Είναι φορές που όταν βρίσκομαι με φίλους, αναρωτιέμαι αν συζητάμε ή αν απλώς συνομιλούμε. Οι λέξεις οι ίδιες είναι ενδεικτικές.
Συζητώ όταν με τον συνομιλητή μου ζητώ από κοινού ένα νόημα, μια λύση, μια απάντηση, μια διέξοδο σε κάποια κατάσταση, κάποια εμπειρία, κάποιο πρόβλημα. Συνομιλώ όταν δεν κάνω τίποτε άλλο από το να παραθέτω γνώμες, ιδέες, βιώματα, μια εγώ μια ο συνομιλητής μου.
Η συζήτηση είναι διαδικασία ‘σύνθεσης’, εμπειρία αναζήτησης, εμβάθυνσης και διεύρυνσης, διαμόρφωσης. Οι συνομιλητές αλληλοσυμπληρώνονται με κοινό γνώμονα μια ιδέα, μια αξία, ένα συμβάν, μια πρόταση. Είναι διεργασία δημιουργική, αφού μια αρχική ιδέα, έννοια, κ.τ.λ., συνδιαμορφώνονται από τους συνομιλητές, και μέσα από συνεχή επεξεργασία κάθε είδους -ακόμη και με διαφωνίες- πλάθεται, επεκτείνεται, διευρύνεται, ανυψώνεται.
Έτσι, η συζήτηση ιδωμένη υπ’ αυτό το πρίσμα αποτελεί φαινόμενο άκρως κοινωνικό, και διόλου τυχαίο ότι τα συμπόσια στην αρχαία Ελλάδα ήταν ο φυσικός χώρος και χρόνος όπου οι άνθρωποι ‘συν-ζητούσαν’ και όχι απλώς ‘συν-έπιναν’. Ήταν ο χώρος τελικά που φιλοσοφούσαν.
Η συνομιλία απ’ την άλλη, δεν είναι παρά απλή περιγραφή της διαδικασίας συζήτησης από τεχνική άποψη και όχι ουσιαστική. Συνομιλώ πρακτικά σημαίνει παράθεση εννοιών, καταστάσεων, ιδεών, γεγονότων όμως χωρίς συνδιαμόρφωση και επεξεργασία, άρα χωρίς εμβάθυνση, διεύρυνση, ανύψωση. Είναι ένα είδος ενημερωτικού δελτίου μεταξύ των συνομιλητών, μιας πληροφόρησης. Έχει χαρακτήρα άκρως κοσμικό.
Η συζήτηση είναι βαθύτερη έννοια. Προϋποθέτει ένα προσόν που ολοένα σπανίζει: ακρόαση. Το χάρισμα του καλού συνομιλητή το έχουν πολλοί, αρκεί να έχουν ελκυστικό λόγο. Το χάρισμα του καλού συζητητή είναι σπανιότερο, αφού εκτός από τον ουσιαστικό λόγο, πρέπει κανείς να διαθέτει και ευήκοον ους. Στην πραγματική συζήτηση, που είναι ‘σύνθεση’, ο λόγος χτίζεται, και όπως τα οικοδομικά υλικά εξαρτώνται το ένα από το άλλο, είναι αλληλένδετα για να επιτελέσουν το σκοπό τους, να εξασφαλίζουν δηλαδή στατικότητα, έτσι και ο λόγος των συνομιλητών πρέπει να χτίζεται συνεκτικά. Αντίθετα, η απλή συνομιλία δεν συνεπάγεται συνοχή αλλά παράθεση.
Αν, για παράδειγμα, διηγούμαι στην παρέα μου ότι είχα ένα ατύχημα, υπάρχουν δύο πιθανότητες. Να το συζητήσουμε, ή απλώς να συνομιλήσουμε. Αν απλώς συνομιλούσαμε, θα είχαμε πιθανότατα μια παράθεση ανάλογων εμπειριών είτε άμεσων έιτε έμμεσων εκ μέρους των συνομιλητών, σε μια αλυσιδωτή ανεπεξέργαστη και δυνητικά ατέρμονη αφήγηση/παράθεση παρόμοιων ατυχών συμβάντων. Αν η παρέα μου ήθελε να συζητήσει, θα έστρεφε την κουβέντα σε βαθύτερες πτυχές: πώς το έπαθα, πώς ένιωσα, τί έγινε με τον περίγυρό μου, πώς είμαι τώρα, γιατί το έπαθα, κ.τ.λ. Με έναυσμα τέτοια ερωτήματα, αρχίζει να εκτυλίσσεται μια συν-ζήτηση με πιο προσωπική χροιά για τον καθένα, αναζητώντας διδάγματα, οφέλη, επιπτώσεις, κ.τ.λ. από την προσωπική κατάθεση του καθενός, που μπορεί να αποτελούν ανακάλυψη για κάποιους εκ των συνομιλητών.
Οι κοσμικοί άνθρωποι ρέπουν προς τις συνομιλίες, που κουράζουν και εξαντλούν εκείνους οι οποίοι δεν βλέπουν τη ζωή απλώς ως ταινία που ξετυλίγεται τρισδιάστατη μπροστά τους.
Η συζήτηση και η συνομιλία έχουν ποιοτική διαφορά, με τη συνομιλία σε κατώτερη τάξη, όμως έχουμε ανάγκη και τα δύο. Το να αποζητά κανείς τις εξαντλητικές συζητήσεις παντού και πάντα, είναι το ίδιο αφύσικο όσο και το να αναλώνεται μονίμως σε φλύαρες και ανούσιες συνομιλίες. Η κατάληξη μπορεί να είναι ίδια: και οι δύο να μείνουν μόνοι. Ο ένας στην αισθητή μοναξιά του εαυτού του, ο άλλος στην αθέατη μοναξιά του ακροατηρίου του.
Βασίλης Μούσκουρης (Μουσικός, μεταφραστής)