Μια φορά, ένας μαχαραγιάς που ήταν διάσημος για τη μεγάλη σοφία του, έκλεινε τα εκατό χρόνια. Το γεγονός έγινε δεκτό με μεγάλη χαρά διότι όλοι αγαπούσαν πολύ τον κυβερνήτη τους. Στο παλάτι οργάνωσαν μια μεγάλη γιορτή για τη βραδιά εκείνη, και προσκάλεσαν τους ισχυρούς των άλλων βασιλείων.
Ήρθε η μέρα, κι ένα βουνό από δώρα στήθηκε στην είσοδο της σάλας όπου ο μαχαραγιάς θα πήγαινε να χαιρετήσει τους καλεσμένους του. Στο δείπνο, ο μαχαραγιάς ζήτησε από τους υπηρέτες του να ξεχωρίσουν τα δώρα σε δύο ομάδες. Σ΄αυτά που έγραφαν αποστολέα και σ΄αυτά που κανένας δεν ήξερε ποιος τα είχε στείλει.
Την ώρα του επιδορπίου, ο βασιλιάς έβαλε να φέρουν τις δύο στοίβες με τα δώρα. Από τη μια ήταν εκατοντάδες μεγάλα και ακριβά δώρα, κι από την άλλη καμιά δεκαριά.
Ο μαχαραγιάς άρχισε να ανοίγει τα δώρα που είχαν αποστολέα και καλούσε αυτούς που τα είχαν στείλει. Έναν έναν, τον έβαζε ν΄ανέβει στο θρόνο και του έλεγε: «Σ΄ευχαριστώ για το δώρο σου. Σου το επιστρέφω και είμαστε όπως πριν». Και του έδινε πίσω το δώρο, ότι κι αν ήταν.
Όταν τελείωσε με την πρώτη στοίβα, πήγε στη δεύτερη και είπε: «Αυτά τα δώρα που δεν έχουν αποστολέα θα τα δεχτώ, γιατί δεν μου δημιουργούν καμία υποχρέωση, και στην ηλικία μου δεν είναι καλό να δημιουργείς χρέη».
Κάθε φορά που δέχεσαι κάτι, Ντεμιάν, μπορεί στη διάθεσή σου ή στη διάθεση του άλλου αυτό να μετατραπεί σε χρέος. Σ΄αυτήν την περίπτωση, καλύτερα να μη δέχεσαι τίποτα.
Αν, όμως, νιώθεις ικανός να δίνεις χωρίς να περιμένεις πληρωμή και να παίρνεις δίχως να νιώθεις υποχρέωση, τότε μπορείς να δίνεις ή όχι, να παίρνεις ή όχι, αλλά ποτέ δεν θα μείνεις χρεωμένος. Και το πιο σημαντικό: ποτέ κανένας δεν θα σου αφήσει αξεπλήρωτο χρέος γιατί κανένας ποτέ δεν θα σου χρωστάει τίποτα.