Τήν ύπαρξιν μεγάλης πληθύος πορνών έν τή βασιλευούση έπί Ιουστινιανού πιστοποιεί τό γεγονός ότι ή Θεοδώρα, επιθυμούσα εις τόν έντιμον βίον να έπαναφέρη τάς αμαρτωλάς, συνεκέντρωσεν απέναντι τής βασιλευούσης έπί τής Ασιατικής ακτής καί κατέκισεν είς οίκον τών Μ ε τ α ν ο ί α ς πλέον ή πεντακόσιας τών έν μέση τή άγορα τής Κωνσταντινουπόλεως αντί μισθού πωλουσών τήν ώραν.
Πριν τριάντα χρόνια τό Institut Francais d’ Athenes έδημοσίευσε, κλιμακωτά, τήν πολύτομη εργασία τού Φαίδωνος Κουκουλέ βυζαντινών βίος καί πολιτισμός. Πρόκειται γιά μιά μελέτη - τοιχογραφία. Άν καί πολλά μέρη αυτής τής μελέτης είναι ξεπερασμένα, άν καί ό γέρο-Κουκουλές χρησιμοποιεί μιάν άσχημη γραφή, καί, συγχρόνως, επαναλαμβάνει καί κόντρα - έπαναλαμβάνει (συχνά στήν ίδια παράγραφο) τίς πληροφορίες του, είμαστε υποχρεωμένοι νά δεχτούμε αυτό τό βυζαντινολογικό / κοινωνιολογικό / ίστοριοδιφικό / γλωσολογικό / λαογραφικό σύγγραμα σάν βασική πηγή. καί, συχνά, νά τό ακολουθούμε σάν οδηγό.
Στήν τωρινή περίπτωση μας, θέλω νά προσθέσω πώς ό κρυπτοτολμηρός Φαίδων Κουκούλες, μέ ουσιαστική γεναιότητα, έχωσε στόν δεύτερο τόμο τής εργασίας του τό κεφάλαιον Αι πάνδημοι γυναίκες.
Οί εισαγγελείς έκαναν πώς, τάχα, δέν κατάλαβαν τό χτύπημα ήταν αδύνατο νά ζητήσουν τήν ποινική δίωξη ενός καθηγητή καί ενός ξένου ιδρύματος. Όμως, ό Φαίδων Κουκούλες δέν έσταμάτησε έδώ. Στό τέλος τού τελευταίου τόμου του. αμόλησε μιάν άλλη μπόμπα τό κεφάλαιον Τά ου φωνητά τών Βυζαντινών. Βέβαια, ό παμπόνηρος Κουκούλες προτάσει λίγες ηθικολογικές αράδες:
—–Εις τήν δημοσίευσιν τής παρούσης μελέτης μέ ώθησεν ουχί βεβαίως ή πρόθεσις νά σκανδαλίσω τούς άναγνώστας μου άναπτύσσων θέματα τάς ταπεινότερος ορμάς ύποδαυλίζοντα, άλλ’ ή επιθυμία μου νά γνωσθή μία ακόμη, ελάχιστα γνωστή, πλευρά του βίου τών Βυζαντινών προγόνων μας εις τά ήθη καί τόν πολιτισμόν αυτών αναφερομένη.
—–Ό σκοπός μου είναι μόνον επιστημονικός, ή δέ μελέτη συνέχεια καί συμπλήρωσις παρομοίων διατριβών εις τά σεξουαλικά τών αρχαίων Ελλήνων αναφερομένων. Προτού εισέλθω εις τό θέμα μου. επιθυμώ νά τονίσω ότι, όσα κατωτέρω θα είπω, άποτελούσιν έκτροπάς διεστραμμένων ατόμων σφόδρα ψεγομένας, έπ' ούδενί δέ λόγω ανταποκρίνονται πρός τάς συνήθειας τής μεγίστης πλειονότητος τού εγκρατούς Βυζαντινού λαού.
