Προς μια εναλλακτική παγκοσμιότητα με οδηγό τον απόστολο Παύλο.
Μελετώντας τον Giorgio Agamben (γ. 1942), μεταβαίνουμε στο ψυχικό τοπίο ενός αριστερού χριστιανού που δεν θέλει να αντικαταστήσει μια υπάρχουσα εξουσιαστική εγκόσμια τάξη με μια άλλη, αλλά περισσότερο να προβληματιστεί για το τι σημαίνει το μεσσιανικό, τόσο ως προς τον χρόνο, όσο και ως προς τις τάξεις της ανθρωπότητας. Βρισκόμαστε, λοιπόν, κάπως πιο μακριά από ένα παραδοσιακό κομμουνιστικό όραμα, και πιο κοντά σε έναν μεσσιανικό αναρχισμό, διαλεγόμενο πάντως με τον μαρξισμό. Θα εξετάσουμε εδώ το έργο του Ο χρόνος που απομένει. Σχόλιο στην Επιστολή προς Ρωμαίους
, καρπό σεμιναρίων που έλαβαν χώρα στα έτη 1998-1999, και με τα οποία διαλέγεται με στοχαστές που ασχολήθηκαν προηγουμένως με τον Παύλο και το μεσσιανικό, όπως ο Walter Benjamin, o Jacob Taubes και ο Alain Badiou.
Η κριτική του στον Badiou είναι σαφής και οξεία. Ο Agamben θεωρεί ότι όταν ο Badiou θέτει ως σκοπό του Παύλου τον «ουνιβερσαλισμό», δηλαδή την καθολικότητα της ανθρωπότητας, χάνει το νόημα του ποια είναι η βαθύτερη υφή του μεσσιανικού. Για τον Agamben δεν υπάρχει «καθολικός» άνθρωπος, ή «καθολικός» χριστιανός «πίσω» ή «πάνω» από τον Έλληνα και τον Εβραίο. Αυτό που υπάρχει είναι ένα υπόλοιπο, ένα «λεῖμμα» κατά τον θεολογικό όρο, που σημαίνει την αδυναμία για τον Έλληνα και τον Εβραίο να ταυτιστούν με τον εαυτό τους. Το μεσσιανικό δεν σημαίνει, λοιπόν, τον καθολικό άνθρωπο, αλλά το ότι ο Εβραίος είναι πλέον «ὡς μὴ» (Α΄ Κορ. 7,29-31) Εβραίος, και ο Έλληνας «ὡς μὴ» Έλληνας. Σε μια τελική καθολικότητα με πλατωνίζοντα χαρακτηριστικά, ο Agamben αντιπαραθέτει τις παύλειες διερωτήσεις τι είναι η μεσσιανική ζωή και ποια είναι η δομή του μεσσιανικού χρόνου. Υπενθυμίζει ότι Χριστός δηλαδή ο φέρων το χρίσμα είναι η ελληνική μετάφραση του Μεσσία (mašiah) που σημαίνει επίσης τον κεχρισμένο. Το να είναι κανείς χριστιανός σημαίνει επομένως να ζει με μεσσιανικό τρόπο· το οποίο είναι πρώτα από όλα μια κλῆσις (Ρωμ. 1,1).
