διαχειρίζεται τη σχέση. Με άλλα λόγια και οι άμυνες που έχει ο καθένας ορίζουν επίσης το «κοντά» και το «μακριά».
Ο Daniell (1985) αναφέρει, για παράδειγμα, ότι δεν είναι λίγες οι φορές που ενώ οι δύο σύντροφοι σε συνειδητό επίπεδο επιλέγουν ο ένας τον άλλον για τις «καλές» του πλευρές, συχνά ασυνείδητα επιλέγουν κάποιον με παρόμοιο βαθμό ανωριμότητας. Και, συχνά, όταν αυτά τα ελκυστικά κομμάτια του άλλου δεν είναι πια ελκυστικά αλλά απωθητικά, τότε αποκαλύπτεται ότι αυτά που μας τράβηξαν αρχικά στον άλλον ήταν ουσιαστικά μη επιθυμητά και απεχθή κομμάτια του ίδιου μας του εαυτού.
Συχνά αναφέρεται ότι η εκλογίκευση είναι μια σημαντική άμυνα στη σχέση μεταξύ δύο συντρόφων, η τάση δηλαδή να απομακρύνεται κανείς μέσω της λογικής εξήγησης από τις δυσκολίες αλλά, κυρίως, από τη συναισθηματική εγγύτητα που προκύπτει μέσα στη σχέση, αλλά και η άμυνα της εξιδανίκευσης είναι επίσης σημαντική. Παρόλα αυτά, η ψυχολογική άμυνα της προβολής δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες και σε ακραίες καταστάσεις μπορεί να προβληθούν τόσο μεγάλα κομμάτια από τη μία προσωπικότητα στην άλλη που η μία να φτωχαίνει και να εκμηδενίζεται τόσο πολύ ενώ η άλλη να έχει επικρατήσει μέσα στη σχέση.
Σε αυτή την περίπτωση, το τι είναι ο καθένας μέσα στη σχέση και το τι έχει προβληθεί από τον ένα στον άλλο μπερδεύονται τόσο πολύ που οι δύο σύντροφοι παύουν να υφίστανται ως αυτόνομες οντότητες. Δημιουργείται πολύ έντονο άγχος προκειμένου να διατηρηθεί μια ισορροπία και σίγουρα επικρατεί μεγάλη σύγχυση γιατί κανείς πια δεν μπορεί να διακρίνει και να ξεκαθαρίσει τίποτα. Πρέπει να πάει πιο «κοντά» ή πιο «μακριά», και πόσο «κοντά» και πόσο «μακριά»; Αυτά τα ζευγάρια βιώνουν μια διαρκή ένταση και δεν μπορούν να εντοπίσουν τι ακριβώς δημιουργεί τόσο μπέρδεμα αλλά και το παρατεταμένο άγχος που βιώνουν (Daines & Perrett 2000).
Ας δούμε όμως ποια προβλήματα μπορεί να προκύψουν στα πλαίσια μιας σχέσης και πώς εκδηλώνονται:
Σχιζοειδικός φόβος εγκόλπωσης και μοναχικότητας
Η ενδοψυχική σύγκρουση του φόβου της εγκόλπωσης και του φόβου της μοναχικότητας δημιουργούν πολύ έντονα προβλήματα στην προσπάθεια δημιουργίας μιας σχέσης εγγύτητας. Ο Guntrip περιγράφει ως σχιζοειδικό συμβιβασμό την περίπτωση που το άτομο καταλήγει να ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο αντικρουόμενους φόβους: το φόβο της απομόνωσης στην ανεξαρτησία με απώλεια του «εγώ» σε ένα κενό εμπειρίας, και το φόβο του δεσίματος, της δέσμευσης ή της φυλάκισης και απορρόφησης στην προσωπικότητα του οποιουδήποτε σημαντικού «άλλου» κατατρέχει για προστασία (Guntrip 1968).
Συχνά μια ψυχική λύση σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η αποκοπή από το συναίσθημα και οι δύο σύντροφοι μπορεί, για παράδειγμα, να ζουν μαζί, να συνυπάρχουν κλπ., αλλά να μην συνδέονται συναισθηματικά και να μην νιώθει κανείς γεμάτος και ικανοποιημένος συναισθηματικά μέσα στη σχέση. Ο καθένας κατά βάση νιώθει μόνος και «άδειος» και σαν να μην γνωρίζει τον άλλο σε ψυχικό επίπεδο… Συχνά επίσης εκδηλώνονται προβλήματα στη σεξουαλική δραστηριότητα και αναφέρονται παρακάτω.
