Ο Ηράκλειτος, γύρω στο 500 π.Χ., στην Έφεσο...
Δίχως λέξη
Ο Ηράκλειτος είχε τελικά γυρίσει την πλάτη του στους συνανθρώπους του. Μία πλάτη που έμοιαζε γεμάτη αγκάθια.
Φοβόντουσαν τις τσουχτερές απαντήσεις του, τις καυστικές παρατηρήσεις του, και κυρίως τα πύρινα βέλη του, γιατί η σκέψη του είχε μιαν ακούραστη και επικερδή συναλλαγή με τη φωτιά. Στους συμπολίτες του, που, στα μάτια του, κυλιόντουσαν στο βούρκο της εύκολης ζωής, είχε αρνηθεί να δώσει το σύστημα νόμων που είχαν ζητήσει, «Θα έπρεπε να κρεμαστείτε και να αφήσετε την Πόλη σας στα παιδιά». Όσο κι αν περιφρονούσε τους ανθρώπους, ο Ηράκλειτος αγαπούσε πραγματικά τη συντροφιά των παιδιών. Μάλιστα μία μέρα αποσύρθηκε στο ναό της Άρτεμης, για να παίξει κότσια μαζί τους.
Οι Εφέσιοι είχαν καταλήξει να μη δίνουν πια μεγάλη σημασία στις επιπλήξεις του. Χωρίς αμφιβολία ο φιλόσοφος είχε δίκιο να προσπαθεί, κάνοντας μια συνετή ζωή, να διαφυλάσσει τη φωτιά από την οποία προέρχεται η ψυχή. Δεν είχε βέβαια άδικο να σπρώχνει τους συμπολίτες του προς την αρετή. Αλλά πόσο κακό υπάρχει στην καλοπέραση, την οποία ίσως να μην γευτούν στον Άδη;
Κι όμως, όταν οι Πέρσες πολιορκούν την Πόλη, αρχίζουν να φαντάζονται τις στερήσεις που θα έρθουν. Ορισμένοι θυμίζουν τα ξεχασμένα λόγια του σοφού, που έχει σωπάσει εδώ και πολύ καιρό. Τίποτα δεν πετυχαίνουν. Οι Εφέσιοι ενδίδουν στις αδυναμίες τους, κατά τη συνήθειά τους. Ο πόλεμος είναι ένα αρκετά μεγάλο κακό, δεν χρειάζονται άσκοπες στερήσεις.
Αλλά οι Πέρσες δεν κουράζονται. Η πολιορκία διαρκεί, διαιωνίζεται. Τα αποθέματα αδειάζουν. Έχοντας λάβει τη διαταγή να βρουν μία λύση, οι υπεύθυνοι της Πόλης ανεβαίνουν ο ένας μετά τον άλλο στο βήμα. Οι γεμάτοι υπεροψία λόγοι τους υποδεικνύουν ενόχους. Αυτοί που κυβερνούσαν άλλοτε την Πόλη άφησαν τα πράγματα να φτάσουν σε αυτό το σημείο. Νάτοι τώρα παραδομένοι στο εκδικητικό μένος του λαού. Η ατίμωση πέφτει πάνω σ’ αυτούς που οδήγησαν την Πόλη σε αυτό το αδιέξοδο!
Μέσα από αυτές τις ατελείωτες φιλονικίες καμία πρόταση δεν ακούγεται. Τότε, ξεπροβάλλει από τη συνέλευση ένας άνδρας με επιβλητικό παράστημα, ο οποίος προχωρεί προς το βήμα και το ανεβαίνει με κινήσεις αρκούδας. Μερικοί αναγνωρίζουν τη φωνή της συνείδησής τους, τον Ηράκλειτο. Οι πιο νέοι, που δεν τον έχουν ακόμα ποτέ ακούσει να γιουχαΐζει την Έφεσο, ανακαλύπτουν αυτή τη ζωντανή δύναμη που προβάλλει από την άλλη πλευρά του χρόνου.
Μπροστά σ ένα ακροατήριο που η ταραχή του βρισκόταν στο κατακόρυφο, ο Ηράκλειτος ακουμπά πάνω στο βήμα ένα κύπελλο γεμάτο νερό και ρίχνει μέσα μία χούφτα αλεύρι και κριθάρι. Εφοδιασμένος με ένα κλαδάκι που έβγαλε από το πανωφόρι του, αρχίζει να φτιάχνει ένα χυλό. Γιατί αυτή η γελοία σκηνοθεσία;
Έχοντας παρατήσει το κλαδάκι, αρχίζει τώρα να ανακατεύει με το δάχτυλο το πλιγούρι από κριθάρι. Πότε πότε, ρίχνει μια ματιά στο ακροατήριο που κρατάει την αναπνοή του. Θα έλεγε κανείς ότι, σιωπηλά, το λοιδορεί. Μόλις πέτυχε αυτό που ήθελε, πλησιάζει την κούπα στο στόμα του και, με το δάχτυλο πάντα, δοκιμάζει το γεύμα που ετοίμασε. Για μία στιγμή ένα χαμόγελο φωτίζει το αυστηρό του πρόσωπο. Αφού καθαρίζει την κούπα και γλείφει το δάχτυλό του, ο φιλόσοφος φεύγει έτσι όπως είχε έρθει. Αυτή ήταν η τελευταία πολιτική παρέμβαση του Ηράκλειτου.
Σε αυτούς που απορούσαν για το γεγονός ότι ένα μάθημα φιλοσοφίας μπόρεσε να μεταδοθεί χωρίς ούτε μία λέξη, σε αυτούς που αναρωτιούνταν γιατί προτίμησε να σωπάσει, θα είχε απαντήσει: «Για να φλυαρείτε εσείς».