Μέσα από την ιστορία και τις περιπέτειες του όρου αυτού μπορούμε και να παρακολουθήσουμε το θέμα μας, δηλαδή την επικαιρότητα του Παύλου στη συνάφεια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού (σ. 39-68). Η μετάφραση του κλῆσις από τον Λούθηρο ως Beruf, λέξη που έχει και την σημασία του «επαγγέλματος» στα γερμανικά, είχε ως συνέπεια μια ιδιάζουσα προτεσταντική σωτηριολογία, που σύμφωνα με την κλασική θέση του Max Weber βρίσκεται πίσω από την ανάπτυξη του σύγχρονου καπιταλισμού. Ήτοι το επάγγελμα καθίσταται μια εκκοσμικευμένη μεσσιανική κλήση για σωτηρία. Αυτό όμως σημαίνει ότι η εκκοσμικευμένη σωτηριολογία του καπιταλισμού βασίζεται στην πλήρη αντιστροφή της παυλείου έννοιας. Η κλῆσις στον Παύλο σημαίνει την ανάκληση των επιγείων κλήσεων. Σημαίνει την εισαγωγή ενός μεσσιανικού χρόνου, όπου ο κάθε φορέας ενός επαγγέλματος θα είναι «ὡς μὴ» έχων το επάγγελμα αυτό. Ο προτεσταντικός συμφυρμός μεσσιανικής κλήσεως και εγκόσμιου Beruf ήταν αυτός που κατέστησε τον νεωτερικό καπιταλισμό μια προδοσία του αυθεντικού μεσσιανικού. Το τελευταίο έγκειται στην ἐκ-κλησίαν ως μια μεσσιανική κοινότητα, δηλαδή ως ένα σύνολο μεσσιανικών κλήσεων. Η ερμηνεία του Agamben, όμως, είναι ότι αυτές οι κλήσεις δεν έχουν ένα συγκεκριμένο εναλλακτικό περιεχόμενο. «Ἕκαστος ἐν τῇ κλήσει ᾗ ἐκλήθη, ἐν ταύτῃ μενέτω» (Α΄ Κορ. 7,20) παροτρύνει ο Παύλος. Επομένως, η Εκκλησία αποτελεί μία κλῆσιν των κλήσεων, δεν αντικαθιστά τις υπάρχουσες κλῆσεις με άλλες, αλλά τις καλεί υπό το πρίσμα του «ὡς μὴ» που τις σχετικοποιεί δραστικά την στιγμή ακριβώς που τις παραδέχεται. Σύμφωνα με το Α΄ Κορ. 7,29-32 η μεσσιανική κλήση είναι η ανάκληση των κλήσεων, και το μεσσιανικό δεν είναι το σχῆμα ενός άλλου κόσμου, αλλά το πέρασμα («παραγωγή») του σχήματος αυτού του κόσμου. Το μεσσιανικό σημαίνει, λοιπόν, την απάλειψη της κατοχής των όντων, που θυμίζει στον Agamben την φραγκισκανική αντίθεση μεταξύ της χρήσεως (usus) και της κατοχής ή κυριαρχίας (dominium), (κάπως παρόμοια με την διάκριση μεταξύ επικαρπίας και κυριότητας ή ιδιοκτησίας), από τις οποίες μόνο η πρώτη θεωρείται συμβατή με την αυθεντικά χριστιανική ζωή.
Ο όρος κλῆσις γνωρίζει μια επιπλέον ενδιαφέρουσα ιστορική περιπέτεια. Όπως παρατηρεί ο Weber, o Διονύσιος Αλικαρνασσεύς παρετυμολογεί την λατινική λέξη classis από το κλῆσις. Το classis σήμαινε αρχικά την κλήση των πολιτών να υπηρετήσουν στον στρατό, κάτι παρόμοιο δηλαδή με αυτό που και σήμερα στην Ελλάδα λέμε κλάση. Αυτό όμως που έχει περισσότερο ενδιαφέρον είναι ότι ο Karl Marx χρησιμοποίησε τον λατινογενή όρο Klasse για να αντικαταστήσει τον γερμανικό συνώνυμο όρο Stand που χρησιμοποιούσε ο Hegel. Η διαφορά είναι σημαντική: Η λέξη Stand σημαίνει μία σταθερή θέση μέσα σε μία κοσμική τάξη, η οποία ταυτίζεται με τον φορέα της. Αντιθέτως, η λέξη Klasse μας εισάγει στον διχασμό μεταξύ του ατόμου και της κοινωνικής τάξης. Ο διχασμός αυτός είναι κατ’ αρχήν σύμπτωμα της