Το πρώτο λοιπόν παραμύθι πού ξεκίνησε η Σεχραζάτ να αφηγείται στον Βασιλιά Σαρίγια, αμέσως μετά τον γάμο τους, το βράδυ πού έμειναν μόνοι ήταν το εξής:
Κάποτε δύο φίλοι έμειναν στην Βαγδάτη: ο Σάντ & ο Σάντι. Ο Σάντι ήταν πάμπλουτος και ο Σάντ πάμφτωχος, παρ’ όλ’ αυτά εκτιμούσαν ο ένας τον άλλο.
Δεν ήθελαν να αποχωριστούν ό ένας την παρέα τού άλλου ούτε για όλα τα λεφτά τού κόσμου. Συμφωνούσαν σχεδόν σε όλα. Μόνο σε ένα θέμα διαφωνούσαν. Το θέμα αυτό αναφερόταν σε κάθε συζήτησή τους.
Ο πάμπλουτος Σάντι ήταν τής άποψης ότι το Πεπρωμένο των ανθρώπων εξαρτάται αποκλειστικά από τα πλούτη. Αν περισσότεροι άνθρωποι είχαν χρήματα θα εξαρτιόταν λιγότερο από τους άλλους και η ζωή τους θα ήταν πολύ καλύτερη.
Ο πάμφτωχος Σάντ είχε διαφορετική άποψη. «Χρήματα,τί να σου κάνουν;», ρωτούσε. «Μπορεί να είναι σημαντικά, όμως το Πεπρωμένο καθορίζει την ευτυχία καθενός. Το Πεπρωμένο καθορίζει ό,τι κάνεις και τα χρήματα δεν σε βοηθούν σε αυτό.»
«Αυτό δεν είναι αλήθεια!» διαφωνούσε ο Σάντι. «Τα χρήματα τα αποκτάς με σκληρή δουλειά κι έξυπνο προγραμματισμό. Έτσι ο καθένας μπορεί να φτιάξει το δικό του Πεπρωμένο!»
Κάθε φορά πού συναντιόνταν οι δύο φίλοι προέκυπτε το ίδιο θέμα. Μιά μέρα καθώς περπατούσαν στους δρόμους τής Βαγδάτης ο Σάντι πρότεινε: «Ας δούμε μιά και καλή ποιός από τους δυό μας έχει δίκιο τελικά. Εδώ πιό πάνω ζεί ο Χασάν, ο κατασκευαστής σχοινιών. Από τα ξημερώματα μέχρι αργά το βράδυ πλέκει σχοινιά, αλλά και πάλι δεν είναι σε θέση να θρέψει ικανοποιητικά την οικογένεια του με τα 5 παιδιά του. Αν του δώσω 200 δηνάρια, θα μπορέσει να αγοράσει ένα μεγαλύτερο μαγαζί και να πάρει μεγάλες προμήθειες από σχοινί. Θα μπορέσει να προσλάβει κι έναν βοηθό και θα δείς ότι σε πολύ σύντομο χρόνο θα γίνει εύπορος!»
Ο Σαντ συμφώνησε με την πρόταση τού φίλου του, αν και δεν ήταν διατεθειμένος να αλλάξει άποψη. Οι δυό τους μπήκαν στο μαγαζί τού φτωχού κατασκευαστή σχοινιών.
- « Πόσο καιρό είσαι κατασκευαστής σχοινιών Χασάν;», τον ρώτησε ο πλούσιος Σάντι.
- « Όλη μου τη ζωή, αξιότιμε κύριε. Κι ο πατέρας μου, κι ο παππούς μου και ο προπάππος μου , όλοι τους δούλευαν σε αυτό το μαγαζί.»
- «Ώστε έτσι......πολύς καιρός! Πως όμως γίνεται και δεν έχεις γίνει επιτυχημένος, αλλά εξακολουθείς να βγάζεις λίγα χρήματα:»
Ο κατασκευαστής σχοινιών κοίταζε λυπημένος. « Κερδίζω τόσα λίγα πού ίσα-ίσα μού φτάνουν να αγοράσω προμήθειες. Αυτά πού μου μένουν μόλις που αρκούν για να ζήσω....»
