Επειδή σήμερα το αποστολικό ανάγνωσμα το έχουμε μελετήσει άλλες φορές γι’ αυτό σήμερα θα πούμε για κάτι που κι αυτό το έχουμε πει αλλά θα χρειαστεί μία υπενθύμιση και μία ανάλυση περισσότερη για να το εμπεδώσουμε εμείς οι χριστιανοί γιατί αυτό το θέμα που θα κάνουμε σήμερα, είναι θέμα που αφορά όλους τους ανθρώπους και κυρίως είναι θέμα που μας οδηγεί στην ένωση μας με το Θεό.
Ο Χριστός όταν ήταν στον κόσμο, εκτός από τις ευεργεσίες που έκανε στους ανθρώπους, και τις ιάσεις και τα διάφορα θαύματα, μετά από αυτή τη δραστηριότητα του, έφευγε από τον κόσμο και κατοικούσε σε έρημους τόπους, για αρκετές ώρες, πολλές φορές και ημέρες, δείχνοντας στους ανθρώπους ότι εκτός από τις κοινές και καθημερινές δραστηριότητες, που έχουν να επιτελέσουν στον κόσμο στη ζωή τους, βασική δραστηριότητα είναι και η προσευχή.
Όχι ότι ο Χριστός είχε ανάγκη να προσευχηθεί, επειδή ήταν Θεός και την προσευχή την κάνουμε προς το Θεό. Αλλά ως άνθρωπος ήθελε να επιτελέσει το καθήκον του επί της γης. Και κάθε τι που έκανε το έκανε για να δειγματίσει και να παραδειγματίσει τους ανθρώπους. Να αφήσει δηλαδή υπόδειγμα ζωής. Γι’ αυτό βλέπουμε πολλά πράγματα να τα κάνει χωρίς να τα έχει ανάγκη, ένα εκ των οποίων ήταν και η προσευχή.
Είδατε προτού βγει στη δραστηριότητα του ο Χριστός ήταν σε αφάνεια, κι όταν βγήκε μετά το βάπτισμα έφυγε στην έρημο, σαράντα μέρες νηστεύοντας και προσευχόμενος, και εκεί βρήκε αντιμέτωπο με ειδική θα λέγαμε στρατιά και ενέργεια τον διάβολο.
Η προσευχή είναι ένας τρόπος ζωής, που ουσιαστικά δεν τα βάζουμε με κανέναν άλλον, παρά με το διάβολο τον εχθρό μας. Η προσευχή είναι ένα όπλο, που νικά με τα εναέρια όπως λέμε πνεύματα, κι αφήνουμε ελεύθερη τη δίοδο του Θεού να μπει μέσα στον άνθρωπο, και ταυτοχρόνως του ανθρώπου να έρθει σε επαφή με το Θεό. Γι’ αυτό και καμία άλλη δραστηριότητα του ανθρώπου δεν πολεμείται τόσο πολύ από τους διαβόλους όσο η προσευχή.
Όταν ανακαλύψει ο διάβολος έναν άνθρωπο προσευχόμενο, θα προσφέρει τέτοιο πόλεμο, ώστε ει δυνατόν να του εξουδετερώσει όλη αυτή τη δύναμη. Πως μας διδάσκουν οι γραφές να προσευχόμαστε; Η Εκκλησία μας έχει θα λέγαμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της αφιερώσει στη προσευχή. Εσείς βέβαια είσθε στο κόσμο και έρχεσθε με επαφή με τα κείμενα τα λατρευτικά μία φορά ή δυο ή τρεις το πολύ την εβδομάδα και αυτό λίγες ώρες. Εμείς όμως που είμαστε μέσα στα μοναστήρια, τι μεγάλο πλούτο άφησε η πείρα της Εκκλησίας, των πατέρων των αγίων της Εκκλησίας, πείρα προσευχής και λατρείας στο Θεό.
Ένα τέτοιο πλούτο που εκφράζεται θα λέγαμε σ’ όλο το εικοσιτετράωρο, από το πρωί που ξυπνάμε μέχρι το άλλο πρωί. Γι’ αυτό κάποια μονή στο Βυζάντιο στην Κωνσταντινούπολη ονομαζόταν ακοίμητη μονή γιατί είχε προσευχή ανά οκτώ ώρες, εφαρμόζοντας έτσι εκείνο του αποστόλου Παύλου που λέέι: «αδιαλείπτως προσεύχεστε». Το αδιαλείπτως προσεύχεστε σημαίνει μία αναφορά συνεχής του νου και της καρδιάς μας στο Θεό, και ει δυνατόν και την ώρα που κοιμόμαστε ακόμη να είναι ανοικτή η καρδιά μας στο Θεό. Υπήρξε κάποιος μοναχός στο Άγιο Όρος παλαιά, συγχωρέθηκε αυτό το διάστημα το τελευταίο καιρό, ο οποίος είχε συνηθίσει τόσο πολύ την προσευχή, ώστε κι όταν κοιμόταν ακόμη το χέρι του τραβούσε όπως λέμε κομποσχοίνι. Έλεγε την ευχή: « Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με». Εφαρμόζοντας έτσι το «εγώ καθεύδω, η δε καρδία μου αγρυπνεί».
Η προσευχή επομένως είναι ένα γεγονός, το οποίο είναι πάρα πολύ αναγκαίο, όσοι δεν το χρησιμοποιούν σίγουρα δεν μπορούν να καταλάβουν την αναγκαιότητα της.
Η προσευχή είναι τόσο αναγκαία, λέει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος όσο η αναπνοή μας. « Μνημονευτέον δει του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον», Περισσότερο πρέπει να μνημονεύουμε το Θεό, παρά να αναπνέουμε . Γι’ αυτό και την ευχή πολλοί πατέρες την ρυθμίζουν με τους κτύπους της καρδιάς. Κάθε κτύπο της καρδιάς λέγεται και μία ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με». Οπότε συνηθίζει ο άνθρωπος και αποκτά μία οργανική σχέση με το Θεό, όσο είναι οργανική η αναπνοή και η τροφή του.
Πρώτον λοιπόν είναι αναγκαία, και μη θεωρήσει κανείς τη προσευχή ότι είναι των μικρών παιδιών, των παππούδων και των γιαγιών, οι οποίοι τέλειωσαν το βίο τους και θέλουν να αναφερθούν στο θεό στα τέλη της ζωής τους. Είναι αναγκαία για όλους τους ανθρώπους. Πρώτον, είναι αναγκαία γιατί πολεμάει τον διάβολο, ξέρετε ότι ο πειρασμός που λέμε, είναι καθημερινά ξάγρυπνος, δεν έχει να κοιμάται ο πειρασμός. Πρωί και βράδυ, νύχτα και ημέρα, βρίσκεται εν εγρηγόρσει. Και ο άνθρωπος ο όποίος πειράζεται από τον πειρασμό, τον διάβολο, πρέπει να είναι πάντοτε σε ετοιμότητα ώστε να αντιμετωπίζει τον πειρασμό. Και ένα όπλο που χρησιμοποιεί συνήθως είναι η προσευχή.
Ο διάβολος τρία πράγματα όπως ξέρετε φοβάται από τον άνθρωπο, το ένα είναι το βάπτισμα του, το δεύτερο είναι η θεία κοινωνία και το τρίτο είναι η προσευχή.
Εάν ο άνθρωπος δεν είχε την θωράκιση με την προσευχή, ο διάβολος θα γινόταν κύριος της καρδιάς, του νου και όλου του είναι του ανθρώπου, όπως το βλέπουμε σε ανθρώπους που δεν έχουν σχέση με την προσευχή. Γίνεται κυρίαρχος πάνω στον άνθρωπο και ο άνθρωπος φθάνει έως δαιμονισμού, ανάλογα τι άδεια θα δώσει ο Θεός για να παιδαγωγηθεί ο άνθρωπος που αποστατεί από το Θεό, ο διάβολος ενεργεί πάνω στον άνθρωπο και μπορεί να τον φθάσει μέχρι δαιμονισμού. Μέχρι δηλαδή να μην μπορεί να ενεργεί η ελευθερία και η βούληση του ανθρώπου αλλά να ενεργεί ο διάβολος και μόνο.
Άρα το όπλο της προσευχής είναι αναγκαίο για να αντιμετωπίζουμε πρώτον όπως είπαμε το διάβολο.
Δεύτερον είναι αναγκαίο για να μας υπενθυμίζει την καταγωγή μας. Εμείς δεν είμαστε όπως λέμε αυτοδημιούργητοι. Δεν φυτευτήκαμε έτσι εκεί και ως έτυχε κάποτε και μεγαλώνουμε έτσι χωρίς καμιά πρόνοια κάποιου δημιουργού. Εμείς έχουμε άμεση σχέση με τον Θεό, δεν ζούμε όπως λέει ο Άγιος Μάξιμος «τη ιδία φύσει», τη ιδία φύσει ζει μόνον ο Θεός. Αυτοφυής είναι μόνον ο Θεός. «Αεί ο ων ωσαύτως όντα», πάντα ο ίδιος όπως είναι αυτή τη στιγμή. Αείδιος ονομάζεται ο Θεός, χωρίς αρχή χωρίς τέλος. Χωρίς να είναι δημιουργημένος είναι ο δημιουργός του σύμπαντος κόσμου. Είναι ο αιώνιος Θεός, άρα εκείνος ζει τη ιδία του φύσει, με την ίδια του την φύση με την ίδια του την ύπαρξη.
Εμείς ζούμε «τη μετοχή του Θεού» δηλαδή, με τη σχέση με το Θεό. Από την ώρα που θα υπάρξει μια δύναμις που θα μας κόψει αυτή τη σχέση, ο άνθρωπος παύει να ζει έστω κι αν φαίνεται ότι ζει. Γιατί τα ζωτικά του όργανα κυρίως ο νους του και η καρδιά του, που είναι αποστασιοποιημένα από το Θεό, παύουν να ενεργού και να κτυπούν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, γι΄ αυτό και πολλές φορές ενεργούν λανθασμένα. Με βλάβες πολλές, όχι απλώς οργανικές της καρδιάς, αλλά και ψυχολογικές της ψυχής, και διανοητικές διασαλεύσεις του νου και του λογισμού. Είναι πολύ εύκολο ο άνθρωπος να ασθενήσει, εάν φύγει από τη πηγή της ζωής. Και ένα μέσο που μας κρατάει με τη πηγή της ζωής, είναι η προσευχή. Είναι γεννήτρια, έχουμε ένα αγωγό που συνδεόμαστε με τη γεννήτρια του φωτός, και αυτός ο αγωγός, αυτό το καλώδιο, που μας αντλεί που αντλούμε από τη γεννήτρια το φως, είναι η προσευχή μας. Μας κρατάει αδιασάλευτο το νου, γιατί ο νους είναι τόσο ευόλιστος και τόσο ευμετάβολος, ώστε με το παραμικρό μπορεί να παρασυρθεί. Η προσευχή λοιπόν τον κάνει να έχει μία σταθερότητα. Να εδράζεται πάνω στη μνήμη του Θεού και ο Θεός να ενεργεί σ’ αυτόν.
Είναι επομένως για μας αναγκαία η προσευχή, όχι γιατί μας αντιμετωπίζει ο διάβολος με μίσος και πρέπει να τον πολεμάμε μόνο, αλλά και διότι πρέπει να ερχόμαστε σε άμεση επαφή με το ζωοδότη Θεό, να μας προσφέρει τη ζωή τη δική του.
Το αδιαλείπτως λοιπόν προσεύχεστε του αποστόλου Παύλου, είναι εκείνο το οποίο παρέδωσε ο Χριστός, με την προσευχή του Πάτερ ημών. Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς αγιασθήτω το όνομα σου, ελθέτω η βασιλεία Σου γεννηθήτω το θέλημα Σου ως εν ουρανώ και επί της γης, στον ουρανό το θέλημα του Θεού είναι να δοξολογείται συνεχώς το όνομα του από τους αγγέλους και τους αγίους αδιαλείπτως. Το γεννηθήτω το θέλημα Σου ως εν ουρανώ και επί της γης, εδώ σ’ αυτή τη περίπτωση είναι ακριβώς το ίδιο, να υπάρχει ει δυνατόν μία αδιάλειπτη σχέση του ανθρώπου με το Θεό μέσω της προσευχής. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον που αναφέρει όχι μόνο τον επιούσιο άρτο τον καθημερινό αλλά κυρίως τον άρτον τον εξ ουρανού καταβάντος, το σώμα και το αίμα του Χριστού δηλαδή κι’ αυτό δια προσευχής γίνεται. Βλέπετε ο ιερεύς όταν προσεύχεται στο θυσιαστήριο, επικαλείται το όνομα του Θεού, το Πνεύμα το Άγιον. «Κατάπεμψον το Πνεύμα Σου το Άγιον εφ’ ημάς και επί τα δώρα ταύτα και ποιήσον τον μεν άρτον τούτον τίμιον σώμα του Χριστού Σου το δε εν τω ποτηρίω τούτω τίμιον αίμα του Χριστού Σου, μεταβαλών τω Πνεύματι Σου τω Αγίω. Αμήν, Αμήν, Αμήν» που λέμε.
Στείλε λοιπόν το πνεύμα Σου το Άγιο, κατάπεμψον το Πνεύμα Σου το Άγιον, επί τα δώρα ταύτα τα οποία είναι στα Σα εκ των Σων πολλά από τα οποία μας έδωσες ένα μέρος και αγίασε τα και φτιάξε τον άρτο σώμα Σου και τον οίνο αίμα Σου μεταβάλλοντας τα με το Πνεύμα το Άγιο σ’ αυτά τα στοιχεία του σώματος και του αίματος του Χριστού. Το αμήν είναι η δική μας ικανοποίηση ότι ο Θεός ικανοποιεί αυτό το οποίο ζητήσαμε. Και ακούει αμέσως και γίνεται αυτό το μεγάλο γεγονός.
