Η υπόρρητη ερώτηση που ταλανίζει τον άνθρωπο, από καταβολής της εν νόησης, είναι η: τι είναι ο άνθρωπος;. Η συγκεκριμένη υφέρπουσα απορία μετεξελίχθηκε σε κραυγαλέο φιλοσοφικό κάματο από την αρχαία Ελλάδα, τους Αναγεννησιακούς χρόνους αλλά και ως τις μέρες μας.
Το παραπάνω περιεχόμενο της ενδοσκόπησης από μόνο το γεννά ένα ακόμα ερώτημα. Είναι ώριμη και έλλογη η αναζήτηση της απάντησης στο τι είναι ο άνθρωπος και ποια σκοπιμότητα εξυπηρετεί; Αναλογιζόμενοι ότι οι πρωτάνθρωποι δεν είχαν την ανάγκη της εσωτερικής αναζήτησης, μας οδηγεί στο απότοκο συμπέρασμα πως βίωναν την υπόστασή τους δίχως φραγμούς, όντας ενωμένοι με το αποκαλούμενο θείο. Δεν σου γεννάτε η ανάγκη να ερευνήσεις ή να ερμηνεύσεις κάποιο φαινόμενο όταν το βιώνεις σε απλούς ρυθμούς, μα όταν το χάσεις και με την πάροδο του χρόνου, το ξεχάσεις, τότε θέτεις τα λεγόμενα φιλοσοφικά ερωτήματα περί αυτού. Παρατηρούμε πως η ανθρώπινη οντότητα είναι αδύνατο να παραμείνει στατική ακολουθώντας τους συμπαντικούς κανόνες, συνεπώς οι αλλαγές είναι παραπάνω από βέβαιες, οπότε γεννάτε η ανάγκη της εξήγησης τους. Το αξιοσημείωτο είναι πως για πρώτη φόρα το παρατηρούμενο αντικείμενο είναι ταυτόχρονα ο ερευνητής και ο παρατηρητής, γεγονός που ενέχει αυτονόητους κινδύνους. Από μόνη της η αυτή αναζήτηση δυναμιτίζει τα θεμέλια του υλισμού και υπαινίσσεται την ύπαρξη πνεύματος, συνειδήσεως ακόμα και θεού.
Ποια είναι η αιτία αυτή που ωθεί τον άνθρωπο στην αφηρημένη και πολυσύνθετη σκέψη πάνω στην ύπαρξή του; Κατά τον Σωκράτη ο Θεός δεν φιλοσοφεί, γιατί κατέχει τη σοφία, φιλοσοφεί όμως ο άνθρωπος, που η ύπαρξή του είναι πεπερασμένη. Επίσης ταλανίζουμε την διάνοια μας διότι έχουμε μια ενδόμυχη και διαρκή ανάγκη για αποδείξεις της ανθρώπινης υπόστασης αλλά και των φυσικών φαινομένων. Μια επιπλέον αφορμή για στοχασμό ήταν η ανάπτυξη του ανθρωπίνου εγκεφάλου με αποτέλεσμα την εμφάνιση του λόγου, άρα και της ικανότητας να μπορούμε να μοιραστούμε και να συγκρίνουμε τις σκέψεις μας.
Τροχοπέδη στην εξέλιξη των φιλοσοφικών θεμάτων που άπτονται είτε της ανθρώπινης ύπαρξης, είτε της περιβάλλουσας φύσης είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Πιο συγκεκριμένα, η πιστότητα, η αξιοπιστία και η βασιμότητα των παραγόμενων ιδεών ή συμπερασμάτων γίνονται ασυνείδητα θύματα των ανθρωπίνων αισθήσεων. Δηλαδή ο άνθρωπος προσπαθεί να εξηγήσει τα πάντα βάση των δικών του εμπειριών εξαρτώμενων των πέντε αισθήσεων του. Το γεγονός αυτό θέτει υπό αμφισβήτηση ότι ο άνθρωπος είναι ικανός να γίνει κοινωνός της πραγματικής γνώσης, διότι υπεισέρχεται η υποκειμενικότητα και το περιορισμένο φάσμα των αισθήσεων μας. Το φαινόμενο αυτό το παρατηρούμε στην προσπάθεια της ευκλείδειας εξήγησης του πολυδιάστατου σύμπαντος.
