Οπως μας λένε οι ειδικοί, στις πέντε κύριες γενεσιουργές αιτίες καταστάσεων αυξημένου άγχους περιλαμβάνεται και η μετακόμιση από έναν τόπο σε άλλον, ή από ένα σπίτι σε κάποιο άλλο.
Μία τέτοια κατάσταση αναγκάστηκα να βιώσω κι εγώ τον περασμένο μήνα. Αλλά όπως έλεγαν και οι αρχαίοι στωικοί «ουδέν κακόν αμιγές καλού», γιατί σε κάθε πράγμα, όσο και αν φαίνεται αρνητικό, βρίσκεται πάντοτε κάτι το θετικό. Το ίδιο συνέβη, κατά κάποιον τρόπο, και στην προκειμένη περίπτωση. Γιατί στη διάρκεια της μετακόμισης χρειάστηκε να «ξεκαθαρίσω» φωτογραφίες, κείμενα και πολυποίκιλα άλλα «πράγματα» που είχαν συσσωρευτεί εδώ και 38 ολόκληρα χρόνια σε κάποια ξεχασμένη γωνιά. Κι έτσι ήταν αναπόφευκτο να «ταξιδέψω» και πάλι πίσω, στο διάβα των ετών και των αναμνήσεων, κάτι που συμβαίνει άλλωστε και με τα άστρα! Γιατί απλούστατα όταν κοιτάζουμε τα άστρα βλέπουμε και μελετάμε… αναμνήσεις!
Τα μάτια μας, περιορισμένα να βλέπουν τα λαμπρότερα μόνον άστρα της νύχτας, ήταν για χιλιάδες χρόνια τα μοναδικά αστρονομικά όργανα που διαθέταμε. Οι αρχαίοι λαοί, για παράδειγμα, πίστευαν ότι το σκοτάδι της νύχτας οφείλονταν σ’ έναν μαύρο χιτώνα γεμάτο τρύπες μέσα από τις οποίες περνούσε το φως του Ηλιου και με τον οποίο οι θεοί τους σκέπαζαν κάθε βράδυ τον ουράνιο θόλο. Πίστευαν μάλιστα ότι από την κορυφή ενός βουνού θα μπορούσαν να τα φτάσουν και να τα αγγίξουν. Σήμερα φυσικά γνωρίζουμε ότι τ’ άστρα δεν είναι τρύπες στον ουρανό κι ότι για να τα αγγίξουμε θα ’πρεπε να ’χαμε απίστευτα μεγάλα χέρια.
Ο Ηλιος, για παράδειγμα, είναι το πλησιέστερο σε μας άστρο και βρίσκεται σε απόσταση 150 εκατομμυρίων χιλιομέτρων, ενώ το αμέσως επόμενο άστρο, που στην πραγματικότητα είναι ένα τριπλό σύστημα άστρων με την ονομασία άλφα Κενταύρου, βρίσκεται σε απόσταση 44 τρισεκατομμυρίων χιλιομέτρων. Επειδή όμως οι αριθμοί αυτοί είναι τόσο μεγάλοι ώστε χάνουν στην ουσία τη σημασία τους, ας τους κοιτάξουμε από μιαν άλλη σκοπιά. Τη σκοπιά του χρόνου που θα χρειαζόμασταν για να φτάσουμε μέχρις εκεί.
Εάν ταξιδεύαμε με αυτοκίνητο θα φτάναμε στη Σελήνη σε 158 ημέρες, στον Ηλιο σε 171 χρόνια, και στον άλφα Κενταύρου σε 50 εκατομμύρια χρόνια. Ακόμη, όμως, κι αν ταξιδεύαμε με ένα διαστημόπλοιο (με ταχύτητα 50.000 χιλιομέτρων την ώρα), θα φτάναμε στη Σελήνη σε περίπου 8 ώρες, στον Ηλιο σε 125 ημέρες, και στον άλφα Κενταύρου σε 92.880 χρόνια! Το πιο απόμακρο αντικείμενο που έχουμε παρατηρήσει, βρίσκεται τόσο μακριά από μας ώστε το φως του, τρέχοντας με την ταχύτητα του φωτός (300.000 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο), χρειάζεται πάνω από 13 δισεκατομμύρια χρόνια για να φτάσει από εκεί που είναι μέχρι τη Γη μας.