Σύγκρουση μεταξύ της ανάγκης για συγχώνευση και της ανάγκης για διαφοροποίηση
Σε πολλές περιπτώσεις συναντούμε σχιζοειδικά στοιχεία που είναι πολύ λιγότερο εμφανή και έντονα αλλά, παρόλα αυτά, εκφράζονται μέσα από μια σύγκρουση μεταξύ της ανάγκης για πιο «κοντά» αλλά και διαφοροποίησης από τον άλλο μέσα στη σχέση. Οι δύο σύντροφοι σε αυτή την περίπτωση μπορεί για παράδειγμα να ρυθμίζουν την κοινή τους ζωή με τέτοιο τρόπο ώστε να εμπεριέχει μια προσπάθεια εξισορρόπησης των φόβων αυτών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, για παράδειγμα, συχνά χρησιμοποιούνται ως δικαιολογία οι οικογενειακές υποχρεώσεις ή οι επαγγελματικές και οικονομικές υποχρεώσεις για να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι το ζευγάρι δεν βρίσκει αρκετό χρόνο για το ίδιο και για να είναι οι δύο σύντροφοι μαζί.
Κατά βάθος όμως οι παράγοντες αυτοί χρησιμοποιούνται για να «ρυθμίζουν» ουσιαστικά τα επίπεδα εγγύτητας και διαφοροποίησης που χρειάζεται η σχέση. Συχνά επίσης μια εξωσυζυγική σχέση μπορεί να αποτελεί τη «λύση» σε μια τέτοια προσπάθεια εξισορρόπησης και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις συντρόφων που έχουν ανάγκη να υπάρχει και ένα «τρίτο πρόσωπο» προκειμένου να αντέχουν το φόβο εγγύτητας και συγχώνευσης.
Συναισθηματική εξάρτηση
Εδώ πρόκειται για περιπτώσεις ζευγαριών που, όπως χαρακτηριστικά θα λέγαμε, «μαζί δεν κάνουν και χώρια δεν μπορούν». Στη σχέση αυτή οι δύο σύντροφοι νιώθουν ότι πρέπει να χωρίσουν αλλά ότι δεν μπορούν γιατί ο καθένας νιώθει ότι δεν μπορεί να επιβιώσει συναισθηματικά μόνος του. Δεν πρόκειται ουσιαστικά για τα συναισθήματα που υπάρχουν μεταξύ τους αλλά για ένα αίσθημα ανημποριάς και κενού που βιώνει ο καθένας αν καν φανταστεί τον εαυτό του μόνο του. Έτσι και οι δύο νιώθουν βαθιά δυσαρεστημένοι με τον εαυτό τους και όλο γκρινιάζουν και, ουσιαστικά, η γκρίνια και το παράπονο αφορούν περισσότερο την αίσθηση ανημποριάς που βιώνουν και δεν μπορούν να νιώσουν πιο δυνατοί και να σταθούν στα πόδια τους. Γκρινιάζουν στον άλλο ενώ τους φταίει ο ίδιος τους ο εαυτός.
Η παραμικρή προσπάθεια απομάκρυνσης του άλλου εκλαμβάνεται όχι απλά ως απουσία αλλά ως απειλή. Επικρατεί μια αόρατη απαίτηση να συμφωνούν σε όλα και μπορεί να καταναλώνουν όλη την ημέρα τους στην προσπάθεια να βρουν λύση ακόμη και σε ασήμαντα ζητήματα που προκύπτουν. Τα όρια του καθενός δεν υπάρχουν, έχουν παραβιαστεί, και η κατάσταση θα μπορούσε να πει κανείς μεταφορικά ότι μοιάζει με «σαλάτα» στην οποία βέβαια όλα είναι ανακατεμένα και μπερδεμένα.
Η εκδήλωση σεξουαλικών προβλημάτων
Τα παραπάνω διλήμματα και ερωτηματικά δεν θα μπορούσαν να μην καταλήγουν και να μην αντανακλώνται και στη σεξουαλική ζωή του ζευγαριού που αποτελεί τον καθρέφτη και το θερμόμετρο ουσιαστικά της βαθύτερης δυναμικής του. Γιατί στα πλαίσια της σεξουαλικής δραστηριότητας εκφράζεται η ασυνείδητη πλευρά του εαυτού μας και, παράλληλα, το σεξ αποτελεί ένα σημαντικό πεδίο στο οποίο μπορούμε να διεκδικήσουμε αυτό που επιθυμούμε συναισθηματικά από τη σχέση (επιβεβαίωση, αναγνώριση, σιγουριά).
