Υπήρχε στην Νήσον Πάτμο, κάποιος μάγος το όνομα Κύνωπας, ό οποίος κατοικούσε στην έρημο και ήταν κατοικητήριο των ακαθάρτων πνευμάτων. Οι κάτοικοι της νήσου είχαν πλανηθεί απ' αυτόν με τις δαιμονικές φαντασίες του και τον είχαν ως Θεό. Οι ιερείς του Απόλλωνος βλέποντες την παρρησία του Ιωάννου του Αποστόλου και Ευαγγελιστού ότι δεν έπαθε κανένα κακό από τον ηγεμόνα μετά την καταστροφή του ναού τους, πήγαν στον Κύνωπα και του είπαν «καθαρότατε Κύνωπα, επειδή γνωρίζουμε ότι είσαι προστάτης και βοηθός όσων κατοικούν στο νησί αυτό, σε παρακαλούμε να μας βοηθήσεις στην συμφορά πού μας βρήκε μ' αυτόν τον εξόριστο Ιωάννη πού μας κατέστρεψε τον ναό του Απόλλωνος. Πήγαμε και τα καταγγείλαμε στον ηγεμόνα και τον έκλεισε στην φυλακή όμως μετά ήρθαν κάποιοι (ό Μύρων και ό Απολλωνίδης) και τον αποφυλάκισαν. Τώρα το όνομά σου κανένας πλέον δεν το θυμάται και όλοι ακολουθούν αυτόν». Μόλις άκουσε αυτά ό Κύνωπας, είπε προς αυτούς - «Σεις γνωρίζετε καλά, ότι εγώ ποτέ δεν βγήκα από τον τόπο αυτό και πώς τώρα με παρακινείτε να κάμω αυτό;» Οι Ιερείς τότε του είπαν: «Σε παρακαλούμε να μας βοηθήσεις και να 'ρθής στην πόλη μας». Ό δε Κύνωπας τους είπε• «Δεν καταδέχομαι να αλλάξω την τακτική και την κατάστασή μου και να εισέλθω στην πόλη προς χάριν ενός μικρού ανθρώπου εξόριστου, αλλ' αύριο θα αποστείλω έναν πονηρόν άγγελον στο σπίτι πού μένει, για να παραλάβει την ψυχήν του, την οποία θα παραδώσω στην αιώνιο τιμωρία». Αφού άκουσαν αυτά έπεσαν και τον προσκύνησαν και γύρισαν πίσω στην πολιτεία. Την άλλη μέρα ό Κύνωπας προσκάλεσε έναν άρχοντα από τα πονηρά δαιμόνια και του λέγει• «ετοιμάσου γρήγορα και πήγαινε στην πολιτεία, στο σπίτι του Μύρωνος και αφού μπεις μέσα τύφλωσε τον Ιωάννη πού παραμένει εκεί, πάρε την ψυχήν του και φέρε την σε μένα να την τιμωρήσω όπως θέλω εγώ». Αφού έφυγε το δαιμόνιο απ' εκεί πήγε στο σπίτι του Μύρωνος και κάθισε κοντά στον Ιωάννη, ό οποίος με την χάρη του Αγίου Πνεύματος γνώρισε τον ερχομό και τον σκοπό του δαίμονος και είπε προς αυτό: «Εν τω ονόματι τον Κυρίου ημών Ιησού Χριστού σε διατάσσω, πνεύμα ακάθαρτο, να μην φυγής από τον τόπο αυτό, αν δεν μου πεις για ποιο λόγο ήρθες εδώ». Με τον λόγο του Ιωάννου ό δαίμονας βρέθηκε δεμένος και είπε: «Οι ιερείς του Απόλλωνος ήρθαν προς τον Κύνωπα και είπαν πολλά κακά λόγια για σένα και τον παρεκάλεσαν να μπει στην πολιτεία και να σε σκοτώσει ' αυτός όμως δεν ήθελε, λέγοντας τους ότι έχει πολλά χρόνια σ' αυτόν τον τόπο και δεν αλλάζει την τακτική του να μπει στην πολιτεία γι' ένα μικρό και εξόριστο άνθρωπο ' αλλά τους είπε, σεις πάτε στο δρόμο σας κι εγώ αύριο θα στείλω ένα πονηρό πνεύμα για να παραλάβει την ψυχήν τον και να την παραδώσει στην κρίση και τιμωρία». Είπε δε ό Ιωάννης προς τον δαίμονα- «Έχεις σταλεί άλλη φορά από τον Κύνωπα για να παραλάβεις ψυχή ανθρώπου και να την μεταφέρεις σ' αυτόν;»
Αποκρίθηκε ό δαίμονας• « Έχω σταλεί απ' αυτόν και φόνευσα έναν άνθρωπο, ψυχή δε να μεταφέρω σ' αυτόν δεν μπόρεσα ποτέ».
