Απελευθέρωση από τη κριτική
Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένας φτωχός γέρος ξυλοκόπος που ζούσε στη μεσαιωνική Ευρώπη. Αυτός κι ο νεαρός γιος του ζούσαν σε μια μικρή καλύβα έξω από ένα χωριό. Κάθε μέρα, ξυπνούσαν με την αυγή και πήγαιναν στο δάσος για να κόψουν ξύλα. Αργά το απόγευμα, τα φόρτωναν σε ένα κάρο και τα κουβαλούσαν στο χωριό όπου τα πουλούσαν για μερικά νομίσματα.
Ο γέρος είχε στη ζωή του μονάχα ένα ξεχωριστό και αγαπημένο πράγμα: ένα πανέμορφο άλογο που τραβούσε το κάρο του. Το ζώο ήταν τόσο εντυπωσιακό, ώστε οι φήμες για τη δύναμη και την ομορφιά του είχαν εξαπλωθεί σε ολόκληρο το βασίλειο.
Κάποια μέρα, ένας πρίγκηπας ήρθε στο χωριό αναζητώντας το θρυλικό ζώο. Όταν ο γερο-ξυλοκόπος έφτασε οδηγώντας το κάρο, ο πρίγκηπας εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ ώστε προσπάθησε να αγοράσει το άλογο προσφέροντας ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Ο γέρος, όμως, απάντησε ευγενικά πως δεν είχε καμία διάθεση να πουλήσει το αγαπημένο του ζώο. Ευχαριστώντας τον πρίγκηπα για τη γενναιόδωρη προσφορά του, άφησε το χωριό και επέστρεψε στο σπίτι του.
Οι χωριάτες έκριναν πως ο ξυλοκόπος ήταν ηλίθιος, αφού με τα χρήματα του πρίγκηπα αυτός κι ο γιος του θα μπορούσαν να ζήσουν άνετα για όλη την υπόλοιπη ζωή τους.
Μερικές βδομάδες αργότερα, ο γέρος κι ο γιος του ξύπνησαν μια μέρα και ανακάλυψαν πως το άλογο είχε εξαφανιστεί. Αναγκάστηκαν να σύρουν το κάρο μέχρι το χωριό με τα πόδια. Όταν οι χωριάτες τους είδαν άρχισαν να κοροϊδεύουν λέγοντας: «Τα είδες, γέρο; Είχαμε δίκιο. Ήσουν ηλίθιος που δεν πήρες τα λεφτά του πρίγκηπα, επειδή με αυτή τη συμφορά που σου έτυχε, δεν έχεις πια ούτε λεφτά, ούτε άλογο». «Δεν ξέρω αν πρόκειται για συμφορά» είπε ο γέρος. «Ξέρω μονάχα πως το άλογό μου εξαφανίστηκε». «Τι μας λες τώρα; Αν δεν είναι αυτό συμφορά, τότε ποιό είναι;» Ο γέρος απλώς σήκωσε τους ώμους και γύρισε στην καλύβα με το γιο του.
Απελευθέρωση από τη κριτική
Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένας φτωχός γέρος ξυλοκόπος που ζούσε στη μεσαιωνική Ευρώπη. Αυτός κι ο νεαρός γιος του ζούσαν σε μια μικρή καλύβα έξω από ένα χωριό. Κάθε μέρα, ξυπνούσαν με την αυγή και πήγαιναν στο δάσος για να κόψουν ξύλα. Αργά το απόγευμα, τα φόρτωναν σε ένα κάρο και τα κουβαλούσαν στο χωριό όπου τα πουλούσαν για μερικά νομίσματα.
Ο γέρος είχε στη ζωή του μονάχα ένα ξεχωριστό και αγαπημένο πράγμα: ένα πανέμορφο άλογο που τραβούσε το κάρο του. Το ζώο ήταν τόσο εντυπωσιακό, ώστε οι φήμες για τη δύναμη και την ομορφιά του είχαν εξαπλωθεί σε ολόκληρο το βασίλειο.
