Μια φορά και ένα καιρό σε ένα τόπο όχι πολύ μακριά από εδώ ζούσε κάποτε ένας βασιλιάς που δεν είχε πει καλή κουβέντα για κανέναν και για τίποτα. Τίποτα δεν του άρεσε και σκεφτόταν μόνο τον εαυτούλη του. Φώναζε συνέχεια με την βροντερή φωνή του και όλο απειλές έβγαιναν από τα χείλη του.
Οι υπήκοοι του τον έτρεμαν και ποτέ δεν πλησίαζαν το παλάτι που ζούσε. Όσο για τους υπηρέτες του παλατιού έτρεχαν συνέχεια να ικανοποιήσουν τις παραξενιές του φοβούμενοι ακόμα και για τη ζωή τους. Έτσι περνούσε ο καιρός και οι υπήκοοι του βασιλιά μέρα με την μέρα γινόταν ολοένα και πιο φοβισμένοι και ο βασιλιάς ολοένα πιο κακός και πιο αυταρχικός.
Οι τρεις μοίρες βλέποντας όλα αυτά που συνεβαιναν μέσα από τη βιολετί ματιά τους, παρακάλεσαν τον Δημιουργό του κόσμου να τους επιτρέψει να αλλάξουν τον χρησμό, που είχαν δώσει στο βασιλιά όταν γεννήθηκε. Κι έτσι και έγινε. Οι μοίρες το βράδυ που κοιμόταν ο βασιλιάς στάθηκαν πάνω από το βασιλικό του κρεβάτι και του είπαν:
θα γίνει λύπη και καημός να τρώει τα σωθικά σου
Να ‘χεις αγάπη και χαρά εσύ δεν το αξίζεις
με βάσανα και στεναγμούς τις μέρες θα στολίζεις
Μα αν κοιτάξεις θαρρετά μες από την καρδιά σου
τα μάγια τότε θα λυθούν και θα βρεις τη χαρά σου...
Και τελειώνοντας τον χρησμό τους, του έριξαν αστερόσκονη. Αμέσως ο βασιλιάς μεταφέρθηκε να κοιμάται σε έναν άγνωστο τόπο, κάτω από ένα δέντρο, με κουρελιασμένα, βρώμικα ρούχα και χωρίς λεφτά στις τρύπιες τσέπες του. Όταν ξύπνησε ήταν όλα διαφορετικά.
«Ακόμα ονειρεύομαι» σκέφτηκε ο βασιλιάς. «Ζω έναν εφιάλτη μέσα στο όνειρο μου». Όμως δυστυχώς γι’ αυτόν είχε αρχίσει να ζει μια εφιαλτική ζωή. Καλομαθημένος όπως ήταν δεν ήξερε να κάνει καμιά δουλειά για να κερδίσει το ¨ψωμάκι¨ του. Το μόνο που ήξερε να κάνει καλά σαν βασιλιάς, ήταν να διατάζει και τώρα, αναγκαστικά όταν τον έζωσε η πείνα, άρχισε να ζητά βοήθεια και ελεημοσύνη, διατάζοντας.
«Δώστε μου γρήγορα να φάω και να πιω. Και φέρτε μου καινούρια ρούχα καθαρά και μυρωδάτα» έλεγε αυταρχικά και όσοι τον άκουγαν τον κορόιδευαν. Γιατί τώρα ήταν ένας απλός ζητιάνος, δεν ήταν βασιλιάς να τον φοβούνται.
Μετά από μέρες, εξαντλημένος από την πείνα, βρέθηκε μπροστά στο σπίτι μιας γριούλας που είχε μια μεγάλη βελανιδιά στην αυλή της. Αυτή η γριούλα δεν ήταν μια απλή γριά. Ήταν μια σοφή γριά, θεραπεύτρια και γητεύτρα των στοιχείων της φύσης.
«Δως μου γρήγορα να φάω και να πιω» της είπε με εξαντλημένη αλλά αυταρχική φωνή.
«Και ποιος σου είπε παλικάρι μου ότι το ψωμί μου το 'χω για πέταμα» απάντησε εκείνη. «Αν θες να φας πρέπει να το κερδίσεις το ψωμάκι σου. Εμπρός άρχισε να μου ξεχορταριάζεις τον κήπο.»
«Μα δεν έχω δύναμη» απάντησε ο ζητιάνος-βασιλιάς.
«Σταματά την κλάψα» του είπε αυστηρά η γριά δίνοντας του εργαλεία και ένα τσουβάλι.«Κάνεις πολύ θόρυβο και ταλαιπωρείς τ’ αυτιά μου. Άρχισε τη δουλειά αν θες να φας.» και χωρίς άλλες κουβέντες του γύρισε την πλάτη και μπήκε στο σπίτι της.
