Καθώς οι άνθρωποι ψάχνουν σε μόνιμη βάση το Θεό σε διάφορα μέρη, ξεχνάνε μια σημαντική φιγούρα που σίγουρα κατέχει θέση στα τεκταινόμενα.
Καλώς ή κακώς, αυτή η έννοια υπάρχει, όσο και να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στα γεγονότα που αποδεικνύουν την ίδια της την ύπαρξη.
Πριν χρόνια λοιπόν, ο Κωνσταντίνος, περιμένοντας σε ένα απόμερο σταυροδρόμι τον είδε να περνάει.
Πιστός στο ραντεβού που θέλουνε οι μύθοι να εκπληρώνει μια ευχή σου και να σε επιστρέφει στην χώρα των ανθρώπων, μονο αν απαντήσεις σε μια του ερώτηση.
Και έτσι έγινε.
Καθώς τον είδε να έρχεται, ο Κωνσταντίνος του συστήθηκε και ζήτησε την ευχή που δικαιούταν.
Η ερημιά τριγύρω τους μετατράπηκε σε ένα μισοσκότεινο δωμάτιο και κείνοι βρέθηκαν καθισμένοι σε δυο πολυθρόνες αντικριστά.
Το ψύχος αρνιόταν να υποχωρήσει κοροιδεύοντας τη φωτιά απ’ το τζάκι που αντανακλούσε στα μάτια του. Δυο κόκκινες λάμψεις έσπαγαν ελάχιστα τη μόνιμη σκιά που κάλυπτε τα χαρακτηριστικά του.
Προφανώς είχε διάθεση για κουβέντα.
Μην έχοντας χρόνο για χάσιμο, σε μια διάσταση τοσο αφιλόξενη, μίλησε πρώτος ο Κωνσταντινος.
«Θέλω να μάθω ποιος είσαι.»
«Καλά θα κάνεις να μου απευθύνεσαι με μεγαλύτερο σεβασμό. Αν θέλεις να συνεχίσουμε αυτή την κουβέντα θα πρέπει να με αποκαλείς Μεγαλειότατο από δω και στο εξής.»
«Αν ήμουν υποτακτικός σου ίσως και να είχες αυτό το δικαίωμα. Είμαι πολύ καλύτερος απ’ όλους αυτούς που ελέγχεις.»
«Τι σε κάνει να είσαι τοσο σίγουρος; Είχα πολύ πιο έξυπνους και ικανούς οπαδούς από σένα. Κι εσύ νομίζεις πως είσαι κάτι το ιδιαίτερο, αφελέστατέ μου φίλε.»
Το εριστικό γέλιο του Διαβόλου είχε σαν αποτέλεσμα ο Κωνσταντίνος να πεταχτεί μπροστά φωνάζοντας.
«Όσο ικανοί και αν ήταν δε μπόρεσαν να καταλάβουν όμως ότι τους έλεγχες.
Να τη χαίρονται τέτοια ευφυΐα αν θες τη γνώμη μου.»
Καθώς ακουμπούσε την πλάτη της πολυθρόνας ένιωθε να ξαλαφρώνει και μια ένδειξη ενοχής πνίγηκε μόνη της.
Να τη χαίρονται τέτοια ευφυΐα αν θες τη γνώμη μου.»
Καθώς ακουμπούσε την πλάτη της πολυθρόνας ένιωθε να ξαλαφρώνει και μια ένδειξη ενοχής πνίγηκε μόνη της.
«Όλοι λέτε πως σκέφτεστε για τον εαυτό σας.
Κοίτα σε τι κόσμο ζείτε όμως. Τα σχολεία σας μαθαίνουν να υιοθετείτε απόψεις που συμφέρουν κυβερνήσεις.
Οι θρησκείες σας ζητάνε να πιστέψετε χωρίς να ερευνήσετε. Και το καλύτερο απ’ όλα είναι πως το δέχεστε. Πες μου λοιπόν, κατά πόσο διαφορετικός είσαι από κείνους που με υπηρετούν;»
Κοίτα σε τι κόσμο ζείτε όμως. Τα σχολεία σας μαθαίνουν να υιοθετείτε απόψεις που συμφέρουν κυβερνήσεις.