Λέει πάλι προς αυτόν ό Ιωάννης• «Για ποιο λόγο υποτάσσεσθε στον Κύνωπας "
Αποκρίθηκε ό δαίμονας• «πασά ή δύναμις ή μεγάλη του σατανά εντός αυτού κατοικεί' έχει δε ούτος συμφωνίας μετά των αρχόντων ημών και ημείς μετ' αυτού, ώστε να υπακούει σε μας εκείνος και εμείς να υποτασσόμαστε σε αυτόν».
Είπε δε στον δαίμονα ό Ιωάννης• «Άκουσε πονηρό πνεύμα' σε διατάσσει ό Ιωάννης ό Απόστολος του Υιού τον θεού, να μην πας άλλη φορά να κάμεις κακό σε άνθρωπο, μήτε να επιστρέψεις προς τον Κύνωπα, αλλά να φύγεις μακριά απ' αυτό το νησί».
Αμέσως το πονηρό πνεύμα βγήκε έξω από την Πάτμο και έγινε άφαντο.
Βλέποντας ο Κύνωπας ότι ο δαίμονας άργησε να επιστρέψει προς αυτόν, απέστειλε προς τον Ίωάννην άλλον δαίμονα λέγοντας τα ίδια όπως και στον πρώτο. Αλλά κι αυτό τα ίδια έπαθε όπως και το πρώτο δαιμόνιο. Αφού είδε ό Κύνωπας ότι ούτε ό δεύτερος δαίμονας επέστρεψε προς αυτόν, προσκάλεσε τότε άλλους δύο άρχοντας των δαιμονίων και είπε προς αυτούς• «πηγαίνετε προς τον Ιωάννη στο σπίτι τον Μύρωνος και ό ένας από σας να μπει μέσα και ό άλλος να μείνει έξω για να ακούει τα λεγόμενα και τα γενόμενα». Πράγματι έτσι και έγινε. Ό Θείος Ιωάννης αφού γνώρισε τα γενόμενα τους έδιωξε κατά τον ιδιότροπο όπως και τους άλλους πρώτα. Ό Κύνωπας τότε κάλεσε πολλούς δαίμονες, πήγε στην πόλη και τους άφησε έξω να περιμένουν. Αυτός όμως πήρε μαζί του τρεις για να τους χρησιμοποίηση ως αγγελιαφόρους για τις συνεννοήσεις τους και μπήκε στην πόλη.
Οί κάτοικοι μόλις πληροφορήθηκαν τον ερχομό του Κύνωπα συγκεντρώθηκαν με σκοπό να τον προσκυνήσουν.
