Πιστός στο ραντεβού μου με την Ακεφιά, ήρθα πάλι τρεις μέρες νωρίτερα, πριν την καθορισμένη μας ώρα και την περίμενα στη γνωστή μας γωνία.. Κρατούσα κι ένα τσαμπί σταφύλι για να με αναγνωρίσει, γιατί πέρασε καιρός.. Και ήρθε κι αυτή νωρίτερα, γιατί είναι Αγγλίδα στα ραντεβού της. Και στο φλεγματικό της χιούμορ. Και στην κρυάδα και την ξινίλα της. Και στον ενθουσιασμό που εκδηλώνει για να καλύψει την απαρέσκειά της.
Κι έλεγα για την Ακεφιά. Που μου ήρθε αυτή τη φορά χτενισμένη του κομμωτηρίου, μιζανπλί παλαιομοδίτικο και ταγεράκι γκρι. Το γκρι της συννεφιασμένης Κυριακής. Και ασορτί τσαντικό λουστρίνι με λουράκι αλυσίδα. Αλλά δεν το φορούσε στον ώμο, το κρατούσε στο χέρι, για αυτοάμυνα… Και τακουνάκι. Όχι πολύ ψηλό. Τόσο όσο. Για να κρύψει τα γεράματά της. Όλα πολυκαιρισμένα. Τα ίδια τα παλιά. Αυτά που φορούσε και τότε… που πρωτογνωριστήκαμε.
Στην αρχή έκανα πως δεν την είδα, αν και ήξερε πως την περίμενα από μέρες, και ήξερα πως θα έρθει νωρίτερα… Αλλά την έβλεπα που ερχόταν κι έκανε πως δεν με έβλεπε, και έκανα πως δεν την είδα. Ντράπηκα κιόλας που ήρθε πάλι σαν τη Βασίλισσα Ελισάβετ με ύφος και τουπέ και το μαλλί καούκα. Και μου έκλεισε το μάτι. Γιατί ήξερε πως εγώ δεν το έχω εύκολο το «όχι». Μου στοιχίζει. Κι ας μου αποδεικνύει συνέχεια η ζωή, πως πολλά «ναι» τα πλήρωσα ακριβότερα.
Η Ακεφιά μου πρωτοσυστήθηκε πριν πολλά χρόνια. Ήμουν πολύ μικρός, άβγαλτος, μου είχε φανεί μία σπουδαγμένη και σοφή κυρία που ίσως μπορούσα να μάθω πολλά κοντά της. Και την ακολούθησα για έναν καφέ στα γρήγορα. Ήτανε πάντα μεγάλη σε ηλικία, από τότε που γεννήθηκε, εντάξει θα μου πείτε, δεν την ήθελα για γκόμενα, να πάρω λίγη από τη σοφία της ήθελα… Ήταν όμως σαγηνευτική. Θυμάμαι είχε ανοίξει το λουστρίνι το τσαντάκι της κι έβγαζε από μέσα ένα σωρό καλούδια, μικρά χρυσά κομματάκια αυτοσυγκέντρωσης, κρυστάλλινα θρύψαλα μοναχικότητας, ιριδίζοντα πετράδια σοβαρότητας κι επαφής με τον βαθύτερο εαυτό.
Κι ενώ είμαι εκπαιδευμένος να μην ψαρώνω με την πρώτη με αυτά που γυαλίζουν, εντούτοις, εκείνη την πρώτη φορά έβρισκα κάτι το σαγηνευτικό σε αυτό το τελετουργικό και σαν μαγεμένος και μυημένος από καιρό την ακολούθησα στα σκοτεινά κι ανήλιαγα σοκάκια που όλο και με παρέσερνε. Δεν έβαζα με το μυαλό μου το κακό. Ποτέ δεν το έβαζα. Καλοπροαίρετος εκ πεποιθήσεως μέχρι να μου σκάσουν στα μούτρα το «μα πόσο μαλάκας είσαι!». Η πρώτη μου φορά με την Ακεφιά είχε κάτι το μαγευτικό, το μυσταγωγικό, ένα τελετουργικό μύησης που με έκανε να αισθάνομαι ότι μπορεί τελικά και να ανήκω για λίγο στον εαυτό μου…
Μέχρι που άρχισε να μου ξεφουρνίζει τις απαιτήσεις της. Δεν ήθελε να διατηρώ πολλές επαφές με τους φίλους μου. Με παρασέρνουν έλεγε. Όταν έβλεπε πως μου συνέβαινε κάτι χαρούμενο και πήγαινα να ενθουσιαστώ, μου τραβούσε το αυτί και μου έβαζε στην τσέπη μου μαύρες πέτρες ηφαιστειακής λάβας που έκαιγαν ακόμα από ενοχές… Κάθε φορά περισσότερες. Και οι πέτρες αυτές βάραιναν το σακάκι μου και μετά βίας μπορούσα να περπατήσω… Πόσο μάλλον να φύγω…
Προσπάθησα να την εγκαταλείψω. Πολλές φορές. Άρχισε τα κλάματα για να με κάνει να τη συμπονέσω. Μου υποσχέθηκε πως θα έρχεται μόνο να με παρηγορεί όταν δεν είμαι καλά. Μου είπε πως της αρκεί μόνο να με βλέπει πού και πού. Όχι συχνά. Μου έταξε πως θα μου γνωρίσει τον καλύτερο δυνατό εαυτό μου, και μου ανέλυσε επιγραμματικά όλους τους λόγους για τους οποίους πίστευε πως εθελοτυφλώ. Πως πάντα την ήθελα μαζί μου. Πως γεννηθήκαμε για να περάσουμε αγκαζέ όλη μας τη ζωή. Για πάντα. Δεν ήξερε όμως πως εμένα τα «για πάντα» που επιβάλλονται από εξωτερικούς παράγοντες με πνίγουν. Με δυσκολεύουν στην αναπνοή.
