Φλογερή Αλήθεια vs Παγωμένο Δόγμα
Η κίνηση της Φλογερής Αλήθειας, εκφράζει την δυναμική και ρευστή θεώρηση του κόσμου, όπου άπειρες δυνητικά, πραγματικότητες και κόσμοι συνυπάρχουν (φρακταλικά), τέμονται ή αποκλείονται αμοιβαίως. Στον ρευστό κόσμο της Φλόγας υπάρχει κίνηση και απεριόριστη ελευθερία. Ο Ακίνητος δογματικός Πάγος εκφράζει την άκαμπτη και στατική θεώρηση του κόσμου, παγ(ι)ωμένη και δογματική σε έναν τρόπο, μία οπτική, μία εξήγηση, μία γλώσσα, ένα νόημα, μια οπτική, δίχως κίνηση και δίχως ελευθερία. Φέρε στον νου σου ένα παγόβουνο και μια φωτιά, πως κινείται και υπάρχει το παγόβουνο και πως η φλόγα από την φωτιά.
Στους σκοτεινούς καιρούς όπου βασιλεύει η άγνοια, η απελπισία, ο αυτοματισμός, η ύπνωση των μαζών, η μετριότητα και η κακία, που εξαπλώνονται στον κόσμο από τις αρνητικές δυνάμεις κατοχής, υπάρχει και η αντίσταση, αυτή η αντίσταση μέσα στην κατοχή, κρατάει ζωντανή την αντιστασιακή «ροή πληροφορίας», σαν μια αποσπασματική ραδιοφωνική εκπομπή από άγνωστο ραδιοφωνικό σταθμό, που εκπέμπεται και λαμβάνεται από τους δέκτες που μπορούν να τη συλλάβουν, αλλά και να την αναμεταδώσουν.
Η έμπνευση, η ιδιαιτερότητα, αυτή η «ευαισθησία» προς τα ερεθίσματα της αντίστασης, μεταδίδεται από τους ανθρώπους που είναι ξενιστές αυτών των μηνυμάτων από «Αλλού», που αποτελούν ένα μυστικό δίκτυο, από το οποίο εξαρτάται ο αγώνας για την ελευθερία. Υπάρχουν άνθρωποι, έργα, μηνύματα, που είναι άνθη φωτός μέσα στα λιβάδια του σκότους. Διακρίνετε, μέσα στη σκοτεινιά.
Τη Φλόγα. Μέσα στον Πάγο που θέλει να ακινητοποιήσει τα πάντα στην απελπισία και στη μιζέρια, ζει και κινείται η Φλόγα, πάντα αναμμένη, αν και όχι ορατή απ’ όλους. Ο Πόλεμος της Φλόγας και του Πάγου: η αρχετυπική σύγκρουση στην οποία συμμετέχουν όλες οι συνειδητοποιημένες δυνάμεις, και την υφίστανται εν αγνοία τους όλες οι ασυνείδητες και η Φλόγα πρέπει να κρατηθεί αναμμένη. ALVINEAL
Ας δούμε δύο βασικές σκέψεις Φλόγας και Πάγου πού αντιπροσωπεύουν τις κατευθύνσεις του ανθρώπινου γίγνεσθαι.
> ‘Πρώτη σκέψη: “Τα Πάντα Ρεί, μηδέποτε κατά τ’ αυτό μένειν” τα πάντα ρέουν και όλα χάνονται, ακατάπαυστα και είναι αυτή η συνεχής μεταβολή πού συνθέτει την ίδια την έννοια του κόσμου, την θεμελιώδη αρχή του, την έσχατη σημασία του. Όπως λέει ο Μέγας Ηράκλειτος.
«Ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ καθ’ Ἡράκλειτον οὐδὲ θνητῆς οὐσίας δὶς ἅψασθαι κατὰ ἕξιν (τῆς αὐτῆς)· ἀλλ’ ὀξύτητι καὶ τάχει μεταβολῆς σκίδνησι καὶ πάλιν συνάγει (μᾶλλον δὲ οὐδὲ πάλιν οὐδ’ ὕστερον, ἀλλ’ ἅμα συνίσταται καὶ ἀπολείπει) καὶ πρόσεισι καὶ ἄπεισι».