Ό δε Ιωάννης είπε προς τον Πρόχορο• «Παιδί μου Πρόχορε, να υπομένεις γενναία και να είσαι στερεός, γιατί ό Κύνωπας φροντίζει να μας ρίξη σε μεγάλη θλίψη και πειρασμό». Τότε συγκεντρώθηκαν όλοι οι πιστοί αδελφοί στο σπίτι του Μύρωνος και εκεί διδάσκονταν από τον Ιωάννη δέκα μέρες και τον παρεκάλεσαν να μην βγει έξω από το σπίτι γιατί υπήρχε μεγάλη σύγχυση και επρόκειτο να τον κακοποιήσουν. Ό δε Ιωάννης τους συμβούλευσε να έχουν υπομονή διότι θα έβλεπαν την δύναμι και την δόξα του Θεοϋ.
Μετά είπε• «παιδί μου Πρόχορε, ας πάμε, στην πόλη και συγκεκριμένα στο μέρος πού λέγεται «Βότρυς» εκεί ήρθε πολύς κόσμος και εδιδάσκονταν από τον Ιωάννη.
Όταν ό Κύνωπας έμαθε ότι ό Ιωάννης διδάσκει αμέσως πήγε εκεί και είπε θυμωμένος στο λαό• «Άνδρες τυφλοί και πλανεμένοι από το δρόμο της αλήθειας, ακούστε με, αν είναι δίκαιος ό Ιωάννης και αληθινά τα λεγόμενα του και γενόμενα, ας ικανοποίηση και σας με τα λόγια πού θα τον πω και τότε να πιστεύσω σε όσα λέει και πράττει» ' ήταν δε εκεί πολύς κόσμος.
Ό Κύνωπας στράφηκε και είπε προς ένα νέο πού βρίσκονταν εκεί- «παιδί μου, ζει ό πατέρας σον ή πέθανε;»
Αποκρίθηκε ό νέος• «όχι δεν ζει, αλλ' απέθανε κύριε».
Τον ρώτησε πάλι ό Κύνωπας «με τί λογής θάνατο;»
Ό δε νέος είπε: «Ήταν ναύτης και αφού συντρίφτηκε το πλοίο από τα κύματα πνίγηκε και απέθανε».
Τότε ό Κύνωπας είπε προς τον Ιωάννη: «Τώρα να δείξεις εάν όσα λέγεις είναι αληθή' να τον ανεβάσεις τον πατέρα τον παιδιού και να μας τον παρουσιάσεις ζωντανό».
Τότε ό Ιωάννης του είπε- «Λεν με απέστειλε ό Χριστός να ανασταίνω νεκρούς, αλλά με απέστειλε να διδάσκω τους πλανεμένους ανθρώπους». Τότε ό Κύνωπας είπε προς τον λαό- «Ώ άνδρες, οι οποίοι κατοικείτε στην πόλη Φλωρά, τώρα τουλάχιστο πιστεύετε ότι ό Ιωάννης είναι πλάνος και σας πλανάει με τις μαγείες τον; Πιάστε τον και κρατείστε τον καλά μέχρις ότου εγώ σας παρουσιάσω ζωντανό τον άνθρωπο πού πνίγηκε και απέθανε». Τότε ό λαός έπιασε και κράτησε τον Ιωάννη. Όλοι μαζί μετά πήγανε στον γιαλό της θαλάσσης. Ό δε Κύνωπας άπλωσε τα χέρια του προς την θάλασσα και αφού τα κτύπησε, αμέσως έγινε κρότος μεγάλος, ώστε όλοι φοβήθηκαν -και ό Κύνωπας, έγινε άφαντος από μας• όλος ό λαός φώναξε λέγοντας• «Μέγας είσαι, ώ Κύνωπα και δεν υπάρχει άλλος εκτός από σένα».
Αφού πέρασε αρκετή ώρα ό Κύνωπας βγήκε από την θάλασσα έχοντας μαζί του ένα δαίμονα μεταμορφωμένο στην μορφή του πατέρα του νέου και αφού είδαν αυτόν, όλοι εξέστησαν.