νεωτερικότητας και της αστικής τάξης που μέσα από την καπιταλιστική εκβιομηχάνιση φέρνει το τέλος των ακίνητων φεουδαρχικών ταυτίσεων. Στην συνέχεια, όμως, είναι το προλεταριάτο αυτό που καλείται να γίνει η κλῆσις που θα φέρει την έξοδο από τις κλήσεις, σε μία αυθυπερβατική διαλεκτική προς την αταξική κοινωνία. Συνεπώς, σύμφωνα με μια βασική θέση του Walter Benjamin, η μαρξιστική αταξική κοινωνία, ερχόμενη διά του προλεταριάτου, αποτελεί μία εκκοσμίκευση του μεσσιανικού. Ο Agamben συμπληρώνει ότι το προλεταριάτο μπορεί να εννοηθεί ως μία νέα μεσσιανική εκκλησία και με την εξής έννοια: Όπως ο κλητός στην εκκλησία συσταυρώνεται (Ρωμ. 6.6) για να συναναστηθεί, παρομοίως ο προλετάριος απελευθερώνεται μόνο αφού αυτοκαταργηθεί. Για τον αυθεντικό μαρξισμό, το προλεταριάτο είναι μια στρατηγική διαλεκτική έννοια, και όχι μία ουσιοκρατική ταυτότητα, όπως κατάντησε, δηλαδή μία σταθερή τάξη που διεκδικεί δικαιώματα εντός του καπιταλιστικού συστήματος. Η θεώρηση αυτή του Agamben, που την παραλαμβάνει εν πολλοίς από τον Benjamin, ανοίγει τον δρόμο για να θεωρήσουμε ως μεσσιανική εκκλησία το «λεῖμμα» των τάξεων. «Τὰ μὴ ὄντα», οι «ανύπαρκτοι» που διάλεξε ο Θεός (Α΄ Κορ. 1,28) μπορούν, λοιπόν, να θεωρηθούν ότι είναι ένα υπόλοιπο που απομένει από τις υπάρχουσες κλήσεις ή τάξεις (με την έννοια είτε του όρου Klasse είτε του όρου Stand). Είναι βασικά τα σκουπίδια, ή, κατά την έκφραση του Παύλου, τα «περικαθάρματα» (Α΄ Κορ. 4,13). Στην εποχή μας μια μεσσιανική εκκλησία θα αποτελείτο από τα απορρίμματα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, που παίζουν όμως καθοριστικό ρόλο στην ιστορική του εξέλιξη, από τους αλλοδαπούς εργαζομένους χωρίς χαρτιά, από τα θύματα trafficking χωρίς διαβατήρια, από τις καραβιές προσφύγων, από τα διαπομπευμένα εξιλαστήρια θύματα ή τα ανώνυμα θύματα εμπορίου οργάνων, από όλους όσους πετιούνται ως χωρίς ορατή ταυτότητα στην εποχή του απόλυτου Πανοπτικού.
Η ίδια λογική ισχύει και για τον μεσσιανικό χρόνο. Ο Agamben διακρίνει κατ’ αρχήν ανάμεσα στον χρόνον που είναι ο χρόνος της Δημιουργίας μεταξύ της αρχής και της ανάστασης, και του ἐσχάτου που είναι το τέλος του χρόνου με το οποίο ασχολείται η Αποκαλυπτική. Ο μεσσιανικός χρόνος είναι σαν ένα λεῖμμα, ή ένα σκουπίδι χρόνου, που απομένει από την παραπάνω διάκριση, δηλαδή είναι ο «χρόνος που μας μένει» σύμφωνα με τον τίτλο του βιβλίου, όταν έχει συμβεί η ανάσταση. Ο μεσσιανικός χρόνος είναι ο «νῦν καιρός», ο «συνεσταλμένος καιρός», ο οποίος δεν ταυτίζεται κατά τον Agamben ούτε με τον χρόνο, ούτε με τα έσχατα και τον «μέλλοντα αἰῶνα». Ο μεσσιανικός καιρός είναι ένας χρόνος μέσα στον χρόνο, είναι ο χρόνος που χρειαζόμαστε για να τελειώσουμε τον χρόνο. Θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί και ως ένα είδος ἀνακεφαλαιώσεως του χρόνου, όπως, για να φέρουμε ένα παράδειγμα, όλη η ζωή περνά μπροστά από τα μάτια όσων αντιμετωπίζουν έναν έντονο κίνδυνο θανάτου.
