Μολονότι εκ πείρας μπορούμε να διακρίνουμε τη διαφορά μεταξύ του φυσιολογικού και του μη φυσιολογικού ανθρώπου, η επιστήμη είναι πολύ επιφυλακτική στο να δώσει ένα σαφή και συγκεκριμένο ορισμό.
Μπορούμε ωστόσο να πούμε ότι σε γενικές γραμμές κάποιος θεωρείται φυσιολογικός, όταν παίρνει ικανοποίηση από τρεις τομείς της ζωής του: από το επάγγελμά του, από την προσωπική του ζωή και από τον τρόπο που καταναλώνει τον ελεύθερο χρόνο του (ψυχαγωγία).
Αν κάποιος έχει προβλήματα για μεγάλο χρονικό διάστημα και στους τρεις αυτούς τομείς, τότε ίσως υποφέρει από κάποιο ψυχικό πρόβλημα που δεν τον αφήνει να χαρεί τη ζωή.
Επειδή όμως ο ορισμός αυτός είναι πολύ γενικός, είναι εύκολο να κάνουμε λάθος στις εκτιμήσεις μας και να νομίσουμε ότι ένας άνθρωπος δεν είναι στα καλά του, ενώ απλώς αυτός περνά μια δύσκολη φάση της ζωής του.
Δεν είναι καθόλου απίθανο να βρεθεί κάποιος από μας κάποτε με προβλήματα στη δουλειά του που θα διαταράξουν την ισορροπία του, με αποτέλεσμα να διαταραχθεί η προσωπική του ζωή, οι σχέσεις του με την οικογένεια και τους φίλους του και στη συνέχεια να χάσει κάθε διάθεση για ψυχαγωγία. Το ίδιο μπορεί να συμβεί, αν προκύψουν προβλήματα στην προσωπική του ζωή: η επαγγελματική του ζωή διαταράσσεται και η διάθεση για ψυχαγωγία εξανεμίζεται.
Οι υποψίες μας ωστόσο αυξάνονται, όταν κάποιος βρίσκεται συνέχεια στην ίδια θλιβερή κατάσταση. Όταν για χρόνια παραπονείται για τη δουλειά του, για χρόνια παραπονείται για τα προσωπικά του προβλήματα και ποτέ δεν δείχνει καλοδιάθετος και πρόσφορος.
Αλλά υπάρχουν και πολλές παραλλαγές στον γενικό αυτό ορισμό. Κάποιος μπορεί να είναι ικανοποιημένος από τη δουλειά του, αλλά έξω από αυτήν να μη μπορεί να νιώσει καμιά ευχαρίστηση. Ύποπτο. Κάποιος άλλος μπορεί να εργάζεται, χωρίς να γκρινιάζει, αλλά κλαίγεται νυχθημερόν για την προσωπική του ζωή όπου όλα όσα του συμβαίνουν είναι άθλια και ελεεινά. Ύποπτο. Άλλος πάλι δεν μπορεί να νιώσει ευχαρίστηση με καμιά δραστηριότητα και έχει συνεχώς το αίσθημα του ανικανοποίητου. Ύποπτο κι αυτό.
Φυσικά δεν είμαστε εμείς οι κατάλληλοι να χαρακτηρίσουμε κάποιον φυσιολογικό ή όχι. Εξάλλου η ψυχιατρική αγωνίζεται χρόνια να βρει ένα σταθερό ορισμό και δεν τα έχει καταφέρει. Και ας μην ξεχνάμε ότι ο όρος «φυσιολογικός» είναι σχετικός ανάλογα με την εποχή και τον τόπο όπου ζει ο καθένας και ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για μια ιδανική έννοια. Κανείς δεν είναι 100% «φυσιολογικός», όπως κανείς δεν είναι 100% όμορφος ή 100% τέλειος.
Στην καθημερινή μας ζωή ωστόσο και χωρίς να έχουμε γνώσεις ψυχολογίας, έχοντας οδηγό μόνο την πείρα μας, μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε κάποιον που αποκλίνει έντονα από το μοντέλο του μέσου όρου που έχουμε καταλήξει να θεωρούμε φυσιολογικό.
Μια μικρή απόκλιση από τον μέσο όρο την έχουμε όλοι μας και είναι μάλλον ανώδυνη στις καθημερινές μας σχέσεις. Αν όμως η απόκλιση είναι μεγάλη, τότε έχουμε πρόβλημα στις επαφές μας με τους άλλους, στη δουλειά μας και στην προσωπική μας ζωή. Οι άλλοι δεν είναι διατεθειμένοι να μας κατανοήσουν και να μας συγχωρήσουν, αν φερόμαστε παράξενα ή αλλόκοτα. Δεν είναι διατεθειμένοι να μας αγαπήσουν, δεν είναι διατεθειμένοι να γίνουν φίλοι μας. Βρισκόμαστε έτσι μέσα σε ένα αφιλόξενο κόσμο, απρόσωπο, ψυχρό και νιώθουμε απέραντη μοναξιά.
