Ήτανε νύχτα και ήτανε μόνος.
Και κοιτούσε μακριά στο βάθος τα κάστρα μιανής στρογγυλής πολιτείας που πήγαινε ν’ ανταμώσει.
Και σαν ζύγωσε, άκουσε στην πολιτεία αυτήν τις πατημασιές της χαράς και το γέλιο απ’ το στόμα της ίδιας της ευχαρίστησης, ως και το δυνατό κλάψιμο από σουραύλια πολλά. Και χτύπησε στην πύλη να του ανοίξουν και οι φύλακες τον άφησαν και πέρασε.
Εκεί του τράβηξε την προσοχή ένα σπίτι από μάρμαρο, που είχε στη φάτσα μαρμαρένιες κολόνες και που κρεμόντουσαν από δαύτες ροζέτες φτιαγμένες από λουλούδια κι αναμμένες λαμπάδες από ξύλο κέδρου. Στο σπίτι αυτό μπήκε μέσα.
Και σαν προχώρησε απ’ τις αχάτινες και ιάσπινες αίθουσες του, βρέθηκε σ’ ένα μεγάλο γιορταστερό θάλαμο κ’ είδε πάνω σ’ ένα φουρφουρένιο κρεβάτι να κείτεται με τα μαλλιά στεφανωμένα με κόκκινα τριαντάφυλλα και τα χείλια βαμμένα κόκκινα απ’ το κρασί ένας νέος.
Προχώρησε πίσω του, άγγιξε τον ώμο του και του είπε: «Ποια αιτία σ’ αναγκάζει να ζεις έτσι;»
Κι ο νέος γύρισε, τον αναγνώρισε κι απάντησε: «' Ημουνα λεπρός και Συ μ’ έγιανες—πώς αλλιώτικα πρέπει να ζήσω;»
Άφησε το σπίτι και βήκε πάλι στο δρόμο. Και σε λίγο είδε μια με πρόσωπο και μαλλιά βαμμένα και που τα πόδια της ήταν στολισμένα με χάντρες και πίσω ερχόταν σιγά ένας νέος. Περπατούσε αλαφριά σαν κυνηγός και το ρούχο του ήταν δίχρωμο. Το πρόσωπο της γυναίκας ήτανε σαν κανένα αγαπητό είδωλο μιανής θεότητας και τα μάτια του νέου λάμπανε από πόθο.
Τους ακολούθησε γρήγορα, άγγιξε το χέρι του νέου και του είπε: «Γιατί κοιτάς αυτήν τη γυναίκα, και μάλιστα με τέτοιες ματιές;»
Κι ο νέος γύρισε, Τον αναγνώρισε κι απάντησε: «Ήμουνα στραβός και Συ μου ’δωσες μάτια. Τι άλλο πρέπει να βλέπω;»
Κ’ έτρεξε μπρος, άγγιξε το πλουμισμένο φόρεμα της γυναίκας και της είπε: «Δεν είν’ άλλος δρόμος πιο σίγουρος απ’ το δρόμο της αμαρτίας;»
Κ’ η γυναίκα γύρισε, Τον αναγνώρισε κι απάντησε:
«Μα Συ μου εσυγχώρησες τις αμαρτίες κι ο δρόμος είναι γιομάτος χαρά».
Ύστερα βγήκε απ’ την πολιτεία.
Και σαν βρέθηκε μπρος στην πόλη, είδε ένα νέο που καθόταν στην άκρια του δρόμου κ’ έκλαιγε.
Και σαν τον ζύγωσε, άγγιξε τις μακριές μπούκλες των μαλλιών του και του είπε:
«Γιατί κλαις;»
Και ο νέος σήκωσε τα μάτια του, Τον αναγνώρισε κι απάντησε:
«Είχα πεθάνει και Συ με ξύπνησες απ’ το θάνατο. Τι άλλο θες να κάνω απ’ το να κλαίω;»
~~~~~~~~
Aπό το βιβλίο του Oscar Wilde "Το φάντασμα του Κάντερβιλ, η σφίγγα δίχως το αίνιγμα και άλλα διηγήματα".