—–Όταν τά γράφει αυτά ό Κουκούλες ξέρει πολύ καλά ότι οί βυζαντινοί δέν ήσανε καθόλου εγκρατείς, καί, καθόλου προγονοί μας. Άλλα, έπρεπε νά τηρηθούν τά προσχήματα. Είναι δύσκολη καί άχαρη εργασία τό νά θές νά συμπληρώσεις έναν Κουκουλέ. Σ’ αυτό τό βιβλιαράκι μου θά παραθέσω πολλά καί εκτενή αποσπάσματα άπό τά δύο προαναφερθέντα κεφάλαια τού συγγράματός του. Καί, όπου χρειαστεί, θά προσθέσω κάμποσα στοιχεία πού αναφέρονται στά νεότατα χρόνια. Ό Κουκούλες γράφει, λοιπόν, τά εξής γιά τήν πορνεία τής λεγόμενης βυζαντινής εποχής:
—–Τοιαύτα περί παρθενίας φρονούντες οί Βυζαντινοί εννοείται ότι έθεώρουν τήν πορνείαν ώς αμάρτημα, τής εκκλησίας αρνούμενης έπί ώρισμένον χρόνον τήν θείαν κοινωνίαν εις τούς οπωσδήποτε πορνεύοντας, καί ώς μίαν τών βαρύτατων ύβρεων διά γυναίκα ν' άποκληθή αύτη πόρνη ή κόρη πόρνης ή πολιτική ή π ρ ο ε σ τ ώ σ α, ύβρις, δυστυχώς, ήτις άπηυθύνετο συχνά ού μόνον εις τάς έξ επαγγέλματος εταίρας, αλλά καί από τών οικοδεσποινών εις τάς δούλας αυτών.
—–Σύμφωνον δέ πρός τήν άντίληψιν ταύτην είναι ότι αί έταιρικόν διάγουσαι βίον συχνά καλούνται τ α π ε ι ν ο ί , ά τ ι μ ο ι , ο ί κ τ ρ α ί , ε υ τ ε λ ε ί ς , χαμηλαί καί τό ότι οί Βυζαντινοί νόμοι άνεγνώριζον μέν ότι υπόκειται τή περί ύβρεως αγωγή ό προσβάλλων γυναίκα ένδεδυμένην σχήμα πόρνης, παρεδέχοντο όμως συγχρόνως ότι ούτος «ήττον άμαρτάνει».
Τήν περιφρόνησιν δέ πρός τάς τοιαύτας γυναίκας (πόρνας, σκηνικός, εργαστηριαρχίσσας, καπηλίσσας) καί τήν κακήν περί αυτών γνώμην τής κοινωνίας δεικνύει τό ότι οί συγκλητικοί καί οί άρχοντες δέν έπετρέπετο να συζευχθώσιν αύτάς καί ότι τουναντίον, πρός τιμωρίαν, οί νόμοι έπέτρεπον, ίνα ή κόρη συγκλητικού, ήτις διά του σώματος κέρδος έποίησεν, ατιμωρητί συνάψη έπίψογον γάμον μετ’ απελεύθερου, άφ’ ού, ώς λέγουσι, δέν διατηρείται τιμή είς έκείνην, ήτις ήγαγεν έαυτήν μέχρι τοσούτου αίσχους.
Σημειωτέον πρός τούτοις ότι άφ’ ενός μέν εις έταίραν δέν έπετρέπετο να μαρτυρή κατά κατηγορουμένου, ότι ή παρουσία πόρνης εις συγκεντρώσεις σεμνών γυναικών προσήπτεν άτιμίαν είς αυτάς. ότι ό μοιχεύων τήν προϊσταμένην εργαστηρίου έμενεν ατιμώρητος «τών γάρ ευυπόληπτων γυναικών συφρονείν οί νόμοι προενοήσαντο, τών δέ ευτελών καί χαμηλών καταπεφρονήκασιν». Τέλος τήν πορνεύουσαν θυγατέρα ήδύνατο ελευθέρως ν’ άποκληρώση ό πατήρ. Καί ή εκκλησία δέ τών πορνών τάς προσφοράς δέν έδέχετο. Άφ’ έτερου δέν ήδύνατο νά γίνη τις επίσκοπος, πρεσβύτερος, διάκονος ή του εκκλησιαστικού καθ’ όλου καταλόγου, άν συνεζεύγνυτο έταίραν, ό δε προσβάλλων τήν ιερότητα τού παλατιού καί εισάγων είς αυτό πόρνην και συζών μετ’ αυτής, άνακαλυπτόμενος, έδιδε τήν έσχάτην δίκην.