Σαρκώνεται ο Χριστός κάθε ημέρα για μας, και αυτό το αμήν δεν πρέπει να το λέει μόνο ο παπάς ή ο διπλανός παπάς με τον οποίο συλλειτουργεί ο κυρίως παπάς, ή ο επίσκοπος, αλλά πρέπει να το λένε όλοι οι πιστοί, είναι στοιχείο που το αποδέχονται όλοι οι πιστοί και ευχαριστούν το Θεό με το αμήν και μάλιστα λέγεται στη κάθε φορά ξεχωριστά ένα αμήν και στο τέλος λέγονται τρία αμήν.
Βλέπετε και το σώμα και το αίμα του Κυρίου, τον άρτον τον επιούσιον τον ζητάμε δια της προσευχή δια να έλθει και να γίνει ένα με μας. Και κυρίως εκείνο που έχει σημασία είναι αυτό το πρώτο που σας είπα που λέει στο τέλος της Κυριακής προσευχής «και μη εισενέγκεις ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού».
Ο πονηρός λοιπόν είναι ένα στοιχείο το οποίο αποστάτησε από το Θεό, και πειράζει τον άνθρωπο γιατί δεν μπορεί να πειράξει το Θεό. Και ζητάμε από το Θεό να μας γλιτώσει από τους πειρασμούς. Στην ερώτηση λοιπόν κάθε πότε πρέπει να κάνουμε προσευχή, απαντάει ακριβώς η Κυριακή αυτή προσευχή. Εάν υπάρχει διάλειμμα που ο διάβολος δεν πολεμάει, ο πειρασμός δεν πολεμάει τον άνθρωπο τότε μην κάνετε προσευχή. Ας ξέρετε εσείς αυτό το διάλειμμα, ησυχάστε μην κάνετε προσευχή, δεν είναι αναγκαία. Εάν όμως ξέρουμε ότι ο διάβολος αγρυπνεί τότε είναι ανάγκη να μένουμε συνεχώς στη προσευχή, θα έλεγα δε ιδιαίτερα κατά την ώρα του πειρασμού. Να τονίσω και περισσότερο ιδιαίτερα κατά την ώρα εκείνη που ο διάβολος μας έχει βάλει μέσα στο δόκανο του. Χρειάζεται να έχουμε το λόγο της προσευχής στο στόμα, και να γλιτώσουμε εάν είναι δυνατόν εκείνη την ώρα αλλά κυρίως και εάν δεν γλιτώσουμε να είμαστε έτοιμοι να μετανοήσουμε και να πούμε το ήμαρτον στον Θεό. Γιατί και το ήμαρτον ακόμη μέσω της προσευχής έρχεται, αν δεν έχουμε αυτή τη διάθεση, τη συνήθεια δεν μπορούμε να σωθούμε και να ζητήσουμε τη μετάνοια από το Θεό.
Είναι τόσο αναγκαία η προσευχή ώστε να σας πω δυο παραδείγματα τα οποία τα έχουμε πει κι άλλοτε αλλά καλό είναι να τα υπενθυμίζουμε. ώστε όποιος τη χρησιμοποιεί έστω και τυπικά κάνει το θαύμα της.
Σας ανέφερα κάποτε ένα ληστή ο οποίος είχε μια ομάδα ληστών, κλεπτών που πήγαινε στις πόλεις, κατοικούσε στις ερήμους αλλά πήγαινε στις πόλεις τη νύχτα και έκλεβε, και πολλές φορές λεηλατούσε και σκότωνε ακόμη και ανθρώπους και μια φορά εκεί που πήγαιναν σε μια έρημο συνήντησαν έναν ασκητή. Νομίζοντας ότι ο ασκητής έχει κρυμμένα χρήματα, τον πήραν και του είπαν να μας δείξεις τα χρήματα γιατί αλλιώς θα σε σκοτώσουμε. Ο ασκητής βέβαια δεν είχε τίποτα άλλο από το ρασάκι του, ζήτησε προτού τον σκοτώσουν αν είναι δυνατόν να τους δείξει ο αρχιλήσταρχος αυτός να τους δείξει όλα τα παλικάρια του.
Και δεν ήταν δύσκολο να το κάνει αυτό π ληστής και έφερε μπροστά τα παλικάρια ένα προς ένα. Όταν τελειώσανε λέει ο ασκητής: «δεν υπάρχει άλλος;» στην απάντηση ότι δεν υπάρχει άλλος επέμενε ο ασκητής ότι ψάξτε κάποιος άλλος υπάρχει. Και πράγματι πήγαν σε ένα ιδιαίτερο εκεί που πλέναν τα πιάτα και βρήκαν έναν και τον πήραν και τον έφεραν μπροστά στον ασκητή. Και του λέει ο ασκητής: «Σε εξορκίζω στο όνομα του Θεού του ζώντος να αποκαλύψεις εδώ μπροστά ποιος είσαι» και χωρίς να χάσει καιρό αυτός ο οποίος υποδύετο τη μορφή του ανθρώπου ήταν ένα διαβολάκι που είχε τη μορφή του ανθρώπου και μπήκε μέσα στη παρέα των ληστών, απεκάλυψε το εξής: «Εγώ είμαι ο διάβολος, με έστειλε ο αρχηγός μου να μπω μέσα σ’ αυτή την ομάδα των ληστών με τέτοιο τρόπο και το έργο μου είναι το εξής: θα περιμένω το χρόνο πότε αυτός ο αρχιλήσταρχος δεν θα πει τους χαιρετισμούς στη Παναγία για να του πάρω το κεφάλι,. Αυτός λοιπόν ήτανε κοντά στο Θεό όταν ήταν μικρός και είχε μάθει τους χαιρετισμούς της Παναγίας απ’ έξω, και επειδή έφυγε μετά από το Θεό, κι όλη η δραστηριότητα του ήταν δραστηριότητα εμπαθής, όπως σας είπα κλεψιές και σκοτωμοί, αυτή τη συνήθεια την κράτησε, από τη μανούλα του φαίνεται και όπου πήγαινε μια φορά την ημέρα έλεγε την προσευχή των χαιρετισμών. Και τόσο πολύ εμπόδιζε τον διάβολο για να τον καθαρίσει θα λέγαμε, αυτόν τον ληστή ώστε τον έστειλε να παραφυλάει ο αρχιδιάβολος έναν διάβολο να παραφυλάει πότε θα παραμελήσει την προσευχή για να του πάρει το κεφάλι.
Τι σημασία μεγάλη ε; Για εκείνους οι οποίοι λένε μα δεν καταλαβαίνω εγώ την προσευχή. Όλοι μας δεν καταλαβαίνουμε όλες τις προσευχές. Εμείς που μπαίνουμε μέσα στην Εκκλησία από τις πέντε και τελειώνουμε στις δέκα, ακούμε ένα σωρό πράγματα, αν είχαμε το μυαλό μας σ’ όλα αυτά δεν ξέρω αν θα είχαμε και σώας τας φρένας; Είπε, κάποτε ο Άγιος Μακάριος απεφάσισε να συγκεντρωθεί επί ένα τριήμερο απόλυτα στη προσευχή χωρίς να σκεφθεί τίποτα άλλο και πήγε να τρελαθεί. Δεν είναι εύκολο. Πρέπει τη προσευχή να την παραλάβει η καρδιά και να μπει ο Θεός μέσα και να γίνει ένα με τον άνθρωπο για να μπορεί να την δέχεται αενάως ο άνθρωπος. Αν γίνεται απλώς προσπάθεια εξωτερική δεν είναι δυνατό να τα παρακολουθήσουμε όλα. Όμως αυτά όλα τα ψάλματα, τα αναγνώσματα, αυτά τα οποία τα λέμε τυπικά και δεν καταλαβαίνουμε, αυτά κάνουν τη δουλειά τους, μυστικά και κρυφά, μοιάζουν λέει ένα ς άγιος της Εκκλησίας μας, σαν τα έντομα εκείνα τα οποία αφήνουν τα αυγά τους το φθινόπωρο σε ένα μέρος και εκκολάπτονται την άνοιξη. Έρχεται ώρα που αυτά θα πάρουν την αμοιβή τους, αυτός ο κόπος που γίνεται για να κάνουμε το απόδειπνο επί παραδείγματι, ή να πούμε τον όρθρο ή να κάνουμε τον κανόνα μας, ή να κάνουμε προσευχή, έστω κι αν δεν το καταλαβαίνουμε έρχεται ώρα που μας τα ανταποδίδει ο Θεός εκαντοταπλασίονα.
Και το άλλο είναι αυτό που αναφέρουν οι περιπέτειες ενός προσκυνητού. Ένας είχε ένα παπαγάλο λέει, και τον έμαθε την ευχή, να λέει την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με» και κάποια μέρα βγήκε από του κλουβί ο παπαγάλος, και χίμηξε ένα γεράκι επάνω να τον φάει και εκείνη την ώρα αντί άλλης κραυγής ο παπαγάλος είπε το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με» και το γεράκι έφυγε.
Πόσο χαρακτηριστικό είναι κι αυτό για την συνήθεια της προσευχής έστω και με τυπικό τρόπο.
Η προσευχή επομένως διώχνει τα δαιμόνια, διώχνει τους εχθρούς του ανθρώπου και κυρίως ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό. Αλλά και πόσα άλλα πράγματα μπορεί να κάνει η προσευχή. Το «αιτείτε και δοθήσεσθαι» που λέει ο Χριστός στο ευαγγέλιο, δεν το αναφέρει αυτό επειδή ο Θεός δεν ξέρει τι να μας δώσει και δε γνωρίζει ποιες είναι οι ανάγκες μας. Αλλά το λέει «αιτείτε και δοθήσεσθαι» επειδή θέλει να μας βάλει εμάς σε δραστηριότητα προσευχής, πως λέμε αν δε κλάψει το παιδί δεν του δίνει η μάνα να φάει. Που σημαίνει όχι πως δεν ξέρει η μάνα πότε πρέπει να φάει, αλλά πρέπει και το παιδί να το ζητήσει αυτό για να μπορεί να το πάρει και να το αφομοιώσει. Γιατί αλλιώς αν το κυνηγάς από κοντά με το κουτάλι να του δώσεις τροφή, κάποτε θα σου το πετάξει στα μούτρα το κουτάλι, δεν θα μπορείς να το δαμάσεις και θα μένει νηστικό. Πρέπει και ο άνθρωπος να δραστηριοποιείται σ’ αυτό.
Αυτές είναι οι κοινές προσευχές και οι λόγοι για τους οποίους τις κάνουμε τις προσευχές. Υπάρχει όμως και η λεγόμενη νοερά προσευχή η οποία είναι μία ειδική θα λέγαμε εργασία, για τον κάθε ένα από εμάς.
Κυρίως αναφέρεται βέβαια για τους μοναχούς αυτή η νοερά προσευχή, αλλά μπορούμε όμως να την μάθουμε ο κάθε ένας από μας, και θα σας πω πέντε λόγια γι΄ αυτό και θα δείτε ότι είναι αποτελεσματικότερη αυτή από κάθε άλλη προσευχή η νοερά προσευχή.
Τι σημαίνει νοερά προσευχή; Το λέει και η λέξις, προσευχή που γίνεται με το νου. Μα οι άλλες με τι γίνονται; Οι άλλες γίνονται και με το λόγο μας, πολλές φορές και με το ψάλσιμο, με τη φωνή κλπ. Αυτή όμως γίνεται καθαρά με το νου. Δεν επεμβαίνει όπως λέμε ο λόγος. Ή αν επεμβαίνει ο λόγος είναι ο ενδιάθετος λόγος ο εσωτερικός λόγος, όχι ο εξωτερικός.
Αυτά τα πέντε λόγια της ευχής που λέμε, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με», «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με» πέντε λόγους, που όλη αυτή η προσευχή κρύβει όλη τη θεολογία, της Εκκλησίας μας και ταυτοχρόνως όλη την εκκλησιολογία και την ηθική.
Ο Κύριος Ιησούς είναι ο θεός, ο Χριστός είναι ο Θεός, ο Θεός που έγινε άνθρωπος. Ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος. Και όλη η διδασκαλία της Εκκλησίας για να ενωθεί ο άνθρωπος με το Θεό στηρίζεται, στο «ελέησον με». Ο άνθρωπος είναι αδύνατος να έρθει σε επαφή με το Θεό. Γι’ αυτό ήλθε ο Θεός σε επαφή με τον άνθρωπο. Και χάρισε στον άνθρωπο το έλεος, γι’ αυτό κι από εκεί και πέρα η Εκκλησία το «Κύριε ελέησον» και το «ελέησον με» το λέει σε κάθε της προσευχή. Σε κάθε τροπάριο θα δείτε το ελέησον ημάς, ελέησον με , ελέησον τον αμαρτωλόν, τον άθλιον δούλον σου κλπ. Αυτό το ελέησον με είναι όλη η ηθική του ευαγγελίου, το δείγμα δηλαδή ότι ο άνθρωπος μόνος δεν μπορεί να σωθεί, και χρειάστηκε να τον σώσει, να έρθει ο ίδιος ο Θεός και να γίνει άνθρωπος και να προσεγγίσει τον άνθρωπο.
