Είδα μια γυναίκα γυμνή στην πλατεία να στέκεται και να φωνάζει. «Την ταυτότητά μου, την ταυτότητά μου. Εδώ ήμουν όταν την έχασα. Ποιος μου την πήρε;»
Ήτανε βράδυ, χειμώνας κι ο κόσμος στην πλατεία πολύς. Είδα περαστικούς να απορούν και να την αποφεύγουν. Παρέες, γέροι, νέοι να φοβούνται. Κι όλο για την ταυτοτητά της εκείνη να μιλάει. «Μήπως εσείς την πήρατε; Δεν θα θυμώσω, πείτε μου. Τι θα κάνω χωρίς ταυτότητα τώρα;» Είδα αστυνομικούς να την πλησιάζουν.
-Τι πάθατε κυρία μου; Γιατί φωνάζετε μες στο καταχείμωνο; Ο κόσμος κοιμάται. Θα ξυπνήσει και θα αρχίσει να τρέχει.
-Την ταυτότητα μου έχασα.
-Μα όχι, την παλιά θέλω εγώ. Εκείνη που με μεγάλωσε. Το μόνο που είχα ήταν. Όνομα, επίθετο, ηλικία, τόπος γέννησης και αριθμοί λοιποί πλαστικοποιημένα. Κι έτσι υπήρχα. Κάποιος την πήρε που με ζήλευε. Να, κάπου εδώ την είχα. Και με τα χέρια το κορμί της έψαχνε.
-Δείτε στις τσέπες μου, δεν είναι.
-Μα τι ντροπή, κυρία μου. Θα συλληφθείτε. Που είναι τα ρούχα σας, γιατι δεν τα φοράτε;
-Τ’ άφησα στην κοιλιά της μάνας μου.
Είδα αδέσποτα να την τριγυρίζουν, πουλιά να την τρομάζουν. «Κάποιο από σας την πήρε, ζηλεύατε και θέλατε στοιχεία. Όνομα, επίθετο, ηλικία. Πείτε τα μου να θυμηθώ κι εγώ.» Είδα πολλούς με φωτογραφικές να την κρατάν ακίνητη. Στα γέλια τους, στ’ αστεία τους να κρύβονται. Γυμνοί θα ήταν κι αυτοί. Μητέρες να κλείνουν με τα χέρια τους τα περίεργα μάτια των μωρών τους. Γυναίκες, τα πεινασμένα μάτια των ανδρών τους. Να κοκκινίζουν οι γριές. Είδα σταυρούς να την φυλάνε. Χέρια ιερέων να την κλωτσάνε. «Μα ποιος την πήρε, επιτέλους; Και αν την είχε ανάγκη ας την ζητούσε. Θα του την έδινα εγώ ευχαρίστως. Μόνο μια τελευταία ματιά θα της έριχνα. Που είναι;» Είδα παιδιά μικρά να ψάχνουν να την βρουν. Κι άλλους να της ρίχνουν κέρματα από λύπηση. «Μην τα πετάτε κύριοι, έχετε πολλά κορώνα γράμματα να παίξετε ακόμα.»
Είδα μια γυναίκα γυμνή στην πλατεία να πηγαίνει πάνω κάτω ταραγμένη. Με οινόπνευμα τον νου της να ταΐζει. «Πως θα γυρίσω πίσω τώρα; Για δουλειά πως θα πάω; Κι αν δεν με θυμούνται σπίτι; Κι αν τ’ αφεντικό μου με άλλη με μπερδέψει; Εσείς κύριε θα ρθείτε να του πείτε την αλήθεια; Έχω όνομα, επίθετο, ηλικία και λοιπά στοιχεία. Δεν είμαι ξένη, έχω και φίλους, χθες ήμασταν μαζί. Θα με θυμούνται σήμερα; Έχω κι οικογένεια, θα τους θυμάμαι αύριο;»
-Μα πως ήτανε επιτέλους αυτή η ταυτότητα;
-Είναι ξεχωριστή, δε είναι ίδια με τις άλλες. Είχε πολλά ονόματα, με όσα με φωνάζουν. Είχε τη νύχτα που γεννήθηκα, τη μέρα που αγάπησα κι το εξομολογήθηκα. Είχε το πιο δυνατό μου γέλιο, κάθε πληγή μου που έκλεισε, κάθε εμπειρία στιγμή στιγμή, τη γεύση κάθε πίκρας, όλα τα κέντρα κάθε στόχου μου. Και αν την γυρίσετε από την άλλη θα δείτε την εικόνα σας.
Είδα μια γυναίκα γυμνή να κλαίει στην πλατεία. Μια όμορφη νέα χωρίς ταυτότητα με δάκρυα στα μάτια. Ένας αέρας ελαφρύς πρόθυμος να τα στεγνώσει. Με οινόπνευμα να ξεδιψάει το κορμί της. «Κι αν με ξεχάσουν οι άνθρωποι, ποιος θα μου πει ποια είμαι; Κι αν η φωνή μου δεν ακούγεται όσο κι αν φωνάζω;» Σταματημένοι όλοι γύρω της, ακούν και αγκαλιάζονται.
Είδα μια γυναίκα γυμνή στην πλατεία, να παίρνει φωτιά. Να καίγεται ολόκληρη. Οι άνθρωποι σταμάτησαν να φοβούνται. Πλησίασαν να ζεσταθούν.Κι ένας μικρός με μια χαρά: -Κυρία, κυρία να τη. Την βρήκα.
Είδα και μένα να φεύγω.
Ύπερος