Πάλι τη βρήκε το χάραμα να σκέφτεται, όλα εκείνα που λαχταρούσε από παιδί…
Ονειρευόταν να κατακτήσει τον κόσμο, να γίνει μεγάλη και τρανή, να αποκτήσει χρήμα, δόξα, μεγάλο σπίτι, τραπεζικό λογαριασμό υπολογίσιμο. Είχε τις δυνατότητες, τα προσόντα, τις ευκαιρίες...
Κι όμως τα άφησε για ένα έρωτα, που της άλλαξε τη ζωή. Που την πήρε μαζί του σ’ ένα άλλο όνειρο, πιο μαγικό.
Εκείνος γλυκός, τρυφερός, ονειροπόλος με όψη αρχαίου Έλληνα θεού την παρέσυρε στα δικά του μονοπάτια, που ούτε φανταζόταν πως υπήρχαν.
Μοναδική του έγνοια, το δικό της χαμόγελο, που τώρα άρχισε να γίνεται λιγάκι προσποιητό, αφού δεύτερες σκέψεις κυρίευαν το μυαλό της. Τα καλοκαίρια ζωγράφιζε τη φύση και το ηλιοβασίλεμα και τα πουλούσε στους τουρίστες και το χειμώνα, έκανε τον καφετζή στο μοναδικό παραδοσιακό καφενείο της πόλης. Ταξιδιάρικο πνεύμα, ανήσυχο, «αναρχικό»! Του αρκούσαν τα απαραίτητα με πρώτο και κύριο εκείνη!...
Ποτέ της δεν κατάλαβε πώς δεν αναζητά περισσότερα, αλλά οι σκέψεις της πάντα διακόπτονταν από μια του ματιά, από ένα του χάδι. Τώρα όμως η ξαφνική συνάντηση με τον παλιό συμφοιτητή με την υψηλή θέση, ήρθε να της θυμίσει όλα όσα είχε αφήσει πίσω....
Ξαφνικά, το παλιό σπίτι με τα ακροκέραμα που ζούσαν και τόσο θαύμασε από την πρώτη στιγμή, της φαινόταν μικρό. Τόσο μικρό, που κάποιες στιγμές ένιωθε να την πνίγει. Μοναδική της διέξοδος, στην προσπάθειά της να βάλει τις σκέψεις της σε τάξη, η βόλτα με το ποδήλατο, στα πλακόστρωτα δρομάκια και στο μεγάλο δρόμο που ένωνε την πόλη με τον υπόλοιπο κόσμο.
Λένε, πως τίποτα δεν μπορεί να νικήσει ένα μεγάλο έρωτα, κάποιες φορές όμως, τα ανεκπλήρωτα όνειρα, έρχονται να του δώσουν ένα δυνατό πλήγμα.
Δεν μπορούσε να συνεχίσει έτσι, άλλο. Η θέση που μια ζωή ονειρευόταν και την άφησε για χάρη του, ήταν διαθέσιμη κι εκείνη αποφάσισε να τη δεχθεί, αφήνοντας πίσω αυτή τη φορά, εκείνον…
Έτσι πέρασε ο καιρός και να, που τώρα πάλι βρισκόταν μπροστά από ένα τζάμι να κοιτά τα φώτα της πόλης να σβήνουν καθώς το χάραμα, την έβρισκε πάλι να παλεύει με τις σκέψεις.
Είχαν περάσει τρία χρόνια και ενώ είχε καταφέρει πολλά απ’ όσα ονειρευόταν, μέσα της το κενό όλο και μεγάλωνε. Τα μάτια, το χαμόγελό του και η ανεμελιά του, της έλειπαν κάθε μέρα και πιο πολύ, τόσο που ούτε που κατάλαβε πως τα βήματά της την οδήγησαν πίσω και βρισκόταν τώρα στην είσοδο της μικρής αυλής, που τα ξερά φύλλα, γέμιζαν με την παρουσία τους.
Συναντώντας ξανά το γελαστό του βλέμμα κατάλαβε, πως αυτό που ήθελε πάντα ήταν τελικά, η ασφάλεια που ένιωθε κοντά του!...