- Γιά πες μου Χασάν, τί θα έλεγες αν σου έδινα 200 δηνάρια; Θα τα σκόρπιζες αυτά τα χρήματα σε διάφορες απολαύσεις ή θα τα επένδυες στο μαγαζί σου;» ρώτησε ο Σάντι
- « Ω κύριε, αν στ’ αλήθεια το κάνατε αυτό, τότε είμαι βέβαιος ότι πολύ σύντομα θα γινόμουν ο πιο πετυχημένος κατασκευαστής σχοινιών στη Βαγδάτη!!!»
Ο Σάντι χαμογέλασε και έδωσε στον Χασάν ένα πουγκί πού μέσα του είχε ακριβώς 200 δηνάρια. «Ορίστε τα χρήματα», τού είπε. «Θα έρθουμε μαζί με τον φίλο μου μετά από μερικούς μήνες να δούμε πόσο έχει καλυτερεύσει η ζωή σου.»
Είχε σχεδόν βραδιάσει. Όταν έφυγαν οι δύο φίλοι ο Χασάν κλείδωσε το μαγαζί και βιαστικά κίνησε για το σπίτι του. Ήθελε να κρύψει το πουγκί με τα χρήματα σε ένα ασφαλές μέρος, αλλά στο απλό σπιτικό του δεν υπήρχε μήτε ντουλάπα μήτε ερμάρι. Έβγαλε λοιπόν μερικά δηνάρια από το πουγκί για να αγοράσει φαγητό και τα υπόλοιπα τα έκρυψε μέσα στο τουρμπάνι του.
Έπειτα πήγε κατευθείαν στην αγορά για να αγοράσει κρέας για το δείπνο, για τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Θα ήταν η πρώτη φορά έπειτα από πολύ καιρό. Αγόρασε ένα μεγάλο κομμάτι κρέας και με εύθυμη διάθεση πήρε τον δρόμο για το σπίτι του, ονειρευόμενος τη νέα ζωή πού θα ξεκινούσε από ’δώ και πέρα.
Αλοίμονο όμως!!! Ενώ ήταν απορροφημένος σε αυτές τις χαρούμενες σκέψεις, ένα όρνιο βούτηξε από ψηλά, ορμώντας πάνω στο κρέας. Ο χασάν προσπάθησε να αποτρέψει το πουλί και να ξεφύγει από τα κοφτερά του νύχια. Το όρνιο όμως άρπαξε το τουρμπάνι τού Χασάν και κρώζοντας πέταξε μακριά.
«Αχ....»,σκέφτηκε ο άμοιρος ο άντρας, «ας το είχα αφήσει να το πάρει από την αρχή να πάρει το κρέας! Τώρα η ζημιά είναι πολύ μεγαλύτερη.»
Ο καημένος ο Χασάν, μόλις είχε χάσει όλα του τα χρήματα. Του ερχόταν να κλάψει από τη συμφορά που τον βρήκε. Όλα τα όμορφα όνειρά του είχαν γίνει καπνός... Και το χειρότερο απ’όλα ήταν ότι δεν ήξερε πως θα αντίκριζε ξανά τον γενναιόδωρο πλούσιο άνθρωπο που τον είχε βοηθήσει. Ό,τι του είχε δώσει ο Αλλάχ, το είχε πάρει πάλι πίσω. Στο τέλος αποφάσισε να πει όλη την αλήθεια στον ευεργέτη του – δε γινόταν αλλιώς. Την επόμενη μέρα συνέχισε να κάνει τη δουλειά που έκανε και τα προηγούμενα χρόνια.
Ακριβώς 6 μήνες αργότερα εμφανίστηκε+αν ο Σάντι και ο Σαντ στο μαγαζί τού κατασκευαστή σχοινιών. Ο χασάν τούς είπε αμέσως τι είχε συμβεί, από την αρχή μέχρι το τέλος. Ο πλούσιος άντρας αμφέβαλλε για την αλήθεια των λόγων του.
