Πώς να καταστρέψετε την κόρη σας σε 5 εύκολα στάδια!
Πρώτα απ’ όλα θέλω να σας ενημερώσω, παίδες μου αγαπημένοι, ότι μελετάω εμβριθώς όλα σας τα…σχόλια για να διαπιστώσω αν μιλάω σε τσίγκινα αυτιά ή όχι. Λοιπόν, από τον έλεγχο των σχολίων της προηγούμενης εβδομάδας ένα μπήκε κατευθείαν στο μάτι μου και το εξόρυξε. Ήταν ένας χοντρός που ζούσε με τη μάνα του και περίμενε, λέει, μια ζωή να βρει ένα όμορφο και καλό κορίτσι να παντρευτεί (για να σηκωθεί να φύγει επιτέλους από τη μάνα του) αλλά δυστυχώς πέφτει συνεχώς πάνω στα κορίτσια του διπλανού πόρταλ, δηλαδή σε κάτι μυστήριες δυσκολέτες σαν τα μούτρα μου!
Λατρεμένε μου, χοντρέ φίλε, έχω δύο ερωτήσεις για σένα: 1) Δεν σου πέρασε ποτέ από το μυαλό να φύγεις από τη μάνα σου χωρίς να βρεις την όμορφη και την καλή κοπέλα που θα σε αναλάβει εργολαβικά; 2) έχεις δει εσύ καμιά χοντρή που να μένει με τη μάνα της ελπίζοντας ότι θα βρει ένα όμορφο και καλό παιδί να την κάνει κορώνα στο κεφάλι του; Γιατί εγώ δεν ξέρω καμιά τέτοια.
Οι χοντρές σεταρισμένες με μαμά που ξέρω εγώ χτυπάνε κάθε πρωί το κεφάλι τους στην ντουλάπα (έχουν μια οικειότητα αφού είναι σαν δίδυμη αδερφή τους) ακούγοντας τη μάνατζερ από την κουζίνα να τις κράζει: «Τι ψάχνεις, μωρή, την ντουλάπα; Στα είδη κάμπινγκ να ψάξεις. Εκεί τα πουλάνε τα αντίσκηνα!» και αυτή τη διαφορά ακριβώς θα αναπτύξω σήμερα, φίλε χοντρέ, ώστε να γίνει επιτέλους κοινό κτήμα της ανθρωπότητος η απάντηση στην ερώτηση: “Γιατί η μαμά του χοντρού τον βλέπει σαν μπαμπάτσικο ημίθεο και η μαμά της χοντρής τη βλέπει σαν… χοντρή;”.
Και όχι, η “αντικειμενικότητα” δεν είναι η απάντηση. Εκτός αν η αντικειμενικότητα φύεται στο μυαλό της μαμάς μαζί με τη λέξη “κόρη” και εξαλείφεται κατευθείαν με την εμφάνιση του γιου.
ΣΤΑΔΙΟ ΠΡΩΤΟ:
Από τη στιγμή που το ατυχής κορίτσι γεννηθεί εντός μιας γαμάτης ελληνικής οικογένειας, η μανούλα θα σπεύσει να του βάλει, αντί για πετσετέ φορμάκια, οργάτζες ροζ με βελούδινους φιόγκους μεγαλύτερους απ΄ το μπόι του μην τυχόν και περάσει κανείς το μωρό για αγόρι έτσι καραφλό που είναι και του καταστρέψει άπαξ δια παντός την πιθανότητα να γίνει η επόμενη Ατζελίνα Τζολί (ει δυνατόν χωρίς το καταραμένο γονίδιο και τη ροπή προς το αφρικανικό φιλανθρωπικό έργο).
Στη συνέχεια θα το βομβαρδίσει με μπιμπιμπόδες και σετ κουζίνας με μαχαιροπήρουνα μην τυχόν κι αρπάξει κατά λάθος καμιά μπάλα του ποδοσφαίρου το βρέφος και εξελιχτεί σε Ντέμη Νικολαΐδη αντί για Δέσποινα Βανδή.
ΣΤΑΔΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ:
Στη συνέχεια το καλό κορίτσι πρέπει να εγγραφεί σε καλό σχολείο και να γίνει καλή (αλλά προσοχή: και καλλίγραμμη) μαθήτρια. Η μάνατζερ αρχίζει αμέσως ανένδοτο αγώνα ώστε να πείσει το κορίτσι α) να ξεπεράσει τη Σούλα την ξαδέρφη της που έχει σε όλα 10 γιατί δεν αντέχει να ακούει την κουνιάδα της να κοκορεύεται για τα κατορθώματα του βλαμμένου της β) να μη σαβουρώνει τσιπς και σοκοφρέτες γιατί τώρα δημιουργούνται τα λιποκύτταρα και σε 10 χρόνια θα τρέχουμε για λιποαναρροφήσεις.
Ο πατέρας δεν πολυασχολείται αν και βρίσκει την κόρη του ακαταμάχητη. Θα ήθελε, αλλά τα κοριτσάκια δεν ξέρει πώς να τα χειριστεί. Την παίζει λίγο και κάθε τόσο αναφωνεί: «είναι μια μαλαγάνα αυτή, ό,τι θέλει με κάνει με την τσαχπινιά της», υπογραμμίζοντας έτσι στο κορίτσι τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο δικαιούται να διεκδικεί ένα κορίτσι: την πουτανιά.
