Ο ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ μέγας ιστορικός και φιλόσοφος της αρχαίας Ελλάδας, έγραφε:
«Με ρωτάτε, γιατί ο Πυθαγόρας απόφευγε να τρώει σάρκες ζώων, και γω σας ρωτώ με τη σειρά μου: Πόσο θάρρος χρειάστηκε ο άνθρωπος, που έβαλε πρώτος στο στόμα του ένα κομμάτι ματωμένης σάρκας κι έσπασε με τα δόντια του τα κόκαλα ενός σκοτωμένου ζώου, που σερβίρισε στο τραπέζι του κορμιά νεκρά, ΜΕΛΗ ΠΟΥ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ, ΒΕΛΑΖΑΝ, ΜΟΥΓΚΡΙΖΑΝ, ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΑΝ, ΕΒΛΕΠΑΝ. Πώς μπόρεσε το χέρι του να τρυπήσει με ένα σίδερο την καρδιά ενός ζωντανού πλάσματος;
Πώς τα μάτια του μπόρεσαν ν’ αντέξουν στο θέαμα ενός φονικού; Πώς μπόρεσε να σφάζει, να γδέρνει, να διαμελίζει ένα δυστυχισμένο ανυπεράσπιστο ζώο; Πώς η μυρωδιά του αίματος δεν τον αηδίασε; Πώς δεν κυριεύτηκε από φρίκη όταν βάλθηκε να καθαρίζει το πηγμένο αίμα που σκέπαζε αυτές τις βρώμικες σάρκες;»
Γι’ αυτούς που πρωτάρχισαν αυτά τα σκληρά γεύματα, πρέπει ν’ απορήσουμε και όχι γι’ αυτούς που τα αποκηρύχνουν. ΚΟΙΤΑΞΤΕ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ, ΠΟΥ ΣΑΣ ΤΡΙΓΥΡΙΖΕΙ! Πόσους καρπούς σας δίνει η Γη, τί πλούτη σας προσφέρουν τα χωράφια και τα αμπέλια, πόσα ζώα σας διαθέτουν το γάλα τους για να τραφείτε και το μαλλί τους , για να ντυθείτε.
Τί περισσότερο τους ζητάτε; ΠΟΙΑ ΜΑΝΙΑ ΣΑΣ ΣΠΡΩΧΝΕΙ ΝΑ ΣΚΟΤΩΝΕΤΕ; Γιατί βρίσκετε πως τα χαρίσματά τους δεν επαρκούν για τη συντήρηση ενός ανθρώπου; Πώς το βαστάει η καρδιά σας, να σμίγετε στο τραπέζι σας κόκαλα με τους γλυκούς καρπούς των δέντρων, μαζί με το γάλα να τρώτε και το αίμα των ζώων που σας το δίνουν;
ΟΙ ΠΑΝΘΗΡΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ, τα άγρια θηρία, όπως τα λέτε, ακολουθούν από ανάγκη το ένστικτό τους και σκοτώνουν τ’ άλλα ζώα για να ζήσουν. ΕΣΕΙΣ ΟΜΩΣ, ΕΚΑΤΟ ΦΟΡΕΣ ΠΙΟ ΑΓΡΙΟΙ απ΄ αυτά, πολεμάτε χωρίς καμιά ανάγκη το ένστικτο, για να παραδοθείτε στις απάνθρωπες απολαύσεις σας.
ΤΑ ΖΩΑ ΠΟΥ ΤΡΩΤΕ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΕΙΝΑ ΠΟΥ ΤΡΩΝΕ Τ’ ΑΛΛΑ. Αυτά τα σαρκοβόρα ζώα, δεν τα τρώτε, ΤΑ ΜΙΜΕΙΣΤΕ. Εσείς ορέγεστε τα αθώα, ήμερα ζώα που δεν κάνουν κακό σε κανέναν, που αφοσιώνονται σε σας, που σας εξυπηρετούν και που εσείς για να πληρώσετε τις υπηρεσίες τους, τα τρώτε.
Ώ ΑΦΥΣΙΚΕ ΔΟΛΟΦΟΝΕ, αν επιμένεις να υποστηρίζεις πως η φύση σε έπλασε να τρως τους ομοίους σου, πλάσματα με σάρκα και οστά, ευαίσθητα και ζωντανά σαν και εσένα, πνίξε λοιπόν τη φρίκη που σου εμπνέει για αυτά τα τρομερά γεύματα. ΣΚΟΤΩΝΕ ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ ΑΥΤΑ ΤΑ ΖΩΑ. Πνίγε τα με τα χέρια σου. Ξέσκιζέ τα χωρίς μαχαίρια, με τα νύχια σου, όπως τα λιοντάρια και οι αρκούδες. Δάγκωνε και κομμάτιαζε το βόδι. Μπήγε τα νύχια σου στο πετσί του. Φάε τούτο το αρνάκι ζωντανό. Καταβρόχθισε ζεστές τις σάρκες του. Ρούφηξε τη ψυχή μαζί με το αίμα του. ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΖΕΙΣ!! Δεν τολμάς να φανταστείς να πάλλεται κάτω απ’ τα δόντια σου μια σάρκα ζωντανή.
ΑΝΘΡΩΠΕ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΚΕ!! Πρώτα σκοτώνεις το ζώο και ύστερα το τρως σαν να θέλεις να το κάνεις να πεθαίνει δύο φορές. Μα και αυτό δεν είναι αρκετό. Η νεκρή σάρκα σου φέρνει ακόμα αποστροφή. Τα σπλάχνα σου δεν την ανέχονται. Πρέπει να την μετατρέψεις με τη φωτιά, να τη βράσεις, να τη ψήσεις, να τη νοστιμίσεις με σάλτσες, που της αλλάζουν μορφή. Σου χρειάζονται αλλαντοποιεία, μάγειροι, ψησταριές, πλήθος άνθρωποι για να σβήσουν τη φρίκη του φονικού και να σου μασκαρέψουν τα νεκρά κορμιά. Έτσι, που το αίσθημα της γεύσης, ξεχασμένο απ’ αυτό το μασκάρεμα, να μην αποδιώξει αυτήν τη ξένη τροφή και να γευτεί με απόλαυση τα πτώματα, που και το ίδιο το μάτι δεν θα μπορούσε να ανεχτεί την αποκρουστική του όψη.»
Σαν να μην πέρασε μια μέρα, μια στιγμή από την στιγμή που ο Θεόφραστος κι ο Πλούταρχος έγραψαν αυτά τα λόγια. Σειρά σου σήμερα, να ΣΚΕΦΤΕΙΣ καλά, ΠΡΙΝ πας να αγοράσεις και να βάλεις στο σώμα σου και στο σώμα των παιδιών σου νεκρό κρέας. Σκέψου πως σκοτώνεις –ναι είσαι συνυπεύθυνος- ένα ζωντανό πλάσμα [2] που σκέφτεται, νοιώθει, ακούει, βλέπει και Γνωρίζει από πριν πως θα το φας.
Στοχάσου [αν μπορείς] και Δράσε Αναλόγως.