—–Μετά τά ανωτέρω, θά εύρη τις πολύ φυσικά τά παράπονα τών πατέρων της Εκκλησίας κατά τών νόμων, οίτινες δέν έπήνουν μέν τήν πορνείαν, μή θεωρούντες όμως αυτήν πονηράν καί κολάσεως άξίαν. δέν τήν άπηγόρευον, ως «ευκολίαν» χαρακτηρίζοντες τήν άσκησιν τού εταιρικού επαγγέλματος. Εν γένει, ένώ παρ’ άρχαίοις δέν εθεωρείτο έπίψογον τό νά συναναστρέφεται τις μετά πόρνης, παρά τοις Χριστιανοίς, ώς είρηται, εθεωρείτο τούτο μέγα αμάρτημα, ή δέ πορνεία έργον του δαίμονος, τόν όποιον μάλιστα τά αγιολογικά κείμενα περιγράφουσιν ώς «όμοιον χοίρω, βεβορβορωμένον, κεχρισμένον ανθρωπεία κόπρω» ή «ώς Αιθίοπα, χειλάν, μή έχοντα τρίχας έν τη κεφαλή ειμή κόπρον μετά τέφρας μεμιγμένην, τούς οφθαλμούς έχοντα ως αλώπεκος καί οίκτρόν κόμμα ράκους έπί του ώμου φέροντα». Διά τούτο ή εκκλησία έκώλυε τών αγιασμάτων έπί έπτά ή εννέα έτη τήν πόρνην τήν μη παυομένην ν’ άσκή το επάγγελμα της, τό αυτό δέ έπραττε καί διά τούς ηθοποιούς, άφορίζουσα τούς εκτρέφοντας πόρνας καί έπιβάλλουσα καθαίρεσιν είς τούς έξ αυτών κληρικούς.
“Ομοίως έπέβαλλεν είς τούς έξομολόγους νά έρωτώσι τόν έξομολογούμενον, έάν έφθάρη ή παρθενία αυτού διά πορνείας καί μετά πόσων καί τίνων πορνών ούτος μέχρι τής ώρας εκείνης είχε συγκοιμηθή καί νά συμβουλεύουν έπειτα τά δέοντα, άπό τού τής πορνείας αμαρτήματος άποτρέποντες.
—–Ώς γνωστόν, παρ’ άρχαίοις, ή ελευθερίων ηθών γυνή έχαρακτηρίζετο ως
ε τ α ί ρ α, π ό ρ ν η, κ ο ι ν ή γ υ ν ή, δ η μ ί α καί δ η μ ο σ ί α. Εκ τών ονομάτων τούτων τό κατ’ ευφημισμόν κείμενον πρώτον ώς καί τό έπίθετον εταιρικός πολλάκις μεταχειρίζονται οί Βυζαντινοί συγγραφείς, δε φαίνεται όμως νά ήτο τούτο δημώδες.