Τότε ό Κύνωπας λέει προς τον νέο• «Αυτός είναι ό πατέρας σου;» και είπε ό νέος' «Ναι, κύριε, αυτός είναι». Ό δε λαός έπεσε και προσεκύνησε τον Κύνωπα και μετά ζητούσε επίμονα να σκοτώσουν τον Ιωάννη, όμως τους εμπόδισε ό Κύνωπας λέγοντας• «Αφήστε τον τώρα και όταν δείτε μεγαλύτερα σημεία, τότε να τον τιμωρήσετε». Τότε προσεκάλεσε, έναν άλλο άνθρωπο και του είπε
• «έχεις γιο;» Ό δε είπε
• «Ναι, κύριε, είχα γιο, αλλά τον φθόνησε ένας κακός άνθρωπος και τον σκότωσε». Λέγει προς αυτόν ό Κύνωπας
• Θα αναστηθεί ό γιος σου» και αμέσως άρχισε με μεγάλη φωνή να προσκαλεί τον φονιά και τον φονευθέντα
• αμέσως παρουσιάσθηκαν μπροστά του δύο δαίμονες στο σχήμα των ανθρώπων εκείνων.
Τότε λέει ό Κύνωπας προς εκείνον τον άνθρωπο• «Αυτός είναι ό φονιάς τον γιου σον και αυτός είναι ό φονευθείς?
Απεκρίθη ό άνθρωπος λέγοντας• «Ναί, κύριε, αυτοί είναι»' και στραφείς ό Κύνωπας προς τον Ιωάννη του λέει- «Τί θαυμάζεις Ιωάννη;»
Ό δε Ιωάννης του είπε: «Εγώ γι' αυτά δεν θαυμάζω».
Του λέει πάλι ό Κύνωψ• «Εάν για αυτά δεν θαυμάζεις, θα δεις μεγαλύτερα από αυτά και τότε θα θαυμάσεις, γιατί, αν δε σε εκπλήξω με τα σημεία, δεν θα σ' αφήσω να πεθάνεις».
Ό Ιωάννης του απάντησε• «Τα σημεία σου μαζί με σένα θα εξαφανισθούν σύντομα».
Αφού άκουσε το πλήθος των ανθρώπων αυτά είπαν προς τον Ιωάννη• «Γιατί βρίζεις τον καθαρότατο Κύνωπα, εξόριστε άνθρωπε;» Και αμέσως όρμισαν σαν άγρια θηρία προς αυτόν και αφού τον έρριψαν στη γη, τον κτυπούσαν χωρίς λύπη, άλλοι δε με τα δόντια τους κατέτρωγαν τίς σάρκες του και έτσι τον άφησαν ημιθανή.
Τότε ό Κύνωπας επειδή νόμισε ότι πέθανε ό Ιωάννης, είπε προς τον λαό• «Αφήστε τον άταφο να τον καταφάνε τα πετεινά του ουρανού και να δούμε αν ό Χριστός τον αναστήσει». Εκείνοι νομίζοντες ότι πέθανε ό Ιωάννης έφυγαν από το μέρος εκείνο χαρούμενοι μαζί με τον Κύνωπα, εγκωμιάζοντάς τον. * * * Ο μαθητής του Ιωάννου Πρόχορος την νύχτα πήγε εκεί πού ήταν ό Ιωάννης και αφού τον πλησίασε άκουσε φωνή από τον Ιωάννη να του λέει• «Παιδί μου Πρόχορε, πήγαινε γρήγορα στο σπίτι τον Μύρωνος και πες σε όλους τους αδελφούς ότι ό Ιωάννης δεν έπαθε, κανένα κακό, αλλά ζει και έλα πάλι εδώ». Ό Πρόχορος πήγε γρήγορα στο σπίτι του Μύρωνος και τους βρήκε να κλαίνε για τον Ιωάννη• έξεπλάγησαν όλοι όταν τον είδαν, γιατί νόμιζαν ότι κι εκείνος πέθανε μαζί με τον Ιωάννη. Τότε