Τότε συνειδητοποίησα πως φορούσα ακόμα το πουκάμισο που μου είχε κάνει δώρο πριν από χρόνια για τα γενέθλιά μου. Ήταν το πουκάμισο για να ντύνω τις έντονες στιγμές μου. Ήταν μάρκα Panic Crisis, και χαριτολογώντας το έλεγε «πανικάμισο». Πνιγόμουν πάντα με αυτό. Ήταν στενό στο κολάρο.
Όταν έλειπε η Ακεφιά, όταν είχε δουλειές ή έβαζε πλυντήρια ή έκανε περιπάτους στη παραλία, μπορούσα και το χαλάρωνα, ξεκούμπωνα το κολάρο και δραπέτευα, κάποιες φορές για εβδομάδες ή για μήνες σερί… Μια φορά την εγκατέλειψα για χρόνια. Πήρα μαζί τη βαλίτσα μου, με όλα τα δικά μου πράγματα και κάποια δικά της όμως, κάποια που θα ήθελα να θυμάμαι, και το έσκασα. Και δεν ήθελα να γυρίσω πίσω. Όμως, εκείνη δεν με παράτησε. Έμενε πάντα στο σπίτι μου. Ήξερε να είναι διακριτική όταν πρέπει, όταν έκρινε συμφερότερο γι’ αυτή.
Και το πουκάμισο που μου είχε πάρει δώρο το βρήκε τσαλακωμένο, ιδρωμένο κι άπλυτο, όπως το πέταξα άρον άρον πριν τη φυγή μου, και το πήρε και το έπλυνε με άρωμα ορχιδέα και βανίλια, και έραψε και το μονόγραμμά μου με καλλιγραφικά γράμματα και περίμενε… Εκείνη ήξερε… Ήξερε πως ίσως θα επιστρέψω…
Έζησα πολύ καιρό μακριά της. Ήταν δύσκολα, είναι δύσκολο να αφήνεις μία σταθερή σχέση, ακόμα κι αν το μόνο που σας κρατάει μαζί είναι η συνήθεια, ακόμα κι αν αυτή η σχέση είναι εντελώς τοξική και καταστροφική. Έχεις μάθει πια μόνο έτσι να ζεις. Όμως το πάλεψα. Το πάλεψα πολύ.
Και ανοίχτηκα στο πέλαγος με τη σχεδία μου, και δεν φοβήθηκα, μόνο να φύγω… να φύγω ήθελα… Και πήρα και τον γιο μου αγκαλιά κι όσο θεωρούσα πως κι εκείνος το αντιμετωπίζει σαν ταλαιπωρία όλο αυτό που βιώνουμε, τόσο πιο δυνατός γινόμουνα και τόσο πιο γρήγορά έκανα κουπί, και δεν κοίταξα ποτέ πίσω, κι ανοίχτηκα στο πέλαγος…
Ταξίδεψα μερόνυχτα χωρίς σταματημό. Χωρίς να συναντήσω νησί και καταφύγιο. Τα εφόδια που είχα πάρει για το ταξίδι, πολλά τσαμπιά σταφύλια για να συμβολίσουν την ευδαιμονία, είχαν τελειώσει προ πολλού. Συνέχισα όμως. Χωρίς εφόδια. Εφεύρισκα καινούρια, δικά μου, και τα παρουσίαζα στον γιο μου πάντα σα να ήτανε γιορτή. Και η σχεδία μας άντεξε σε φουρτούνες, σε κρύο κι αγιάζι, σε καυτό ήλιο και σε θαλασσινή αλμύρα… Νησί όμως δεν φάνηκε στον ορίζοντα. Και κάθε νύχτα πια, έχανα τον προσανατολισμό μου, είχα εξαντληθεί…
Όταν λοιπόν εμφανίστηκε εκείνη, η παλιά γνώριμη, η Ακεφιά, με ένα χαμόγελο και μια αγκαλιά να με κρύψει ξανά από τον κόσμο, να μου ρίξει μία σκάλα για να ανέβω στο ελικόπτερό της, δεν άντεξα, λύγισα…
Είμαι εδώ και λίγες μέρες, εβδομάδες ίσως, στη στεριά, μαζί της… Σε εκείνο το παλιό σπίτι… Κάναμε όμως μία συμφωνία που τη δέχτηκε, αν και με πολλές επιφυλάξεις. Δεν μένουμε πια μαζί. Δεν συγκατοικούμε. Της έχω πάρει ένα κινητό τηλέφωνο κι επικοινωνούμε όποτε η μοίρα το ορίσει… Πού και πού, κανονίζουμε κάποια ραντεβού.
Σήμερα, για ακόμα μία φορά, ήρθα τρεις μέρες νωρίτερα, πριν την προκαθορισμένη ώρα…
Του Παπαγιάγκου Αλέξανδρου
via