Βέβαια η φιλοσοφική αναζήτηση δεν είναι καθολικό συμβάν. Το μεγαλύτερο μέρος του ανθρώπινου πληθυσμού αντί να ενδοσκάπτει σηκώνει ψηλά το κεφάλι θωρώντας ένα μεγαλύτερο μυστήριο εξω-ατομικό. Το μυστήριο του σύμπαντος φαντάζει πιο δυσεπίλυτο άρα πιο συναρπαστικό, αλλά είναι μια καλά κρυμμένη δικαιολογία προς αποφυγή της προσωπικής ανακάλυψης – ή καλύτερα της επαν-ανακάλυψης. Με τον τρόπο αυτό μεταθέτει το πρόβλημα έξω από τον ίδιο, ομοίως παρατηρούμε και στην καθημερινή ζωή να αποφεύγουμε δικά μας προβλήματα ή να αναβάλουμε την επίλυσή τους και να μας απασχολούν αλλότρια προβλήματα.
Μεγάλη η βαρύτητα της ερώτησης που τέθηκε στην αρχή του κειμένου και ακόμα μεγαλύτερη η προσπάθεια που έχει καταβληθεί ανά τους αιώνες προς απάντηση της από τον φιλοσοφικό κόσμο. Όμως, η θεμελιώδης ερώτηση που τίθεται δεν είναι η: τι είναι ο άνθρωπος, αλλά η: γιατί είναι ο Άνθρωπος. Δηλαδή, ποιος είναι ο σκοπός που εξυπηρετεί η ανθρώπινη ύπαρξη; Για ποιο λόγω ενσαρκωνόμαστε έχοντας ξέχωρες ιδιαιτερότητες και ικανότητες από το λοιπό ζωικό βασίλειο και μάλιστα με την ιδιότητα της εξαιρετικά σύντομης σε χρόνο εξέλιξής των, όντας ¨καταδικασμένοι¨ στην διαδικασία της δημιουργίας και επιλεκτικής εξέλιξης;
Ο προφανής λόγος ύπαρξης είναι η εξέλιξη του γονιδιώματος μας ως τμήμα της θεωρίας της εξέλιξης των ειδών, δηλαδή η αρχέγονη ανάγκη για τεκνοποίηση, επιβίωση και κυριάρχηση επί των άλλων ειδών της πλούσιας γήινης βιοποικιλότητας. Η εξήγηση αυτή αν και λογικοφανής δεν πληρώνει το αίσθημα της αυτογενούς αναζήτησης. Το αίσθημα αυτό της μη εσώτερης πληρότητας της περιέργειας οφείλετε στο γεγονός πως ο άνθρωπος πλέον έχει ξεφύγει από αυτόν τον σκοπό, άρα αυτή η εξήγηση θα αρκούσε πριν διακόσια χρόνια, μα όχι στους σύγχρονους καιρούς. Παρατηρούμε πλέον πως ο άνθρωπος έχει ξεφύγει από την ανάγκη της αναπαραγωγής και επιβίωσης δημιουργώντας ανάγκες όπως η εξερεύνηση του περιβάλλοντος, την ανάγκη για τέχνη και καλαισθησία, δρούμε με σκοπό την διασκέδαση ή την ψυχαγωγία, τον κοινωνικό συναγελασμό, πετύχαμε την μη βιολογική εξέλιξη – την επιστημονική και τεχνολογική, είδαμε πίσω στον χρόνο με τηλεσκόπια, λύσαμε το ερώτημα του υποατομικού σωματιδίου, κ.ο.κ.
Παρόλο την απόκτηση γνώσης το κυρίαρχο και επιτακτικό ερώτημα του σκοπού και του νοήματος της ύπαρξης εμμένει, αφού έχουμε ξεφύγει από την εξήγηση της επιβίωσης και εξέλιξης. Συνεπώς μπορούμε να οδηγηθούμε σε ένα συμπέρασμα ίσως αβέβαιο, ίσως υποκειμενικό, ίσως μη επαρκές αλλά έτσι είναι η νοητική παραγωγή, μη ζυγίσιμη. Η ανθρωπότητα απαρχής της ζει στην ψευδαίσθηση της αναζήτησης σκοπού χωρίς να δίνει χώρο στην πιθανότητα να είναι αυτή που δίνει διαχρονικά σκοπούς στην ύπαρξη. Στα πρώιμα ανθρώπινα χρόνια σκοπός ήταν η επιβίωση και η χρονική συνέχεια του είδους. Στην συνέχεια και αφού αυτός ο στόχος πραγματώθηκε τέθηκαν εκ νέου στόχοι όπως για παράδειγμα αυτού του ευ ζείν. Τίθενται συνεχώς νέοι στόχοι, νέοι σκοποί στην ύπαρξη, που μπορεί να είναι μακροπρόθεσμοι ή όχι, πραγματοποιήσιμοι ή όχι, αλλά δεν παύουν να τίθενται.
Ελπίζουμε μόνο με την πάροδο του χρόνου ο σκοπός και ο στόχος της ζωής από την υλιστική προδιάθεση να τείνουν προς το πνευματικό επίπεδο, στο επίπεδο το ανθρωποκεντρικό, στο επίπεδο της εύρεσης του ανθρώπινου κέντρου.