Οι θρησκείες σας ζητάνε να πιστέψετε χωρίς να ερευνήσετε. Και το καλύτερο απ’ όλα είναι πως το δέχεστε. Πες μου λοιπόν, κατά πόσο διαφορετικός είσαι από κείνους που με υπηρετούν;»
«Δεν έχω καμιά διάθεση και ούτε ήρθα εδώ να μιλήσω για το πόσο ανεγκέφαλα πράττουμε σαν είδος. Σου έκανα μια ερώτηση και περιμένω απάντηση για να φύγω.»
Η απάντηση του Κωνσταντίνου φάνηκε να ικανοποιεί το Διάβολο.
«Υπάρχει λόγος που βιάζεσαι; Έχω ένα πολύ ωραίο ουίσκι κάπου εδώ. Ήταν δώρο. Δοκίμασε να μου πεις τη γνώμη σου κι εσύ.»
Χωρίς να καταλαβαίνει πώς ήξερε την αγάπη του για το ουίσκι, τα ανθρωπινα μάτια του έπεσαν στο τραπεζάκι δίπλα.
Ένα μπουκάλι με κεφάλι τράγου σμιλευμένο επάνω, μάρκας Dalmore του προηγούμενου αιώνα, αρκετά γνωστό στους λάτρεις έκανε το σαγόνι του να ανοίξει για μερικά δευτερόλεπτα καθώς ο Διάβολος έριχνε μερικές γουλιές σε δυο ποτήρια.
Ένα μπουκάλι με κεφάλι τράγου σμιλευμένο επάνω, μάρκας Dalmore του προηγούμενου αιώνα, αρκετά γνωστό στους λάτρεις έκανε το σαγόνι του να ανοίξει για μερικά δευτερόλεπτα καθώς ο Διάβολος έριχνε μερικές γουλιές σε δυο ποτήρια.
Θα πρεπε να ήταν ηλίθιος το λιγότερο για να αρνηθεί τη δοκιμή. Η γεύση, σχεδόν απερίγραπτη. Ένιωσε το ξύλο απ’ το βαρέλι στον ουρανίσκο και το κατέβασμα του άφησε μια γλυκιά έξαψη. Ήταν όντως ότι καλύτερο είχε δοκιμάσει.
«Αυτή είναι η γεύση της ιστορίας φίλε μου. Δε νομίζω να υπάρχει καλύτερη περιγραφή.»
Είχε δίκιο. Όσο και αν έψαχνε μέσα του δεν υπήρχε κάποια που να πλησιάζει τοσο κοντά.
«Δύσκολο να βάλεις ταμπέλα σε τέτοια αισθήματα, έτσι δεν είναι;
Όπως ο πόθος.
Ειλικρινά, θα μπορούσες να εξηγήσεις τι είναι σε κάποιον που δεν τον ένιωσε πότε;»
Όπως ο πόθος.
Ειλικρινά, θα μπορούσες να εξηγήσεις τι είναι σε κάποιον που δεν τον ένιωσε πότε;»
Εικόνες από γνωστές ή άγνωστες γυναίκες περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια του Κωνσταντίνου και μάταια προσπαθούσε να βάλει το φίλτρο των λέξεων. Ο,τι και να διάλεγε ήταν απλά λίγο.
Ο Διάβολος κατάλαβε τη δυσκολία του να εκφραστεί και τον πρόλαβε.
«Και αυτό δύσκολο να φανταστώ;
Μη σε αγχώνει, είσαι απλά άνθρωπος και αν προσθέσουμε το γεγονός πως δεν ανήκεις στους οπαδούς μου τα πράγματα δεν είναι και τοσο εύκολα τελικά.
Σε καταλαβαίνω, αλήθεια.»
Μη σε αγχώνει, είσαι απλά άνθρωπος και αν προσθέσουμε το γεγονός πως δεν ανήκεις στους οπαδούς μου τα πράγματα δεν είναι και τοσο εύκολα τελικά.
Σε καταλαβαίνω, αλήθεια.»
Ο Κωνσταντίνος άνοιξε τα απορημένα μάτια του και ρώτησε.