Ο ζητιάνος-βασιλιάς μουρμουρίζοντας διάφορα, χαμηλόφωνα όμως, για να μην τον ακούσει η γριά, γονάτισε και έπιασε με τα χέρια του τα χόρτα. Πρώτη φορά θα δούλευε στη ζωή του. Άρχιζε να τα τραβά δυνατά, με μανία και θυμό για την αδικία που γινόταν σε βάρος του. Σιγά, σιγά όμως ο θυμός εξαντλήθηκε και άρχισε να νιώθει την επαφή με τα χόρτα και τη γη. Όσο πιο πολύ ένιωθε αυτή την επαφή τόσο πιο δυνατός γινόταν. Τόσο περισσότερο άδειαζε το μυαλό του από σκέψεις και γέμιζε η καρδιά του με καινούρια συναισθήματα. Έχωνε τα χέρια του στο χώμα και αντί να τα νιώθει βρώμικα τα ένιωθε δυνατά και δημιουργικά. Ικανά να δώσουν, να μοιραστούν, να προστατεύσουν…
Μέχρι το τέλος της μέρας είχε καθαρίσει όλο το κήπο. Μετά έβαλε μια μεγάλη φωτιά και έκαψε όλα τα ξερόχορτα. Κοίταζε τις φλόγες που χόρευαν και ξαφνικά τις άκουσε να του ψιθυρίζουν: «Ότι δεν χρειάζεσαι στη ζωή σου, όπως κακές συνήθειες και πεποιθήσεις, αρνητικές σκέψεις και συνήθειες που σε κρατάνε αγκιστρωμένο στο παρελθόν και εμποδίζουν την εξέλιξη σου, είναι καλό όλα αυτά να τα πετάς μέσα στη φωτιά του Μεγάλου Πνεύματος. Με αυτό τρόπο θα εξαγνιστείς και θα επιτρέψεις σε κάτι που είναι αρνητικό, να μετουσιωθεί σε θετικό και φωτεινό.»
«Πάει τρελάθηκα» σκέφτηκε και τότε άκουσε τη γριά να του φωνάζει με αυστηρή φωνή:«Έλα να πλυθείς και να φας»
Κι όπως γύρισε να την κοιτάξει ο ζητιάνος-βασιλιάς είδε ότι τα μάτια της χαμογελούσαν. Παραξενεύτηκε γιατί ο τόνος της φωνής της έδειχνε ότι δεν τον συμπαθούσε, όμως τα μάτια της είχαν τρυφερότητα όταν τον κοιτούσαν…
Σιωπηλά πήρε το φαγητό του και πήγε κάτω από τη μεγάλη βελανιδιά. Ήταν μια περίεργη μέρα η σημερινή και αλήθεια πόσο δυνατός ένιωθε όσο δούλευε με τη γη. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε νιώσει τόση δύναμη. Ούτε όταν ήταν βασιλιάς…
Και με αυτή την αίσθηση τον πήρε ο ύπνος…
«Ξύπνα τεμπέλη» άκουσε τη γριά να του φωνάζει. «Ξημέρωσε. Ο ήλιος έχει ανέβει ψηλά. Άντε κι έχουμε δουλειές να κάνουμε.»
Σηκώθηκε αγουροξυπνημένος και είδε μπροστά του σπόρους και μικρά φυτά. «Άιντε! »συνέχισε εκείνη. «σήμερα θα φυτέψεις και θα πλουμίσεις τον κήπο.»
Ο ζητιάνος-βασιλιάς δεν ήξερε πώς να το κάνει, όμως δεν είπε τίποτα. Το βλέμμα της γριάς δεν σήκωνε αντίρρηση και μέσα του ένιωθε, ότι με κάποιο τρόπο, η γη, θα του ψιθύριζε ακριβώς τι θα ήθελε από αυτόν. Δούλευε ασταμάτητα και αδιαμαρτύρητα. Έσκαβε, φύτευε, πότιζε...
Όσο δούλευε άδειαζε το μυαλό του κι έτσι γέμιζε την καρδιά του. Γιατί όταν ο άνθρωπος δεν έχει σκέψεις και απολαμβάνει ότι κάνει την κάθε στιγμή, έχει την καρδιά του πάντα γεμάτη. Παρατηρούσε το νερό καθώς έτρεχε μέσα στο ρυάκι που είχε φτιάξει για να ποτίζει τον κήπο. Το παρατηρούσε που έρεε απαλά συντονισμένο στο ρυθμό και τη ροή της φύσης. Το έβλεπε με τι ησυχία παράκαμπτε τα εμπόδια κυλώντας ήρεμα, χωρίς να βγαίνει από το ρυθμό και τη ροή.