Δεν μπορούμε να μπούμε δυο φορές στο ίδιο ποτάμι, κατά τον Ηράκλειτο, ούτε ν’ αγγίξουμε δυο φορές μια ουσία θνητή, γιατί σκορπίζεται και πάλι μαζεύεται με την οξύτητα και την ταχύτητα της μεταβολής, (και μάλιστα όχι πάλι, ούτε αργότερα, αλλά ταυτόχρονα εμφανίζεται και χάνεται) και πλησιάζει κι απομακρύνεται.
> Δεύτερη σκέψη: Ή Ιστορικοκοινωνική έξέλιξη άφου διήνυσε τά στάδια τής πρωτόγονης κοινωνίας, τής δουλοκτησίας καί του φεουδαλισμού, μπήκε στό στάδιο τοϋ καπιταλισμού καί άφοϋ όλοκληρώση τόν κύκλο τής καπιταλιστικής άναπτύξεως, θά περάση στό στάδιο τής «δικτατορίας τού προλεταριάτου» καί έν συνεχεία στό τελικό καί όριστικό στάδιο τού κομμουνισμού, όπωσδήπστε ταυτόχρονα σέ πολλές χώρες πού είναι καπιταλιστικά άνεπτυγμένες καί όχι στίς καπιταλιστικά ύπανάπτυκτες ή σέ μία μόνο χώρα μεμονωμένα;.
Στήν πρώτη σκέψη, πού άνήκει στόν Μέγα Έλληνα φιλόσοφο Ηράκλειτο τόν ’Εφέσιο, παρατηρούμε τά έξής χαρακτηριστικά:
Πρώτον, έχει γενικώτατη ισχύ πού καλύπτει δλους άνεξαίρετα τούς χώρους τού έπιστητού, χωρίς νά άφήνη τίποτε έξω άπ’ αύτήν. «Ολα ύπόκεινται σέ μεταβολή καί τίποτε δέν μένει άμετάβλητο στή Φύση, στή ζωή, στήν Ιστορία, στήν κοινωνία. Δέν υπάρχει τίποτε, άπό τό πιό σημαντικό εως τό πιό ασήμαντο, άπό τό πιό μικρό εως τό πιό μεγάλο, πού νά μπορή νά ξεφύγη άπό τό άπόλυτο κύρος της.
Δεύτερον, δέν ύπόκειται σέ κανένα περιορισμό, δέν σταματά σέ κανένα σημείο τού χρόνου ή τού χώρου, μετά άπό τό όποιο δέν θά ύπάρχη ή μεταβολή είναι ύπερχρονική καί ύπερτοπική, ίσχυε χθές, Ισχύει σήμερα καί θά ίσχύη αιώνια, στή Γή καί στό Σύμπαν, όπουδήποτε καί όποτεδήποτε.
Στη δεύτερη σκέψη, πού άνήκει οτούς «πατριάρχες» τού Ιστορικού καί διαλεκτικού ύλισμού Κ. Μάρξ καί Φρ. Ενγκελς, παρατηρούμε τά έξης χαρακτηριστικά:
Πρώτον, δέν έχει άπόλυτο κύρος, δέν καλύπτει τις ο ύ σ ί ε ς, όλους τούς τομείς του επίκτητου, Αδιαφορεί αν ή ισχύς της καλύπτη πχ. τούς χώρους τής άνόργανης ύλης, της βιολογίας κλπ., είναι εντοπισμένη στούς τομείς τής ιστορίας καί της κοινωνίας.
Δεύτερον, θέτει αυθαίρετους περιορισμούς, παρουσιάζει μερικότητα καί λογικήν «βλαστικότητα», δηλαδή άφ’ ένός καθορίζει τά στάδια τής Ιστορίας μέ Αποκλειστικά οικονομικά κριτήρια καί, άφ’ έτέρου, έντοπίζει τήν ιστορική έξέλιξη σέ καθωρισμένο χώρο (είδικά, ο Μάρξ πίστευε άμετακίνητα, ότι ή «προλεταριακή Επανάσταση» θά «ξεσποΰσε» στίς βιομηχανικά προηγμένες χώρες τής έποχής του ’Αγγλία, Βέλγιο, Γερμανία) καί σέ καθoρiσμένο χρόνο (τή στιγμή πού ό καπιταλισμός θά συμπλήρωνε τό τελευταίο στάδιο τής έξελίξεώς του). Επίσης, ένώ δέχεται, ότι ή Ιστορικοκοινωνική έξέλιξη προχωρεί σέ διάφορα στάδια μέχρι του προκομμουνιστικοΰ σταδίου (στάδιο τής «δικτατορίας του προλεταριάτου»), σταματά ατό κομμουνιστικό στάδιο, δέν καλύπτει τήν «μετακομμουνιστική» έξέλιξη καί στήν ουσία άντιφάσκει πρός τήν ίδια τήν «διαλεκτική» τής έξελίξεως, πάνω στήν όποία στηρίζεται.