Αυτήν λοιπόν τη προσευχή τη λέμε νοερά, ο νους μας την πιάνει, καθόμαστε σε ένα σημείο, σε μια καρέκλα, σε ένα σκαμνί, σε ήρεμο τόπο, να μην έχουμε δίπλα φασαρίες, να είμαστε εξομολογημένοι και καθαρισμένοι και να μην η καρδιά μας την αποπέμπει την προσευχή, ει δυνατόν να είμαστε και κάπως ξεκούραστοι για να μην μας πιάσει ο ύπνος, γιατί καμιά φορά είναι ευκαιρία για ύπνο η νοερά προσευχή σε πολλούς και να αρχίσουμε με τις τρεις ενέργειες: πρώτον ο νους θα την παρακολουθεί, μόνο τα λόγια τίποτα άλλο, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με», ο λόγος, ο ενδιάθετος λόγος, μέσα μας ο λόγος, θα το λέει το Κύριε Ιησού Χριστέ, και η διάθεση της καρδίας μας θα επιμένει να πείθει την ύπαρξη μας να κάθεται και να το λέει, γιατί καμιά φορά έρχεται μια διάθεση να σηκωθούμε, βαριόμαστε, κουραζόμαστε, δεν παρακολουθούμε καλά την ευχή, έχουμε φασαρίες, έχουμε λογισμούς, έχουμε πειρασμούς, και μας έρχεται η διάθεση να σηκωθούμε από τη προσευχή. Αυτή η διάθεση πρέπει να υπάρχει πάντα σε μία εγρήγορση για να επιμένει να λέμε την ευχή.
Στην αρχή να ξέρετε δεν θα καταλάβουμε τίποτα, πολλές φορές ο νους μας θα φεύγει σε όλες τις άλλες δραστηριότητες που κάναμε στη ζωή μας και ελάχιστα θα παρακολουθούμε τα λόγια της προσευχής. Εάν όμως εξασκηθούμε για ώρες και για μήνες στην προσευχή έτσι όπως σας είπα με το τρόπο που διδάσκουν οι πατέρες τότε να ξέρετε θα δημιουργήσει αυτή η προσευχή, μια γλυκύτητα στο βάθος της καρδιάς, τέτοια που μετά θα ψαχνόμαστε να βρίσκουμε τόπους να καθόμαστε για να προσευχόμαστε. Γιατί; γιατί αυτή γλύκα της καρδιάς είναι τόσο ελκυστική, και τι ότι ξέρουμε ότι έρχεται από τη προσευχή, θα τρέχουμε στα βουνά και στα όρη κραυγάζοντας μυστικώς το όνομα του Θεού, για να γίνεται μέτοχος ο άνθρωπος, η ψυχή μας και η καρδιά μας, με τη χάρη και την ενέργεια του Θεού.
Αυτή είναι η πείρα που δίνει στην αρχή η προσευχή όταν κανείς επιμένει και κάνει αυτή την προσευχή την νοερά μ΄ αυτό τον τρόπο που σας είπα. Η πρώτη πείρα γλυκαίνεται ψυχή μας. Αρχίζει μετά μια άλλη δραστηριότητα μέσα στο βάθος, η δραστηριότητα της συμπάθειας του άλλου ανθρώπου, που δεν την βλέπουμε πριν και χωρίς την προσευχή. Μπορεί να συμπαθήσουμε τον άλλο άνθρωπο που έχουμε δίπλα μας, που ίσως ήμασταν μαλωμένοι για μέρες και για χρόνια. Να έρθει ένα ιλαρό πνεύμα και μια μετάνοια μέσα στη ψυχή μας, και να θέλουμε να του μιλήσουμε αυτού του ανθρώπου και να τον υπηρετήσουμε κιόλας. Έρχεται μετά η διάθεση να κάνουμε εργασία, που πολλές φορές οι αμαρτίες και οι ραθυμίες μας, μας κάνουν ώστε να παραμελούμε και αυτά τα εξωτερικά καθήκοντα. Και κυρίως και βασικώς έρχεται μία διάθεση να αυξήσουμε αυτή τη χάρη και τη χαρά που μας δίνει ο Θεός με το να προσθέσουμε πάνω στην προσευχή κι άλλη προσευχή.
Βλέπετε οι πατέρες όταν έκαναν προσευχή και είχαν μέσα τους αυτή τη πείρα, έπαιρναν το κομποσχοίνι και έφυγαν μακριά στις ερήμους και καθόντουσαν ώρες ολόκληρες και ημέρες για να προσεύχονται, ανέβαιναν πάνω σε στύλους, άλλοι έφτιαχναν ειδικά βαρέλια και μπαίναν μέσα και καθόντουσαν εκεί, κρεμασμένο το βαρέλι σε δύο δένδρα και καθόντουσαν μέσα στο βαρέλι και κάναν νοερά προσευχή. :Άλλοι χτίζονταν σε πύργους να μην βγουν έξω για να μην έχει η ψυχή την διάθεση να βγει στον έξω κόσμο για να επιμένουν στην προσευχή. Άλλοι έφευγαν στα όρη όπως σας είπα και άλλοι έβρισκαν διάφορους τρόπους.
Αναφέρεται για κάποιον στυλίτη ο οποίος ανέβηκε πάνω σε ένα στύλο και προσηύχετο μέρα και νύχτα όρθιος, αφού είχαν σαπίσει τα πόδια του και έβγαζαν υγρά τα πόδια του και εκείνος δεν καταλάβαινε τίποτα γιατί η ψυχή του ήταν δοσμένη στο Θεό. Και κάποτε ένας απ’ αυτούς μία νύχτα παγερή πάγωσε και έγινε κόκαλο κυριολεκτικά κι όταν οι υποτακτικοί του πήγαν να τον πάρουν να τον θερμάνουν λιγάκι να τον ξεπαγώσουν, όταν ξεπάγωσε τότε ξύπνησε θα λέγαμε, βγήκε από την προσευχή, και τους είπε γιατί μου διακόψατε την εργασία που έκανα;
Η προσευχή γίνεται αιτία να αρπαχθεί ο νους στον ουρανό κι αυτό είναι η πρώτη αρχή που μας δίνει την αίσθηση η προσευχή. Και εν συνεχεία κατεβάζουμε τον Θεό μέσα στη καρδιά μας. Είναι η δεύτερη εργασία που γίνεται και από εκεί αρχίζει, όπως λένε και οι πατέρες η θέωσις της ψυχής του ανθρώπου. Από το ότι αισθάνεται εν ταις καρδίες αυτού να λαλεί αββά ο πατήρ, η καρδιά του να μιλάει πατέρα μου, πατέρα μου.
Είναι μία πείρα που την διδάσκουν οι πατέρες και δεν την διδάσκουν επειδή την διάβασαν, αλλά επειδή την δοκίμασαν, την πήραν από την εργασία τους και την κληρονόμησαν από τους προηγούμενους πατέρες τους.
Η προσευχή επομένως είτε τυπική είναι αυτή που παρέδωσαν με τη λατρευτική ζωή οι πατέρες μας είτε νοερά, είναι τόσο αναγκαία όσο είναι θα λέγαμε και η αναπνοή μας. Γι’ αυτό αδελφοί μου, ας κάνουμε όσο μπορούμε ο καθένας προσπάθεια, μέσα στις πολλές δραστηριότητες που έχουμε όλοι μας και σεις οι κοσμικοί και εμείς οι μοναχοί, να μην παύουμε τις ώρες της προσευχής μας. Έστω μερικές ώρες της ημέρας αν δεν μπορούμε συνέχεια. Αλλά όμως όπου και να βρισκόμαστε ας έχουμε τον νου μας που λέμε στο Θεό. Να μνημονεύουμε το όνομα του Χριστού με το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με», εσωτερικά χωρίς να μας αντιλαμβάνεται κανείς και έτσι θα γλιτώνουμε από πολλά άλλα κακά που έρχονται στη ζωή μας.
Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει πληθώρα παραδειγμάτων και γεγονότων από την ορθόδοξη ζωή των αγίων της εκκλησίας μας, που εξαιτίας της προσευχής γλίτωσαν από σοβαροτάτους κινδύνους και εξωτερικούς και εσωτερικούς, και αυτοί και πολλές φορές και οι οικογένειες τους. Είναι όμως περιττό γιατί πολλοί από σας έχετε εντρυφήσει μέσα στα κείμενα και μέσα στα γεροντικά των πατέρων και έχετε αντιληφθεί τουλάχιστον γνωσιολογικά το τι σημαίνει η προσευχή. Δεν απομένει πια το να πιάσει ο καθένας το κομποσχοίνι του και να αρχίσει να προσεύχεται έστω κι αν του ‘ρχεται ο πειρασμός της νύστας και της ραθυμίας, με βία στην αρχή, με ευκολία μεγαλύτερη αργότερα, να δίνουμε τον εαυτό μας και την καρδιά μας στο Θεό, γιατί τότε θα μας δοθεί ο Θεός. Εάν δεν κάνουμε εμείς μία πράξη τέτοια, ασκητική, να ξέρετε ο Θεός δεν μας δίδεται , δεν έρχεται διά μαγείας μέσα στο νου μας και στη καρδιά μας ο Θεός, αλλά έρχεται με συνεργασία, και με δικό μας άνοιγμα και δική μας προσπάθεια.
Τα περισσότερα για προσευχή θα διαβάσετε: «ΑΘΩΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ» του πατρός Θεοκλήτου, θα διαβάσετε «Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ», θα διαβάσετε «ΜΙΑ ΒΡΑΔΥΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ», θα διαβάσετε «ΤΙΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΕΝΟΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΥ», θα διαβάσετε ένα άλλο αγιορείτικο βιβλίο δεν το θυμάμαι τώρα πως λέγεται τώρα ο τίτλος του και πολλά άλλα βιβλία που αναφέρουν για τη νοερά προσευχή. Κυρίως όμως και βασικώς να διαβάσετε πατερικά βιβλία, αν θέλετε «ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ» που μέσα εκεί έχει πάρα πολλά για την τήρηση του νοός και τη νοερά προσευχή, που μπορεί κανείς να σπουδάσει πάνω σ’ αυτό το θέμα και να του δοθεί αφορμή, να αρχίσει την εργασία πάνω στην προσευχή. Για να μπορεί στη ζωή του να ζει σαν πραγματικός Χριστιανός και όχι σαν κατ’ όνομα. ΄Οπως ζούμε εμείς.
Επειδή κάνει ζέστη αν τυχόν δεν έχετε κάποια απορία να μην σας κρατάμε.
Ακροατής: Πάτερ, τι γνώμη έχετε για τα προγράμματα των παπαροκάδων;
Γέροντας: Κακός είναι και ο τίτλος αυτός. Η ορθοδοξία δεν γνωρίζει τέτοιες δραστηριότητες μέσα στην παράδοση της, είναι προσπάθειες νεοφανείς αυτές και δεν χρειάζεται καθόλου να τις σχολιάζουμε, το έργο του καθενός οποίον εστί το πυρ δοκιμάζει, θα ‘ρθει κάποια δοκιμασία και αν τα έργα αυτά είναι χρυσός, θα γίνουν πιο λαμπρά μέσα στο πυρ και στη φωτιά, αν είναι άχυρο θα χαθούν και θα εξαφανισθούν. Ολίγον χρόνον να αναμένουμε και ο καθένας, κάθε κατεργάρης θα μπει στον πάγκο του, που λέμε.
Ακροατής: Αυτό με την αναπνοή που γίνεται πόσο επικίνδυνο μπορεί να είναι και πόσο πείρα χρειάζεται ας πούμε
Γέροντας: Το επικίνδυνο του συγχρόνου ανθρώπου δεν είναι η πολλή προσευχή,
ή με την αναπνοή, η καθόλου προσευχή είναι το επικίνδυνο. Το επικίνδυνο για τον άνθρωπο σήμερα δεν είναι το πώς θα προσευχηθούμε, είναι το ότι δεν προσευχόμαστε.
Ακροατής: ...........................................................................................
Γέροντας: Όταν έχει τον πνευματικό του κανείς δεν είναι επικίνδυνο,. Ο κίνδυνος της προσευχής είναι να του δώσει ο Θεός μια χάρη στην αρχή μια γλυκύτητα, και να την θεωρήσει ότι είναι το τέλειο δώρο. Κατάλαβες; Και εκεί πάνω να κτίσει την ηθική του ας πούμε, να κτίσει στο λογισμό του αυτό ότι ο Θεός τον αξιολόγησε έτσι, να κτίσει τον λογισμό ότι είναι άξιος για τα πάντα και ταυτοχρόνως οι άλλοι δεν ξέρουν τίποτα απ’ αυτά. Εκεί είναι το επικίνδυνο στη προσευχή, αλλά άμα έχει κανείς τον πνευματικό του, και αναφέρεται πάνω στα θέματα της προσευχής, θα ‘ρθεί η ώρα που θα καταλαβαίνει τον λογισμό τον υπερήφανο που έρχεται. Δυο λογισμοί βασικά έρχονται στην ώρα της προσευχής. Ο ένας είναι ο λογισμός της σαρκός, που πολεμάει ο διάβολος με λογισμούς άσχημους, και ο άλλος είναι ο λογισμός της υπερηφανείας. Ο λογισμός της σαρκός είναι φανερός, λένε οι πατέρες όταν προσεύχεσαι και έχεις έντονο λογισμό σαρκός, καλύτερα να την αφήνεις την προσευχή γιατί αντί να προσεύχεσαι αμαρτάνεις. Το άλλο όμως είναι ανεπαίσθητο, και χρειάζεται μια προσοχή να προσέχει κανείς το εσωτερικό του. Όταν δουλεύει ο υπερήφανος λογισμός η χαρά αρχίζει να αφαιρείται από μέσα και υπάρχει μία ας πούμε αίσθηση ικανοποιήσεως. Κι αρχίζει να μετράει μετά τα κομποσχοίνια, πόσα κομποσχοίνια έκανε, αρχίζει να μετράει τις ώρες, πόσες ώρες έκανε, αρχίζει να αξιολογεί τα πράγματα, σα να θέλει να το λέει στους άλλους, ξέρεις εγώ έκανα προσευχή και έμμεσα και άμεσα. Εδώ φαίνεται καθαρά ότι πιάστηκε από τον λογισμό της υπερηφάνειας αυτός ο άνθρωπος. Ενώ η προσευχή γίνεται λάθρα εις το ταμείον όπως λέει η γραφή. «Είσελθε εις το ταμείον σου και εκεί προσευχήσου και ο Πατήρ βλέπων εν τω κρυπτώ, αποδώσει σε εν τω φανερώ». Εμείς κατά την ώρα της προσευχής δεν χρειάζεται να φανερώνουμε το τι εργασία κάναμε, γιατί αν αρχίζουμε να φανερώνουμε την εργασία μας, γρήγορα θα μπει μέσα ο υπερήφανος λογισμός και θα γίνουμε υποχείριο του διαβόλου και αντί για προσευχή θα κάνουμε τα χατίρια του διαβόλου.