«Θες να μου πεις πως οι ιστορίες για τις συμφωνίες που έχουν κάνει άνθρωποι μαζί σου είναι αληθινές;»
Η τελευταία δήλωση που άκουσε όμως τάραξε για τα καλά τη ροή των σκέψεών του.
Ένα μικρο σφίξιμο του λαιμού και το φευγαλέο άνοιγμα των ματιών μαρτύρησε την έκπληξη που έσκασε σαν βόμβα χημική στον πρωτόγονο, ακόμα, εγκέφαλό του.
Ο Διάβολος ένιωσε ξανά την ικανοποίηση του κυνηγού όταν το θήραμα κάνει το λάθος να κοντοζυγώσει στο δόλωμα.
«Ακριβώς. Αν όλοι μπορούσατε να ερμηνεύσετε σαν τον Paganini ή να γράψετε σαν τον Hemingway δε θα μπορούσα να προσφέρω μεγαλοφυΐες τέτοιου βεληνεκούς στον κόσμο σας. Και μεταξύ μας, ποιος δε θα ήθελε να παίζει πιάνο και τα πλήθη να ερωτεύονται την κάθε νότα;»
Το βλέμμα του για άλλη μια φορά πρόδιδε πως ήξερε περισσότερα απ’ όσα φαινόταν.
Ο Κωνσταντίνος είδε ξανά στις σκέψεις τον νεότερο εαυτό του να παρατάει ένα μουσικό όργανο γεμάτο ήχους τόσο απερίγραπτους, όσο η ομορφιά της ψυχής αυτών που το χειρίζονται.
Γιατί να μην μπορεί και κείνος να δημιουργήσει τέτοιο μεγαλείο; Να αγγίξει τις ψυχές των ανθρώπων και να αναγνωριστεί γι’ αυτό; Τώρα μπορούσε να εξηγήσει το τι συμβαίνει με αυτά τα «ταλέντα».
Άρα θα μπορούσε και εκείνος να φτάσει σε τέτοιο επίπεδο, με την κατάλληλη βοήθεια πάντα. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να το ζητήσει.
Όμως ήταν πιο έξυπνος απ' αυτό.
«Τι έκανες τις ψυχές τους;» ρώτησε νιώθοντας σαν αγρίμι έτοιμο να πέσει στην παγίδα.
Ο Διάβολος ξεσπώντας σε γέλια τον έκανε να νιώσει παιδί που το απασχολούν ανούσιες ερωτήσεις.
«Τι να κάνω τις ψυχές σας φίλε μου; Αυτά είναι φήμες των μικρόμυαλων για να ζείτε μες στον φόβο. Για να μη γίνετε παντοδύναμοι και να έχετε ο,τι θελήσετε.
Σκέψου το. Ποιος είναι αυτός που σας κρατάει πραγματικά χαμηλά;
Εγώ; Όχι. Ο Φόβος είναι. Αυτός που σας περάσανε από μωρά ακόμα για να μπορούν να ελέγχουν τις φιλοδοξίες σας. Και έτσι τις πράξεις σας.
Φαντάσου έναν κόσμο στον οποίο μπορείς να έχεις ό,τι επιθυμείς και τίποτα πραγματικά δε θα σταθεί εμπόδιο. Ο,τι θες, όπως το θες, όταν το θες.
Απάντησέ μου σε αυτό μόνο. Δεν είναι αυτή μια ζωή που αξίζει να ζεις;»
Μια ανάσα χώριζε τον Κωνσταντίνο απ’ το να ζητήσει την επιτυχία που του χρωστούσαν.
Κι όμως κάπου κόλλησε. Κάτι μέσα του βαθιά δεν τον άφησε να προχωρήσει.
Και δεν ήταν ο φόβος.
Μόνο μια σκέψη πως δε θα μπορούσε να εκτιμήσει πραγματικά τη δύναμη που θα αποκτούσε, αν την έπαιρνε με αυτόν τον τρόπο.
Όπως ένα παιδί που παίζει με περίστροφα και σφαίρες, ήταν θέμα χρόνου και μόνο να επέλθει ανεπανόρθωτη ζημιά.
Οι λέξεις που ακολούθησαν ξύπνησαν για λίγο εκείνη την έμπνευση που κυνηγούσε χρόνια τώρα. Λόγια που έβγαιναν από μέσα του.