τους είπε- «Μη λυπάστε αδελφοί μου, αλλά να χαίρεστε εν Κυρίω, γιατί ό δάσκαλος μας ζεί και με έστειλε προς σας για να πληροφορηθήτε και να ειρηνεύετε». Μόλις άκουσαν εκείνοι ότι ό Ιωάννης ζει, σηκώθηκαν και όλοι μαζί πήγαν στο μέρος πού ήταν ό Ιωάννης και τον βρήκαν να προσεύχεται και αφού τελείωσε την ευχή είπαν όλοι μαζί το «Αμήν» και μετά τους ασπάστηκε τον καθένα χωριστά. Επειδή δε, έκλαιαν όλοι από την χαρά και δόξαζαν τον θεό, είπε προς αυτούς ό Ιωάννης• «Προσέξτε, αδελφοί, μήπως κανείς από σας πλανηθεί από τα σημεία πού κάνει ό Κύνωπας, γιατί τα πάντα τα κάνει κατά φαντασίαν. Μακροθυμήσατε λοιπόν και ησυχάστε στο σπίτι τον Μύρωνος και θα δήτε την Χάριν τον θεού». Αφού είπε και άλλα πολλά τους απέλυσε με ειρήνη. Την άλλη μέρα πήγαν στο μέρος πού λεγόταν «Λίθου βολή». Μερικοί οπαδοί του Κύνωπος μόλις τους είδαν, πήγαν αμέσως και του τα είπαν, αυτός δε, προσεκάλεσε τον δαίμονα μέσω του οποίου ενεργούσε τις νεκρομαντείες και του είπε- «Ετοιμάσου, γιατί ό Ιωάννης ζει και βρίσκεται στο μέρος πού το λένε «Λίθου βολή». Αφού πήρε τον δαίμονα αυτό μαζί του ό Κύνωπας, πήγε προς τον Ιωάννη και του λέει• «Επιθυμώ να σου προξενήσω μεγαλύτερη ντροπή και τιμωρία, γι' αυτό σε άφησα να ζεις μέχρι τώρα' έλα τώρα μέχρι τον γιαλό για να δις την δύναμή μου και να ντραπείς». Αφού είπε αυτά, λέει προς τον λαό πού τον ακολουθούσε• «κρατείστε τούτο τον άνθρωπο μέχρις ότου δείξω μεγαλύτερα σημεία από τα πρώτα και τότε να τον παραδώσω στην αιώνιο κόλαση». Αφού πήγαν στο γιαλό, εκεί πού ό Κύνωπας έκανε τις πρώτες φαντασίες, βρήκαν πολλούς άνδρες και γυναίκες θυμιάζοντες το μέρος και προσευχόμενοι, οί οποίοι μόλις είδαν τον Κύνωπα έπεσαν και τον προσκύνησαν ήταν δε εκεί και οι τρεις δαίμονες τους οποίους νόμιζαν ότι αναστήθηκαν εκ των νεκρών και τον ακολουθούσαν. Τότε ο Κύνωπας είπε προς αυτούς πού κρατούσαν τον Ιωάννη• «Μην τον απολύσητε και κανείς σας να μην φύγει απ' εδώ, μέχρις ότου επιστρέψω με δόξαν»• και αφού έκανε μεγάλο κρότο με τα χέρια του έπεσε στην θάλασσα και έγινε άφαντος• ό δε λαός φώναξε: «Μέγας είσαι, Κύνωπα και δεν υπάρχει άλλος εκτός από σένα».
Τότε ό Ιωάννης αφού άπλωσε τα χέρια του και έκαμε το σχήμα του Σταυρού έδωσε εντολή στους δαίμονας πού στέκονταν εκεί σε σχήμα ανθρώπων και ότι τάχα αναστήθηκαν από τον Κύνωπα, να μην αναχωρήσουν απ' εκεί.
