Έβλεπα φωτιές τη γη τριγύρω μου καμμένη
Έβλεπα βροχές ανθρώπους να `ναι διψασμένοι
Έβλεπα καημούς πρωί τις πόρτες να χτυπάνε
Έβλεπα τρελούς στον ήλιο πέτρες να πετάνε.
Τώρα δε βλέπω, τώρα δε μιλάω
το ταξίδι της ζωής όπου με πάει πάω.
Έβλεπα μικρούς νύχτα να γίνονται μεγάλοι
Έβλεπα τρανούς μες στη μιζέρια και το χάλι
Έβλεπα νεκρούς να τρέχουνε για να σωθούνε
Έβλεπα θεούς, να κλαίνε πριν να σταυρωθούνε.
Τώρα δε βλέπω, τώρα δε μιλάω
το ταξίδι της ζωής όπου με πάει πάω.
Έβλεπα παιδιά να `ναι τριαντάφυλλα κομμένα
Έβλεπα ζωές στ’ αζήτητα στα πεθαμένα
Έβλεπα εχθρούς μαζί στου τζόγου το παιχνίδι
Έβλεπα φτωχούς να τραγουδάνε Καζαντζίδη.
Τώρα δε βλέπω, τώρα δε μιλάω
το ταξίδι της ζωής όπου με πάει πάω.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας άνθρωπος που πήρε την απόφαση να κάνει ένα μεγάλο και μακρινό ταξίδι.
Ήταν ένας άνθρωπος που είχε πιστέψει πως αν αποκτούσε πολλά λεφτά, σπίτια αυτοκίνητα, κότερα κλπ θα ήταν ευτυχισμένος. Ήταν ένας άνθρωπος που πίστεψε ότι αν ζούσε τον έρωτα και το σεξ θα ένιωθε ευτυχία και πληρότητα. Ακόμα είχε πιστέψει ότι αν ζούσε πολλές περιπέτειες και συγκινήσεις θα γευόταν τη ζωή ολοκληρωτικά.
Τέλος πίστεψε ότι η γνώση και η μάθηση θα τον έκανε ευτυχισμένο.
Παρόλα αυτά και ενώ τα είχε ζήσει όλα, από καιρό, ένα σαράκι έτρωγε την ψυχή του και μια φωνή μέσα του ψιθύριζε μέρα και νύχτα πως η ζωή του ήταν λειψή και πως αυτό που του έλειπε ποτέ δεν θα το έβρισκε εκεί που ζούσε και όπως ζούσε.
Αποφάσισε, λοιπόν, να φύγει μακριά κι έτσι, μια μέρα, γέμισε τις βαλίτσες του με θάρρος και αισιοδοξία κι έβαλε πλώρη για το άγνωστο όπου, σαν τον Οδυσσέα που ψάχνει την Ιθάκη, έλπιζε κάποτε να βρει αυτό που αποζητούσε.
Είχε όλη την θέληση και την πρόθεση να κάνει αυτό το ταξίδι. Ήξερα ότι ήταν ένα τόλμημα που έμοιαζε επίπονο και ίσως επικίνδυνο. Άφησε πίσω του ένα κομμάτι ζωής και ξεκινούσε για κάτι καινούργιο.
Ξεκίνησε για το ταξίδι και στην καρδιά του είχε ό,τι και κάθε ταξιδιώτης: πόνο γι’ αυτά που άφηνε, χαρά για το ταξίδι, λαχτάρα για όσο τον περίμεναν κι ένα μούδιασμα στη ψυχή, γιατί ο δρόμος που έπαιρνε, έμοιαζε τραχύς, δύσκολος να τον διαβεί κανείς και ίσως επικίνδυνος.
Τίποτα όμως δεν ήταν δυνατόν να τον εμποδίσει γιατί βαθιά μέσα στην καρδιά του υπήρχε η πίστη ότι αυτό ήταν που ήθελε. Έτσι το ταξίδι της αυτογνωσίας και της αυτοπραγμάτωσης είχε αρχίσει. Το ταξίδι της γνώσης και της ανάπτυξης.
Στο πρώτο μέρος του ταξιδιού περιπλανήθηκε στα βάθη του εαυτού του και τον γνώρισε από κάθε πλευρά. Βήμα βήμα, ανακάλυψε τις ικανότητες και τις αδυναμίες του, τις αρετές και τις κακίες του, τους φόβους και τους θυμούς του. Ήρθε σε επαφή με τα σκοτεινά του βάθη.
Πόνεσε χάρηκε, τρόμαξε. Στο τέλος κατανόησε τον λόγο που είχε γίνει αυτό που είχε γίνει, το αποδέχτηκε το αγάπησε και πήρε το κουράγιο να αλλάξει ότι τον δυσκόλευε να ζήσει την χαρά της κάθε στιγμής.
Βρήκε το θάρρος να είναι ο πραγματικός, αληθινός του εαυτός.
Αυτό το μέρος του ταξιδιού τον γέμισαν με αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση. Ένιωθε την δύναμη του ανθρώπου που ξέρει ποιος πραγματικά είναι και τι θέλει.
Φορτωμένος μ’ όσα κέρδισε στο πρώτο μέρος του ταξιδιού, προχώρησε στο δεύτερο μισό που ο ίδιος ονόμασε πνευματικό, γιατί τον οδηγούσε πέρα από όσα είχε γνωρίσει μέχρι τότε, αλλά και πάλι πίσω σ’ αυτά.
Σ’ αυτό το μέρος του ταξιδιού ανακάλυψε την ολότητα του εαυτού του: ότι το σώμα η ψυχή και το πνεύμα του δεν είναι χωριστά αλλά ένα. Πως το ένα στηρίζει το άλλο, το διευκολύνει ν’ αναπτυχθεί και πως δεν μπορούσε να τρέφεται το ένα χωρίς να τρέφονται και τ’ άλλα δύο.
Και τότε, ολόκληρος, χορτάτος, γαλήνιος και πλούσιος από εμπειρίες, έβαλε μπρος για το μεγάλο ταξίδι, το ταξίδι της ΖΩΗΣ.