Ύστερα από πολλά χρόνια γάμου, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι κερδίζει το μετάλλιο της παραδειγματικής συζυγικής ζωής. Όμως ο άντρας αρνείται να το παραλάβει ξεκινώντας έτσι έναν πολύ ενδιαφέροντα διάλογο πάνω στη σχέση του ζευγαριού. Γιατί τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται. Η συνέχεια σ αυτό το μικρό διήγημα ενός σπουδαίου ποιητή και λογοτέχνη, που έφυγε πριν ένα χρόνο από τη ζωή, του Ταντέους Ρούζεβιτς*
Μια μέρα, κάποιος χτύπησε το σπίτι του γέρο—Κοβάλσκυ. Τα κτυπήματα ήταν δυνατά κι είχαν ένα επίσημο τόνο. Η γριά κιτρίνισε μα δεν κινήθηκε καθόλου. Ό άντρας της είχε πάει να κάνει μια βόλτα. Φοβότανε μήπως βρεθεί απέναντι σε κανένα ληστή ή σε τίποτα κλέφτες. "Όταν όμως άκουσε τη γνωστή φωνή του υπαλλήλου της δημαρχίας αποφάσισε να ανοίξει. Φορούσε μια στολή με αργυρά κουμπιά και στο κεφάλι του είχε ένα κασκέτο. Πρόσεξε το φόβο της γυναίκας, χαμογέλασε και είπε με ένα πολύ επίσημο τόνο στη φωνή του.
—Σάς προσκαλούν στο δημαρχείο αύριο στις δέκα ή ώρα το πρωί : θα σάς απονείμουν το μετάλλιο, για την επέτειο πενήντα ετών παραδειγματικής συζυγικής ζωής. Να ή πρόσκλησις.
υστέρα πρόσθεσε μ’ ένα πιο εγκάρδιο τόνο :
—Επιτρέψτε μου να σάς εκφράσω τα προσωπικά μου συγχαρητήρια.
Έκανε ένα στρατιωτικό χαιρετισμό και έφυγε.
Όταν ό άντρας της γύρισε απ’ τον περίπατο, ή γριά του έτεινε το μάγουλό της και του είπε χαμογελώντας.
—’Έλαβα μια πρόσκληση από το δημαρχείο. Κερδίσαμε το μετάλλιο της παραδειγματικής συζυγικής ζωής. Μάς καλούν αύριο το πρωί.
Δεν πηγαίνω, μουρμούρισε ο γέρος σηκώνοντας τούς ώμους.
—Τί σε πιάνει κάθε τόσο ;
—'Η ατομική μου ζωή, παραδειγματική ή όχι, δεν άφορα κανέναν. Δεν έχω τη συνήθεια να προσφέρομαι για θέαμα. "Ας μην υπολογίζουν σε μένα.
— Μα φίλε μου μπορεί και να θυμώσουν. Γιατί να διστάζουμε να παρουσιαστούμε μπροστά τους. Θα φορέσω τη μπλε ρόμπα μου με το άσπρο γιακαδάκι. Eδώ και πέντε χρόνια δε μου δόθηκε ευκαιρία να το φορέσω.
— Μια και το θέλεις, δεν έχεις παρά να πας μόνη σου.
— Μόνη μου ; Πώς το σκέφτηκες αυτό ; Θα πάω μόνη μου να ζητήσω ένα μετάλλιο πού απονέμεται στην κοινή μας ζωή ;
— Όλα αυτά είναι ανοησίες. Διερωτώμαι σε τί θα χρησιμεύσει στις γέρικές σου ημέρες αυτό το μετάλλιο !
— Σε παρακαλώ... θα μάς έκανε καλό να βγαίναμε λίγο έξω, αυτό θα μάς άλλαζε τις ιδέες.
— Είναι να μη βάλεις κάτι στο κεφάλι σου. Και τί ώρα γίνεται αυτή ή γιορτή ;
— Στις δέκα.
— Κι όμως ξέρεις πώς στις δέκα ή ώρα κάνω τον περίπατό μου.
— Μα πρέπει να πάμε. Θα ξυριστείς, θα φορέσεις καθαρό πουκάμισο, θα γυαλίσεις τα παπούτσια σου. Εγώ θα φορέσω τη ναυτική μου ρόμπα και ίσως τα γάντια μου. Τί σκέφτεσαι ;
Ο γέρος είχε αρχίσει να καθαρίζει την πίπα του και δεν έλεγε τίποτα. Αφού ύστερα, τη φύσηξε, βγήκε από τη σιωπή του.