Όχι από αντίδραση. Αλλά από κατανόηση του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Και μάλιστα γεμάτος πάθη.
«Μια τέτοια ζωή θα ήταν ευτυχισμένη μόνο αν μπορούσες να καθαρίσεις πρώτα την ψυχή σου. Έτσι δεν είναι Μεγαλειότατε;»
Το απότομο τίναγμα του Άρχοντα του Σκότους τον τρόμαξε. Με απίστευτη ταχύτητα τα δυο πρόσωπα ήρθαν σε απόσταση αναπνοής και εκείνος του ψιθύρισε.
«Τολμάς να με ειρωνεύεσαι;»
Τα δάχτυλα του Κωνσταντίνου άφησαν την πολυθρόνα μετά από δευτερόλεπτα που έμοιαζαν χρόνια. Όμως αυτό που πραγματικά τον σόκαρε ήταν το πρόσωπο του Διαβόλου που μόνο τώρα μπορούσε να δει καθαρά.
Ήταν το δικό του πρόσωπο. Ακριβώς λες και κοιτούσε στον καθρέφτη.
Οι παλμοί του ακούγονταν σαν ποδοβολητό, ακόμα και όταν ο Διάβολος του γύρισε την πλάτη και άρχισε να μιλά και πάλι.
«Ήρθε η ώρα να φύγω. Πες μου λοιπόν που κατοικώ αλλιώς θα μείνεις για πάντα εδώ.»
Πέρασαν αιώνες πριν νιώσει τον ιδρώτα στο μέτωπό του. Το σοκ δεν έλεγε να φύγει και ο ίδιος δεν άφηνε την εικόνα του προσώπου του στο σώμα του Διαβόλου να φύγει για να μπορέσει να σκεφτεί.
Το βλέμμα καρφωμένο στο ποτήρι και στην τελευταία γουλιά που απέμεινε.
Και ξαφνικά η ένταση στα μάτια του έφυγε. Λες και το διαισθάνθηκε ο οικοδεσπότης γύρισε προς το μέρος του αργά.
«Κατοικείς μέσα μου. Και όσο περισσότερο σκέφτομαι αυτά που είπες σήμερα, όσο θυμάμαι τις απαντήσεις που έδινα, τόσο πιο ξεκάθαρο μου είναι.
Έδειξα την αλαζονεία μου, την οργή μου, την οκνηρία, τη λαιμαργία και τη λαγνεία μου, τη ζήλια και την απληστία μου. Η κατοικία σου είναι μέσα μας γιατί όλοι κουβαλάμε ένα κομμάτι σου.
Και ίσως να είμαστε πλήρεις μόνο όταν το καταλάβουμε και αποφασίσουμε να κυριαρχήσουμε πάνω του.
Δεν ξέρω αν μπορούμε να τα εξαλείψουμε και μάλλον όχι. Η ουσία είναι να τα αναγνωρίσουμε πιστεύω. Αυτή είναι η απάντησή μου.»
Χωρίς να αναρωτιέται αν κέρδισε ή όχι, είδε τον Διάβολο να γυρνάει εντελώς και να εξαφανίζεται σιγά σιγά. Πριν χαθεί τον άκουσε να λέει.
«Είσαι σε καλό δρόμο για να βρεις τον Θεό που τόσο πολύ ψάχνεις. Εις το επανιδείν φίλε μου.»
Ο Κωνσταντίνος κοίταξε γύρω του καθώς το γνωστό σταυροδρόμι άρχισε να σχηματίζεται. Σαν να μην είχε περάσει λεπτό έπιασε τον εαυτό του να αναρωτιέται μήπως και όλα αυτά ήταν όνειρο.
Και σαν απάντηση στην ερώτησή του, είδε το ποτήρι με την τελευταία γουλιά απ’ το παλιό ουίσκι.
Το έφερε στα χείλη του και πριν πιει, κοιτάζοντας τον συννεφιασμένο ουρανό μια φράση βγήκε απ’ το στόμα του.
«Εις το επανιδείν Μεγαλειότατε».
Φωτογραφία/Σκίτσο: Shane L. Johnson
mindthetrap