Τήν κοινήν γυναίκα ό Βυζαντινός λαός έκάλει π ρ ο ι σ τ α μ έ ν η ν π ό ρ ν η ν (κοινώς) δ η μ ο σ ί α ν, δημοσίαν π ό ρ ν η ν, κ ο ι ν ή ν γ υ ν α ί κ α , κοινήν
π ο λ ι τ ι κ ή ν -καί έπί τό εύφημότερον κόρην ή κ ο ρ ά σ ι ο ν, κ ο ύ ρ β α ν, κατά τούς τελευταίους δ’ αιώνας ά μ α ρ τ ω λ ή ν, κακήν γ υ ν α ί κ α, γ υ ν α ί κ α τών πάντων καί μέ τήν ξενικήν λέξιν π ο υ τ ά ν α ν. Τέλος αί κοιναί γυναίκες, ουχί βεβαίως δημωδώς, καλούνται γύναια άσεμνα, ύπό δέ του Βαλσαμώνος «εσχάτως περιπεσούσαι». Κατά τήν άρχαίαν έποχήν έν Ελλάδι, καί δή έν Αθήναις, ήτο εύκολον να διακρίνη τις τήν κοινήν τής σεμνής γυναικός, διότι εκείνη έφερε φορέματα άνθινα, κεκοσμημένα δήλα δή μέ διάφορα ένυφασμένα άνθη. τετραγωνίδια καί άλλα πολύχρωμα σχήματα, τό αυτό δέ συνέβαινε καί είς τήν άρχαίαν Ρώμην, ένθα αι’ μέν σεμναί οικοδέσποιναι (matrona?) έφόρουν τήν stolam, έσθήτα δήλα δή μακράν σφιγγομένην είς τήν μέσην καί διήκουσαν μέχρι των ποδών, πρός δέ καί τήν institam, ταινίαν πλατείαν κοσμούσαν τήν stolam, αί δέ έταίραι έφόρουν βραχύν χιτώνα (tunicam), άνευ instita, άνωθεν δέ μελανού χρώματος τήβεννον όμοίαν πρός τήν τών ανδρών.
“Ο.τι έγίνετο παρά τοις άρχαίοις Έλλησιν. έφ’ όσον μάλιστα ίσχυον οί νόμοι τού Σόλωνος, καί παρά Ρωμαίοις. έφηρμόζετο καί παρά τοις Βυζαντινοις. Και κατά τούς Βυζαντινούς δήλα δή χρόνους αί πόρναι έφερον στολήν διαφέρουσαν τής τών εντίμων γυναικών, άγνωστον όμως οποίαν ακριβώς. Οί νόμοι τουλάχιστον όμιλούσι περί του προσβάλλοντος γυναίκα «ένδεδυμένην σχήμα πόρνης», αί διαταγαί τών Αποστόλων περί του συναντώντος «γυναίκα είδος έχουσαν πορνικόν» καί ό Σελευκείας Βασίλειος αντιπαραβάλλει τά συνειθισμένα γυναικεία φορέματα πρός τά τών πορνών, ό δέ Άρισταίνετος έν ταίς έπιστολαίς του, περιγράφων τήν μετανοήσασαν έταίραν, λέγει ότι αύτη «μετήλλαχε προσηγορίαν άμα καί σχήμα». Είπον ότι τό φόρεμα τών Βυζαντινών δημοσίων γυναικών δέν μας είναι ακριβώς γνωστόν πάντως γνωρίζομεν λεπτομέρειας τινάς περί τού εταιρικού σχήματος. Ούτως είναι γνωστόν ότι αί Βυζαντινοί δημόσιοι γυναίκες, ουχί βεβαίως αί φαυλότεροι, έκαλλωπίζοντο, έφόρουν φορέματα όλοσήρικα, άλιπορφυρά καί καθόλου πολυτελή καί φαιδρά ιμάτια καί χρυσά κοσμήματα και δακτυλίους και μαργαρίτας καί άλλους πολύτιμους λίθους. Πρός τούτοις μετεχειρίζοντο περιέργους τρόπους κομμώσεως φαιδρύνουσαι τάς χείρας και κόπτουσσι «ακίδα ονύχων», δέν είχον κεκαλυμμένον τό πρόσωπον διά του π ρ ο σ ω π ι δ ί ο υ , ώς αί σεμναί γυναίκες, ουδέ τήν κεφαλήν κεκαλυμμένην με
μ α φ ό ρ ι ο ν (καλύπτραν), άλλ’ έβάδιζον μέ γυμνόν πρόσωπον καί άνακεκαλυμμένην τήν κεφαλήν, όπερ εθεωρείτο τότε κατ’ εξοχήν δείγμα άσεμνου γυναικός. Τήν άκρίβειαν τούτου μαρτυρούσι καί άλλοι καί ό Άρισταίνετος περιστών τήν άλλοτε σκηνικήν Μελισσάριον μεταβαλούσαν τρόπον βίου και έχουσαν «κόμην αφελώς πεπλοκισμένην καί καλύπτραν εύ μόλα σεμνήν», πρός δέ καί ό Μιχαήλ Ψελλός βεβαιών ότι έταιρίς μεταμεληθείσα καί τιμία γενομένη «τήν κεφαλήν είχεν ύπό καλύπτραν», ώς καί τά γραφόμενα έν το κατά τόν θ’ μ.Χ. αιώνα γραφέντι όνειροκριτικό τού Αχμέτ, ένθα λέγεται ότι, έάν γυνή ‘ίδη καθ’ ύπνους ότι απώλεσε τό μαφόριον αυτής καί είναι ακάλυπτος ενώπιον τού λαού τό πάθος έσται έκ πορνείας καί θεστρισθήσεται και αίσχυνθήσεται». Κατά τούς διωγμούς, οί θέλοντες νά ύβρίσωσι τάς χριστιανός διέτασσον «τήν τής κεφαλής καλύπτραν άφαιρείσθαι».