Αφού πέρασε αρκετή ώρα χορεύοντας ο ζητιάνος-βασιλιάς σταμάτησε για λίγο για ν’ αφουγκραστεί τι συνέβαινε μέσα του. Και τότε συνειδητοποίησε κάτι μαγικό. Όλα γύρω του είχαν αποκτήσει καινούρια χρώματα και καινούριες μυρωδιές του άγγιζαν τη μύτη.
Χρώματα χαμογελαστά και ηλιοστάλαχτα του φώναζαν: «Aνακάλυψέ μας»! Και μυρωδιές μεθυστικές, παιχνιδιάρικες και ουρανοστόλιστες τον ξετρέλαιναν γαργαλιστικά με την παρουσία τους.
Ο ζητιάνος-βασιλιάς γεμάτος από χαρά άρχισε να γυρνά γύρω από τον εαυτό του. Στριφογύριζε δειλά, δειλά στην αρχή και μετά όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα ώσπου σήκωσε ένα άνεμο δυνατό με το στριφογύρισμα του που φυσώντας, γέμισε όλο τον κήπο. Και κάθε σπόρος και κάθε μικρό φιντανάκι που είχε φυτέψει ο ζητιάνος-βασιλιάς φύτρωσε, μεγάλωσε και άνθισε γεμίζοντας με ομορφιά όχι μόνο τον κήπο αλλά. και τον καθένα από μας που έχει την δυνατότητα να τον κοιτάξει.
Όταν ο ζητιάνος-βασιλιάς σταμάτησε το στροβίλισμα του και είδε τον κήπο έμεινε έκπληκτος. Τόση ομορφιά δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπάρχει. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια του. Δάκρυα χαράς, αγάπης, ευδαιμονίας. Τώρα όχι μόνο το ήξερε αλλά το ένιωθε κιόλας. Ήταν ευλογημένος.
Η γριά σαμάνα τον πλησίασε και τον αγκάλιασε τρυφερά με αγάπη. Ο ζητιάνος-βασιλιάς αφέθηκε στην αγκαλιά της και έκλαψε γοερά σαν μικρό παιδί. Τα δάκρυα του έγιναν δάκρυα συγνώμης. Ζητούσε σιωπηλά συγνώμη από όλους τους ανθρώπους που είχε τιμωρήσει, ταπεινώσει, στεναχωρήσει, εγκαταλείψει…
Και όσο περισσότερο έκλαιγε τόσο περισσότερο άνοιγε το λουλούδι της καρδιάς του. Τα δάκρυα του έγιναν δάκρυα συγχώρεσης και ο ίδιος αισθάνθηκε συγχωρεμένος…
«Τώρα είσαι πραγματικός βασιλιάς» άκουσε τη σοφή γριά να του λέει. «Ένας βασιλιάς που δεν έχει ανάγκη από ένα θρόνο ή ένα σκήπτρο για να επιβεβαιωθεί, γιατί η καρδιά σου είναι γεμάτη θησαυρούς κι εσύ είσαι έτοιμος να τους μοιράσεις.
Χρησιμοποίησες με σοφία τα στοιχεία της φύσης και ανοίγοντας την καρδιά σου γέμισες με δώρα αγάπης εμπιστοσύνης και ελευθερίας. Τώρα ήρθε η ώρα να δώσεις αυτά τα δώρα σε άλλους ανθρώπους. Πάντα θα υπάρχουν γύρω σου άνθρωποι φοβισμένοι, πληγωμένοι με κλειδωμένη την καρδιά τους. Αυτό που χρειάζονται είναι να τους απλώσεις το χέρι και με κατανόηση και αγάπη να τους δείξεις το δρόμο…»
Χρησιμοποίησες με σοφία τα στοιχεία της φύσης και ανοίγοντας την καρδιά σου γέμισες με δώρα αγάπης εμπιστοσύνης και ελευθερίας. Τώρα ήρθε η ώρα να δώσεις αυτά τα δώρα σε άλλους ανθρώπους. Πάντα θα υπάρχουν γύρω σου άνθρωποι φοβισμένοι, πληγωμένοι με κλειδωμένη την καρδιά τους. Αυτό που χρειάζονται είναι να τους απλώσεις το χέρι και με κατανόηση και αγάπη να τους δείξεις το δρόμο…»
Και από τότε, στους καινούριους δρόμους που περπάταγε, έδινε πάντα την αίσθηση στους άλλους ανθρώπους ότι ένας ήλιος περπάταγε ανάμεσα τους…