Ο Σαντ από την άλλη ήταν ενθουσιασμένος. «Είμαι σίγουρος ότι ο Χασάν λέει την αλήθεια, καλέ μου Σάντι», τού είπε. «Και τώρα θα πρέπει πλέον να κοιτάξεις κατάματα το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι καλύτερα να έχει την τύχη με το μέρος του και ένα καλό Πεπρωμένο παρά πλούτη.»
- «Είναι όντως άτυχος, αυτό το παραδέχομαι» είπε ο Σάντι. «Αλλά προτιμώ να του ξαναδώσω 200 δηνάρια από το να αλλάξω γνώμη.» Με αυτά τα λόγια πέταξε προς τη μεριά τού κατασκευαστή ακόμη ένα πουγκί με χρήματα,λέγοντάς του: «Τώρα σίγουρα θα κάνεις την τύχη σου. Σε 3 μήνες θα έρθω να σε βρω να δω πως τα πήγες.»
Οι δύο φίλοι έφυγαν και πάλι, αφού πρώτα ο Χασάν έπεσε στα πόδια τους και τους ευχαρίστησε θερμά.
Αυτή τη φορά θα φυλάξω τα χρήματα μου σε πιό ασφαλές μέρος, αποφάσισε. Καθ’ οδόν για το σπίτι έβαζε με το μυαλό του διάφορες κρυψώνες.
Μόλις μπήκε στο σπίτι το βλέμμα του έπεσε σε μιά στάμνα με πίτουρα που βρισκόταν σε μία γωνιά. Αυτό τού έδωσε μιά ιδέα. Σίγουρα δεν θα υπήρχε καλύτερη κρυψώνα από αυτήν !!!
Έβγαλε λίγα πίτουρα από τη στάμνα, έβαλε μέσα το πουγκί με τα χρήματα και ξαναγέμισε τη στάμνα με τα πίτουρα που είχε βγάλει. Κανείς δεν τον είχε δεί! Ικανοποιημένος κίνησε να πάει στο μαγαζί του.
Αλίμονο... δεν μπορούσε να ξέρει τί θα συνέβαινε στο σπίτι του. Εκείνο το μεσημέρι πέρασε ένας γυρολόγος με χρωματιστή σκόνη από πηλό, την οποία χρησιμοποιούσαν οι φτωχές γυναίκες για να βάφουν τα μαλλιά τους. Η γυναίκα τού Χασάν ήθελε λίγη από αυτή τη σκόνη, αλλά δεν είχε χρήματα. Μήπως θα μπορούσε να δώσει κάτι σε αντάλλαγμα;
Κοίταξε γύρω της – και είδε τη στάμνα με τα πίτουρα. Πίτουρα, τί να τα κάνει; μετά από αρκετή ώρα παζαρέματος αντάλλαξε τη στάμνα με την επιθυμητή σκόνη.
Τα χρήματα είχαν κάνει φτερά. Ποιός ξέρει πού θα κατέληγαν;;;
Την τελευταία φορά είχαμε αφήσει την Σεχραζάτ να διηγήται την ιστορία 2 φίλων που διαφωνούσαν για το αν το πεπρωμένο των ανθρώπων εξαρτάται αποκλειστικά από τα πλούτη ή όχι. Μάλιστα αποφάσισαν να κάνουν κι ένα πείραμα. Ο πλούσιος φίλος έδωσε σε ένα κατασκευαστή σχοινιών ένα σεβαστό ποσό χρημάτων 2 φορές , τα οποία λόγω συγκυριών ο σχοινοποιός τα έχασε. Ποιά λοιπόν θα είναι η συνέχεια σε αυτή την ιστορία;;;
Όταν επέστρεψε στο σπίτι ο σχοινοποιός κι έμαθε από τη γυναίκα του τι έγινε, μετάνιωσε που δεν την είχε ενημερώσει για τα σχέδιά του ! Γεμάτος αγωνία αναρωτιόταν τι θα έλεγε αυτή τη φορά στον Σάντι και τον Σαντ – και πως θα αντιδρούσαν κι εκείνοι στα νέα.