Βυζαντινό μωσαϊκό 500-550 μ.Χ. |
‘Ετέρα συνήθεια τών κοινών γυναικών κατά τούς Βυζαντινούς χρόνους ήτο νά βάφωσι τό πρόσωπον καί τάς όφρύς καί τάς βλεφαρίδας, τούθ’ όπερ, δυστυχώς, συνείθιζον καί αι έντιμοι γυναίκες καί κόραι, τάς διαμαρτυρίας ούτω τών πατέρων τής εκκλησίας προκαλούσαι, οιτινες έτόνιζον ότι ταύτα μόνον εις πόρνας έμπρέπουσιν.
Αύται βαφόμεναι έφόρουν. τουλάχιστον κατά τούς παλαιοτέρους αιώνας, περίεργα υποδήματα «υποδήσεις έπί τό ύπάγεσθαι τούς εις τά τοιαύτα παγιδευομένους», εις τά πέλματα των οποίων έχάραττον πρόσωπα ερωτικώς άλληλαάσπαζόμενα, ίνα τό έταιρικόν του φρονήματος καί έπί του εδάφους έναποτυπώσωσι, παλαιοτέραν, πιθανώτατα, συνήθειαν άκολουθούσαι, άφ’ ού έχομεν νυν άγγείον άρχαίον έν σχήματι υποδήματος φέρον έπί του καττύματος τήν λέξιν ΑΚΟΛΟΥΘΙ.
Ότι δ’ αι κοιναί Βυζαντινοί γυναίκες. μηδόλως είς τήν σεμνότητα των τρόπων καί τών σχημάτων άποθλέπουσαι, καί έλυγίζοντο. καί άκόσμως έβάδιζον και τήδε κάκείσε άπρεπώς τάς χείρας καί τήν κεφαλήν έκίνουν καί άναιδώς έγέλων καί τάς κόρας διέστρεφον καί μετ’ αναίδειας πρός τούς έντυχάνοντας ώμίλουν καί πιθανόν είναι καί μαρτυρείται.
Εϊπον ανωτέρω ότι αί πόρναι εφερον Ίδιαιτέραν στολήν ενίοτε αύται είτε μεταμφιεννύμεναι κατά τάς έορτάς τών Καλανδών, είτε τήν προσοχήν της αρχής άποφεύγουσαι. έφόρουν φορέματα μοναστριών καί άσκητριών, πράγμα, όπερ επέσυρε καί τών νόμων τήν προσοχήν. οίτινες άπηγόρευον εις τε τάς εταίρας καί τάς σκηνικός νά μεταχειρίζωνται μοναχικόν σχήμα, ή διακονίσσης. έπί ποινή σωματικής τιμωρίας καί εξορίας, αναθέτοντες τήν πιστήν έφαρμογήν έπί τών κελευομένων εις τούς κατά τόπους επισκόπους καί τους στρατιωτικούς άρχοντας.