Επειδή όμως δεν έχουμε κατά κανόνα συναίσθηση της απόκλισής μας, βρισκόμαστε και σε απορία. Γιατί οι άλλοι μάς φέρονται έτσι; Γιατί μας απορρίπτουν; Γιατί μας αποφεύγουν; Και, το χειρότερο, γιατί μας περιγελούν;
Το αποκλίνον άτομο βιώνει πολύ τραυματικά την κοινωνική απόρριψη, ενώ συγχρόνως δυσκολεύεται να κατανοήσει γιατί του συμβαίνει κάτι τέτοιο. Του είναι πιο εύκολο να ρίξει το φταίξιμο στους άλλους, αντί να κάνει μια οδυνηρή ενδοσκόπηση για να εντοπίσει τις αιτίες της απομόνωσής του. Οι άλλοι είναι οι κακοί, αυτοί που ενδιαφέρονται για τον εαυτό τους και αδιαφορούν για τους υπόλοιπους. Οι άλλοι είναι οι άφιλοι, οι συμφεροντολόγοι, οι εγωιστές, οι αναίσθητοι.
Ο κόσμος πράγματι είναι γεμάτος από τέτοιους ανθρώπους, αλλά είναι γεμάτος και από ανθρώπους ειλικρινείς, φιλικούς και ευαίσθητους. Δεν είναι δυνατόν να πέφτουμε συνεχώς σε ανθρώπους της πρώτης κατηγορίας και να μην έχουμε ποτέ συναντήσει εκπροσώπους της δεύτερης. Αν μας συμβαίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να υποψιαστούμε ότι κάτι σε μας δεν πάει καλά.
Ας επανέλθουμε στο αρχικό ερώτημα «πότε ένας άνθρωπος θεωρείται φυσιολογικός». Μολονότι, όπως αναφέραμε, ασφαλής και σαφής απάντηση σ’ αυτό δεν υπάρχει, μπορούμε να λάβουμε υπόψη μας μερικά κριτήρια , όπως τα παραθέτει η ψυχιατρική:
1. Το κριτήριο της μέσης συμπεριφοράς: Ως μέτρο ψυχικής ομαλότητας λαμβάνεται η συμπεριφορά του μέσου ανθρώπου, αν και είναι δύσκολο να αξιολογηθούν επακριβώς τα όρια του μέσου ανθρώπου.
2. Το κριτήριο απουσίας ψυχικής νόσου: Ψυχικά υγιής είναι αυτός, του οποίου η συμπεριφορά δεν εμπίπτει στα πλαίσια μιας γνωστής ψυχικής νόσου.
3. Το κριτήριο της υποκειμενικής δυσφορίας: Δηλαδή κατά πόσο το άτομο νιώθει άσχημα και «παθολογικά». Πόσο νιώθει ότι υποφέρει από υποκειμενικές ή άλλες δυσκολίες.
4. Το κριτήριο της κοινωνικής αποδοχής ή κοινωνικής συμπεριφοράς: Σύμφωνα με αυτό το κριτήριο, υγιές θεωρείται το άτομο, του οποίου η συμπεριφορά δεν εξέρχεται ή δεν αποκλίνει από το πλαίσιο των κανόνων που ισχύουν για την κοινωνία, μέσα στην οποία ζει. Η συμπεριφορά του είναι κοινωνικά αποδεκτή και δεν ενοχλεί τους άλλους με ανάρμοστες συμπεριφορές.
5. Το αναπτυξιακό κριτήριο: Εδώ η φυσιολογικότητα εκτιμάται με κριτήριο το ομαλό πέρασμα από τη μια φάση ανάπτυξης της προσωπικότητας στην άλλη. Μπορούμε να διακρίνουμε τις εξής φάσεις:
Βρεφική- Νηπιακή- Προσχολική- Σχολική- Μέσης ηλικίας (πρώιμη, μέση, όψιμη). Σύμφωνα με αυτό το κριτήριο φυσιολογικός θεωρείται ο άνθρωπος που διέρχεται ομαλά όλα τα στάδια της ανάπτυξης και ωρίμασης της προσωπικότητάς του.
Κανένα από αυτά τα κριτήρια ωστόσο δεν είναι απόλυτο. Το καθένα ξεχωριστά δεν επαρκεί για να ορίσει την ψυχική υγεία και μπορεί να αποτελέσει αφορμή για ατελείωτες συζητήσεις και αμφισβητήσεις.
Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε ότι τα βασικά ατομικά χαρακτηριστικά που συνθέτουν την ψυχική υγεία είναι:
1) Ικανότητα προσαρμογής.
2) Επίγνωση εαυτού (προσωπικής ταυτότητας) συνδυασμένη με αίσθημα αυτονομίας και ικανότητας ελέγχου της αντικειμενικής πραγματικότητας.
3) Επίγνωση των αναγκών του συνανθρώπου σε συνδυασμό με ικανότητα συναισθηματικής συναλλαγής και ομαλών διαπροσωπικών σχέσεων.
4) Ψυχική αντοχή σε ψυχοπιεστικές συνθήκες του περιβάλλοντος. Όσο ισχυρότερο το Εγώ τόσο ευρύτερα τα περιθώρια για θετική προσαρμογή στις στρεσογόνες αλλαγές του περιβάλλοντος. Σε έκτακτες ψυχοπιεστικές συνθήκες τα άτομα με μειωμένη ψυχική αντοχή θα λυγίσουν πρώτα και θα εμφανίσουν ψυχοπαθολογικά συμπτώματα.