Τι καθιστά μια σχέση υγιή και τι όχι; Αυτό που αποτελεί οπωσδήποτε εμπόδιο στη δημιουργία μιας καλής συντροφικής σχέσης είναι η ύπαρξη ψυχολογικής βίας.
Κι επειδή η ψυχολογική βία δεν είναι χειροπιαστή, όπως η φυσική, είναι δύσκολο πολλές φορές να τη διακρίνουμε.Χρειάζεται όμως να αποσαφηνίσουμε τη διαφορά μεταξύ βίας και σύγκρουσης. Στη σύγκρουση ο καθένας αναγνωρίζει τον άλλον ως ισότιμο και διατηρεί την ταυτότητά του. Αντίθετα στη βία υπάρχει ασυμμετρία και κυριαρχία του δυνατότερου στον πιο αδύναμο, με τέτοιο τρόπο που ο άλλος θεωρείται αντικείμενο. Χωρίς να αρνούμαστε την ύπαρξη βίαιων γυναικών, η βία ασκείται – στατιστικά – τις περισσότερες φορές από τον άντρα προς τη γυναίκα.
Τι είναι όμως η Ψυχολογική Βία; Ψυχολογική Βία είναι η συμπεριφορά που αποσκοπεί στην περιφρόνηση του άλλου, με στόχο την αποδυνάμωση και υποταγή του, τον έλεγχο και τη διατήρηση της εξουσίας. Χρειάζεται να τονίσουμε ότι κάθε βία είναι πρώτα ψυχολογική και οι συνέπειές της είναι σοβαρότερες, ακόμη κι από τη φυσική βία. Από την άλλη δε νοείται φυσική βία χωρίς την ψυχολογική (Hirigoyen, 2006).
Τα χαρακτηριστικά της Ψυχολογικής Βίας είναι συνήθως τα εξής:
• Ο Έλεγχος στη ζωή του άλλου, με την έννοια της κακόβουλης κυριαρχίας και εξουσίας επάνω του.
• Η Απομόνωση από την οικογένεια, τους φίλους, την εργασία, την κοινωνική ζωή. Η απομόνωση είναι αποτέλεσμα της ψυχολογικής κακοποίησης, αλλά κι ένας τρόπος διατήρησης της βίας, καθώς το απομονωμένο άτομο θα αναζητήσει δυσκολότερα υποστήριξη.
• Η Παθολογική ζήλια, η οποία αποτελεί ένα ακόμη είδος ελέγχου. Εκδηλώνεται με τη μορφή συνεχούς καχυποψίας, αστήρικτης απόδοσης προθέσεων και τάσης για ολοκληρωτική κατοχή.
• Η Υποτίμηση για τις διανοητικές ικανότητες, τη συμπεριφορά, την εμφάνιση, τη σεξουαλικότητα, την πατρική οικογένεια, το γονεϊκό ρόλο κ.λπ. Μέσω της περιφρονητικής στάσης και των προσβολών, επιδιώκεται να θιγεί η αυτοεκτίμηση του άλλου.
• Οι Ταπεινώσεις του άλλου και η παντελής έλλειψη σεβασμού προς το πρόσωπό του. Θύματα εδώ είναι κυρίως οι γυναίκες, καθώς πολλές φορές οι ταπεινώσεις είναι σεξουαλικού περιεχομένου και προκαλούν ντροπή, η οποία εμποδίζει τη γυναίκα να μιλήσει για αυτές και να αναζητήσει στήριξη.
• Οι Πράξεις εκφοβισμού ή Απειλές, π.χ. εκτόνωση σε αντικείμενα, ως επίδειξη δύναμης κι άσκηση έμμεσης βίας.
• Η Αδιαφορία στο αίτημα για τρυφερότητα κι η εκδήλωση απόρριψης ή περιφρόνησης.
• Η Άρνηση της άμεσης επικοινωνίας. Σε αυτή την περίπτωση το άτομο που ασκεί βία αρνείται το διάλογο, αποφεύγει να απαντήσει σε άμεσες ερωτήσεις και καταφεύγει σε υπονούμενα, πικρόχολους υπαινιγμούς, ψέματα ή διπλά μηνύματα που μπερδεύουν τον άλλον.