Αί τό πορνικόν έπάγελμα άσκούσαι διακριτέαι είς τάς έξης τάξεις.
α) Εις τάς έπί δημοσίου ή ιδιωτικού οικήματος προϊστάμενος.
θ) Εις τάς σκηνικός.
γ) Εις τάς αύλητρίδας καί όρχηστρίδας.
δ) Εϊς τάς έν καπηλείοις. πανδοχείοις καί βαλανείοις υπηρετούσας, έκ παραλλήλου όμως καί τήν ώραν πωλούσας.
—–Στήν αρχαία Αθήνα οί ιερόδουλες ήταν ταξινομημένες σέ τρείς κατηγορίες:
στίς δικτηριάδες (του δημόσιου πορνείου, του δικτηρίου).
στις αύλητρίδες. καί,
στίς εταίρες.
Σά νά λέμε, ήσανε χωρισμένες σέ κοινές (τού οίκου ανοχής), σέ κρυφές (καλυμένες πίσω άπό ένα καλλιτεχνικών επάγγελμα), καί, σε άκριβοπουτάνες.
—–Γιά τά μεσαιωνικά χρόνια είμαι αναγκασμένος νά επικαλεσθώ τον Κουκουλέ, πού αφηγείται τά εξής:
Ώμίλησα ανωτέρω περί τής πληθύος τών έταιρών καί εταιρειών έν τω Βυζαντινά) κράτει, καί μάλιστα έν τή Κωνσταντινουπόλει, καί τό πράγμα εντως ούτως έχει. Ό Κλήμης έπί παραδείγματι έν τω Παιδαγωγώ του μετά παραπόνου πιστοποιεί ότι «·τό λάγνον πάν έπικέχυται ταις πόλεσι, νόμος γενόμενον» και ότι «έπί τέγους έστάσι παρ” αυτοίς (τοις Άλεξανδρεύσι) τήν σάρκα τών εαυτών εις ύβρις ηδονής πιπράσκουσαι γυναίκες»». Ο Λιβάνιος. μετά ταύτα ομιλών διά τούς έν Αθήναις σπουδαστάς. αναφέρει «εταίρας μελωδούσας, αι πολλούς έξέδυσαν», ό αυτός δ’ έπαινεί τών έταιρών τό κάλλος. Καί περί τών έταιρών δέ τής Βηρυττού γίνεται λόγος, αίτινες τούς νέους σπουδαστάς προσείλκυον πίνουσαι και διασκεδάζουσαι μετ’ αυτών. Και ό Χρυσόστομος δε ομιλεί διά τάς «έπί του τέγους πορνευομένας γυναίκας», δι’ εταίρας παρακολουθούσας τούς ιπποδρομικούς αγώνας καί «περί τών άδεώς Talc πόρναις συγγιγνομένων», διά τούς καταναλίσκοντας τήν περιουσίαν των είς χαμαιτυπεία, «διά τά πορνών καταγώγια» καί περί «πεπορνευμένων γυναικών» και περί αποφυγής αυτών ύπό τών αθλητών, “ίνα μή ούτοι χάσωσι τήν δύναμιν αυτών, ό δέ Γρηγόριος ό Θεολόγος περί των αναίσχυντων πορνών, ό Μ. Βασίλειος, δι’ έταίραν «πάντας πρός τήν άμαρτίαν συμφλέγουσαν» καί διά πόρνος έν Έδέσση καί Νεοκαισαρεία διαβιούσας Γρηγόριος ό Νύσσης. Ό Συνέσιος ομιλεί περί πορνοβοσκού Χείλα πασίγνωστου κατά τούς χρόνους του φάλαγγα όλην κοινών γυναικών συγκεντρώσαντος, ό Ισίδωρος δέ Πηλουσιώτης άφ’ έτερου παραπονείται ότι ή πορνεία υπερέβη τά μέτρα του Νόμου.
