Ζήνων ο Κιτιεύς (335-263 π.Χ.)
Ο ιδρυτής της σχολής του Στωικισμού τρελαινόταν να τρώει άγουρα σύκα και να λιάζεται. Ήταν μελαψός, στραβολαίμης και, κατά κοινή ομολογία, πολύ τραχύς στη συμπεριφορά του.
Μάλιστα δεν ήταν Έλληνας αλλά Φοίνικας, που κατέληξε στην Αθήνα μπατίρης, γιατί ναυάγησε μόλις έξω από τον Πειραιά, το επίνειό της, με όλη την περιουσία του, ένα φορτίο πορφύρας. Στον Πειραιά βέβαια εκτυλίσσεται και η Πολιτεία του Πλάτωνα· ο Ζήνωνας την αντέκρουσε γράφοντας ένα ομώνυμο έργο, που ήταν άκρως καινοτόμο και προκάλεσε το θαυμασμό, εδραιώνοντας τη φήμη του ως φιλοσόφου.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Ζήνωνας υποστήριζε ότι η πολιτειακή οργάνωση δεν έπρεπε να βασίζεται στις πόλεις, που διακρίνονταν λόγω της νομοθεσίας τους· έλεγε, αντίθετα, πώς όλοι οι άνθρωποι έπρεπε να θεωρούνται συμπολίτες. Εκχωρούσε ιδιότητα πολίτη στις γυναίκες και στους δούλους, πράγμα ανήκουστο στον ελληνικό κόσμο. Τασσόταν, επίσης, κατά της ανέγερσης ναών και δικαστηρίων, και αποκήρυσσε το χρήμα. Από την άλλη πλευρά, συνηγορούσε υπέρ της ανοιχτής κοινοβιακής συμβίωσης των έγγαμων ζευγαριών και του γιούνισεξ ντυσίματος. Λίγο ακόμη δηλαδή και θα προάσπιζε και την αιμομιξία ή τον κανιβαλισμό. Αλλά για να σοβαρευτώ, ο ριζοσπαστισμός του έφερνε σε δύσκολη θέση τους μεταγενέστερους Στωικούς της Ρώμης, όπως το Σενέκα και το Μάρκο Αυρήλιο, στην εποχή που η φιλοσοφία τους έχαιρε της εκτίμησης του αυτοκράτορα και των ανώτατων κοινωνικών βαθμιδών.
Ο Ζήνωνας φημιζόταν για την ολιγάρκειά του· τρεφόταν μόνο με ό,τι τρωγόταν ωμό και φορούσε λεπτό χιτώνα. Δε φαινόταν να δίνει σημασία αν έβρεχε ή αν είχε ζέστη - ούτε καν στο αν έπασχε ο ίδιος από κάποια οδυνηρή ασθένεια. Για να επανέλθουμε στα λούπινα, λέγεται ότι σε μια γιορτή μέθυσε και ήρθε στο κέφι. Όταν κάποιος τον προκάλεσε, σχολιάζοντας ότι το συνήθως δυσάρεστο φέρσιμό του είχε αλλάξει, απάντησε: «Και τα λούπινα πικρά είναι, αλλ’ άμα τα μουλιάζεις, γλυκαίνουν».
Οι ομιλίες του διεξάγονταν στην Ποικίλη Στοά, που εκτεινόταν γύρω από την αθηναϊκή αγορά, με σκεπαστούς διαδρόμους και στέγαστρα. Οι τακτικοί ακροατές του ονομάζονταν στην αρχή ζηνωνιανοί, αλλά αργότερα αποκλήθηκαν στωικοί. Ο Ζήνωνας παρέμεινε επί 58 χρόνια επικεφαλής της σχολής και πέθανε με εκκεντρικό τρόπο στα 98 του: Μια μέρα, φεύγοντας από το μάθημα σκόνταψε και, πέφτοντας χάμω, έσπασε ένα δάχτυλο του ποδιού του. Μέσα στον πόνο του, πεσμένος καταγής, χτύπησε το έδαφος με τη γροθιά του και απήγγειλε ένα στίχο από τη Νιόβη του λυρικού ποιητή Τιμόθεου: «Έρχομαι, τι φωνάζεις;». Και τότε κράτησε την ανάσα του, ώσπου πέθανε επί τόπου.
Το ενδιαφέρον είναι πως ο θάνατός του εκφράζει παραδειγματικά την πεποίθηση των Στωικών ότι η αρετή συνίσταται στο να ζεις σε αρμονία με τη φύση και ότι όλα τα γεγονότα και κάθε μορφή ύπαρξης -ακόμη και τα λούπινα- αποτελούν έκφανση θείας πρόνοιας.
~~~~~~~~~
Aπό το βιβλίο «Το βιβλίο των νεκρών φιλοσόφων» - Simon Critchley