Η αυξανόμενη ζήτηση απ’ τη Δύση για αλτρουιστικές διακοπές θρέφει το βιομηχανικό σύμπλεγμα του λευκού-σωτήρα.
Στον φίλο μου τον Τζακ αρέσει να διηγείται την αγαπημένη του ιστορία σχετικά με ένα καλοκαίρι που πέρασε ως εθελοντής στην Κολομβία. Ανασύρει αυτή την ιστορία οποτεδήποτε του δίνεται η ευκαιρία, σε πάρτυ, μεσημεριανά γεύματα και αεροδρόμια. Τονίζει ποικίλες πτυχές της ιστορίας για διάφορα περιστατικά – το φίδι που βρήκε στη σκηνή του, τις παρέες του με τους ντόπιους και την ικανότητά του στα παζάρια. Το μήνυμα προς το κοινό του είναι ξεκάθαρο: επέλεξα τις κακουχίες και επιβίωσα.
Αν τα ρούχα μάρκας και τα ακριβά αυτοκίνητα σηματοδοτούν την υλική επιφάνεια, η ιστορία του για τον σκόπιμο εναγκαλισμό της φτώχειας και των δυσκολιών της σηματοδοτεί την ανωτερότητα του χαρακτήρα του. Καθώς το καλοκαίρι διαγράφεται στον ορίζοντα, πολλοί Αμερικάνοι – φοιτητές κολλεγίων, συνταξιούχοι και άλλοι που στέκονται στο κατώφλι αλλαγών της ζωής τους – θα κάνουν παραπλήσιες επιλογές στην αναζήτηση μεταμορφωτικών εμπειριών. Κι υπάρχει μια βιομηχανία για να το κάνει αυτό πιο εύκολο: η επιχείρηση του εθελοτουρισμού.
Ένας εθελοτουρίστας είναι κάποιος σαν τον Τζακ που επιθυμεί να συνδυάσει εξωτικές διακοπές και εθελοντική δουλειά. Για οποιονδήποτε ενδιαφέρεται για κάτι τέτοιο, μια συγκλονιστική σειρά επιλογών περιμένει. Απ’ το χτίσιμο σχολείων στην Ουγκάντα ή σπιτιών στην Αϊτή μέχρι το αγκάλιασμα ορφανών στο Μπαλί. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η λειτουργική εξίσωση είναι η ίδια: οι πλούσιοι Δυτικοί μπορούν να κάνουν κάτι καλό, να έχουν την εμπειρία από κάτι που ο εύπορος βίος τους δεν τους προσφέρει, και, όπως στην περίπτωση του Τζακ, να έχουν να λένε μια ιστορία που τους τοποθετεί στις τάξεις των καλόκαρδων και παγκοσμίως σοφών.
Όσο θαυμαστά αλτρουιστικό και να ακούγεται, το πρόβλημα με τον εθελοτουρισμό είναι η μοναδική επικέντρωσή του στην αναζήτηση του εθελοντή για εμπειρίες, εν αντιθέσει με τις πραγματικές ανάγκες της κοινότητας υποδοχής. Υπάρχει ένα κόστος που σχετίζεται με αυτή την προσπάθεια. Μία αναφορά του 2010 από το Συμβούλιο Έρευνας Ανθρωπιστικών Επιστημών, με έδρα την Πρετόρια της Νοτίου Αφρικής, ανέλυσε την ακμάζουσα τουριστική επιχείρηση των ορφανών-φορέων του AIDS στη Νότια Αφρική.
Στα πλαίσια αυτού του προγράμματος, εύποροι τουρίστες εγγράφονται για να χτίσουν σχολεία, να καθαρίσουν και να επαναφέρουν όχθες ποταμών, να περάσουν δαχτυλίδια παρακολούθησης σε πουλιά και να δράσουν ως φροντιστές ορφανών με AIDS για μερικές εβδομάδες. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία μιας κερδοφόρας επιχείρησης εξυπηρέτησης προς τους εθελοντές τουρίστες. Οι συνθήκες ζωής των ορφανών στην πραγματικότητα μετατρέπονται σε ένα πακέτο μπουτίκ στο οποίο η “σωτηρία” τους αποδίδει κέρδη προερχόμενα από τους τουρίστες. Η ικανότητα των ξένων να πληρώσουν για να έχουν το προνόμιο του εθελοντισμού παραγκωνίζει τους ντόπιους εργάτες.