Ή πρώτη σκέψη του ‘Ηράκλειτου είναι ή άληθινή (φλογερή) ή δεύτερη σκέψη των Μάρξ – Ενγκελς είναι ή δογματική (παγωμένη)
Ή άλήθεια (άπό τό α —στερητικό καί τό ρήμα λανθάνω, μου διαφεύγει κάτι, κάνω λάθος), έχει σάν κύριο χαρακτηριστικό της, ότι ξεκίνα άπό τήν Ελευθερία καί καταλήγει στήν Ελευθερία. Ή άλήθεια άναφέρεται σταθερά στήν άρχή πού συντηρεί καί ένώνει τόν Κόσμο, είναι στενά συνυφασμένη μέ τόν Λόγο πού καλύπτει τό ΕΙΝΑΙ καί τό γίγνεσθαι χωρίς νά βρίσκεται έξω άπ’ αύτά. Ή ά-λήθεια δέν ύπόκειται σέ τίποτε έξω άπό τήν ’Ελευθερία.
Απαραίτητη προϋπόθεση γιά νά «κινηθή» κανείς πρός τήν άλήθεια καί γιά νά είναι άλήθεια τό «τέρμα» τής «κινήσεώς» του είναι ή έλλειψη περιορισμών, ύποκειμενκών καί άντικειμενικών.
Αν ξεκινώ μέ κίνητρο μου κάποια «έπιθυμοΰσα θέληση», Επιδιώκοντας τήν ικανοποίησή της, άποκλείεται ή άντίληψή μου νά είναι όρθή. ’Επίσης, αν ή κατάληξη τής σκέψεώς μου έντάσσεται σέ κάποια έκ των προτέρων τεθειμένη «λογική» σκοπιμότητα, άποκλείεται ή τελική κρίση μου νά είναι άληθινή.
Είναι άπαραίτητο, έπομένως, νά έχω έναν υψηλό βαθμό έλευθερώσεως, μέσω τής όποίας θά έξευρίσκω ανάμεσα στίς έπιθυμοϋσες θελήσεις μου καί άνάμεσα στίς επιμέρους σκοπιμότητες τήν όρθή θέληση καί θά τήν κατευθύνω πρός ενα άπόλυτα έλεύθερο στόχο, πού δέν ύπόκειται σέ τίποτε άλλο έκτός άπό τόν έαυτό του.
Ή Ικανότητα τοΰ νά Εξευρίσκω τήν όρθή θέληση είναι ή αύτο-κυριαρχία καί ή ικανότητα νά κατευθύνω τήν όρθή θέληση στόν άπόλυτα έλεύθερο στόχο είναι ή σοφία. Ο άπόλυτος στόχος, κάτι δηλαδή πού στέκει αύτοδύναμα καί πέρα άπό τά έπΐ μέρους φαινόμενα, τόν υποκειμενισμό καί τό συμφέρον, είναι ή ιδέα.
Αλήθεια και Δόγμα – αλήθεια, κοινωνία, επιστήμη, πραγματικότητα, Ηράκλειτος, αυτογνωσία
Αύτή ή Ιδέα, τό σταθερό σημείο άναφορας τής σκέψεως γιά τήν προσπέλαση τής άλήθειας, βρίσκεται πάνω άπό τήν ύλη. Δέν τήν δημιουργούν οΐ αισθήσεις μας, ένυπάρχει σέ μάς. Οι αίσθήσεις μας καί οί πληροφορίες πού μάς παρέχουν δίνουν «όμοιώματα» άτελώς τής άλήθειας, άλλ’ όχι τήν ίδια τήν άλήθεια (’Αριστοτέλης). Μέ τήν έννοιαν αύτήν, έχουν κάποια χαλαρή σχέση μέ τήν άλήθεια — «έχει άλήθειάν τινα όψις καί άκοή του άνθρώπου» —άλλά όλες οι αισθήσεις είναι άδύνατον νά μάς δώσουν τήν ίδια τήν άλήθεια, πού ταυτίζεται μέ τήν ύπεραισθητή όντότητα τής άπόλυτης Ιδέας.