Κατά τόν Ε’ αιώνα ό Άμασείας Άστέριος, πιθανώτατα διά τήν πόλιν ταύτη ν’αναφέρει «πόρνας ώνιον παρέχουσας τω δήμω τό σώμα» καί βαφομένας, ίνα προσελκύσωσι τούς έραστάς καί ό Σελευκείας δέ Βασίλειος «τάς έπί τέγους γυναίκας», ό Νεμέσιος Έμέσης πόρνην διά του κάλλους της πρός άκολασίαν παρασύρουσαν. Καί έν Έδέσση δέ ύπήρχον έταίραι, κατά μάρτυρα τόν Προκόπιον καί τά αγιολογικά κείμενα αύται μάλιστα, όταν ό Χοσρόης ήθελε να πωλήση τούς συλληφθέντος αιχμαλώτους Άντιοχείς καί οί Έδεσσηνοί προς άπελευθέρωσιν αυτών προσέφερον ό,τι είχον «τόν κόσμον άφελούσαι όσος αύταίς έν τω σώματι ήν. ενταύθα (έν τω ίερω) έρρίπτουν».
“Ας προστεθή ότι ύπήρχον πόρναι αίτινες. έκ του χρυσίου τής πορνείας αυτών, ήλευθέρουν δούλους καί ότι γυνή κοινή μεταμεληθείσα διά τήν έκ της ευθείας όδού έκτροπήν, έπί τριάκοντα όλα έτη περιεποιήθη λωβους. Συνεχίζοντες λέγομεν ότι έπί Αναστασίου αναφέρονται καί «έπί των οικημάτων γυναίκες όνειδος άναγκαίον λαχούσαι θίον». Τέλος ό Ιωάννης Δαμασκηνός συνίστα εγκαίρως νά ύπανδρεύωνται οί νέοι «πρίν διαφθαρώσιν είς εταίρας».
—–Οταν έν ταίς Νεαραίς του ό Ιουστινιανός, ομιλών περί πορνοβοσκών, βέβαιοι ότι «πολλοί κατ* αυτών τοις πρώην βεβασιλευκόσι εγράφησαν νόμοι», βεβαίως πιστοποιεί ότι πρό αύτου ουκ ολίγα ήσαν τών προαγωγών τά οίκήματα καί τό αυτό προσεπιμαρτυρεί, όταν πάλιν όμολογή ότι έπί τής βασιλείας του «πολλά τοιαύτα κατά τήν μεγάλην ήμαρτάνοντο πόλιν». Σαφέστερος είναι λέγων ότι ύπήρχον σεμνεία «έν πάση σχεδόν τή βασιλίδι ταύτη καί έν τοις περάμασιν αυτής… καί νυν αυτήν τε καί τά περί αυτήν άπαντα μεστά τών τοιούτων γενέσθαι κακών».
—–Τήν ύπαρξιν μεγάλης πληθύος πορνών έν τή βασιλευούση έπί Ιουστινιανού πιστοποιεί τό γεγονός ότι ή Θεοδώρα, επιθυμούσα εις τόν έντιμον βίον να έπαναφέρη τάς αμαρτωλός, συνεκέντρωσεν απέναντι τής βασιλευούσης έπί τής Ασιατικής ακτής καί κατώκισεν είς οίκον τών Μ ε τ α ν ο ί α ς πλέον ή πεντακόσιας τών έν μέση τή .άγορω τής Κωνσταντινουπόλεως άντί μισθού πωλουσων τήν ώραν. Περί καταγωγίου δέ πορνικού έν Κωνσταντινουπόλει λόγον ποιείται καί Μακάριος ό Αιγύπτιος, καί έν τοις άνεκδότοις του ό Προκόπιος.