Καταλαβαίνετε λοιπόν τώρα τι εννοούμε όταν μιλάμε για... αστρονομικούς αριθμούς, και το μέγεθος των χεριών που θα χρειαζόμασταν για να φτάσουμε τ’ άστρα; Γι’ αυτό στην αστρονομία χρησιμοποιούμε ως μονάδα μέτρησης των αποστάσεων το «έτος φωτός». Η μονάδα αυτή ορίζεται ως «η απόσταση που διανύει μία ακτίνα φωτός σε ένα χρόνο τρέχοντας με την ταχύτητα του φωτός» και είναι ίση με 9,46 τρισεκατομμύρια χιλιόμετρα.
Διαπιστώνουμε δηλαδή ότι η ακτινοβολία που έρχεται από τα διάφορα ουράνια αντικείμενα απαιτεί την παρέλευση κάποιου χρόνου για να φτάσει μέχρις εμάς παρ’ όλο που τρέχει με την τεράστια ταχύτητα των 300.000 χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο. Ετσι, όταν κοιτάμε έξω στο Διάστημα, βλέπουμε τις εικόνες των διαφόρων ουράνιων αντικειμένων όπως ήταν στο παρελθόν και όχι όπως είναι τη στιγμή που τα κοιτάμε. Που σημαίνει ότι όλα όσα βλέπουμε στον ουρανό ανήκουν στο παρελθόν. Το φως του Ηλιου, για παράδειγμα, χρειάζεται περίπου 8,5 λεπτά για να φτάσει μέχρι τη Γη που σημαίνει ότι τον βλέπουμε όπως ήταν πριν από 8,5 λεπτά.
Γι’ αυτό, και παρ’ όλο που μπορεί να δυσκολευόμαστε κάπως να το πιστέψουμε, είναι γεγονός ότι μπορούμε να δούμε το μακρινό παρελθόν όλων όσα βλέπουμε, γιατί απλούστατα όλα όσα παρατηρούμε στον ουρανό έχουν ήδη συμβεί. Το ίδιο συμβαίνει και με το «καλοκαιρινό τρίγωνο» άστρων. Το άστρο Αλτάιρ στον αστερισμό του Αετού, για παράδειγμα, βρίσκεται σε απόσταση 17 ετών φωτός από μας, που σημαίνει ότι το φως του τρέχοντας με την ταχύτητα των 300.000 χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο χρειάζεται 17 χρόνια για να φτάσει από εκεί μέχρις εδώ. Ο Βέγας, στον αστερισμό της Λύρας, απέχει 25 έτη φωτός από τη Γη. Ετσι ένας σημερινός 25χρονος μπορεί να δει απόψε πώς ήταν το άστρο αυτό τη χρονιά που γεννήθηκε. Ενώ το φως που θα φτάσει απόψε από τον Ντένεμπ στον αστερισμό του Κύκνου άρχισε το ταξίδι του πριν από 1.700 χρόνια, όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος θεμελίωνε στο αρχαίο Βυζάντιο την Πόλη που πήρε τ’ όνομά του.
Οι αστρονόμοι αποκαλούν το φαινόμενο αυτό «χρόνο παρέλευσης», που σημαίνει ότι όλα όσα βλέπουμε στον ουρανό ανήκουν στο παρελθόν. Κατά κάποιον, δηλαδή, τρόπο ο έναστρος ουρανός δεν είναι παρά ένα είδος μηχανής του χρόνου. Οσο πιο μακριά βλέπουμε μέσα στο Σύμπαν τόσο πιο πολύ εισχωρούμε στο παρελθόν. Γι’ αυτό, όταν τα διαστημικά μας αστεροσκοπεία καταγράφουν τις αδύνατες ακτινοβολίες που έρχονται από τους απόμακρους γαλαξίες και τα κβάζαρ, απομακρυνόμαστε όχι μόνο στον χώρο αλλά και στον χρόνο. Λόγω του χρόνου που χρειάζεται η εικόνα κάθε ουράνιου αντικειμένου για να έρθει σε μας, βγάζουμε το συμπέρασμα ότι βλέπουμε και μελετάμε... αναμνήσεις!
* Ο κ. Διονύσης Π. Σιμόπουλος είναι επίτιμος διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου.
Πηγή: Καθημερινή