Έπομένως, ή άλήθεια δέν ταυτίζεται ·μέ τό γεγονός — πού ύπόκειται στό χρόνο καί τόν τόπο— δέν έχει άρχή καί δέν έχει τέλος, είναι άπειρη. Kύριο γνώρισμα τής γνώσεως τής άλήθειας είναι ή άρμονία μεταξύ τής όρθής θελήσεως καί τής Ιδέας πρός τήν όποια κατευθύνεται.
Στή σκέψη τού Ηράκλειτου ύποκρύπτεται ή Ιδέα τής δικαιοσύνης, καί μάλιστα στήν πιό καθαρή μορφή της, τό Ηρακλείτειο τρίπτυχο «πόλεμος»-«ερις»-«δίκη» ή άπόλυτη δηλαδή άυλη όντότητα πού Ισχύει καθολικά στή Φύση καί στήν Ιστορία καί έκφράζεται στόν αί-σθητό κόσμο μέ τόν συνεχή άγώνα μεταξύ των όντων, πού δίνει ά-τέρμονη κίνηση, άέναη μεταβολή στό Σύμπαν καί στή ζωή.
Ή ιδέα τής δικαιοσύνης είναι, όλες οΐ ιδέες, έμφυτες στόν Ανθρωπο. Ό Ηράκλειτος μέ όδηγό τήν Ιδέα αύτήν καί όχι τΙς αίσθήσεις του, έναρμόνισε τή σκέψη του πρός τό Λόγο, τήν άρχή που συντηρεί καί ένώνει τόν Κόσμο, καί συνέλαβε καί διετύπωσε ύπερχρονικά καί ύπερτοπικά μια Αλήθεια «Τα Πάντα Ρεί,μηδέποτε κατά τ’ αυτό μένειν», ή όποία δέν άνετράπη ούτε θά άνατραπη ποτέ άπό τις έξελίξεις του Σύμπαντος, άπό τά γεγονότα καί τά φαινόμενα.
Ο Δογματισμός είναι το άντίθετο πρός τήν Ελευθερία, ύπόκειται σέ κάποιο ή κάποιους σκοπούς, ξένους πρός τήν άπόλυτη ιδέα καί καθοριζόμενους άπό τόν φορέα του, μέ βάση ό,τι ύποπίπτει στίς αίσθήσεις. Ή δογματική «άλήθεια» ύπηρετεί κάτι έξω άπ’ αύτήν, έξαλλοτριώνεται μέσα στήν άναγκαιότητα καί στόν αίσθητό κόσμο, χάνοντας άφ’ ένός τήν αύτοκυριαρχία της καί άφ’ έτέρου τήν μοναδικότητα του άπόλυτου ύπεραισθητοϋ στόχου, πρός τόν όποιο κατευθύνεται.
Ετσι ή δογματική «ά-λήθεια» καταντά νά ταυτίζεται μέ τό γεγονός, νά έχη χρονική άρχή καί χρονικό τέλος, νά είναι έπικαιρική, μή έλεύθερη καί πεπερασμένη. Ή άέναη μεταβολή, πού συνέλαβε ό ‘Ηράκλειτος, μετατρέπεται έτσι άπό τήν δογματική σκέψη σέ ε ξ έ λ ι ξ η, δηλαδή σέ σειρά γεγονότων που άρχίζουν καί τελειώνουν κάπου.
Ή ύποταγή αύτή ατό χρόνο καί χώρο κατά κανόνα όδηγεΐ στήν ύποδούλωοη της σκέψεως στήν πράξη. Γι αυτό όλες οΐ δογματικές «άλήθειες» κατευθυνονται σέ πρακτικούς στόχους: Στήν Παλαιά Διαθήκη ή άλήθεια νοείται μόνο σάν πράξη —«τήν άλήθειαν ποιεΐν» (υ) — καί στήν Λογοκρατία (Μαρξισμό καί Άστοκαπιταλισμό) νοείται μόνο σάν έξυπηρέτηση πρακτικών αίσθητών στόχων (oικovo-μία, έξουσία). Αύτοδύναιμη άλήθεια, άνεξάρτητη παντός περιορισμού, δέν υπάρχει στό δόγμα. Κύριο γνώρισμα του δόγματος είναι ή άποκοπή τής θελήσεως άπό τήν ιδέα.