Πολλά από τα διλήμματα που προαναφέρθηκαν σχετικά με το «κοντά» και «μακριά», τη συγχώνευση και τη διαφοροποίηση μπορεί να εκφράζονται με μια διαφορά σεξουαλικής επιθυμίας ανάμεσα στο ζευγάρι. Για παράδειγμα, ένας σύντροφος μπορεί να επιθυμεί πιο συχνά σεξουαλική επαφή όταν νιώθει ότι ο άλλος απομακρύνεται από κοντά του, ή όταν επιθυμεί επιβεβαίωση ότι είναι επιθυμητός από τον άλλο μέσα στη σχέση. Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ αποτελεί η περίπτωση που η ερωτική επιθυμία ανάμεσα στους δύο συντρόφους μειώνεται μόλις το ζευγάρι αποφασίσει να προχωρήσει σε βήματα πιο ουσιαστικής δέσμευσης και αποκλειστικότητας. Η «απομάκρυνση» από τη σεξουαλική δραστηριότητα σε αυτή την περίπτωση επιφέρει μια «απόσταση» ανάμεσα στο ζευγάρι απαραίτητη προκειμένου να διατηρηθούν τα όρια εαυτού του καθενός που τώρα έχουν απειληθεί από την προοπτική της μεγαλύτερης δέσμευσης.
Αλλά και άλλα παραδείγματα είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (Daines & Perrett 2000): Ένα άτομο μπορεί να βλέπει τις σεξουαλικές σχέσεις απλά σαν μια εμπειρία μην μπορώντας να συνδεθεί με καμία έννοια συναισθήματος ή αγάπης ή ακόμη και με τον ίδιο του τον εαυτό κατά την εμπειρία της σεξουαλικής πράξης. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί κανείς να νιώθει ότι κατακλύζεται η ύπαρξή του από τη σεξουαλική επαφή με ένα άλλο άτομο και να νιώθει την ανάγκη να απομακρυνθεί/ εξαφανιστεί μετά από μια τέτοια εμπειρία. Η εμπειρία βέβαια σε αυτή την περίπτωση για το άλλο άτομο που την εισπράττει είναι ιδιαίτερα δύσκολη.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όπως καταλαβαίνουμε, ουσιαστικά δεν επενδύουμε στο άλλο άτομο και δεν του/ ης επιτρέπουμε, από το φόβο της εγγύτητας, να αποτελέσει, μέσα από τη σεξουαλική συνένωση, ένα σημαντικό εσωτερικό αντικείμενο για εμάς. Ο άλλος αποτελεί περισσότερο ένα αντικείμενο ανάγκης παρά επιθυμίας. Ουσιαστικά, το άτομο τελικά δεν μπορεί να συνδέσει το σεξ με το συναίσθημα. Γιατί, πράγματι, η ένωση σεξ και συναισθήματος επιφέρει την απόλυτη εγγύτητα.
Και, τέλος, θα πρέπει να αναφερθούν εδώ ότι και πολλά συμπτώματα σεξουαλικής δυσλειτουργίας που υποκρύπτουν τη δυναμική που προαναφέρθηκε. Για να το κατανοήσουμε αυτό καλύτερα, μπορούμε να φανταστούμε την εικόνα ενός ανθρώπου που ενώ ετοιμάζεται να μπει στην κατάσταση διέγερσης της σεξουαλικής επαφής, η οποία αποτελεί αναμφισβήτητα ένα άνοιγμα σε συναισθηματικό και σωματικό επίπεδο, εκείνος μπαίνει μπερδεμένος, φοβισμένος και ουσιαστικά αμυνόμενος. Η αντιφατική αυτή συναισθηματική κατάσταση είναι φυσικό να δημιουργήσει προβλήματα και, τελικά, την εκδήλωση σεξουαλικής δυσλειτουργίας.
Για παράδειγμα, μια γυναίκα που δεν μπορεί, ή φοβάται να «αφεθεί» συναισθηματικά στη σχέση της με έναν άντρα και δεν εμπιστεύεται γενικότερα τους άντρες μπορεί, κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, να αρχίσει να χάνει τη διέγερσή της, να αποσπάται εύκολα η προσοχή της, να γίνεται επικριτική, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ολοκληρώσει τη σεξουαλική πράξη.