Η Αφρική είναι ένας παραδοσιακά αγαπημένος προορισμός για εκείνους που ψάχνουν τη “σωτηρία” όμως οι βλάβες που προκαλεί ο εθελοτουρισμός δεν περιορίζονται σ’ αυτήν την ήπειρο. Στη νήσο Μπαλί της Ινδονησίας, για παράδειγμα, υπάρχει μια ακμάζουσα βιομηχανία ορφανοτροφείων για να καλύψει τους εθελοτουρίστες που θέλουν να βοηθήσουν παιδιά. Τα παιδιά αφήνουν το σπίτι τους και μετακομίζουν σ’ ένα ορφανοτροφείο επειδή οι τουρίστες, οι οποίοι επισκέπτονται το νησί καναδυό φορές το χρόνο, είναι πρόθυμοι να πληρώσουν για την εκπαίδευσή τους.
Αυτά τα παιδιά στην ουσία δουλεύουν ως ορφανά επειδή οι γονείς τους δεν μπορούν ν’ ανταπεξέλθουν οικονομικά και να τα στείλουν στο σχολείο. Αντί να βοηθήσουν τους γονείς να ανταποκριθούν στις ανάγκες των παιδιών τους, η τουριστική ζήτηση για ορφανά προς ευεργεσία δημιουργεί μια βιομηχανία που δουλεύει έτσι ώστε να κάνει τα παιδιά διαθέσιμα προς τους ξένους που επιθυμούν να τα βοηθήσουν. Όταν η εξωτερική βοήθεια “στεγνώνει”, τα παιδιά που υποκρίνονται τα ορφανά αναγκάζονται να ζητιανέψουν στους δρόμους για φαγητό και λεφτά προκειμένου να προσελκύσουν “ορφανοτουρισμό”.
Οι παγίδες του εθελοτουρισμού πάνε πέρα από τα ορφανοτροφεία. Για παράδειγμα, η Dorinda Elliot, μία βοηθός συντάκτρια στην ιστοσελίδα Condé Nast Traveler, γράφει για ένα “αποτυχημένο εθελοτουριστικό πρότζεκτ” στην Αϊτή – ένα συγκρότημα κατοικιών που χτίστηκε από μια αμερικανική εκκλησία. Εμψυχωμένοι από την φαντασιακή ευγένεια της προσπάθειάς τους, οι χτίστες απέτυχαν να λάβουν υπόψη τους τις ανάγκες των μελλοντικών κατοίκων. Οι αμόρφωτες οικογένειες που κατοίκησαν αυτά τα σπίτια δεν είχαν τις επαγγελματικές δυνατότητες και την απασχόληση για να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους και συνέχισαν να ζητιανεύουν για φαί για πολύ μετά αφότου έφυγαν οι τουρίστες. Μία προσέγγιση προσανατολισμένη στην κοινότητα, αντί μίας βασιζόμενης στους τουρίστες, θα είχε επενδύσει στην βοήθεια των οικογενειών ώστε να αναπτύξουν τα αναγκαία προσόντα ώστε να ξεπεράσουν την πρωταρχική τους ανάγκη, τη φτώχεια.
Προσφάτως, η ηθική του εθελοτουρισμού, ιδιαίτερα το κρυφό του σημείο της εκμετάλλευσης, έχει αμφισβητηθεί από ακαδημαϊκούς και ακτιβιστές. Το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης, εντούτοις, περιορίζεται γύρω από το ερώτημα αν οι διακοπές εθελοντισμού κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό ή για το πώς προωθούν στερεότυπα που ρίχνουν καύσιμα στη μηχανή ενός αναπτυσσόμενου βιομηχανικού συμπλέγματος λευκών-σωτήρων.