Οι 3 μήνες πέρασαν γρήγορα, όπως κυλάει το νερό τού ποταμού κάτω από τη γέφυρα. Οι 2 φίλοι πέρασαν ξανά από το μαγαζί τού Χασάν.
- «Είσαι απατεωνίσκος και λωποδύτης !!!» αναφώνησε ο πλούσιος άντρας. Όταν άκουσε τα καθέκαστα. «Δεν πιστεύω λέξη από την ιστορία σου !!!»
Αλλά ο Σαντ είπε: «Βλέπεις λοιπόν ότι το πεπρωμένο έχει περισσότερη επιρροή στο πως θα κυλήσει η ζωή μας απ’ότι τα πλούτη; Αν αυτός ο άνθρωπος είναι ευτυχισμένος και ικανοποιημένος, ακόμα κι ένα νόμισμα τού αρκεί. Αγαπητέ σχοινοποιέ, πάρε αυτό το νόμισμα από μένα. Ακολούθησε το ένστικτό σου. Σε έναν μήνα θα ξανάρθουμε να δούμε πως τα πήγες.»
Ο καημένος ο Χασάν ήταν χαρούμενος που τα πράγματα πήγαν καλά. Πήρε το χάλκινο νόμισμα και αποχαιρέτισε τους 2 φίλους με βαθιές υποκλίσεις. Αργότερα το ίδιο βράδυ χτύπησε την πόρτα του ο γείτονας του ο ψαράς. «Χασάν, μήπως έχεις ένα χάλκινο νόμισμα να μου δανείσεις;» τον ρώτησε. «Χρειάζομαι αύριο χρήματα για να επισκευάσω τα δίχτυα μου.»
Γιατί οι φτωχοί να μην βοηθούν ο ένας τον άλλο; Στο κάτω-κάτω τής γραφής δεν θα πλούτιζε ποτέ από ένα χάλκινο νόημα. Έδωσε λοιπόν το νόμισμα στον γείτονά του. «Σε ευχαριστώ!» τού είπε ο ψαράς. «Για ανταμοιβή θα σου δώσω αύριο το πρώτο ψάρι που θα πιάσω!». Έπειτα βιάστηκε να γυρίσει στα δίχτυα του.
Την επόμενη μέρα ο ψαράς είχε μιά μεγάλη έκλπληξη για τον Χασάν! Πέρασε από το σπίτι με ένα τεράστιο ψάρι, μεγάλο σαν τραπέζι. Με το χαμόγελο στα χείλη ζωγραφισμένο είπε: « Δεν είχα ποτέ τόσο καλή ψαριά σαν την σημερινή! Αυτό το ψάρι είναι για σένα γείτονα. Ήταν το πρώτο ψάρι που πιάστηκε στα δίχτυα μου.»
Ο Χασάν στην αρχή δεν ήθελε να δεχτεί το ακριβό αυτό δώρο, αλλά ο ψαράς επέμενε. Έτσι λοιπόν ο Χασάν ζήτησε από τη γυναίκα του να το μαγειρέψει το βράδυ.
Εκείνη άρχισε αμέσως να το καθαρίζει. Στα σπάργανα τού ψαριού βρήκε κάτι το αξιοπερίεργο, μια γυαλιστερή πέτρα, λαμπερή σαν γυαλί. Τα παιδιά τού κατασκευαστή τη βρήκαν πολύ όμορφη και την ήθελαν για παιχνίδι. Έτρεξαν έξω κρατώντας τη πέτρα, φώναξαν τους φίλους τους κι έπαιζαν μαζί της όλη μέρα, ώσπου σουρούπωσε.