Έπειτα προσευχήθηκε και είπε• «Ό Θεός και πατήρ τον Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ό δια του σχήματος τούτον επί τον δούλου σον Μωϋσέως τον Άμαλήκ τροπωσάμενος, κατάγαγε τον πλάνον Κύνωπα εις τα κατώτατα της θαλάσσης, ίνα μη ιδεί πλέον τον ήλιον τούτον και μη καταλεχθή μετά των ζώντων ανθρώπων».... Τελειώνοντας την προσευχή του ο Ιωάννης αμέσως στη θάλασσα έγινε μεγάλος ήχος και κρότος και μία απότομος περιστροφή του νερού στο μέρος πού έπεσε ό Κύνωπας, ώστε να μην μπορεί πλέον αυτός να σηκωθεί από την θάλασσα. Τότε ό Ιωάννης είπε προς τους δαίμονας τους φαινομένους σε σχήμα ανθρώπων εκ νεκρών αναστηθέντων. «Παραγγέλλω προς σας, εν τω ονόματι τον Εσταυρωμένου Ιησού Χριστού, να εξέλθητε και να απομακρυνθείτε εκ της νήσου ταύτης»• μόλις ήκουσαν τα πονηρά πνεύματα τα λόγια αυτά του Ιωάννου έγιναν άφαντα από τα μάτια των ανθρώπων οί δε άνθρωποι του Κύνωπος και μάλιστα εκείνοι οί οποίοι νόμιζαν ότι ό πατέρας και ό γιος αυτού ήσαν πραγματικά αναστημένοι θύμωσαν και ό μεν ένας έλεγε• «Μάγε δώσε μου το παιδί μου»• ό δε άλλος• «Εξόριστε, πλάνε, δώσε μου τον πατέρα μου». Όλοι δε μαζί έλεγαν προς αυτόν « Εάν ήσουν άνθρωπος καλός, ήθελες συγκεντρώνει αυτά πού έχουν διασκορπιστεί και χαθεί επειδή όμως είσαι πονηρός, γι' αυτό έδιωξες και κείνα τα οποία είχε συγκεντρώσει ό ευεργέτης μας και καθαρώτατος Κύνωπας' παρουσίασε μας λοιπόν σε μας τους ανθρώπους πού έχουν εξαφανισθεί, διαφορετικά θα σε θανατώσουμε αυτή τη στιγμή»• και όρμισαν μερικοί απ' αυτούς να τον φονεύσουν άλλοι δε πάλιν απ' αυτούς είπαν « Ας μην τον θανατώσωμεν, μέχρις ότου έλθει προς ημάς ό μέγας Κύνωπας και εκείνος θέλει μας ειπεί τί πρέπει να πράξωμεν». Παρέμειναν λοιπόν εκεί, σύμφωνα με την παραγγελία του Κύνωπος με τίς γυναίκες και τα παιδιά τους τρεις μέρες και τρεις νύχτες φωνάζοντες με μεγάλες φωνές• «Καθαρώτατε Κύνωπα, βοήθησε μας»• Ήταν δε το μέρος εκείνο πολύ ζεστό και εξ αιτίας της ζέστης, της πείνας και των φωνών, οί περισσότεροι απ' αυτούς λιποθύμησαν και έπεσαν κατά γης άφωνοι• τρία παιδιά μάλιστα απέθαναν. Ό Ιωάννης βλέποντας ότι είναι βυθισμένοι στην πλάνη τους και ή καρδιά τους είναι πωρωμένη τους λυπήθηκε και αφού αναστέναξε και δάκρυσε, προσευχήθηκε στο Θεό λέγοντας•«Δημιουργέ πάσης πνοής και ζωής χορηγέ Ιησού Χριστέ, για Τον Οποίο υποφέρω αυτά, βάλε ευθύτητα εις τας καρδίας του λαού, όπως να μην χαθεί κανείς από αυτούς».
