Οι νύχτες με τρομάζουν.
Η δύναμη που νόμιζα πως είχα, χάνεται,
σιγά - σιγά, μαζί με ό,τι λάτρεψα.
Το μόνο μου όπλο κάθε βράδυ, το σκοτάδι.
Κρύβομαι μέσα του κι εκείνο σε εμένα.
Και τότε, τίποτε και κανένας δεν μπορεί να με βρει.
Ίσως, αυτό έχω ανάγκη.
Να κρυφτώ από οτιδήποτε μου κλέβει το οξυγόνο.
Ναι, περισσότερο από όλα τα άλλα, το οξυγόνο.
Και ξέρεις για ποιο πράγμα μιλώ· για σένα.
Μια ζωή με έπνιγες. Ήλπιζα για λίγο αέρα.
Όχι. Ήταν πια αργά. Είχες αλυσοδέσει το κορμί μου.
Μα, αυτό είναι το λιγότερο...
Η ψυχή μου ήτανε εκείνη που άλλο δεν βαστούσε.
Δεν της άρεσαν ποτέ οι φυλακές.
Ήθελε πάντα να πετάει.
Να πετάει ψηλά!
Μα τώρα, με καταλαβαίνεις καλύτερα από τον καθένα.
Χάνεις κάθε μέρα κι εσύ κομμάτια του εαυτού σου.
Όπως κι εγώ, κάποτε.
Όμως, επιτέλους, ήρθε η δική μου σειρά.
Το απαιτεί η ψυχή μου να πετάξει.
Ακούς;
Να πετάξει!