—–Τέλος τήν μεγάλην πληθύν τών άνά τό κράτος πλέον πορνείων πιστοποιεί ό Ιουστινιανός όταν λέγη ότι θέλει νά έκδιώξη τήν πορνοβοσκίαν ου μόνον έκ τής Κωνσταντινουπόλεως καί τών περιχώρων, «ουδέν δέ ήττον καί έν τοις έξω τόποις άπασι τοις τε έξ αρχής τής ημετέρας ουσι πολιτείας, τοις τε νύν παρά τοΰ δεσπότου θεού δεδωρημένοις ήμίν». Κατά τόν Ζ’ αιώνα ό όσιος Βιτάλιος αναφέρεται ότι άνέγραψεν, “ίνα τάς έπισκεφθή καί τάς σώση, «όλας τάς έν Αλεξάνδρεια προϊστάμενος». Έπ’ ‘ίσης έχομεν μνείαν πορνείων έν Ίεριχοί καί Ίεροσολύμοις, ώς καί έν Άτταλεία. Τήν έν ταις πόλεοιν ύπαρξιν πολλών πορνείων βεβαιοί καί ή έν τω βίω Ανδρέου τοΰ κατά Χριστόν σαλού πληροφορία, καθ’ ήν νέοι, άφ’ ού έμέθυσαν, «βουλευσάμενοι απέρχονται εις τά μιμαρεία».
—–Ό “Αχμέτ κατά τόν Θ’ αίώνα, καί κατ’ αυτόν τά όνειροκριτικά. επανειλημμένως ποιούνται μνείαν πορνών. περί του Μιχαήλ λέγεται ότι έκ βάθρων ήγειρεν ίδρυμα μετανοίας, κατά τόν Γ αίώνα έν Σπάρτη αναφέρονται γυναίκες μαχλώσαι καί μαινάδες, κατά δέ τόν ΙΑ’ αιώνα ό Μιχαήλ Ψελλός βέβαιοι ότι «πολύ τι κατά τήν πόλιν (= Κωνσταντινούπολη) πλήθος τών έταιριζουσών έπικέχυται γυναικών», ομιλών συγχρόνως περί «πολλού εσμού τών έπί του τέγους γυναικών» καί ψέγων συγχρονόν του άσκητήν τινα Ήλίαν όστις έγνώριζεν «όπόσα έν τή πόλει χαμαιτυπεία καί πόσαι μέν τών έταιριζουσών γυναικών ακριβώς τήν τέχνην ήσκήκασι, πόσαι δέ ούκ ακριβώς τω πράγματι ήρμοσαν… έποιείτο δέ καί κατάλογον όπόσαι μέν εις προύπτον στρατεύοιντο, όπόσαι δέ λοχίζουσι καί κεκρύφαται». Καί ό Βουλγαρίας δέ Θεοφύλακτος ομιλεί περί συγχρόνων του πορνείων «μνημεία κακίας» ταύτα άποκαλών.
——Πορνοβοσκεία καί πορνοβοσκούς κατά τούς χρόνους του αναφέρει ό Θ. Βάλσαμων, κατά τόν αυτόν δέ αιώνα ό Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, περιγράφων την άλωσιν τής Θεσσαλονίκης ύπό τών Νορμαννών, ομιλεί περί πορνών «αίς μόναις άνέλαμπε κάλλος Ιματισμού». Ό Νικήτας Χωνιάτης μετά ταύτα μνείαν ποιείται «χορού έταιρίδων» μεθ’ ών διεσκέδαζεν ό Ανδρόνικος Κομνηνός και πορνικών δέ γυναίων άσχημονούντων έν το ναό τής αγίας Σοφίας κατά την ύπό τών Φράγκων άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως. Καί ό Νικηφόρος δέ Γρήγορος αναφέρει έπί τών χρόνων του αύλητρίδας καί όρχηστρίδας πινούσας έν τοις χαμαιτυπείοις καί περί τών έν χαμαιτυπείοις αναστρεφόμενων, Νεαρά
δ’ Ανδρόνικου τού Γέροντος ομιλεί διά γύναια φαύλα μετά τήν δύσιν του ηλίου πίνοντα μετά των εραστών έν καπηλείοις. Εϊδομεν δ’ ανωτέρω ότι διάταγμα τού Δουκός τής Κρήτης τού 1369 άπηγόρευε νά ανοίγεται πορνείον είς οιονδήποτε μέρος τού Χάνδακος. Καί ό μεμψίμοιρος δέ Ιωσήφ Βρυέννιος κατά τούς περί τήν άλωσιν χρόνους παραπονείται ότι «αι παρθένοι υπέρ τάς πόρνας άνίσχυντοι».