Από εκεί πέρασε ένας χρυσοχόος. Η λαμπερή πέτρα τράβηξε την προσοχή του. Έσκυψε πάνω από τα παιδιά που έπαιζαν για να δεί τί ήταν αυτό που κρατούσαν και κοίταξε με προσοχή. Έμοιαζε να είναι αστραφτερό διαμάντι, η πιό ακριβή πέτρα που είχε δεί ποτέ!
Αυτή τη φορά η τύχη ήταν πραγματικά με το μέρος τού Χασάν. Ο χρυσοχόος ήταν τίμιος άνθρωπος και έδωσε στον Χασάν 1000 δηνάρια για το διαμάντι. Ήταν πολλά χρήματα, αλλά ακόμα και πληρώνοντας τόσα μπορούσε να πουλήσει το πετράδι για πολύ περισσότερα.
Έτσι λοιπόν ο φτωχός Χασάν έγινε τελικά πλούσιος. Έναν μήνα αργότερα είχε αγοράσει όλα τα μαγαζιά κατασκευής σχοινιών στη Βαγδάτη. Έδωσε διαταγή να χτιστεί ένα υπερπολυτελές παλάτι σε ένα πανέμορφο πάρκο λίγο έξω από την πόλη κι αγόρασε όλα τα μαγαζιά στη γειτονιά όπου βρισκόταν το μικρό του μαγαζάκι. Ο Χασάν είχε πλέον γίνει επιτυχημένος.
Όταν ο Σαντ και ο Σάντι τον επισκέφτηκαν στο μαγαζί του μετά από ένα μήνα, εκείνο είχε γίνει αγνώριστο. Μόνο το πρόσωπο τού ιδιοκτήτη είχε μείνει το ίδιο. Ο Χασάν τούς υποδέχτηκε και τους διηγήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί. Γεμάτος ευγνωμοσύνη πήρε μετά τον Σαντ και τον Σάντι στο σπίτι του έξω από την πόλη. Οι 2 φίλοι κοίταζαν έκθαμβοι τον υπέροχο κήπο με τα εξωτικά δέντρα και τα πουλιά. Μετά από λίγο όμως ο Σάντι έκανε την εξής παρατήρηση: «Δεν το χωράει ο νούς μου ότι απέκτησες όλα αυτά τα αγαθά χάρη σε ένα χάλκινο νόμισμα. Το να βρείς ένα διαμάντι στα σπάργανα ενός ψαριού είναι περισσότερο απίστευτο από το να σου δώσει 400 δηνάρια ένας παντελώς άγνωστος. Έλα... παραδέξου ότι και τα 400 δηνάρια πού πήρες από μένα συνέβαλαν στη δημιουργία αυτής τής περιουσίας.»
Ο Χασάν δίστασε και δεν ήξερε τί απάντηση να δώσει. Ο Σαντ, στην προσπάθεια του να αποσπάσει την προσοχή τους από αυτή την άβολη συζήτηση, έδειξε ένα δέντρο και είπε: «Δεν έχεις μόνο εξωτικά δέντρα, αλλά και φωλιές υπέροχων πουλιών πάνω σ’ αυτό!»
Ανάμεσα στα κλαδιά διακρινόταν κάτι λευκό, ένα πουλί ίσως; Ο χασάν φώναξε έναν υπηρέτη και τον πρόσταξε να κατεβάσει κάτω τη φωλιά. Είχε σωστά μαντέψει εξ αρχής ότι αυτό ήταν το παλιό του τουρμπάνι, εκείνο που του είχε κλέψει το όρνιο. Και πράγματι, ο υπηρέτης ήρθε προς το μέρος του κρατώντας το παλιό τουρμπάνι του σχοινοποιού.
« Χαίρομαι που επιτέλους μπορώ να σας αποδείξω την ειλικρίνεια των λόγων μου», είπε ο Χασάν στον Σάντι. «Τα χρήματα πού μου είχατε δώσει βρίσκονται κρυμμένα μέσα σε αυτό το τουρμπάνι.»