Τό δόγμα είναι ψευδός σκόπιμο, καί κατασκευάζεται γιά νά εξυπηρετήση κάποιους, θά έλεγε κανείς, ότι οΐ δογματικοί είναι δημιούργημα τής άνελευθερίας, δηλαδή κάποιος βαθειας συναισθήσεως Αδυναμίας, κάποιου πρωτόγονου φόβου, πού προσπαθούν νά τόν άντιπαρέλθουν μέ τήν άνάπτυξη τής όρμής έπι βολής καί τή συγκέντρωση έξουσίας. « Τό δόγμα προσπαθεί νά άνακαλύψη δυνάμεις πού θά τις χρησιμοποίηση γιά τήν έφαρμογή του π.χ. τήν Εκκλησία ή τήν δύναμη τών «προλεταρίων», τείνει νά γίνη μέ τεχνητά μέσα «πραγματικότητα» (κατ’ άνάγκην τεχνητή καί ψευδής).
Τό στοιχείο του ψεύδους πού ένυπήρχε στήν σκέψη τών Μάρξ – ‘Ενγκελς πού άναφέραμε, άποκαλύφθηκε άπό τήν ιδια τήν ιστορικοκοινωνική έξέλιξη: ή προλεταριακή έπανάσταση δέν έκδηλώθηκε σάν «νομοτελειακό γεγονός» στις «καπιταλιστικά άνεπτυγμένες» χώρες ’Αγγλία, Βέλγιο, Γερμανία κλπ., στις όποιες μέχρι σήμερα δέν υπάρχει καμμιά τέτοια προοπτική, άλλά έπεβλήθη τεχνητά καί βίαια σάν έξουσία σέ μιά «καπιταλιστικά ύπανάπτυκτη» χώρα, τήν τσαρική Ρωσία, πράγμα πού δέν «προφήτεφαν» ποτέ οι δύο πατριάρχες τού Μαρξισμού, προβλέποντας, αντίθετα, ότι στή χώρα αύτή άπεκλείετο οίαδήποτε μορφή κομμουνισμού. ’Επίσης ή έπανάσταση δέν έπεβλήθη ταυτόχρονα σέ πολλές χώρες, άλλά σέ μία —στις υπόλοιπες χώρες (Πολωνία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ούγγαρία κλπ.) έγκαθιδρύθηκε βίαια κατόπιν στρατιωτικής καταλήψεώς τους άπό τά σοβιετικά στρατεύματα (ή, άργότερα σέ άλλες χώρες, «μεθοδεύθηκε» κατόπιν καταλλήλων πολιτικών «χειρισμών» της Διεθνούς Έξουσίας).
Τό μαρξιστικό ψεύδος άπορρέει, πρώτον, άπό τήν σκόπιμα στενή οικονομική άνάλυση της Ιστορίας, πού στηρίζεται στίς αισθήσεις καί όχι στήν ιδέα καί, δεύτερον, άπό τό δόγμα τής κομμουνιστικής κοινωνίας, μιάς κοινωνίας, δηλαδή, στηριζόμενης σέ μιά τεχνητή άρχή, όχι ιδέα, τήν άρχή της ισότητας. Ή άρχή τής ισότητας είναι δογματική (ψευδής, αυθαίρετη καί «συμβατική»), δέν είναι Εμφυτη στόν άνθρωπο καί δέν ισχύει πουθενά στή Φύση, ούτε στήν ιστορία.
Ό μεγαλύτερος έχθρός της άλήθειας είναι τό δόγμα. Παρεμβαίνει σάν φράγμα μεταξύ της όρθής θελήσεως καί της άλήθειας καί καταστρέφει τΙς προϋποθέσεις γιά τήν έλευθερωμένη πορεία τής άνθρώπινης σκέψεως πρός τήν ουσία τής ζωής καί τού Κόσμου. Τό δόγμα στήν πραγματικότητα είναι άνίκανο νά πράξη κάτι περισσότερο άπό τήν διαστρέβλωση τής σκέψεως καί τό πάγωμα στήν πρόοδο της ’Επιστήμης. Τό δόγμα άπλώς προσπαθεί νά έκμεταλλευθή πρακτικά ώρισμένα γεγονότα καί φαινόμενα, φυσικά ή κοινωνικά, γιά νά καρπωθή κάτι άπ’ αύτά.