— Αφού σ’ αρέσει πήγαινε συ. Αλλά χωρίς εμένα. Τί θέλεις να το κάνω αυτό το μετάλλιο ; Να το φοράω στον τάφο ; Ή προσωπική μου ζωή δεν άφορα παρά μόνο εμένα. Δε θέλω να γίνομαι γελοίος. Τούς γνωρίζω καλά. Την ώρα πού σου κολλούν το μετάλλιο στο στήθος, από πίσω σου βγάζουν τη γλώσσα.
— Μη ζητάς προσχήματα. Θα πάμε μαζί αύριο το πρωί, χωρίς να βιαστούμε, όπως πηγαίνουμε περίπατο... Και ύστερα θα επιστρέψουμε... Περνάνε ημέρες ολόκληρες χωρίς να μιλήσουμε σ’ άνθρωπο.
— Μπορείς να μιλάς σε μένα. Δεν έχω ανάγκη από ξένους. "Αν όμως θέλεις, πήγαινε μόνη σου.
—Μην επιμένεις. Σ’ αφήνω να σκεφτείς μέχρι αύριο. Θα αλλάξεις οπωσδήποτε γνώμη Θα βγούμε μαζί και θα περπατήσουμε σιγά-σιγά, υστέρα θα κάτσουμε λίγο να αναπαυτούμε σ’ ένα πάγκο παρατηρώντας τούς ανθρώπους πού θα πηγαίνουν να παρευρεθούν στη γιορτή. Είσαι πολύ ατίθασος χαρακτήρας, θα σου κάνει καλό να ψυχαγωγείσαι λίγο. ’Ώ, μη μου κάνεις μούτρα, μη θυμώνεις... "Άλλωστε, ύστερα απ’ τη γιορτή θύμωσε αν σου κάνει αυτό ευχαρίστηση.
Η γριά έβγαλε από τον κομμό ένα αντρικό πουκάμισο, έραψε ένα κουμπί και ύστερα ξεκρέμασε τη ναυτική της ρόμπα για να τη βουρτσίσει.
— Στο βάθος, συνέχισε, δεν άλλαξες. Δεν θέλησες ποτέ να με βγάλεις έξω. Ό περίπατος, το καφενείο, το θέατρο, ήταν για τούς άλλους. Είσαι ό ίδιος πενήντα τώρα χρόνια. Δε θέλω να σε μουρμουρίζω, αλλά πρέπει να το αναγνωρίσεις. Μια μόνο φορά με πήγες στο καφενείο — ένα χρόνο μετά το γάμο μας— και δεν σταμάτησες να γκρινιάζεις γιατί δεν μάς σέρβιραν φρέσκες πάστες. Λες και ήταν δικό μου λάθος. Οι άλλοι άντρες πάνε τις γυναίκες τους στο θέατρο, τις πάνε περίπατο, εσύ όμως πάντα βγαίνεις μόνος σου. Φοράς το ανοικτό σου κοστούμι, παίρνεις το μπαστούνι σου και δρόμο. Ενώ για μένα υπάρχει μόνο το νοικοκυριό, το φαΐ και ή μπουγάδα.
Ό γέρος διάβαζε μια εφημερίδα και έκανε τον κουφό.
— Όλο αυτό τον καιρό, συνέχισε ή γριά, οι φίλες μου με ζήλευαν. «Να ένα ευτυχισμένο σπίτι» έλεγαν. Και εγώ έσφιγγα τα δόντια και έκλαιγα κρυφά. Όταν γύριζες από τούς περίπατούς σου, ζήταγες επιτακτικά να σου φέρω να φας, γκρίνιαζες λίγο ακόμα και ύστερα πήγαινες να κοιμηθείς. Οι τοκογλύφοι πού σου δάνειζαν χρήματα ορκίζονταν στο όνομα σου. «Τί καταπληκτικός άνθρωπος ό σύζυγός σας, ένας αληθινός θησαυρός» έλεγαν κουνώντας τί κεφάλι. Και το χρήμα πετούσε. Ξόδευες με τα δυο χέρια... Την ώρα πού ή γυναίκα σου έπλενε στο σπίτι, εσύ έκοβες βόλτες με το μπαστουνάκι σου σφυρίζοντας και κλείνοντας το μάτι στα ωραία κορίτσια. Το καταλαβαίνεις πώς όλο και κάποιος θα βρισκόταν να με πληροφορήσει για τις μπερμπαντιές σου, μα εγώ τα φύλαγα όλα μέσα μου και έκλαιγα κρυφά.