Τυπικά τα προβλήματα των άλλων ανθρώπων μοιάζουν ευκολότερα, μη περίπλοκα και πιο εύκολα να λυθούν απ’ ότι αυτά της δικής μας κοινωνίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η εκτός πλαισίου πείνα και έλλειψη στέγης στην Αϊτή, την Καμπότζη ή το Βιετνάμ είναι μια εύκολη ηθική επιλογή. Σε αντίθεση με τα προβλήματα των άλλων κοινωνιών, τα χρεωκοπημένα σχολεία του κέντρου του Σικάγο ή η κακοτυχία όσων ζουν στις παρυφές του Ντιτρόιτ συνδέονται με μεγαλύτερες πολιτικές αφηγήσεις. Με απλούς όρους, η έλλειψη γνώσης των άλλων πολιτισμών το κάνει ευκολότερο να βοηθήσουμε.
Αυτή η φαντασιακή απλοϊκότητα των προβλημάτων των άλλων παρουσιάζει μία αντίθεση με τα άυλα βάρη των μετα-βιομηχανικών κοινωνιών. Τα Δυτικά έθνη είναι γεμάτα από καλοθρεμένα άτομα που μαστίζονται από λιγότερο ρητές κακουχίες όπως η αποσύνθεση των κοινοτήτων και το ξέφτισμα των σχέσεων σε αντίθεση με την δυνατότητα άπειρων επιλογών. Τα βάρη της μανιακής κατανάλωσης και του αμείωτου καριερισμού δεν γίνονται τόσο εύκολα αντικείμενο λύπησης όπως οι καταρρέουσες παράγκες και τα μωρά που ζητιανεύουν. Απέναντι σ’ αυτό το τοπίο, ο εθελοτουρισμός αποτελεί μία δραπέτευση, μία σπάνια συνάντηση με μια οδυνηρά χαμένη αυθεντικότητα, με κακουχίες που νιώθουμε ολοφάνερα και φυσικά – και όλα αυτά για ένα μικρό αντίτιμο.
Παρά τα ελαττώματά του, η εκπαιδευτική πλευρά της διαπολιτισμικής ανταλλαγής του εθελοτουρισμού πρέπει να διασωθεί, να βελτιωθεί αντί να απορριφθεί ολοκληρωτικά. Η Natalie Jesionka, μία αρθρογράφος στην Daily Muse, προσφέρει στους μελλοντικούς εθελοτουρίστες έναν μπούσουλα ώστε να καταφέρουν να επιδράσουν αληθινά μέσα απ’ τα ταξίδια τους. Δίνει έμφαση στην ανάγκη ο εθελοντής να προσαρμόζεται στην κουλτούρα, να είναι ελαστικός, σχετικός και ρεαλιστής. Εκτός απ’ το να βοηθήσει την αμοιβαία κατανόηση, αυτό θα δημιουργούσε λιγότερο δυναστικούς εθελοντές που να μην κρίνουν τόσο εύκολα και που να μην είναι εμμονικοί με το κυνήγι συναισθηματικών “υψηλών” (κι ευκαιριών φωτογράφισης) από τον αλτρουισμό για τον οποίον πλήρωσαν. Θα καταστούσε επίσης δυνατή την κατάρριψη του στερεοτύπου που βρίσκει ανάγκη και ζήτηση σε άλλα και εξωτικά μέρη αποκαλύπτοντας τις ίδιες διαστάσεις εντός των δικών τους περιοχών και τις συνδέσεις μεταξύ των περιθωριοποιημένων του “εδώ” και των αποκλεισμένων του “εκεί”.
Αν ο Τζακ και οι άλλοι εθελοτουρίστες μπορούσαν να κάνουν τέτοιες μικρές φιλοπονίες, οι προσπάθειές τους θα είχαν μεγαλύτερο νόημα πέρα από καλές παρεϊστικες ιστορίες και φωτογραφίες προφίλ στο Facebook και, ακόμα πιο σημαντικό, θα μπορούσαν να προωθήσουν μια πιο ισχυρή παγκόσμια διασυνδεσιμότητα απ’ αυτή που υπάρχει σήμερα.
~~~~~~~~~~