’Αποτέλεσμα του δόγματος είναι ή τεχνοκρατία, αύτό τό υποκατάστατο τής Επιστήμης, που χωρίς νά προάγη τήν άλήθεια, υπηρετεΐ τήν σκοπιμότητα, τήν Εξουσία, τήν οίκονομία, τό συμφέρον. Ή «τεχνοκρατική πρόοδος» δέν είναι πρόοδος τής Επιστήμης. Ή πίστη οτι ή σημερινή Επιστήμη βρίσκεται σέ πιό προηγμένο έπίπεδο άπό κάθε άλλη προγενέστερη περίοδο άποτελεΐ τήν μεγαλύτερη ψευδαίσθηση τής έποχής μας.
Ή σκέψη μετά τήν έπιβολή των λογοκρατικών δογμάτων όχι μόνο δέν πλησιάζει τήν άλήθεια, άλλά άπομακρυνεται σταθερά άπ’ αύτήν. Ή Επιστήμη χάνοντας τόν άπόλυτο στόχο της, τήν ιδέα, περιορίζεται όλο καί περισσότερο στή συναρίθμηση διαφόρων φαινομένων, φυσικών καί κοινωνικών, προσπαθώντας νά συναγάγη «νόμους», μέ δάση τή διαστρεβλωμένη μορφή τής σκέψεως, τήν γνωστή σάν «παραεπιστήμη» τής Στατιστικής, πού θεωρεί έξωτερικά, έπιφανειακά τήν άλήθεια, σκέπτεται π ο σ ο τ ι κ ά, καί είναι άπολύτως άνίκανη νά συλλάβη ποιοτικά τήν ούσία του φυσικου καί ιστορικού ΕΙΝΑΙ καί γίγνεσθαι. Ή έποχή πού ζουμε είναι ή έποχή τής τεχνοκρατίας καί όχι τής Επιστήμης,
Ή καθαρή Επιστήμη, μέ έλάχιστες έξαιρέσεις, βρίσκεται οτήν πραγματικότητα στό σημείο πού τήν παρέδωσαν οΐ έλευθερωμένοι, οΐ μή δογματικοί έπιοτήμονες. Ετσι, ή Λογική του ’Αριστοτέλους δέν έχει έμπλουτιοθή σέ τίποτε άπό τούς νεώτερους, ή Γεωμετρία τού Ευκλείδη παραμένει στό σημείο πού τήν άφησαν οΐ δημιουργοί της άρχαΐοι «Έλληνες μαθηματικοί, ή πολιτική ’Επιστήμη βρίσκεται έκεΐ πού τήν έφθασεν ό ‘Αριστοτέλης, ή φιλοσοφία έχει σταματήσει στόν Πλάτωνα καί τόν ‘Αριστοτέλη, αν όχι στόν Ηράκλειτο, καί οΰτω καθεξής. ‘
Από καθαρά επιστημονική άποψη, στήν έποχή τού παγ(ι)ωμένου δογματισμού, οΐ «προσθήκες» πού γίνονται στήν άνθρώτηνη γνώση δέν άποτελοΰν άλήθειες, άλλά κατά κανόνα άπλές πρακτικές έφαρμογές, «έφευρήματα» ή και ώμές διαστρεβλώσεις των άληθειών, ιδίως στίς θεωρητικές έπιστήμες, κατά τρόπο πού «βολεύει» καί ύπηρετεϊ τήν κρατούσα τάξη πραγμάτων.
Ή άλήθεια έπαψε νά είναι άλήθεια άπό τότε πού ύποδουλώθηκε στή σκοπιμότητα. Ό κόσμος όλοένα καί περισσότερο βυθίζεται στό πέλαγος τού σκοταδισμού, τρέφοντας τήν αυταπάτη ότι γίνεται σοφώτερος, χάρη στήν τύφλωση πού τού δημιουργεί ή λογοκρατική δογματική εξουσία, γιά νά τόν άποκοιμίζη καί γιά νά διαιωνίζη έτσι τήν άθλια κυριαρχία της.