Κάποια μέρα, ένας πρίγκηπας ήρθε στο χωριό αναζητώντας το θρυλικό ζώο. Όταν ο γερο-ξυλοκόπος έφτασε οδηγώντας το κάρο, ο πρίγκηπας εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ ώστε προσπάθησε να αγοράσει το άλογο προσφέροντας ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Ο γέρος, όμως, απάντησε ευγενικά πως δεν είχε καμία διάθεση να πουλήσει το αγαπημένο του ζώο. Ευχαριστώντας τον πρίγκηπα για τη γενναιόδωρη προσφορά του, άφησε το χωριό και επέστρεψε στο σπίτι του.
Οι χωριάτες έκριναν πως ο ξυλοκόπος ήταν ηλίθιος, αφού με τα χρήματα του πρίγκηπα αυτός κι ο γιος του θα μπορούσαν να ζήσουν άνετα για όλη την υπόλοιπη ζωή τους.
Μερικές βδομάδες αργότερα, ο γέρος κι ο γιος του ξύπνησαν μια μέρα και ανακάλυψαν πως το άλογο είχε εξαφανιστεί. Αναγκάστηκαν να σύρουν το κάρο μέχρι το χωριό με τα πόδια. Όταν οι χωριάτες τους είδαν άρχισαν να κοροϊδεύουν λέγοντας: «Τα είδες, γέρο; Είχαμε δίκιο. Ήσουν ηλίθιος που δεν πήρες τα λεφτά του πρίγκηπα, επειδή με αυτή τη συμφορά που σου έτυχε, δεν έχεις πια ούτε λεφτά, ούτε άλογο». «Δεν ξέρω αν πρόκειται για συμφορά» είπε ο γέρος. «Ξέρω μονάχα πως το άλογό μου εξαφανίστηκε». «Τι μας λες τώρα; Αν δεν είναι αυτό συμφορά, τότε ποιό είναι;» Ο γέρος απλώς σήκωσε τους ώμους και γύρισε στην καλύβα με το γιο του.
Πέρασαν κάμποσες μέρες, ώσπου ένα πρωί, την ώρα που ανέτελλε ο ήλιος, ο γέρος κοίταξε έξω από την πόρτα του και είδε με έκπληξη πως το άλογό του είχε επιστρέψει φέρνοντας μαζί του δέκα πανέμορφες άγριες φοράδες. Μαθαίνοντας τα νέα, οι χωριάτες έτρεξαν στον ξυλοκόπο λέγοντας: «Γέρο, τελικά είχες δίκιο. Δεν ήταν ατυχία που έχασες το άλογό σου, αλλά μεγάλο καλό! Τώρα έχεις αρκετά άλογα που μπορείς να πουλήσεις!» Δεν ξέρω αν είναι καλό που απόκτησα τόσα άλογα», απάντησε ο γέρος. «Το μόνο που ξέρω είναι ότι χαίρομαι επειδή το άλογό μου ξαναγύρισε». «Ασφαλώς και είναι καλό», είπαν οι χωριάτες. «Πώς μπορείς να είσαι τόσο βλάκας;» Ξανά ο γέρος γύρισε την πλάτη του αφήνοντάς τους να σχολιάζουν.
Μια εβδομάδα μετά την επανεμφάνιση του αλόγου, ο γιος του γέρου έπεσε από μια φοράδα που προσπαθούσε να ημερέψει και τραυματίστηκε βαριά. Μόλις έμαθαν τα νέα, οι χωριάτες έτρεξαν στην καλύβα. «Γέρο», του είπαν, «Πάλι είχες δίκιο. Ήταν μεγάλη ατυχία που το άλογό σου έφερε μαζί του τις άγριες φοράδες. Τώρα ο γιος σου θα μείνει όλη του τη ζωή σακάτης και δε θα μπορεί να σε βοηθήσει στη δουλειά». «Δεν ξέρω αν είναι ατυχία», απάντησε ο γέρος. «Ξέρω μόνο πως ο γιος μου χτυπήθηκε βαριά. Ποιός ξέρει τι μπορεί να βγει από κάτι τέτοιο;» Όμως οι χωριάτες συνέχιζαν να επιμένουν πως ήταν φοβερή ατυχία.
