Κάποιος είπε ότι σήμερα οι Έλληνες είναι ένας λαός μεταπρατών. Ίσως να τον ενόχλησε η ναυτιλία μας, δυσανάλογα μεγάλη για τη χώρα τούτη δω, τη μικρή και ασήμαντη. Ε, λοιπόν, πάντα ήτανε ένας λαός μεταπρατών οι Έλληνες.
Η γη, σκουπιδαριό του Θεού που πέταξε όσα βράχια του περισσεύανε, άμα κι έφτιασε την Ευρώπη, φτωχιά, ντούρα και περήφανη, δεν έδινε απλόχερα τον καρπό της για να θρέψει τον κόσμο της.
Η ελιά φύτρωνε πάνω στις απότομες πλαγιές για να καλύψει το έλλειμμα από τα αραιά κοπάδια με λίπος φυτικό.
Ίσως νατανε και το κλίμα που την ανάγκασε να φυτρώνει σε τούτες τις Μεσογειακές άκρες.
Μπόλικο το σταφύλι, λιγοστό το σιτάρι.
Όμως κανένας Έλληνας δεν σκοτίστηκε για την φτώχεια της γης του.
Τη γλέντησε τούτη τη φτώχεια.
Στη μεγάλη, τη δυνατή Αθηναϊκή Δημοκρατία, τότε τον χρυσό καιρό της, οι “ελεύθεροι πολίτες” περνάγανε κοτσάνι με φακή, κρασάκι και κριθαρένιο ψωμί.
Αραιή και γιορταστική ήτανε η καλοφαγία.
Το μόνο που δούλευε άφθονα και πληθωρικά ήτανε “ο νους”, η σκέψη, το πνεύμα.
Και το αντριλίκι, που αντιμετώπιζε νικηφόρα ορδές από Ασιάτες επιδρομείς, σε δυσανάλογους αλλά νικηφόρους αγώνες.
Αντίθετα με τη Ρώμη, την Ελλάδα δεν την έφαγε ο πλούτος. Την έφαγε το μυαλό της.
Που δημιούργησε διαμάχες ανάμεσα στους Έλληνες και τους έβαλε να μαλώνουνε μεταξύ τους.
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος ήτανε η αρχή του τέλους της.
Οι τέσσερις σταθμοί της καταστροφής της Ελλάδας:
Πόλεμος Αθήνας – Σπάρτης,
Πρόωρος θάνατος του Αλέξανδρου,
Βυζαντινή παπαδοκρατία,
Μικρασιατική καταστροφή.
Ένα από τα τέσσερα ήτανε ικανό να την βουλιάξει.
Ήρθανε και τα τέσσερα ακριβώς τη στιγμή που σηκώναμε κεφάλι.
“Καλημέρα μεγάλοι και εντιμότατοι ημών σύμμαχοι και προστάτες”, αλλά φταίμε κι εμείς. Έχουμε, βλέπεις, πολύ ανεπτυγμένη την ανεξαρτησία, την πρωτοβουλία και το πνεύμα της αρχομανίας. Και δεν πρόκειται να διορθωθούμε ποτέ. Αυτό είναι το δράμα μας.
***
***
Ν. Τσιφόρος -Ελληνική Μυθολογία