Ο Σάντι ξετύλιξε το τουρμπάνι και... νά το!!! Το πουγκί με τα χρήματα βρισκόταν κρυμμένο ανάμεσα στις πτυχές τού υφάσματος – ακριβώς όπως είχε πεί ο Χασάν.
Μετά από αυτό ο Χασάν ετοίμασε ένα λουκούλλειο γεύμα για τους 2 φίλους του. Ο Σαντ ήταν εξαιρετικά χαρούμενος που επιτέλους είχε καταφέρει να πείσει τον φίλο του για την ορθότητα τής άποψής του, Όμως τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι...
Όταν αργότερα γυρνούσαν στη Βαγδάτη καβάλα στα άλογα, ο Σάντι είπε στον Χασάν: « Έχουμε φάει μαζί ψωμί κι αλάτι γι’ αυτό έχουμε γίνει αδέρφια. Θέλω λοιπόν να μου πείς την αλήθεια. Πράγματι δεν χρησιμοποίησες κάποια από τα άλλα 200 δηνάρια, που δεν έχουν βρεθεί ακόμα, ως επένδυση στο μαγαζί σου;»
Τι απάντηση να δώσει ο Χασάν;;; Ήταν πασιφανές ότι ο Σάντι ακόμα δεν τον εμπιστευόταν, δεν μπορούσε όμως να αποδείξει με κάποιο τρόπο ότι όντως έλεγε αλήθεια. Έτσι λοιπόν έμεινε με το χρέος τής απάντησης. Συνέχισαν να ιππεύουν κι αργά το βράδυ έφτασαν στη Βαγδάτη. Τα άλογα είχαν κουραστεί κι ήταν πεινασμένα. Που θα έβρισκαν τροφή γι’ αυτά οι αναβάτες τους, τόσο αργά μες στη νύχτα; Έστειλαν έναν υπηρέτη για να ρωτήσει. Σύντομα εκείνος επέστρεψε με μιά στάμνα πού φάνηκε γνώριμη στον Χασάν.
«Δεν μπόρεσα πουθενά να βρω τροφή για τα άλογα αφέντη. Μόνο αυτή τη στάμνα με τα πίτουρα βρήκα. Όλα τα μαγαζιά είναι κλειστά....»
Ο Χασάν τον διέκοψε κι είπε στον Σάντι: «Κοίταξε μέσα σε αυτή τη στάμνα Σάντι, εκεί θα βρείς το δεύτερο πουγκί με τα χρήματα!»
Κι όμως... όπως το υποψιαζόταν από την αρχή ο Χασάν, πράγματι εκεί βρήκε το πουγκί ο Σάντι. Είχε έρθει η στιγμή που ο πλούσιος άντρας έπρεπε να παραδεχτεί πως ο φίλος του ο Σαντ είχε δίκιο. Τα πλούτη δεν οδηγούν στα πλούτη!!! Ο Αλλάχ αποφασίζει γιά όλα, όπως έχει καταγραφτεί στο Βιβλίο τού Πεπρωμένου!!!
Δεν ξέρω πόσο είχε προχωρήσει το ξημέρωμα πριν τελειώσει την ιστορία της η Σεχραζάτ. Όταν τελείωσε την αφήγησή της, σκέφτηκε λίγο κι είπε: Αυτή η ιστορία που προέρχεται από το παρελθόν μάς δίνει, καλέ μου Βασιλιά, ένα πολύτιμο μάθημα για το μέλλον. Όταν κάποιος φροντίζει τον εαυτό του, θα τον φροντίσουν και οι άλλοι και το ίδιο καλά θα τους φροντίσει κι εκείνος με τη σειρά του. Θα γνωρίζετε ενδεχομένως την ιστορία με τον γάτο και το ποντίκι;»
«Όχι, δεν την γνωρίζω...» παραδέχτηκε ο Βασιλιάς. «Θέλω να μου την πείς κι αυτή. Όχι όμως ακόμα, όταν βραδιάσει!»