Αν ήρθες να μιλήσουμε πολιτισμένα, φόρα ξανά το μπουφάν σου και δρόμο!
Δεν γουστάρω τον πολιτισμό ανάμεσά μας. Θέλω να θυμώνεις απόλυτα μαζί μου, όπως κι εγώ, να σε βλέπω εξοργισμένο, να εκτοξεύονται τα λόγια σου σαν χαστούκια στο πρόσωπο και να αδειάζεις την καρδιά σου από όλα εκείνα τα σοβαρά κι ανόητα που σε πικραίνουν.
Δεν θέλω να έρχεσαι κοντά μου με προτάσεις διαπραγμάτευσης, αλλά με αιτήματα που χτυπάνε τη γροθιά τους στο τραπέζι. Έλα να ανοίξουμε τα χαρτιά μας σαν δυο κακοί κι αποτυχημένοι διπλωμάτες, να παίξουμε “πέτρα, ψαλίδι, χαρτί” ακόμα κι αν έρθουμε ισοπαλία.
Θέλω να θυμάσαι κάθε στιγμή που σου χάλασα το χατήρι και να μου ζητάς το λόγο. Να σου απαντάω απολογητικά και δακρυσμένα ή παρεξηγημένα κι έξαλλα. Να νιώθω όσο φωνάζουμε ο ένας στον άλλο, ότι ποτέ δεν σε μίσησα όσο σ’ αγαπάω τώρα. Να περνάει μέσα από το πετσί μου και να τερματίζει στην ψυχή η απόγνωση, γιατί ποτέ δεν θα καταλάβουμε ο ένας τον άλλο απόλυτα. Γι’ αυτό και εξακολουθώ να βάζω το χέρι μου στην τσέπη σου όταν κρυώνω. Γι’ αυτό και δεν κοιμάσαι εύκολα, αν δεν ξαπλώσουμε μαζί. Γιατί μετά, δεν υπάρχει τίποτα να απειλεί την ακεραιότητά μας, καμιά ρωγμή και κανένα γυαλί ραγισμένο να χαράξει αιμοβόρα ερωτηματικά πάνω από τα κεφάλια μας.
Όταν αγκαλιαζόμαστε συμφιλιωμένοι σχηματίζοντας ανάμεσά μας μια τόση δα χαραμάδα, δεν θέλω ποτέ να χωρέσει σε αυτήν ούτε μια λέξη που δεν τολμήσαμε να πούμε. Δεν θέλω να βρούνε κρυψώνα εκεί ούτε μυστικά που κρατάμε, ούτε παράπονα που δεν εξομολογηθήκαμε. Είναι ανάγκη να τα καταθέτουμε ο ένας στα χέρια του άλλου σαν σωσίβιο, προτού το κύμα γίνει δίνη και μας παρασύρει στην άβυσσο. Και μη λες ότι μεγαλώσαμε και δεν είμαστε πια παιδιά για να μαλώνουμε έτσι. Γιατί θα σου φωνάξω “Δεν σε παίζω!” και θα ρίξω πίσω τις κοτσίδες μου, μέχρι να με κυνηγήσεις τσατισμένος. Μέχρι να με πιάσεις και να με φιλήσεις, αντί να μου τις βρέξεις.
Δεν θέλω ήσυχα και ρηχά λιμάνια, ούτε ατάραχες λίμνες και βαλτωμένα νερά. Αργά ή γρήγορα, τα χρόνια μας ξερνάνε σε στεριές και τίποτα δεν γίνεται πιο στάσιμο από αυτές. Ας είναι η δική μας θάλασσα ανισόρροπη. Να ξυπνάμε αγκαλιά και να είναι όλα γαλάζια κι ήρεμα. Κι άλλες φορές να ξυπνάμε από τη στραβή πλευρά και να ‘ναι φουρτουνιασμένα και μαύρα τα νερά της. Με κούρασαν τα ημίμετρα και οι κρυφοί φόβοι. Μα αν μου αφηγείσαι ιστορίες που σε βασανίζουν, θα φροντίζω να είναι ευτυχισμένο το τέλος και τα βράδια θα μπορούμε να κοιμόμαστε με σβηστό το φως, δίχως να μας τρομάζουν οι σκιές. Γιατί καμιά σκιά δεν επιτρέπω στους δυο μας, παρά μόνο την προβολή της αγκαλιάς μας στον τοίχο.
Κι αν η αγάπη σου είναι ήρεμη, τότε δεν την θέλω. Αν είναι νηφάλια και δεν τρεκλίζει μεθυσμένη από τους πληθυντικούς μας, δεν τη γουστάρω. Αν θέλεις μέσα της να χωρέσεις τη λογική του κόσμου και την ασφάλειά σου, με εκτελείς εν ψυχρώ. Θέλω να με ερωτεύεσαι κάθε μέρα από την αρχή κι ως το βράδυ να έχει γίνει αγάπη. Να φοβάμαι μην σε χάσω σαν να σε ερωτεύθηκα μόλις απόψε κι ως το πρωί να σε αγαπώ.
Αν ήθελες ένα καναπέ να αράξεις την ανασφάλειά σου, μην κάθεσαι. Μη μου μιλάς για συμβιβασμούς και αγάπες ήρεμες σαν εικονίσματα αγίων. Να την πάρεις πίσω την μικρή κι αγγελική αγάπη σου και να φύγεις. Κι άφησέ με εδώ, να ουρλιάζω και να κονταροχτυπιέμαι με τους δαίμονές μου μέχρι να σε ξεχάσω. Αλλά μην με αφήσεις ποτέ να ξεχάσω. Γιατί όταν το πετύχω, δεν θα σε επαναφέρουν ούτε οι καλύτερες θεραπείες, ούτε κι οι πιο σοφοί γιατροί όλου του κόσμου. Ούτε τα φιλιά των παραμυθιών, ούτε τα τραγούδια που ακούγαμε μαζί θα σε αναστήσουν.
Θέλω να θες τα απόλυτα και να καταρρίπτεις μαζί μου όλα τα αυτονόητα και τα τετριμμένα. Να ξαφνιάζεσαι καθημερινά που σ’ αγαπώ κι ας μην σε άφησα ποτέ να αμφισβητήσεις την αγάπη μου. Να έχεις ανάγκη τον έρωτά μου για να αναπνεύσεις, όπως κι εγώ δεν θα μπορούσα να πάρω δεύτερη ανάσα αν μου στερούσες ποτέ το δικό σου. Μπορεί να καταρρέουν όλα γύρω μας, όμως, όσο κρατάμε ο ένας το χέρι του άλλου, μπορούμε να σταθούμε ακόμα και πάνω σε ένα κόκκο άμμου.
Και ρίξε άφοβα την άγκυρά σου, όπως θα κάνω κι εγώ με τη δική μου, αλλά το λιμάνι μας απάνεμο δεν θα είναι ποτέ.
Τίνα Παπαβασιλείου.