Μετά στράφηκε στο λαό και του είπε: «Άνδρες αδελφοί, ακούστε με' μέχρι σήμερα έχετε τέσσερις μέρες νηστικοί περιμένοντας τον Κύνωπα, ό οποίος είναι αδύνατον να επιστρέψει πλέον. Σας παρακαλώ λοιπόν, να γυρίστε πίσω καθένας στο σπίτι του».
Και μετά αφού ήρθε κοντά στα παιδιά πού πέθαναν από την πείνα, προσηυχήθηκε λέγοντας• «Ό δια της εν τη εσχάτη φοβέρας σάλπιγγας εγείρων τους απ' αιώνος κοιμηθέντας, Κύριε, Ιησού Χριστέ, δώρησαί μοι τω σφ δούλω τας ψυχάς των τριών τούτων παίδων, όπως ενδοξασθή σου, το πανάγιον όνομα επί σωτηρία του λαού σου τούτου».
Αμέσως μόλις τελείωσε αύτη την ευχή ό απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης, αναστήθηκαν οι νεκροί και ό λαός όλος τότε έπεσε στα πόδια του Ιωάννου λέγοντας• «Αληθώς σε μεγάλη πλάνην βρισκόμασταν διότι συ είσαι πράγματι ό της αληθείας διδάσκαλος».
Μόλις διαπίστωσε ο Ιωάννης ότι οι άνθρωποι γύρισαν στο δρόμο της αληθείας τους είπε να πάνε στα σπίτια τους να φάνε και να πάρουν δυνάμεις• αυτός θα πήγαινε στο σπίτι του Μύρωνος του δούλου του θεού και αύριο θα ερχόταν στο ίδιο μέρος να τους συναντήσει και να τους πει εκείνα πού έπρεπε. *** Όταν έφθασε στο σπίτι του Μύρωνος έγινε μεγάλη χαρά και αγαλλίαση. Τους παρηγόρησε με τα λόγια του Αγίου Πνεύματος ύστερα παρατέθηκε τράπεζα και αφού έφαγαν, ευχαρίστησαν τον Θεό.
Την άλλη μέρα συγκεντρώθηκε όλη ή πολιτεία έξω από το σπίτι του Μύρωνος και όλοι φώναζαν και έλεγαν «Μύρων, Μύρων, είσαι άξιος πολλών επαίνων και σε παρακαλούμε να μας δώσεις τον Διδάσκαλό μας Ιωάννη για να ωφεληθούμε και φωτιστούμε απ' αυτόν».
Ό δε Μύρων υποπτεύετο μήπως με πονηρία τον προσκαλούν έξω από το σπίτι τον Ιωάννη για να τον σκοτώσουν.
Τότε ό Ιωάννης είπε προς τον Μύρωνα• «Διατί είναι τεταραγμένη ή καρδία σου; Εγώ πιστεύω εις τον Χριστόν, ότι δεν υπάρχει ουδεμία κακία εντός των ανθρώπων τούτων».
Μόλις είπε τα λόγια αυτά ό Ιωάννης βγήκε έξω από το σπίτι και οι άνθρωποι μόλις τον είδαν χάρηκαν πάρα πολύ κραυγάζοντες και λέγοντες• «Σύ είσαι ό ευεργέτης των ψυχών ημών' συ είσαι ό φωτίζων ημάς δια του αθανάτου φωτός».
Τότε ό Θείος ό Ιωάννης τους κατήχησε και οι περισσότεροι πίστευσαν και βαπτίσθηκαν προς δόξαν του Γλυκυτάτου μας Ιησού Χριστού και του αγαπημένου Του μαθητού Ιωάννη του Θεολόγου.
ΒΟΑΝΕΡΓΕΣ Ι.Μ. ΑΣΦΙΓΜΕΝΟΥ - ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2005 - ΑΡ. ΤΕΥΧΟΥΣ 21
|