Σας είπα μια φορά που ήρθε ένας ο οποίος τον οδήγησε ο διάβολος μέχρι την τρέλα. Ψάλτης απλός ήταν ο καημένος, δεν είχε πνευματικό να ρωτήσει, του ΄ρθε ο λογισμός να προσεύχεται μπήκε μες το δωμάτιο άρχισε να προσεύχεται πολλές ώρες, του ‘ρθε μια χαρά μετά από λίγο βλέπει του λέει μια φωνή πήγαινε στο άλλο δωμάτιο, πήγε στο άλλο δωμάτιο για καλύτερα, κάθισε εκεί λίγο ύστερα του λέει σήκω βγες έξω, βγήκε έξω μετά του λέει φώναξε δυνατά, νύχτα τώρα, και αρχίζει να του δίνει εντολές, την ώρα που κατάλαβε ότι πλέον κάτι άλλο συμβαίνει τότε το κατάλαβαν και οι δικοί του, και ανησύχησαν και σου λέει κάπου πρέπει να πάμε ή στο γιατρό θα πάμε ή στον πνευματικό. Και ευτυχώς ήρθαν στον πνευματικό γιατί αν πήγαιναν στον γιατρό θα του ΄δινε ενέσεις. Ε και του βάλαμε ένα κανόνα εκεί, του είπαμε πότε θα προσεύχεται, τι ώρα και πως θα προσεύχεται και ηρέμησε ο άνθρωπος και κατάλαβε ότι πλανάτο από ένα αυτό, γιατί ερχόταν και μια φωνή, ενώ δεν υπήρχε κανένας δίπλα του ένιωθε μια φωνή αυτός. Αυτή λοιπόν η φωνή δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια εκδήλωση της υπερηφάνειας του, ότι αυτός μπήκε πλέον στο τρόπο της προσευχής των πατέρων της εκκλησίας. Έτσι και άρχισε να βαυκαλίζεται.
Ακροατής: Μία προσωπική και πρακτική περισσότερο ερώτηση, ελπίζω να μην προκαλέσει τους άλλους, Εγώ προσωπικά την νοερά προσευχή την συναντώ μόνο όταν πάω για ύπνο, πάνω στο κρεβάτι, για να με έρθει ο ύπνος πιο γλυκά, τότε κάνω τη νοερά προσευχή, είναι θεάρεστη ή είναι εμπαιγμός;
Γέροντας: Κοίταξε άμα έχουμε κι αυτή την ανάγκη και χρειάζεται να χρησιμοποιούμε τη προσευχή γι’ αυτό θα το χρησιμοποιήσουμε. Αλλά η προσευχή όταν οδηγεί στον ύπνο να ξέρεις δεν είναι προσευχή. Η καλή προσευχή είναι όταν κοιμάσαι και προσεύχεσαι να ξαγρυπνάς. Να σου ‘ρθει τέτοια όρεξη από μέσα σου ώστε να θέλεις να ξαγρυπνάς.
Ακροατής: Την καλή προσευχή ξέρω ότι δεν την έχω, έχω επίγνωση ότι δεν την έχω, αλλά τουλάχιστον μήπως κάτι είναι κι αυτό απ’ το καθόλου;
Γέροντας: Αυτό είναι όπως λέμε Θεέ μου βοήθησε με να αποκτήσω ένα αυτοκίνητο, είναι κάτι και ο Θεός μπορεί να μας το δώσει. Άμα ένας έχει πρόβλημα ψυχολογικό ας πούμε και αϋπνίες και δεν μπορεί να κοιμηθεί, δεν πρέπει να προσευχηθεί στο Θεό να του δώσει ύπνο; Ε; Αλλά αυτό το κάνουμε όλοι μας, μη κοιτάς το αστείο αυτό τώρα, εμείς όταν αρχίζουμε να κάνουμε προσευχή πολλές φορές η προσευχή μας οδηγεί στον ύπνο, ενώ δεν είναι ώρα για ύπνο, μας πιάνει ο ύπνος, παθαίνουμε μερικές φορές ακόμη και ο σβέρκος μας από την αυτή, γιατί διότι κρεμάει χωρίς να το καταλάβουμε, χωρίς να καταλάβουμε κάνουμε προσευχή εμείς και κείνος κοιμάται και μετά όταν ξυπνάμε είναι κρεμασμένο το κεφάλι, αυτό δεν είναι προσευχή, η προσευχή σωστή είναι
Να αρχίσεις από την αρχή να συγκεντρώνεσαι να μην σου φύγει η συγκέντρωση, άμα σου φύγει από την αρχή η συγκέντρωση μετά δύσκολα τον μαζεύεις τον νού, αλλά από την αρχή άμα αρχίσεις τότε θα αρχίσει να ξαγρυπνά ο νούς. Νήφει ο νους όπως λέμε, αρχίζει αυτό και να χαίρεται η καρδιά. Το χαρακτηριστικό του εγρηγορούντος ας πούμε νοός είναι το ότι πέφτει μες τη καρδιά και χαίρεται όταν προσεύχεται, η καρδιά χαίρεται και δεν του φτάνουν οι ώρες μετά να προσευχηθεί, δεν θέλει να τελειώσει η προσευχή, κι αν θέλετε πρακτικά στοιχεία για να μπορεί κανείς να τα πιάνει αυτά και να φεύγει και τη ραθυμία είναι να συνδυάσει τη νοερά προσευχή με τις μετάνοιες. Όταν νυστάζει να σηκώνεται να κάνει μετάνοιες. Η μετάνοια ξαγρυπνάει τον άνθρωπο, και ξανά κομποσχοίνι και άμα ξανά έρθει η αυτή πάλι το ίδιο θα κάνει. Και έτσι λοιπόν δεξιός ψάλτης εμείς, αριστερός οι μετάνοιες, θα βγάλουμε την νύχτα ε;
Ακροατής: Γέροντα πόσο παλιά είναι η νοερά προσευχή, λέγεται ότι και η Παναγία την έκανε; και μερικοί φέρουν το επιχείρημα και λένε ότι μία προσευχή άφησε ο Χριστός την Κυριακή προσευχή και όχι άλλη.
Γέροντας: Αυτή είναι η προσευχή ουσιαστικά, αν θα δούμε , αν θα αναλύσουμε το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με, με το Πάτερ ημών, θα δούμε ότι έχει το θεολογικό στοιχείο, και το ηθικό. Ο Άγιος Μάξιμος έχει αναλύσει αυτό το Πάτερ ημών, που είναι ωραιότατη η ανάλυση του, έγινε και μία αφορμή να ζητήσω και το όνομα του Αγίου Μάξιμου, όταν μου έβαλαν μία εργασία στο Πανεπιστήμιο να κάνω, ανάλυση της προσευχής του Πάτερ ημών του Αγίου Μαξίμου, έχει τέτοια στοιχεία μέσα, αναφέρει καθαρά τα θεολογικά στοιχεία ότι Θεός Πατέρας έστειλε τον υιό του τον μονογενή στον κόσμο, και ότι το Πνεύμα το Άγιο είναι εκείνο το οποίο στο να χριστοποιήσει τον άνθρωπο. Να τον γλιτώσει από τον πονηρό, να τον κάνει πολίτη του ουρανού και να γίνεται το θέλημα του Θεού όπως στον ουρανό και μέσα σ’ αυτόν. Το Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησον με δεν είναι τίποτα άλλο είναι αυτά τα πέντε λόγια που αναφέρει ο απόστολος Παύλος σε μια επιστολή του, τα οποία συμπυκνώνονται πιο πολύ από ότι το Πάτερ ημών. Και το κάνουμε σαν μία ας πούμε προσευχή να συγκεντρωνόμαστε ώστε να μην φεύγει ο νους μας με την πολυλογία.
Κάποτε ένας ασκητής άρχισε να κάνει προσευχή και με το Πάτερ ημών έβγαλε μία νύχτα, με το Πάτερ ημών μόνο, μελετούσε ακριβώς αυτή την έννοια του Πατέρα μας , τι είναι για μας ο Θεός; και αναφέροντας την λέξη Πάτερ ημών και νοερώς αισθανόταν αυτή την αρπαγή στην, μέσα στην θεωρία του Θεού Πατέρα και έβγαλε όλη τη νύχτα. Το θέμα δεν είναι τι προσευχές θα λέμε με το στόμα, αλλά τι θα πιάνει ο νους μας, Την ώρα που εμείς λέμε το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με, δεν αφήνομε τον πιστό μας να θεολογεί εκείνη την ώρα γιατί; διότι θα φύγει ο νους. Ξέρουμε ότι μέσα από το όνομα του Χριστού εκπηγάζει όλη η ενεργητικότητα της Θείας χάριτος γι’ αυτό και λένε μελέτα μόνο το όνομα, συγκεντρώσου πάνω στο όνομα, και το ίδιο το όνομα θα εκπέμψει μια ακτινοβολία μέσα σου, θα σου φωτίσει το νου και θα συγκεντρώσει τη καρδιά και..,.. και όχι λογικά και πράγματι έτσι συμβαίνει, όποιοι έχει λίγη πείρα πάνω σ’ αυτή την εργασία θα καταλάβει ότι την ώρα που η προσευχή ενεργεί μέσα στην καρδιά του θα βλέπει να ανοίγει όλο το είναι του.
Ο Άγιος Εφραίμ ο Σύρος, από την προσευχή έκανε την καρδιά του μια πηγή ζωήρητων λόγων, έβγαιναν τα λόγια σαν μια πηγή συνεχώς χωρίς να κάνει καμιά προσπάθεια. Καταλάβατε, και λόγια βέβαια θεολογικά και υψηλά λόγια. όπως και άλλοι άγιοι της Εκκλησίας μας. Δεν είναι λόγια που βγαίνουν μέσα από μία φυσική ικανότητα, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είχε ικανότητα του λέγειν ας πούμε και πολλοί άλλοι έχουν ικανότητα του λέγειν, αλλά όταν μπήκε η προσευχή μέσα, αυτή η ικανότητα γίνεται πλέον ένα ουράνιο χάρισμα. Και προσφέρει όχι απλά ρήματα φιλοσοφίας αλλά ρήματα ζωής αιωνίου. Τα προσφέρει, τα έχει ήδη συλλάβει αυτός και τα προσφέρει και στον άλλο κόσμο. Αυτά τα ρήματα λοιπόν ζωής αιωνίου έρχονται μέσα από την νοερά προσευχή γι’ αυτό και λέει, ξέρετε ένας άγιος που λέει ότι : ει προσεύχει αληθώς θεολόγος ει, και θεολόγος είναι εκείνος που προσεύχεται αληθινά». Αυτή είναι η αληθινή θεολογία.
Ακροατής: Αυτό που λέγεται για την Παναγία, ότι προσευχόταν
Γέροντας: Ναι η Παναγία αυτό έκανε μέσα στα άγια των αγίων, συγκεντρώθηκε ο νους της στο Θεό, έφθασε δηλαδή σε αρπαγή νοός και γι’ αυτό και δεν πειράχτηκε από τον διάβολο, είχε ήδη μπει το όνομα του Θεού μέσα στο είναι της. Από τριών χρονών κοριτσάκι, μπήκε μέσα σ’ αυτό το γνόφο που λέμε, σ΄ αυτή τη χάρη του Θεού. Και αυτό είναι η προσευχή ουσιαστικά, λένε οι πατέρες κάνουμε την προσευχή για να μπούμε μέσα στο τρόπο ζωής του Θεού. Άπαξ και μπούμε μέσα στο δρόμο του Θεού, παύει η προσευχή. Δεν υπάρχει προσευχή όταν επιτύχει κανείς το αίτημα του. Μόλις μπει μέσα σ’ αυτό το γνόφο σ’ αυτό τον τρόπο ζωής παύει να προσεύχεται να λέέι λόγια προσευχής, και ο άνθρωπος ζει πλέον εκείνο το οποίο αιτείται τόσο καιρό. Καταλάβατε;
Ακροατής: Την ώρα της προσευχής όλοι οι λογισμοί θα έλεγα, οι φαντασίες, όλοι οι πειρασμοί, όλα τα προβλήματα της ημέρας έρχονται στο μυαλό μου εκείνη την ώρα.