Σύντομη κριτική επισκόπηση: Επικεντρώνοντας στον μεσσιανικό χρόνο ο Agamben προσφέρει κάποιες παύλειες διοράσεις για τον καπιταλισμό. Αφενός ο καπιταλισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία αντιστροφή του παύλειου μεσσιανικού, καθώς επικεντρώνει στην εγκόσμια σωτηριολογία της κλήσης, την οποία ο Παύλος «μηδενίζει» με το «ὡς μὴ». Αφετέρου, όμως, η ίδια η κινητικότητα του καπιταλισμού, την οποία ο Badiou επικρίνει ως αφηρημένη κυκλοφορία, δημιουργεί μια απόσταση ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνική του κλήσιν. Θα λέγαμε κάπως σχηματικά ότι σε αντίθεση με την φεουδαρχία, όπου ο ευγενής είναι απλώς ευγενής, στον καπιταλισμό ο εργάτης δεν είναι απλώς εργάτης, δεν μπορεί να συμπέσει απολύτως με τον εαυτό του, είναι και «ὡς μὴ» εργάτης. Ο Agamben διαθέτει, λοιπόν, μια διαλεκτική αιχμή στην σκέψη του: Μία αρχική αποστασιοποίηση προκαλείται από τον ίδιο τον καπιταλισμό, όπου εν συνεχεία μία κλήση που είναι το απόρριμμα των άλλων κλήσεων, όπως το προλεταριάτο κατά τον Benjamin, μπορεί να αυθυπερβαθεί στην κατεύθυνση της εξόδου από τις κλήσεις. Από την άλλη, όμως, η σκέψη του μπορεί να οδηγήσει σε έναν αναρχομηδενισμό, όπου από φόβο μήπως στην ανατροπή μιας υφιστάμενης τάξης δημιουργήσουμε μια άλλη τάξη εξουσίας, αποφεύγουμε, ασκούμε «εποχή» από το να εντοπίσουμε μία ορισμένη κλήση ως επαναστατικό υποκείμενο, και περιοριζόμαστε στο να «μηδενίζουμε» τις υφιστάμενες κλήσεις με το παύλειο «ὡς μὴ», σύμφωνα με μια χαϊντεγγεριανή θεώρηση ότι το αυθεντικό είναι απλά ένας άλλος μηδενίζων τρόπος του ίδιου αναυθεντικού περιεχομένου. Παρεμπιπτόντως, θα ήταν εδώ εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μία σύγκριση της σκέψης του Agamben με την σκέψη του Μαξίμου του Ομολογητή, όπου το μεσσιανικό σημαίνει απλώς αλλαγή τρόπου της φύσης, και όχι του λόγου, δηλαδή του λογικού περιεχομένου της, το οποίο και μένει το ίδιο. Επίσης, με τα μαξιμιανά τρισσά σχήματα χρόνος- αἰών- ἔσχατον και ἕκτη- ἕβδομη- ὄγδοη ἡμέρα που έχουν κοινά με την τρισσή διάκριση του Agamben μεταξύ χρόνου- μεσσιανικού καιρού και εσχατολογίας. Σε κάθε περίπτωση, ένα σημαντικό ερώτημα που προκύπτει από την σκέψη του Agamben είναι το τι συνιστά το «λεῖμμα» και το σκουπίδι, το «περικάθαρμα» του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού επί του οποίου θα μπορούσε και να οικοδομηθεί η μεσσιανική εκ-κλησία.
πρώτη δημοσίευση Σύναξη τ. 131 Σεπτέμβριος 2014, σ. 38-51.
το Α΄μέρος είναι εδώ
πηγή: Αντίφωνο