Ή, ένας άντρας που νιώθει αμφιθυμία για τη σχέση του μπορεί να εκδηλώσει μια στυτική δυσλειτουργία «εξασφαλίζοντας» έτσι ένα πάγωμα της σχέσης και μια συναισθηματική απόσταση από την εκάστοτε σύντροφο μιας και η σχέση δεν μπορεί να ολοκληρωθεί και να προχωρήσει περισσότερο. Τέλος, στο σύμπτωμα της καθυστερημένης εκσπερμάτισης συχνά συναντά κανείς το φόβο του θανάτου και της μοναχικότητας, οπότε μια παρατεταμένη σεξουαλική συνεύρεση διασφαλίζει την εγγύτητα με τη σύντροφο παρατεταμένα.
Κλείνοντας θα πρέπει να τονιστεί ότι είναι δύσκολο να διαχειριστεί κανείς αυτές τις δύσκολες ισορροπίες και μπορεί εύκολα να χαθεί στα μονοπάτια μια ενδοψυχικής σύγκρουσης που δεν οδηγεί κάπου εποικοδομητικά. Είναι σημαντικό, σε τέτοιες διαδικασίες, κύριος οδηγός να είναι το συναίσθημά μας: το πώς νιώθουμε, πώς περνάμε, πώς βιώνουμε τον εαυτό μας και την εξέλιξή του στη ζωή κοκ., και μόνο αυτό μπορεί να μας υποδεικνύει με εμπιστοσύνη αν είμαστε σε ένα δρόμο εποικοδομητικό ή πρέπει κάτι να αναθεωρήσουμε στον εαυτό μας και στη σχέση μας.
Τέλος, αν νιώσουμε ότι έχουμε μπερδευτεί πάρα πολύ και ότι βρισκόμαστε διαρκώς σε μια αμφιταλάντευση και αμφιθυμία που δεν οδηγούν πουθενά, όλα αυτά αποτελούν μια ένδειξη ότι κάπου αλλού έγκειται το πρόβλημα και ότι πρέπει να σταματήσουμε να κοιτάμε το δέντρο και να ασχοληθούμε περισσότερο με το δάσος. Να κάνουμε ένα βήμα αποστασιοποίησης από τα ατελείωτα διλήμματα που γεννά η αμφιθυμία μας για να μπορέσουμε «να δούμε» πιο καθαρά ή και να ζητήσουμε επαγγελματική βοήθεια που θα μας βοηθήσει να αποκτήσουμε μια άλλη οπτική στα πράγματα. Το να πηγαίνουμε μπρος πίσω συνεχώς στις σκέψεις και τις αποφάσεις μας δεν οδηγεί πια κάπου, αυτό το έχουμε κάνει ήδη και έχουμε κουραστεί αρκετά… Ας σταματήσουμε για λίγο, ας κάνουμε ένα βήμα έξω από το φαύλο κύκλο της αμφιθυμίας για να δούμε λίγο πιο καθαρά τα πράγματα…
Γράφει: η Ειρήνη Τζελέπη, Συμβουλευτική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, Pg.Dipl., MSc., City University, Λονδίνο
Βιβλιογραφία:
-Colman W. (1993b). The individual and the couple. In S. Rusczzynski (ed.), Psychotherapy with couples. London: Karnac, pp. 126-41.
-Cleavely E. (1993). Relationships: Interaction, defences and transformation, in S. Rusczzynski (ed.), Psychotherapy with Couples. London: Karnac, pp. 55-69.
-Daines Brian & Perrett Angelina (2000). Psychodynamic Approaches to Sexual Problems. Buckingham & Philadelphia: Open University Press, pp. 72-74.
-Daniell, D. (1985). Marital therapy: The psychodynamic approach, In W. Dryden (ed.), Marital therapy in Britain. London: Ηarper & Row, pp. 169-94.
-Guntrip H. (1968). Schizoid Phenomena, Object Relations and the Self. London: Karnac, pp. 291.
-Jung C.G. (1925). Marriage as a psychological relationship. The collected works of C.G Jung, vol. 17 (1954). London: R.K.P. pp. 189-201.
-Cleavely E. (1993). Relationships: Interaction, defences and transformation, in S. Rusczzynski (ed.), Psychotherapy with Couples. London: Karnac, pp. 55-69.
-Daines Brian & Perrett Angelina (2000). Psychodynamic Approaches to Sexual Problems. Buckingham & Philadelphia: Open University Press, pp. 72-74.
-Daniell, D. (1985). Marital therapy: The psychodynamic approach, In W. Dryden (ed.), Marital therapy in Britain. London: Ηarper & Row, pp. 169-94.
-Guntrip H. (1968). Schizoid Phenomena, Object Relations and the Self. London: Karnac, pp. 291.
-Jung C.G. (1925). Marriage as a psychological relationship. The collected works of C.G Jung, vol. 17 (1954). London: R.K.P. pp. 189-201.
via