Γέροντας: Αυτός είναι ο πειρασμός. Αυτή είναι η εργασία του διαβόλου.
Ακροατής: Πως μπορούμε λίγο να το πολεμήσουμε, αν μπορούμε εκείνη την ώρα; Γιατί όλα περνάνε σαν ακτινογραφία από μπροστά μου
Γέροντας: Αυτό που λέμε, να η συγκέντρωση. Μόλις καθίσει κανείς θα πει το «Βασιλεύ Ουράνιε», θα τονίσει το «ελθέ και σκήνωσον εν ημίν», να ριζώσει το Πνεύμα το Άγιο μέσα μας για να μας βοηθήσει στην προσευχή. Η βοήθεια που κάνει το πνεύμα του Θεού και η ανάμνηση του ονόματος του Χριστού που θα κάνουμε, είναι πρώτον να μας συγκεντρώνει να μην φεύγει ο νους μας απ’ εδώ και απ’ εκεί, και δεύτερον να μας προφυλάσσει να μην σπέρνεται στο νου μας σπέρμα ακάθαρτο. Καταλάβατε; Και τον νου τον προφυλάσσει να μην φεύγει έξω αλλά και την ενέργεια του διαβόλου την θωρακίζει να μην μπαίνει μέσα στον ……… , γι’ αυτό χρειάζεται η συγκέντρωση απόλυτα πάνω στο όνομα, πάνω στις λέξεις της προσευχής, μόλις σου φεύγει λίγο ο νους θα το καταλάβεις, αμέσως θα τον πάρεις θα τον βάλεις πάλι στα λόγια πάνω. Κι αυτή η άσκηση δεν θα γίνει με το πρώτο, θα δεις αν το κάνει κανείς συστηματικά να πει ότι θα κάτσω να κάνω τρεις ώρες την ημέρα νοερά προσευχή, έτσι; Άμα το κάνει συστηματικά θα βρει αποτέλεσμα κάποτε θα φτάσει στη συγκέντρωση αλλά συνήθως ο πονηρός μας νικάει γιατί ; Διότι έρχεται η κούραση, η κόπωση επειδή δεν συγκεντρωνόμαστε. Φεύγει ο νους μας και κοπιάζουμε και τα παρατάμε. Στην αρχή έχομε μια όρεξη ας πούμε, κάποια χάρις μας έρχεται δωρεάν, μετά όμως χρειάζεται ένας αγώνας περισσότερος, αυτόν τον αγώνα δεν τον διαθέτουμε εμείς, και επειδή δεν το διαθέτουμε αυτόν τον αγώνα παύει να έρχεται και η Θεία χάρις. Δεν μας ευλογεί ο Θεός και όταν δεν μας ευλογεί ο Θεός ξέρετε κάθε εργασία πνευματική γίνεται κουραστική, η εργασία και της ζωής ακόμη, και η ζωή ακόμη, όπως ενεργεί το σώμα αν δεν έχει υγεία το σώμα δεν μπορεί να την χαρεί τη ζωή. Έτσι; Πρέπει να μην υπάρχει η ασθένεια για να τη χαρεί ο άλλος τη ζωή, να ενεργεί δηλαδή με φυσικό τρόπο, έτσι και στη ψυχή συμβαίνει.
Άμα μπει τώρα μια ασθένεια μέσα μας, ξέρ’ εγώ μια διάσπαση, μια διοχέτευση του νου σε άλλα πράγματα, από κείνη τη στιγμή ο νους δεν λειτουργεί φυσικώς κι οπότε δεν μπορεί να πιάσει τα του Θεού. Και ο Θεός πώς να ενεργήσει; Διά μαγείας; Να πάρει τον άνθρωπο διά της βίας; Να τον βάλει κάτω;
Ακροάτρια: …………………. Γέροντα, με την ευχή μπορεί να ‘ρθει με άλλη προσευχή ας πούμε , να διαβάζει το ψαλτήρι ένας δυο τρεις ώρες την ημέρα να διαβάζει συνέχεια ψαλτήρι, μπορεί να αισθανθεί αυτή τη χάρη της ……. ;
Γέροντας: Βεβαίως. Να συγκεντρώνεται όμως.
Ακροάτρια: Με το βιβλίο στο χέρι, δεν ξέρω τώρα
Γέροντας: Με το βιβλίο στο χέρι, πως λέει; «ενώ τις προσευχές του Θεού φθεγγόμενος λέει, και ο λογισμός άτοπα λογιζόμενος», στο μέτρο λοιπόν που συγκεντρώνεται κανείς, είναι το ίδιο πράγμα. Η διαφορά είναι το ότι το ψαλτήρι και τα ψάλματα γενικά έχουν πολλά λόγια και ο νους διασπάται στα λόγια. Μπορεί εύκολα να διασπαστεί και να φύγει μέσα από τα λόγια του ψαλτηρίου ή της προσευχής αυτής να φύγει σε κοσμικά. Ενώ με την ευχή, που είναι λίγο, φεύγει κι εκεί αλλά είναι πιο εύκολο να το συγκρατήσει κανείς. Είναι πιο εύκολο γιατί έχει λίγο, λίγο διάστημα δραστηριότητας, δεν αναλύεται σε πολλά πράγματα. Και δεν κλέπτεται εύκολα, ανάλογα βέβαια και το σκεύος, είναι μερικοί
Ισχυρότατοι νόες, που πιάνουν αμέσως τα πράγματα. Είναι μερικοί πιο χαλαροί, είναι ορισμένοι που έχουν άλλες ευαισθησίες, έχουν περισσότερο την ανάπτυξη των αισθήσεων, άλλοι έχουν την δραστηριότητα την κοσμική, δηλαδή ανάλογα και ποιος είναι ο άνθρωπος θα εργαστεί προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν είναι όλοι για όλα. Όλοι μπορούν να φθάσουν σε ένα σημείο αλλά δεν φθάνουν στο ίδιο σημείο όλοι. Να ‘χουμε υπόψη μας και τα μέτρα μας. Να μην θέλουμε να φθάσουμε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.
Ακροάτρια: Ένας άλλος εύκολος πειρασμός είναι ότι λες εντάξει ο Θεός είναι , τον έχουμε μέσα μας , είναι πανταχού παρών, αυτός είναι ο λογισμός, γιατί να μην κάνω και όλες τις άλλες δραστηριότητες, κάτι άλλο παράλληλο, που βοηθάει τους άλλους, που τους εξυπηρετεί, να διαβάσω κάτι άλλο , να κάνω κάτι άλλο, και ο Θεός είναι μέσα μας είναι δίπλα μας και είναι καθαρά πειρασμός γιατί ξεχνιέσαι σ’ αυτό που κάνεις
Γέροντας:Αυτό είναι η ερμηνεία της δυτικής εκκλησίας σ’ αυτό που λέει ο απόστολος Παύλος, στο αδιαλείπτως προσεύχεσθε οι δυτικοί το θεωρούν ότι προσευχή είναι και η φιλανθρωπία και η δραστηριότητα και η ιεραποστολή. Μπορεί να γίνει προσευχή κι αυτό αλλά δεν γίνεται κάνοντας την ιεραποστολή. Η ιεραποστολή γίνεται ως απόρροια της προσευχής, η αληθινή ιεραποστολή. Πολλοί δεν το ‘χουν πιάσει αυτό γιατί για να καθίσουν να κάνουν τη προσευχή είναι μια εργασία πάρα πολύ κουραστική. Ενώ το να κάνουν ιεραποστολή είναι πολύ πιο εύκολη εργασία, εύκολη στην αρχή ιδίως όταν είναι νέος κανείς γιατί έχει να κάνει και με κόσμο, ε τον λένε και ένα μπράβο. Ενώ εκεί στην προσευχή δεν υπάρχει κανείς να του πει μπράβο, οπότε εύκολα ραθυμεί. Καταλάβατε; Εάν όμως αρχίσει την ιεραποστολή χωρίς εσωτερική εργασία, θα αποκτήσει μερικά πράγματα και ο Θεός δεν είναι άδικος, θα του δώσει αγαθά ας πούμε γι’ αυτή την εργασία. Αλλά δε θα γίνει ένας μέτοχος καρδιακά τουλάχιστον μέτοχος του Θεού έτσι όπως τον θέλει ο Θεός. Γιατί η σειρά είναι αυτή «καθίσατε εκεί, στο υπερώον, έως σου ενδύσασθε δύναμην εξ ύψους και μετά πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη». Ο Χριστός δεν είπε στους αποστόλους μόλις έφυγε στον ουρανό τρέξτε στα έθνη. Αλλά τους είπε καθίσατε εκεί, κάθισαν στο υπερώον λέει μέχρι που να έρθει το Πνεύμα του Θεού, οι απόστολοι κάθισαν προσευχόμενοι και νηστευόντες, προετοιμαζόμενοι δηλαδή να δεχθούν την ουράνια λαμπηδόνα, και μόλις δέχθηκαν την ουράνια λαμπηδόνα, αμέσως βγήκαν στα έθνη, αυτή είναι η σειρά της εργασίας προς τον κόσμο. Και αυτό γίνεται σε ορισμένους ανθρώπους που θέτει ο Θεός, δεν είναι έργο του καθενός. Του αποστόλου το έργο είναι συγκεκριμένο. Δεν είναι έργο, «μη πάντες απόστολοι» δε λέει, «μη πάντες διδάσκαλοι», «μη πάντες έχουσι χαρίσματα ιαμάτων». Ο καθένας έχει μέσα στην Εκκλησία, και το δικό του τρόπο δράσεως, όλοι όμως πρέπει να έχουμε, τον κοινό τρόπο δράσεως που είναι η αναφορά μας προς το Θεό. Αν εμείς έχουμε μια τέτοια σχέση με το Θεό, θα βρει τρόπο ο Θεός το καθένα να χρησιμοποιήσει κι αν του δίνουμε και την άδεια έτσι; Γιατί καμιά φορά δεν του δίνουμε την άδεια. Όταν επί παραδείγματι ένας τρόπος δράσεως ιεραποστολικής δράσεως άλφα που σημαίνει ότι είναι καθαρά ανθρώπινος τρόπος, δεν δίνουμε την ‘άδεια στο Άγιο Πνεύμα να πει ξέρεις υπάρχει κι ένας βήτα τρόπος. Πρέπει οι άνθρωποι να αφήνονται στη πρόνοια του Θεού, και να δέχονται από το Θεό την αποστολή, οποιαδήποτε αποστολή έτσι όπως τη θέλει ο Θεός, όχι όπως τη θέλουμε εμείς.
Αν η Εκκλησία μας σήμερα πάσχει, η εκκλησιαστική κοινωνία μας πάσχει, είναι γιατί προσπαθούμε να την εκλογικεύσουμε, δηλαδή να την κάνουμε την εκκλησία, λογική καθαρά, δική μας υπόθεση ανθρώπινη. Να μην αφήσουμε να ενεργεί το Πνεύμα το Άγιο και πολλές φορές το Πνεύμα το Άγιο ενεργεί με κάτι αντίθετα πράγματα που εμείς δεν τα καταλαβαίνουμε. Επί παραδείγματι μπορεί να σου δώσει μια ασθένεια, κι αυτή η ασθένεια να σου γίνει αιτία να είσαι ιεραπόστολος σε έναν άλλον. Εμείς δεν το δεχόμαστε όμως αυτό. Ή μπορεί ο Θεός, να μη θέλει ένα σοφό κατά κόσμο να τον κάνει ας πούμε ιερέα ή επίσκοπο. Και εμείς να λέμε, όχι, ξέρεις για να γίνεις σωστός ιερέας και επίσκοπος πρέπει σώνει και καλά να είναι μορφωμένος, αν δεν είναι μορφωμένος δεν μπορεί να είναι σωστός. Έ όταν κλείνουμε έτσι την δύναμη του Αγίου Πνεύματος, καταλαβαίνετε ότι μετά η εκκλησία θα πάσχει θα ταλαιπωρείται. Παλιά ήξεραν οι πατέρες πως δρούσαν πάνω σ’ αυτά τα θέματα και κάνανε ειδικές προσευχές για να βγάλει ο Θεός ένα εργάτη για την ιεραποστολή και για τη διάδοση του ευαγγελίου.
Σήμερα, δεν υπάρχουν κιόλα τέτοιες γνώσεις τέτοιες αυτές, έχουμε αποστατήσει από τα πατερικά κείμενα και από την πείρα των πατέρων, και προσπαθούμε να βρούμε δικές μας μεθόδους για να φτιάξουμε ας πούμε την ιεραποστολή στην Εκκλησία, και κυρίως με μεθόδους που τις δανειζόμαστε από την Ευρώπη. Ή θα είμαστε παπικοί και θα λέμε, κοίταξε εγώ είμαι επίσκοπος και εγώ ταυτίζομαι με την εκκλησία, ένα με την εκκλησία, επίσκοπος ίσον εκκλησία, κι οπότε τους άλλους τους έχει κάτω από τα πόδια του και λέει εσύ θα κάνεις αυτό, εσύ θα κάνεις αυτό και εσύ θα κάνεις το άλλο, ή θα είμαστε λαός, προτεστάντες, που θα λέμε έξω οι επίσκοποι, έξω οι ιερείς, εμείς τα ξέρουμε όλα, δεν υπάρχουν αυτά. Η Εκκλησία βλέπετε είναι σώμα, και μέσα από το σώμα αναδύεται όλη η αλήθεια. Εκεί στο Σώμα μπορεί να προσβάλει και ο διάβολος, είτε είναι κεφαλή, είτε χέρι είτε πόδι, αλλά κι από το σώμα το ίδιο θα βγει και η υγεία και βγει και το χάρισμα θα βγει και η χάρις του Θεού. Όταν πιστεύουμε έτσι ως σώμα Χριστού και όχι ως άτομα.