— Τί μύγα σε τσίμπησε σήμερα ; φώναξε ό γέρος, αφήνοντας να του πέσει ή εφημερίδα. Δεν σταματάς τη μουρμούρα ; ’Αδύνατο να μ’ αφήσεις να διαβάσω ήσυχος. Με κατηγορείς τώρα ότι ζητούσα άλλου συντροφιές. Τί ήθελες να κάνω; Να μένω συνεχώς πλάι σου για να ακούω τον εξάψαλμο ; Ποτέ δε μπόρεσες να συζητήσεις μαζί μου. Κινδύνευα πλάι σου να αποκτηνωθώ. Όταν ήμουνα νέος, ήμουνα γιομάτος φλόγα, ό κόσμος ήταν δικός μου. Και να τί μ’ έκανες. 'Ένα γέρικο βόδι. Τίποτα δε σ’ ενδιέφερε: μόνο να τρως και να κοιμάσαι σα ζώο. Όσο για το χρήμα πού ξόδευα ήταν ή δεν ήταν δικό μου; Τί μου έδωσες για προίκα ; Δεν είχες παρά μόνο την πουκαμίσα σου όταν σε παντρεύτηκα. Μουχατε μιλήσει για ένα ακίνητο, αλλά εγώ νέος και άπειρος, δεν είχα αντιληφτεί ότι υπάρχουν έξη κληρονόμοι πίσω του κι’ ότι στην πραγματικότητα το ακίνητο ήταν μια παράγκα. Πάει πολύ να με κατηγορείς γιατί από καιρό σε καιρό έπινα Κανά ουζάκι με τούς φίλους μου. Ήθελες να μένω όλη την ημέρα σπίτι σου για να σε βλέπω να χωνεύεις ; Ούτε μια φορά δε σ’ άκουσα πενήντα χρόνια τώρα να πεις μια έξυπνη κουβέντα. Συνεχώς μου χάιδευες τ’ αυτιά με ανοησίες.
— Δεν φοβάσαι λοιπόν το Θεό, είπε ή γριά κλαίγοντας, για να μιλάς έτσι. Και να σκέπτομαι πώς για χάρη σου πέρασα μια ολόκληρη ζωή πλάι στις κατσαρόλες μου. Γιατί δεν κουραζόσουνα ποτέ να τρως. Πραγματικό γουρούνι. Πέρναγα την ημέρα μου φτιάχνοντάς σου μπιφτεκάκια, κι’ εσύ τα κατάπινες όλα, χωρίς να πεις ούτε μια λέξι, ούτε καν ευχαριστώ. Ό κύριος παραπονείται γιατί δεν είχα μαζί του συζητήσεις ανωτέρας ποιότητος. Μα μήπως και εσύ είπες ποτέ σου τίποτα έξυπνο ; Πολλές φορές τη νύκτα, θέλησα να σε ρωτήσω να μου εξηγήσεις κάτι... ήμουν νέα... όλων των ειδών οι σκέψεις περνούσαν από το κεφάλι μου. Κοιτούσα τ’ αστέρια και είχα επιθυμία να κλάψω χωρίς να ξέρω γιατί. "Ήθελα να ξέρω τί γίνεται στο υπερπέραν και πολλά πράγματα ακόμα. Με λίγα λόγια, ήθελα να μιλήσω σε κάποιον, αλλά εσύ, μόλις σου απεύθυνα το λόγο, με απόπαιρνες. «"Άσε με ήσυχο, είναι ώρα για ύπνο». Αυτό ήταν ότι ήξερες να λες. Ποτέ ένας ανθρώπινος λόγος. "Ίσως να μην είχες τίποτα να πεις, γιατί δεν ήξερες τίποτα. Την πρώτη του μηνός μοΰριχνες στο τραπέζι μερικά νομίσματα σα να ήμουν καμιά υπηρέτρια. Και τί απαιτήσεις! Μου συνέβηκε να φάω μια κόρα, αλατισμένη από τα δάκρυά μου, για να σου φυλάξω τα καλά κομμάτια. Κι όλα αυτά για να είσαι ευχαριστημένος. Φάε λοιπόν βασιλιά μου, ιππότη μου, χρυσαφένιε μου σύζυγε! Τρώε πενήντα χρόνια συνέχεια. Μόνο ό Θεός ήταν μάρτυρας των δακρύων μου...
Κατάπιε ένα λυγμό και υστέρα σηκώνοντας το κεφάλι :
—Λοιπόν θα πάμε αύριο να πάρουμε το μετάλλιό μας;
~~~~~~~~~~~~~~
* Ταντέους Ρουζέβιτς
Γεννήθηκε στο Ραντόμσκ το 1921. Πεζογράφος και ποιητής αξιόλογος. Τα θέματα στα ευθυμογραφήματα του τα αντλεί από την καθημερινή ζωή.