Στην αρχή το θύμα υπακούει για να ευχαριστήσει τον άλλο, αργότερα όμως συμμορφώνεται επειδή φοβάται. Έτσι αφαιρούνται σταδιακά από το θύμα η ικανότητα να αμυνθεί και το κριτικό πνεύμα. Οι αντιστάσεις του μειώνονται, με τέτοιο τρόπο που δεν μπορεί να αντιδράσει και καταλήγει να είναι πλέον αντικείμενο.
Η συνέπεια για το άτομο που δέχεται τη βία είναι να βιώνει τρομερό άγχος, λόγω έλλειψης επικοινωνίας, αλλά και ντροπή για όσα δεν παίρνει ή για όσα ανέχεται. Το θύμα, στην προσπάθειά του να διατηρήσει τη σχέση, εκθέτει τις αδυναμίες του, τις οποίες ο θύτης χρησιμοποιεί εναντίον του, καθιστώντας το θύμα υπεύθυνο για ό,τι συμβαίνει. Η ψυχολογική βία κορυφώνεται στη φάση του χωρισμού. Τα διαζύγια, σε αυτή την περίπτωση είναι βίαια, με πολύ χρονοβόρες διαδικασίες, και στόχο την αποδυνάμωση του άλλου (Hirigoyen, 2000).
Άλλες μορφές ψυχολογικής βίας
Η Οικονομική πίεση είναι ο συστηματικός έλεγχος όλων των εσόδων κι εξόδων, είτε όταν ο ένας σύντροφος εξαρτάται οικονομικά από τον άλλον, είτε όταν είναι αυτάρκης, είτε όταν έχει μεγαλύτερο εισόδημα.
Το Stalking είναι η άσκηση πίεσης στη φάση του χωρισμού, όπως ο έλεγχος των κινήσεων, η συχνή παρακολούθηση στο δρόμο, έξω από το σπίτι ή τη δουλειά, η τηλεφωνική παρενόχληση, κ.λπ.
Οπωσδήποτε στόχος είναι ο κάθε σύντροφος να ανακαλύψει τις δικές του αδυναμίες – για ποιους λόγους δηλαδή ο «θύτης» έχει ανάγκη να ελέγχει υπερβολικά και να κακομεταχειρίζεται το σύντροφό του ή για ποιους λόγους το «θύμα» επέτρεψε στο σύντροφό του την άσκηση ψυχολογικής βίας. Δυστυχώς η κλινική πράξη έχει δείξει ότι ο «θύτης» θα μπει πολύ δύσκολα σε μια διαδικασία να αναζητήσει τους λόγους της συμπεριφοράς του. Έτσι το άτομο που υφίσταται βία χρειάζεται να ενδυναμωθεί, προκειμένου να αλλάξει την κατάσταση. Αυτό δεν είναι εύκολο πολλές φορές, καθώς ενδέχεται να βρίσκεται για πολύ καιρό σε αυτό το στάδιο και να έχει υποστεί ισχυρό πλήγμα στην αυτοεκτίμησή του.
Από την άλλη, η έκθεση σε συνθήκες ψυχολογικής βίας μπορούν να προκαλέσουν έντονα συμπτώματα στρες και άγχους, που μπορούν να οδηγήσουν ακόμη και σε σοβαρή μορφή κατάθλιψης. Το άτομο που υφίσταται τη βία είναι πιθανό να έχει βιώσει και στην οικογένειά του αντίστοιχες τραυματικές καταστάσεις ή για κάποιους λόγους να μην είχε σαφή αίσθηση της αξίας του. Όπως και να έχειείναι σημαντικό να αναγνωρίσει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται και – λαμβάνοντας βοήθεια και στήριξη – να αλλάξει τη θέση στην οποία έχει περιέλθει. Είναι μια προσπάθεια που είναι σημαντικό να κάνουν και οι δύο σύντροφοι, αν επιθυμούν να διατηρήσουν τη σχέση. Καθώς όμως οι επιπτώσεις είναι σοβαρότερες για αυτόν που υφίσταται τη βία, χρειάζεται να λάβει εκείνος την πρωτοβουλία να δώσει τέλος στην κακοποίηση έτσι ώστε να ζήσει απαλλαγμένος από οποιαδήποτε μορφή βίας.