Ακροάτρια: Μία ερώτηση Γέροντα, η οποία μπορεί ας πούμε να σκανδαλίσει μερικούς, εγώ θεωρώ πάρα πολύ την ιεραποστολή έτσι μεγάλο πράγμα, το σωματικό πόνο που ….. αυτοί οι άνθρωποι στην Ινδία στην Αφρική ξέρω εγώ μέσα στις αρρώστιες, και βλέπουμε και μοναχούς και αυτό είναι το σκανδαλιστικό που είναι γεμάτο πάθη και οι μοναχοί και κοσμικοί που είναι οι λαϊκοί που είναι στην εκκλησία με εγωισμούς με περηφάνιες με όλα αυτά, σε τελική ανάλυση τι είναι καλύτερο μπροστά στο Θεό ο μοναχός με όλα τα πάθη του έστω να προσεύχεται με τον τρόπο που μπορεί ξέρω εγώ να κάνει ή αυτός ο ιεραπόστολος στην Ινδία, που δεν κάνει νοερά προσευχή και προσφέρει κάτι άλλο ;
Γέροντας: Κοίταξε αν το πάρουμε σαν σώμα …θα πει μια γνώμη και ο πατήρ Σιλουανός, αν το πάρουμε σαν σώμα την Εκκλησία ο μοναχός τι είναι νομίζετε ο μοναχός; Είναι ένα μέλος της Εκκλησίας, έτσι δεν είναι; όπως εσείς έχετε την οικογένεια σας, έτσι και μεις έχουμε την οικογένεια μας. Η διαφορά είναι ότι εσείς είσθε έγγαμοι και μεις είμαστε άγαμοι. Λοιπόν μέσα στην Εκκλησία, βρίσκονται όλες οι οικογένειες, όλα τα μέλη της Εκκλησίας, είτε είναι άγαμα τα μέλη είτε είναι έγγαμα. Είτε αφιερωμένα στο Θεό, είτε είναι αφιερωμένα στο Θεό μέσω του γάμου, ή μέσω της παρθενίας ή μέσω του γάμου. Λοιπόν τώρα, ο Θεός θα αν αφήσουμε στο Θεό την ενεργητικότητα, ο Θεός θα κρίνει ποιος είναι ικανός να πάει γι αυτήν την αποστολή. Γιατί σώνει και καλά να πάει ένας άγαμος; ένας έγγαμος δηλαδή δεν μπορεί να κάνει δουλειά; Στην πρώτη εκκλησία δεν είχαμε ανθρώπους, οικογένειες ολόκληρες, που δρούσαν ερήμην θα λέγαμε και δομής εκκλησιαστικής την εποχή εκείνη ; Που δρούσαν με το Πνεύμα το Άγιο; Όμως η Εκκλησία σαν σώμα έχει την κεφαλή της, έχει τα μέλη της, συνέρχεται και αποφασίζει και λέει: «έχουμε αυτή την ανάγκη, ποιόν λοιπόν θα βγάλουμε; Δεν θα πω εγώ τώρα σαν ηγούμενος, μόνο όταν θέλω να στείλω κάποιον από τους πατέρες κάπου. Αλλά θα συγκαλέσω την γεροντία, θα συγκαλέσω την ολομέλεια, και θα πω πατέρες τι λέτε, έχουμε αυτή την ανάγκη, ποιόν θεωρείτε εσείς ικανό; όπως κάνουμε όταν πρόκειται να εκλέξουμε έναν ηγουμενοσύμβουλο ή έναν ηγούμενο ή έναν αυτό. Δεν έρχεται ο άλλος απ’ έξω και λέει αυτός θα γίνει. Και θα δημιουργήσουμε σκάνδαλο αλλά και παραμελούμε το σώμα , παραμελούμε τα μέλη τα υπόλοιπα, έρχονται τα μέλη λοιπόν και ψηφίζουν και λένε κοίταξε εμείς ψηφίζουμε αυτόν και ξέρετε όταν αφήνουμε έτσι τα πράγματα, πόσο βγαίνουν άνθρωποι που όντως είναι γι’ αυτή την υπόθεση βγαλμένοι και ενεργεί και ο Θεός εκεί πάνω.
Εμένα δεν μου φαίνεται καλό το να επεμβαίνει κάποιος ας πούμε έτσι βιαστικά πάνω σε ένα σύνολο και να λέει ξέρεις αυτό θα γίνει, ή πρέπει αυτός να είναι προφήτης μέγας και να έχει ειδική αποστολή από τον Θεό και τέλος πάντων θα τον ευλαβηθούμε επειδή είναι προφήτης και λέει «τάδε λέει Κύριος», έτσι; Οπότε πάλι μέσω του σώματος της Εκκλησίας δηλαδή ενεργεί, ή θα πρέπει να πούμε ότι αυτός ο άνθρωπος κάπου πάσχει, γιατί με το να επεμβαίνει διά της βίας και να πει ότι εσύ θα πας θέλεις δεν θέλεις, κάπου ρυθμίζει τα πράγματα μόνος του, αυτόνομα, χωρίς να υπολογίζει το σώμα. Και είναι πολύ βασικό αυτό νομίζω, ανεξάρτητα από τι είναι είτε είναι μοναχός είτε δεν είναι μοναχός, όταν αντιληφθεί η Εκκλησία της Ελλάδος επί παραδείγματι ότι πρέπει να στείλει ορισμένους ανθρώπους στην Αφρική, πρέπει να συνέλθει σαν ιεραρχία, οι ιεράρχες στους τόπους τους να συνέλθουν σαν σύναξη, κληρικολαϊκή, και μετά να μπουν μ’ αυτή την πείρα να μπει μέσα στην ιεραρχία και να εκφράσει την άποψη του. Πάντα «εν Πνεύματι Αγίω», τότε ξέρετε πόσοι άνθρωποι θα βρεθούν
Ακροάτρια: Το κάνουν αυτό;
Γέροντας: Δεν το κάνουν , γι’ αυτό σας λέω και αναγκάζονται τώρα επιμέρους ομάδες οι οποίες έχουν μια όρεξη γι΄ αυτό το πράγμα και αυτοβούλως και
Ακροάτρια:Αυτό θέλω να ρωτήσω Γέροντα, εμείς οι ορθόδοξοι λέμε ότι την ιεραποστολή την έχουμε λίγο σε δεύτερη μοίρα, ενώ οι καθολικοί την έχουνε πολύ ψηλά. Αξίζει τελικά αυτή η ιεραποστολή περισσότερο ή λιγότερο από το να κάθεται κάποιος να προσεύχεται;
Γέροντας: Δεν την έχουμε σε δεύτερη,
Ακροάτρια: Ε δεν στέλνουμε όμως ούτε πηγαίνουν από εμάς.
Γέροντας: Ξέρετε γιατί δεν στέλνουμε ;Γιατί δεν έχουμε οργάνωση, οι καθολικοί είναι ο μόνος τρόπος ενεργείας τους, εμείς επειδή έχουμε κάποια αυτάρκεια δεν υπολογίζουμε και την ανάγκη του άλλου, σαν Εκκλησία όμως παλιότερα, μην κοιτάτε τώρα τι γίνεται; θα σας αναφέρω το παράδειγμα του Αγίου Φωτίου, ή του Αγίου Χρυσοστόμου. Ο Άγιος Χρυσόστομος σαν πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, αντιλήφθηκε την ανάγκη του γύρω κόσμου, και ξέρετε τι έκανε για να στείλει ανθρώπους προς αυτές τις κατευθύνσεις; O Άγιος Φώτιος δεν έστειλε τον άγιο Κύριλλο και Μεθόδιο στους σλάβους; Έτσι με ένα θειότατο τρόπο και μέσα από προσευχή πολλή οι πατέρες αυτοί έμαθαν την γλώσσα τους, βρήκαν τη γραφή τους, σπούδασαν οι σλάβοι μέσα από τη δική τους πραγματικότητα την ορθοδοξία γι’ αυτό και μας ευγνωμονούν σήμερα γιατί μας θεωρούν ότι είμαστε οι μεγαλύτεροι ευεργέτες τους;
Όταν πας διά της βίας, όπως κάναν οι καθολικοί, θα τους προσφέρεις αυτό το δικό σου, το οποίο δεν θα ‘ναι και γνήσιο και θα ‘ναι και ανθρώπινο και θα καταργεί και του αλλουνού την παράδοση. Ενώ το μυστήριο είναι ότι τους προσφέρεις τη πείρα της εκκλησίας μέσα από τα δικά τους δεδομένα και το απολαμβάνουν, το χαίρονται. Αυτό έκαναν παλιά οι ιεράρχες όταν ανέβαιναν στο θρόνο, δεν κοίταζαν πόσα έγγραφα θα υπογράψουν, ή πόσους θα φροντίσουν να βάλουν σε θέσεις. Είναι άλλη η αποστολή σήμερα των ανθρώπων ας πούμε της Εκκλησίας, να μην τους κατηγορήσουμε όλους, υπάρχουν και άνθρωποι που εργάζονται προς αυτή τη κατεύθυνση, κι άλλοι τότε. Τότε μπορεί να είχαν κάποιες σχέσεις με τους κρατικούς μηχανισμούς, αλλά ήταν χαλαρές οι σχέσεις σήμερα, οι σχέσεις των ηγετών της Εκκλησίας με τους κρατικούς μηχανισμούς είναι δεμένες και δεν τολμούν να κάνουν διαφορετικά γιατί βλέπετε που τους πάνε και έρχεται ώρα που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτές και δεν μπορούν έτσι να δραστηριοποιηθούν σύμφωνα με τη διδασκαλία του ευαγγελίου. Και δε γινόταν μια τέτοια ας πούμε όχι μια διάθεση του κάθε ηγέτου να πει εγώ αποφασίζω και διατάσσω αυτό κι αυτό να γίνει, όπως έλεγε κάποιος «εγώ δεν είμαι δεσπότης ;ότι θέλω θα κάνω» Μα δεν είναι αυτό το πράγμα, η Εκκλησία δεν είναι αυτό ότι θες να κάνεις, Εκκλησία είναι να μπεις μέσα στο σώμα και να θεωρηθείς και συ ένα μέλος του σώματος και να ενεργείς σαν σώμα. Και τότε θα δείτε πόσα θαύματα θα γίνουν και το σώμα τότε θα είναι ενωμένο, γιατί; γιατί θα βγάζει μέσα από τα σπλάχνα του τους ικανούς, αλλά και το κάθε μέλος θα σέβεται το σώμα γιατί θα καταλαβαίνει ότι είναι οργανικό μέλος του σώματος. Και δεν είναι που τον φέραν από τα πέρατα της οικουμένης. Έφεραν και κάνανε επίσκοπο στην τάδε περιοχή έναν, ο οποίος ζούσε στην Αγγλία χρόνια, που τον ξέρει τώρα η περιοχή τάδε, να μην πω τώρα συγκεκριμένα, αυτόν τον άνθρωπο και τον βάλαν επίσκοπο, που δεν έχει καμιά σχέση με τον οργανισμό της τοπικής εκκλησίας. Ώσπου να προσαρμοστεί αυτός ο άνθρωπος, θα περάσουν τα χρόνια, και θα χρειαστεί άλλος άνθρωπος να έρθει και να κάνει το ίδιο και ούτω και καθεξής και μένουν οι μητροπόλεις και η Εκκλησία γενικά μένει νεκρή, από σωστή δραστηριότητα.
Βεβαίως θα ‘χουμε το κεντρικό σημείο αυτό που λέμε εμείς «καθίσατε εκεί» και ταυτοχρόνως θα ‘χει και το άλλο κεντρικό σημείο την ιεραποστολή το οποίο όμως θα το έχει σαν αποτέλεσμα μιας τέτοιας πείρας. Γιατί συνήθως δεν έχουμε αυτή την πείρα και ψάχνουμε να βρούμε ικανούς κατ’ άνθρωπον ανθρώπους και να στέλνουμε και δημιουργούνται έτσι και τα σκάνδαλα. Όταν δεν έχουμε πεπειραμένους ανθρώπους πνευματικά, δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε εκκλησιαστική ζωή, βλέπετε πήγε ο πατήρ Εφραίμ στην Αμερική, δημιούργησε μία αίσθηση πνευματικής ζωής, σ’ όλη την Αμερική. Κι άλλοι πήγαν κι άλλοι πάνε στη Γερμανία και σε ένα σωρό άλλα μέρη και δημιουργούν κάποιο κύκλο κάποια εργασία κι αυτοί, αλλά δεν δημιουργούν όμως εκείνο το οποίο δημιουργεί ένας έμπειρος άνθρωπος δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε , είναι πολύ βασικό να πάει ένας φορτισμένος πνευματικά άνθρωπος να εργαστεί παρά ένας κοινός άνθρωπος έστω κι αν είναι έξυπνος έστω κι αν είναι σοφός.
Ακροατής: Το θέμα των Ιεροσολύμων τι γίνεται Γέροντα;
Γέροντας: Εδώ έχει πρόβλημα λέει, επενέβη το Ισραήλ, φαίνεται το Ισραήλ κάπου το πάει κι αυτό.
Ακροατής:Που το πάει; πέντε επισκόπους τους διέγραψε.