Αρκετούς μήνες αργότερα, στην χώρα που ζούσαν ξέσπασε πόλεμος. Ο στρατός ήρθε στο χωριό και μάζεψε όλους τους νεαρούς που μπορούσαν να πολεμήσουν. Όλους, εκτός από έναν… Άφησαν πίσω το γιο του ξυλοκόπου που κούτσαινε και δεν μπορούσε φυσικά να γίνει στρατιώτης. Οι χωριάτες πήγαν και πάλι να βρουν το γέρο με δάκρυα στα μάτια. «Γέρο, πάλι είχες δίκιο», του είπαν. «Δεν ήταν ατυχία που ο γιος σου έπεσε και χτύπησε. Ήσουν πολύ τυχερός, επειδή τώρα θα τον έχεις κοντά σου, ενώ οι πιο πολλοί από τους δικούς μας γιους θα σκοτωθούν στον πόλεμο και δεν πρόκειται να τους ξαναδούμε».
Δε θα μάθετε λοιπόν ποτέ, συγχωριανοί μου;
τους είπε ο γέρος με μια βαθιά συμπόνια στη φωνή του.
Εμείς οι άνθρωποι δεν ξέρουμε ποτέ αρκετά για να κρίνουμε αν ένα πράγμα είναι ευλογία ή συμφορά. Μονάχα ο Θεός μπορεί να το γνωρίζει.
Μια εβδομάδα μετά την επανεμφάνιση του αλόγου, ο γιος του γέρου έπεσε από μια φοράδα που προσπαθούσε να ημερέψει και τραυματίστηκε βαριά. Μόλις έμαθαν τα νέα, οι χωριάτες έτρεξαν στην καλύβα. «Γέρο», του είπαν, «Πάλι είχες δίκιο. Ήταν μεγάλη ατυχία που το άλογό σου έφερε μαζί του τις άγριες φοράδες. Τώρα ο γιος σου θα μείνει όλη του τη ζωή σακάτης και δε θα μπορεί να σε βοηθήσει στη δουλειά». «Δεν ξέρω αν είναι ατυχία», απάντησε ο γέρος. «Ξέρω μόνο πως ο γιος μου χτυπήθηκε βαριά. Ποιός ξέρει τι μπορεί να βγει από κάτι τέτοιο;» Όμως οι χωριάτες συνέχιζαν να επιμένουν πως ήταν φοβερή ατυχία.
Αρκετούς μήνες αργότερα, στην χώρα που ζούσαν ξέσπασε πόλεμος. Ο στρατός ήρθε στο χωριό και μάζεψε όλους τους νεαρούς που μπορούσαν να πολεμήσουν. Όλους, εκτός από έναν… Άφησαν πίσω το γιο του ξυλοκόπου που κούτσαινε και δεν μπορούσε φυσικά να γίνει στρατιώτης. Οι χωριάτες πήγαν και πάλι να βρουν το γέρο με δάκρυα στα μάτια. «Γέρο, πάλι είχες δίκιο», του είπαν. «Δεν ήταν ατυχία που ο γιος σου έπεσε και χτύπησε. Ήσουν πολύ τυχερός, επειδή τώρα θα τον έχεις κοντά σου, ενώ οι πιο πολλοί από τους δικούς μας γιους θα σκοτωθούν στον πόλεμο και δεν πρόκειται να τους ξαναδούμε».
Δε θα μάθετε λοιπόν ποτέ, συγχωριανοί μου;
τους είπε ο γέρος με μια βαθιά συμπόνια στη φωνή του.
Εμείς οι άνθρωποι δεν ξέρουμε ποτέ αρκετά για να κρίνουμε αν ένα πράγμα είναι ευλογία ή συμφορά. Μονάχα ο Θεός μπορεί να το γνωρίζει.