Γέροντας:Δεν φταίει το Ισραήλ. Το Ισραήλ και κάθε Ισραήλ, τους δίνουμε εμείς την ευκαιρία, δίνουμε εμείς την ευκαιρία. Όπως λένε επί προηγουμένου Πατριάρχου, ο καημένος αυτός άφησε και μπήκαν όλα τα στοιχεία τα μη ικανά, μέσα στην Εκκλησία, και δεν αποκλείεται το Ισραήλ να έχει ορισμένα πράγματα υπόψη του, και να ανήρεσε, αφαίρεσε ας πούμε από τον κατάλογο τέσσερις πέντε. Βεβαίως και να έχει βασικά στοιχεία. Εγώ ενθυμούμαι κάποιον όταν είχαμε πάει στα Ιεροσόλυμα, κληρικό, ο οποίος στο δρόμο έβριζε τους Ισραηλινούς, έβριζε και κόμπαζε μάλιστα και έλεγε ότι εμείς δεν τους υπολογίζουμε καθόλου. Θα τους σβήσουμε και θα τους κάνουμε. Δεν είναι έτσι. Πρώτα πρώτα δεν είναι στο ήθος μας να τους βρίζουμε. Έστω κι αν είναι εβραίοι αυτοί σε αντίθεση με εμάς, εμείς θα κάνουμε το παν εφ΄ όσον ζούμε και εμείς στη χώρα τους, πως το Ισραήλ μετά θα πάρει αυτόν και θα τον βάλει υποψήφιο Πατριάρχη. Σου λέει εδώ θα γίνεται μια αντιπολίτευση, μια πολεμική εναντίον μου θα το δέχεται;
Ακροατής: ………. εδώ είδαμε υπουργεία, κυβερνήσεις…
Γέροντας: Λέω εγώ ένα πράγμα που ξέρω, τα άλλα δεν τα ξέρω, ασφαλώς υπάρχουν πολλά άλλα πράγματα. Και μπορεί να υπάρχει και σκοπιμότητα του Ισραήλ ότι θέλει να αποσύρει το Πατριαρχείο από τα χέρια των Ελλήνων. Γιατί κι αυτό είναι μια λανθασμένη τακτική κατά την γνώμη μου. Λανθασμένη τακτική γιατί ταυτίζομε τον ελληνισμό με την ορθοδοξία. Και οι άραβες οι καημένοι είναι παραπονούμενοι εκεί κάτω οι ορθόδοξοι άραβες, σου λέει συνέχεια έλληνα πατριάρχη, εμείς τι είμαστε; Μια σύνοδος ξέρω εγώ αποτελείται από δώδεκα δεκαπέντε μέλη δύο άραβες δεκατρείς έλληνες. Γιατί να μην υπάρχουνε και παραπονούνται και κείνοι καταλάβατε; Τώρα οι Ισραηλινοί έχουν κι αυτοί τους εσχατολογικούς τους στόχους ας πούμε, θέλουν να επιβληθούν πάνω στη οικουμένη τώρα και δραστηριοποιούνται σε όλα τα αυτά να μπορούν να επιδράσουν αυτοί όπως θέλουν. Δεν τα ξέρουμε εμείς αυτά, δεν μπορούμε να τα …….. Όσοι όμως τα ξέρουν είναι πραγματικά γεγονότα. Δεν ξέρω αν ξέρει ο πάτερ τίποτα; Διάβασες τίποτα εσύ αυτά ;Στο internet βρήκες τίποτα; Λέγε.
Πάτερ Σιλουανός: Εκείνο που ήθελα να πω είναι αυτό σχετικά με την ιεραποστολή είναι ότι από …. την Εκκλησία της Ελλάδος αυτό το πνεύμα το οικουμενικό ή το οικουμενιστικό, το οικουμενικό, αυτό ότι έχουμε ταυτίσει την ορθοδοξία με την Ελλάδα και θεωρούμε ότι αφορά την ορθοδοξία αφορά και την Ελλάδα. Το οποίο είναι μεγάλο λάθος και ίσως από τις μεγαλύτερες αμαρτίες αυτό το πράγμα, και εξαιτίας αυτού παραμελούμε προφανώς την ιεραποστολή, δεν μπορεί να έχει κανείς τα οράματα και τις ανησυχίες του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του Μεγάλου Φωτίου. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος έστειλε ιεραποστόλους μέχρι κάτω στην Φοινίκη εκεί πέρα για να εκχριστιανίσει τους ανθρώπους. Αλλά εδώ πέρα βλέπετε εάν παρακολουθήσετε δεν λέω μόνο η επίσημη Εκκλησία αλλά όλοι και εμείς ας το πούμε τα προβλήματα που μας απασχολούν σαν Εκκλησία Ελλάδος είναι τα προβλήματα που έχουμε στην Ελλάδα. Και κατά κάποιο τρόπο, ένα άλλο σφάλμα που κάνουμε είναι και στο εξωτερικό τους έλληνες χρησιμοποιούμε την Εκκλησία σαν …. Που θα εξυπηρετήσει τον ελληνισμό μόνο. Άμα το δούμε έτσι, το οποίο είναι και αυτό σφάλμα, δηλαδή δεν λέμε άλλο το ότι η ορθοδοξία είναι ένα στοιχείο βασικό του ελληνισμού το οποίο θα κρατήσει τον ελληνισμό, αλλά ο σκοπός της ορθοδοξίας στο εξωτερικό δεν είναι αποκλειστικά το να στηρίξει τους έλληνες. Δηλαδή και οι ξένοι καμιά φορά θέλουν να βλέπουν ότι έχουν και δίκιο, δηλαδή παραδείγματος χάριν, πάρτε παράδειγμα στην Αγγλία παράδειγμα, πάει κάποιος γίνεται ένας ορθόδοξος άγγλος και πάει σε μια Εκκλησία στην οποία θα ακούγονται μόνο ελληνικά. Δηλαδή φανταστείτε εδώ πέρα το αντίστοιχο παράδειγμα με μας, να ερχότανε κάποιος ξέρ’ εγώ από την Κίνα κάπου να κήρυττε μια θρησκεία να την δεχόμαστε εμείς και να πηγαίναμε και εκεί να ακουγόντουσαν όλα κινέζικα. Θα το νιώθαμε αμέσως ξένο δεν θα το νιώθαμε σαν κάτι δικό μας. Αυτό είναι κάτι που δεν είναι δικό μας. Δηλαδή δεν κάνουμε τους ανθρώπους τους συγκεκριμένους σε κάθε μέρος να νιώθουν ότι η ορθοδοξία δεν είναι υπόθεση της Ελλάδος αλλά είναι υπόθεση και δική τους. Δηλαδή όσο δική μας είναι η ορθοδοξία τόσο είναι και δική τους. Εμείς δυστυχώς επειδή δεν έχουμε αυτή την οικουμενικότητα της ορθοδοξίας πολλές φορές, ταυτίζουμε την ορθοδοξία με την Ελλάδα, και ουσιαστικά δημιουργείται στους άλλους και στην Αφρική και παντού μία ταύτιση της Ελλάδος με την ορθοδοξία που είναι κακό αυτό. Όταν πήγαν δηλαδή οι ιεραπόστολοι στην Ρωσία δεν ταύτισαν την ορθοδοξία με το Βυζάντιο, τους δώσαν να καταλάβουνε ότι η ορθοδοξία είναι κάτι δικό τους. Τους δώσαν το αλφάβητο, θα μπορούσαν άνετα να τους δώσουν το δικό τους αλφάβητο αφού δεν είχαν δικό τους, αλλά γιατί το ΄καναν; Γιατί να τους δώσουν την αίσθηση ότι δεν είναι η ορθοδοξία μία εθνική υπόθεση που στο κάτω κάτω η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν ήταν ένα εθνικό κράτος, ήταν ένα πολυεθνικό κράτος, υπήρχαν πολλά έθνη αλλά παρόλα αυτά δεν θέλησαν να τους βάλουν μέσα σ΄ αυτήν την ομοσπονδία ας το πούμε, τους άφησαν έξω, να νιώσουν ότι είναι δικό τους το πράγμα, δεν είναι κάτι τέτοιο. Αυτό νομίζω είναι πολύ βασικό.
Ακροάτρια: Πάτερ ο μακαριστός πατήρ Κοσμάς ο …. στην Αφρική, είχα διαβάσει κάποιες σημειώσεις του … κάποιες κινήσεις που έγιναν και από άλλους ανθρώπους από άλλες εθνικότητες, που προσπαθούν μέσα από τη προσέγγιση την ιεραποστολική να περάσουν …. Εθνικά, αυτό οι αφρικανοί δεν το δέχονταν, το βλέπουν σαν ξένο σώμα και προκαλούν και την αντίδραση και των ηγετών τους, δεν πάμε για να τους κάνουμε έλληνες, μπορεί βέβαια η ελληνική γλώσσα να είναι ας πούμε αυτό το έμβλημα της έκφρασης του χριστιανισμού, αλλά ο Θεός δεν
Γέροντας:Ακριβώς. Αυτό που έκαναν οι καθολικοί, οι καθολικοί ξέρετε πήγαιναν και προσέφεραν πρώτα τον ευρωπαϊσμό τους μέσω του χριστιανισμού γι’ αυτό δεν μπόρεσαν να τους δεχθούν και φάνηκε μετά από ένα διάστημα και η σκοπιμότητα όχι μόνο το να προσφέρουν έναν εθνικισμό και μια πολιτιστική παράδοση που είχαν αυτοί, αλλά προσέφεραν μέσα από αυτή τη παράδοση και το ανήθικο τους δηλαδή πήγαν να τους κατασπαράξουν , ότι πλούτο είχαν πήγαν να τον αφαιρέσουν, μόλις το αντιλήφθηκαν άρχισαν να τους διώχνουν …….
Βλέπετε ένας ευρύς νους έτσι σκέφτεται δεν μπορεί να σκεφθεί εθνικά, όχι πως εμείς σαν Ελλάδα δεν πρέπει να υποστηρίζουμε την Ελλάδα, προσέξτε μην παρεξηγηθούμε, εμείς μέσα στην Ελλάδα μας θα υποστηρίζουμε και την πατρίδα μας αλλά τα δύο μεγέθη δεν ταυτίζονται δεν μπορούν να, όταν τα βάλουμε στην ίδια αυτή δεν μπορούν να έχουν το ίδιο μέγεθος. Άλλο το ένα , άλλο το άλλο. Ξεχειλίζει θα λέγαμε πέρα από την εθνικότητα η ορθοδοξία και ο χριστιανισμός. Και φεύγει στην οικουμένη.
Πατήρ Σιλουανός: Και ουσιαστικά άμα το πάει κανείς έτσι και γίνει κάποιος ορθόδοξος ξένος, μετά αυτός αναγκαστικά θα γίνει φιλέλληνας. Δηλαδή, αν ένας ορθόδοξος ξένος γνωρίσει την ορθοδοξία μέσα από την παράδοση του αναγκαστικά μετά τρέχοντας τρέχοντας στις πηγές θα γνωρίσει και τον ελληνισμό και θα γίνει και φιλέλληνας. Ο Φλωρόσκυ έλεγε που ήτανε Ρώσος, έλεγε «για να γίνει κανείς σωστός θεολόγος πρέπει να ξέρει ελληνικά, που στο κάτω κάτω ο Φλωρόσκυ ήταν Ρώσος. Μεγάλος θεολόγος. Δηλαδή αναγκαστικά θα φθάσει κανείς εκεί, αλλά εμείς πάμε ανάποδα. Δηλαδή πάλι έτσι χωρίς αυτό να είναι η επιδίωξη μας αλλά πώς να το πω, θα είναι μία φυσική συνέπεια αυτό το πράγμα.
Ακροάτρια:Δεν μπορεί .. τον εθνισμό τον δικό του, και στην ορθοδοξία δεν μπορεί να γίνει αυτό το πράγμα
Πατήρ Σιλουανός: Μπορεί
Ακροάτρια:πως μπορεί; δηλαδή τι στοιχεία θα βρει ένας άγγλος στον εγγλέζικο πολιτισμό από τη στιγμή που είναι ορθόδοξος, δηλαδή τι θα βρεί;
Πατήρ Σιλουανός:Τα στοιχεία δηλαδή που θα βρει, καταρχάς στην Αγγλία παραδείγματος χάριν ήταν μία Αγγλία και έλεγε ΅εγώ πηγαίνω τα Χριστούγεννα στην Εκκλησία και δεν καταλαβαίνω τίποτα κι όλα τα λεν στα ελληνικά. Αυτό άμα το δείτε έχει μια σωστή
Ακροάτρια: Από πλευράς γλώσσας, από πλευράς πολιτισμού κουλτούρας δηλαδή που μπορεί να στηριχθεί
Πατήρ Σιλουανός: Μα θα δημιουργήσει σιγά σιγά οι εγγλέζοι. Οι ρώσοι πως δημιούργησαν δική τους θεολογία; είχαν ; δεν είχαν. Θα τους δώσουμε εμείς τα στοιχεία και από εκεί και πέρα αυτοί θα αναπτύξουν τη θεολογία τους.
Ακροάτρια: Αυτά είναι μεμονωμένες περιπτώσεις και όχι όλου του κράτους όπως έγινες η Ρωσία που έγινα όλοι μαζί.
Πατήρ Σιλουανός: Μα οι κοινότητες δηλαδή τι εννοούμε τώρα παραδείγματος χάριν όταν γίνει στην Αγγλία παράδειγμα, στην Γαλλία όπου γίνει, καταρχάς είναι το θέμα ότι είναι το οικουμενικό πατριαρχείο που βρίσκεται σ’ αυτή τη κατάσταση παραδείγματος χάριν σε μία πόλη στην Ευρώπη μπορεί να υπάρχουν στην ίδια πόλη μία Εκκλησία Ελληνική και μία Εκκλησία Ρωσική, μία Εκκλησία Σερβική, μία εκκλησία Ρουμανική και είναι όλοι ορθόδοξοι. Το κανονικό είναι να υπάρχει μία Εκκλησία Αγγλική ή Γαλλική ορθόδοξη, να μιλάει στα Γαλλικά, και να πηγαίνουν όλοι εκεί, άλλο τώρα δηλαδή έτσι κανονικά πρέπει να γίνει. Εκεί πρέπει να καταλήξουμε . Τώρα μέσα σ’ αυτό εδώ πέρα τι θεολογία θα βάλουμε; φυσικά θα βάλουμε τη δική μας τη θεολογία, αλλά θα πρέπει
Ακροάτρια:Αυτό θέλω να πώ κι εγώ, η γλώσσα είναι το λιγότερο
Πατήρ Σιλουανός:Δεν είναι μόνο η γλώσσα,
Γέροντας: Και τα πολιτισμικά στοιχεία, υπάρχουν και πολιτισμικά στοιχεία, δηλαδή κάθε κράτος δεν άμοιρο πολιτισμού, έτσι; έχει και τα στοιχεία τα υπόλοιπα, εκτός απ’ αυτά έχει και τη μουσική του δεν μπορεί να πάρει τη βυζαντινή μουσική. Μπορεί να πάρει τη δική του μουσική. Βλέπετε πως δέχθηκαν οι Ρώσοι, οι Σέρβοι να πάρουν την ευρωπαϊκή μουσική; Κακώς λέμε εμείς την πήραν. Την πήραν σαν υποχρεωτική επίδραση από τη δύση και κυρίως την επέβαλε ο μέγας Πέτρος και η Αικατερίνη. Αυτό είναι κακό, αλλά από την ώρα που την πήρε όμως η ορθόδοξη Ρωσία ή η Σερβία, την έκανε δική της οργανική και είναι πλέον η λατρευτική της μουσική. Δεν διαφέρει σε τίποτα η λατρεία τους από τη λατρεία τη δική μας, επειδή έχει άλλη μουσική. Μπορούμε δηλαδή εκεί με τη μουσική τους, τη δική τους μουσική να διατηρήσουμε τη θεολογία, όπως και άλλα στοιχεία πολιτισμού που μπορεί να ‘χουν, τα οποία είναι εξωτερικά και μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν σαν γέφυρες ας πούμε για να προσδώσουν ……….. Γιατί να χρησιμοποιήσουν δικά μας σώνει και καλά; Να πούμε ότι ξέρεις άμα δεν διαβάζεις Πλάτωνα και Αριστοτέλη δεν μπορείς να γνωρίσεις Χριστιανισμό. Πολιτιστικά στοιχεία πρέπει να πάρουν τα δικά μας ποιητικά στοιχεία; δεν μπορούν να έχουν αυτοί ποιητικά στοιχεία; Όταν θέλουν να διαδώσουν μέσα από τη φιλοσοφία τη δική τους τον Χριστιανισμό πρέπει να πάρουν δική μας φιλοσοφία , δεν έχουν αυτοί; Αυτά δεν λέτε πολιτιστικά στοιχεία;
Ακροάτρια: Αν κατάλαβα καλά θέλει να πει ότι η ψυχοσύνθεση του ευρωπαίου είναι τέτοια που ίσως δεν θα μπορέσει να προσεγγίσει το πνεύμα το ορθόδοξο.
Ακροάτρια: Ένας εγγλέζος όταν γίνει ορθόδοξος δεν μπορεί να στηριχθεί πλέον στην Αγγλία με τίποτε, πρέπει οπωσδήποτε να ταχθεί με την ορθοδοξία όχι με τον ελληνικό αρχαίο πολιτισμό.
Γέροντας: Θα ‘ρθει με τη ορθοδοξία, αλλά σαν άγγλος αυτός θα του πούμε ξέρεις για να μεταδοθεί η δική μας ορθοδοξία χρειάζεται σώνει και καλά να τα λες στα ελληνικά όλα. Μπορούμε να το πούμε αυτό;
Ακροάτρια: Άλλο η γλώσσα γέροντα. Η γλώσσα είναι το τελευταίο κατά τη γνώμη μου, ναι είναι βασικό στοιχείο αλλά , βλέπουμε στην Αγγλία γινόταν η Λειτουργία ξέρω εγώ στα εγγλέζικα αλλά ήταν μέσα στο πνεύμα το ελληνικό οι άνθρωποι αυτοί πλέον στην ελληνική κουλτούρα, στην ορθόδοξη κουλτούρα, ορθόδοξη ελληνική , λάθος ας πούμε έκφραση.
Γέροντας: Εντάξει, λές για την ελληνική εσύ και αγγλική, ορθόδοξη ναι.
Π. Σιλουανός: Πάρτε παράδειγμα τον πατέρα Κάλλιστο Γουαίρ, ο οποίος είναι άγγλος γεννημένος, αυτός έχει γίνει πραγματικά ορθόδοξος, αλλά δεν παύει να είναι άγγλος. Σε μερικές συνήθειες του ας το πούμε, θέλω να πως αυτός έχει μείνει άγγλος, τώρα μερικοί μπορεί να έχουν μια δυσκολία να προσαρμοστούν αλλά αυτό δεν είναι που θα γίνει σε πέντε, δέκα, είκοσι, τριάντα χρόνια, θα έχει μία προοπτική, θα γίνονται ζυμώσεις συνέχεια. Θα δημιουργηθεί ένας αρχικός πυρήνας, αλλά έτσι που πάμε, παραδείγματος χάριν όπως είναι, πώς να το πούμε , έτσι που πάμε δημιουργούμε κάποια κλειστά κυκλώματα.
Ακροάτρια: Ο πατήρ Πλακίδας που είναι στη Γαλλία, που να στηριχθεί στη Γαλλία έχει μπει στο σώμα το ορθόδοξο για να στηριχθεί, έτσι δεν είναι; Με τη πάροδο του χρόνου φυσικά.
Π.Σιλουανός: Αυτό, ο πατήρ Πλακίδας είναι ένα στοιχείο, είναι Γάλλος, αυτό θα δημιουργήσει μία παράδοση,
Ακροάτρια: Αλλά με βάση την ορθοδοξία
Π.Σιλουανός: Ε φυσικά.
Γέροντας: Και τη Γαλλική πραγματικότητα όμως.
Ακροατής: Υπάρχει ένα άλλο στοιχείο αντίδρασης στην ορθόδοξη εκκλησία στην Ευρώπη γιατί έζησα πολλά χρόνια σε ευρωπαϊκή χώρα, όταν κάποτε ο Δεσπότης μας σκέφθηκε να μεταφράσει την Λειτουργία στα Σουηδικά παραδείγματος χάριν τότε αντιτάχθηκε η Σουηδική προτεστάντικη εκκλησία και δεν θέλησε να το κάνει αυτό, δεν το δεχόταν με τίποτα. Γιατί κατάλαβε ότι αμέσως …
Γέροντας: Καταλάβαμε ………. διαφορά
Π.Σιλουανός: Άρα αυτό δείχνει ότι πραγματικά αυτό που τους πείραξε ήταν η γλώσσα, δηλαδή, εκ του αντιθέτου το δείχνει ότι όντως θα γινόταν αποτελεσματική η εκκλησία γι’ αυτό τους πείραξε ενώ όταν ήταν ελληνικά σου λέει είναι μία μειονότητα μεταναστών, όταν θα πάει στα Σουηδικά θα γίνει πλέον υπόθεση και των Σουηδών, αυτό είναι το πρόβλημα.
Ακροατής: Ακριβώς, αυτό δεν το ήθελαν. Βέβαια κάποτε , κάποια Σουηδέζα που γνώρισα γράφηκε στην εκκλησία και ερχόταν στην Θεία Λειτουργία, τότε από μόνη της θέλησε να μάθει ελληνικά. Γιατί της άρεσε να ακούσει τη Λειτουργία στην αρχική γλώσσα.
Γέροντας: Εμείς τώρα όταν θέλουμε να διαβάσουμε ένα κείμενο, ενός ξένου θεολόγου, δεν θα έχουμε την επιθυμία να μάθουμε την γλώσσα του γιατί έτσι θα το καταλάβουμε πιο καλά; Μπορούμε να το βρούμε και από μετάφραση βέβαια αλλά εάν μπούμε μέσα στη γλώσσα του θα το καταλάβουμε πιο καλά θα μπούμε πιο πολύ μέσα στο νου του, αυτή είναι η διαφορά. Ότι μπαίνοντας κανείς ως ορθοδοξία μέσα στην εθνική του υπόθεση, σε όλες τις πολιτισμικές του δραστηριότητες, μπαίνουμε πιο καλά στη νοοτροπία του. Και η ορθοδοξία κάνει πιο καλή δουλειά κι αυτός δέχεται πιο καλά την ορθοδοξία.
Π.Σιλουανός: Κι ο λαός ο άλλος καταλαβαίνει καλύτερα έναν δικό του ορθόδοξο παρά έναν έλληνα. Σύγχρονο έτσι.
Ακροατής: Εγώ το πρώτο το είπα, περισσότερο γι’ αυτό που ακούστηκε πριν ότι η ορθόδοξη εκκλησία δεν κοιτάει ας πούμε την ιεραποστολή, κοιτάει την ιεραποστολή, αλλά πολλές φορές είναι πάρα πολύ δύσκολο και δεν μπορεί να την επιβάλλει, ενώ η καθολική εκκλησία με την οικονομική της δύναμη την επιβάλλει με το έτσι θελω. Είναι φανερό αυτό.
Γέροντας: Δεν είναι ιεραποστολή αυτό. Είναι μια αποστολή, αλλά όχι ιεραποστολή.
Ακροάτρια: ……………………………………………………………………………..
Γέροντας: Η διαφορά είναι αυτή: ότι έχει μια περισσότερη οικουμενικότητα ως προς την ορθοδοξία απ΄ ότι έχει μια εθνική υπόθεση ενός κράτους . Εμείς ας πούμε θα σκεφθούμε ως ελληνορθόδοξοι πάντα, δυσκολότερα θα σκεφθούμε οικουμενικά, σαν δεύτερο θα το θεωρήσουμε το ρόλο μας έξω από την Ελλάδα. Και μερικές φορές δημιουργείται ένας σωβινισμός ότι εμείς είμαστε πιο καλοί ως έλληνες, γιατί φέρουμε μια παράδοση, φέρουμε τη γλώσσα, τα ευαγγέλια γράφηκαν σε μας κλπ, μας προκαλείται περισσότερος σωβινισμός, καταλάβατε; Ενώ ρώσος στην καταγωγή ήταν ο πάτερ Σωφρόνιος, έζησε στην ελλάδα στο Άγιο Όρος πολλά χρόνια, πήρε και την ελληνική πραγματικότητα, έζησε στην Γαλλία, στην Αγγλία, πήρε κι αυτές τις πραγματικότητες, και απέκτησε πλέον μια με άνεση μια διεθνική εικόνα ώστε ορθόδοξη τέτοια ώστε να εισέρχεται μέσα σ’ αυτά τα έθνη σαν να είναι πάνω από τα έθνη. Καταλάβατε; Εμείς δεν το έχουμε αυτό, τουλάχιστον μερικοί δεν το έχουν αυτό , όταν βάζουμε την ιεραποστολή, το λόγο του Θεού δηλαδή ….. τι είμαστε σαν έλληνες , το οποίο δεν το δεχόταν ο πατήρ Σωφρόνιος αυτό. Κομπάζουμε και λίγο σαν έλληνες,
Π.Σιλουανός: Παρόλο που εκτιμούσε και την ελληνική γλώσσα δηλαδή, αλλά είναι ανεξάρτητο το ένα από το άλλο.
Γέροντας: Βλέπετε στην προσευχή του περισσότερο είχε την νοερά προσευχή που την καταλάβαιναν όλοι, είτε την έλεγε στα αγγλικά, είτε την έλεγε στα γαλλικά, την καταλάβαιναν όλοι, όλες οι γλώσσες, όποτε κι αν την έλεγαν στα αγγλικά καταλάβαιναν και οι έλληνες, ενώ είχε και την ακολουθία, που άλλο τμήμα το έκανε στα ελληνικά ,άλλο στα ρώσικα, άλλο στα αγγλικά. Όταν έκανε τώρα την ακολουθία στα ρώσικα, πολλοί δεν καταλάβαιναν, καθόντουσαν εκεί και ακούγανε μόνο λόγια, τίποτα άλλο χωρίς να καταλαβαίνουν. Όταν το ‘κανε στα αγγλικά δεν καταλαβαίνανε άλλοι και ούτω καθεξής. Βλέπετε κρατάει κι αυτή τη παράδοση, αλλά κυρίως είχε την νοερά προσευχή, πολλές ώρες μέσα στο ναό που την καταλάβαιναν οι πάντες, όποιος κι αν την έλεγε είτε άγγλος, είτε έλληνας είτε ρώσος. Είχαν μάθει όλοι δηλαδή αυτή την ευχούλα και προσευχόντουσαν άνετα ως οικουμενικοί πλέον ορθόδοξοι και όχι ως τοπικοί και εθνικοί.
Κυριακάτικη ομιλία
του Ηγουμένου της Ι. Μ. Αγ. Διονυσίου του εν Ολύμπω
γέροντα Μαξίμου.