Μερικά κορίτσια στρώνουν αμέσως. Διαβάζουν και δέκα τόμους Κάντι-Κάντι/ Μανίνα/ Κατερίνα/whateverstupidglossy για να πάρουν γραμμή και ισοπεδώνουν την ξαδέρφη τη Σούλα με τις επιδόσεις τους στα αγγλικά παίρνοντας Lower πριν πάνε στην Τρίτη δημοτικού. Μερικά κορίτσια όμως σκαλώνουν. Τρελαίνονται από την υπόγεια πίεση και παίρνουν τον λάθος δρόμο. Μπορεί να γίνουν από μικρά φρίκουλα, γλωσσούδες, μελλοντικά μέλη εξεγερμένου 15μελούς, ντεθάκια/μεταλλάκια τύπου αντίφα με τατού.
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Αυτά ΔΕΝ είναι κορίτσια που μπορούν να γίνουν μάνες. Αυτά είναι ο σταυρός της μάνας. Αυτά σε μια ευνομούμενη κοινωνία θα στειρώνονταν κανονικά. Σ’ αυτή την περίπτωση η μάνα αναφωνεί “Τι σταυρό σηκώνω, Παναγία μου;» και ο πατέρας «μωρέ, θες ένα χέρι ξύλο να στρώσεις εσύ. Ίδια η μάνα σου έγινες». Το ανεξήγητο είναι τι διάολο είδε ο πατέρας αφού τα φρίκουλα αυτά έγιναν φρίκουλα ακριβώς για να ΜΗ μοιάζουν με τη μάνα τους. (Αυτά, παίδες μου αγαπημένοι, είναι τα μυστήρια του σύμπαντος.)
ΣΤΑΔΙΟ ΤΡΙΤΟ:
Όταν μπει για τα καλά στην εφηβεία τα πράγματα μπαίνουν πια σε επικίνδυνη τροχιά για την ατυχής κορίτσι, πράγμα που σημαίνει ότι σηκώνει τα μανίκια και την αναλαμβάνει ως full time project η μάνατζερ. Πρώτα απ’ όλα την τσεκάρει από πάνω μέχρι κάτω με μάτι σκάνερ για να ξετρυπώσει κάθε μισοκρυμμένο κουσούρι της κόρης της. Έχει πεταχτά αυτιά; Έχει κάπως στραβή γάμπα; Έχει λιπαρό μαλλί; Όλα αυτά είναι κουσούρια που απομειώνουν την εμπορική αξία της κόρης της, οπότε οφείλει σα μάνα α) να της τα υπογραμμίσει και β) να της τα εξαφανίσει. Άμα το κορίτσι τα παίρνει τα γράμματα, αμέσως πιάνει το υπονοούμενο: τα κορίτσια είναι εμπόρευμα και μάλιστα ευαίσθητο, σαν το αχλάδι. Πρέπει να είναι καλοσχηματισμένο, γυαλισμένο και στη σωστή συσκευασία.
Άμα είναι ελαττωματικό δεν θα το πάρει κανείς. («Μα κι ο Τάκης έχει μεγάλα αυτιά», ίσως ψελλίσει. Τον αδερφό της εννοεί η αφελής κορίτσι αλλά γρήγορα παίρνει την πληρωμένη απάντηση: «Μην κοιτάς τον Τάκη, μωρή. Ο Τάκης είναι ο πελάτης. Είδες εσύ σε κανένα μανάβικο τα αχλάδια να κρίνουν τον πελάτη;»)
Υπάρχει όμως το σοβαρό ενδεχόμενο το κορίτσι να είναι πνεύμα αντιλογίας και να αντιστέκεται σθεναρά στην προοπτική της αχλαδοποίησής του, οπότε η μάνατζερ πιάνει τα πυρηνικά όπλα: Από το πρωί που θα το ξυπνήσει για πάει στο ρημαδοσχολείο της (όπου πρέπει να παραμένει σταθερά πρώτη μαθήτρια), μέχρι να αποσυρθεί κάτω από το πάπλωμα για να ξεραθεί, μια ένρινη φωνή βοά μέσα στο αυτί της. Η φωνή αυτή λέει τα εξής: «Χόντρυνες πάλι. Πάλι σαβούρωνες σοκοφρέτες, μωρή άχρηστη; Δε βλέπεις τη Μαρία-Νεφέλη των αποκάτω; Κούκλα ζωντανή είναι. Και πήρε και 20 στα Αρχαία που εσύ κόλλησες στο 19, δυο χρόνια. Τι έχει αυτή παραπάνω από μας, μωρή; Ε; Δε μιλάς; Δε μιλάς, ε; Αχ, Παναγία μου, τι λάθη έκανα και τα πληρώνω τώρα μ’ αυτό το παιδί;
Και μ’ αυτόν τον αγριάνθρωπο με το μαλλί, να τα κόψεις τα σούρτα-φέρτα. Το ξέρεις ότι ο πατέρας του είναι ταξιτζής; Εμείς είμαστε δημοκρατική οικογένεια, δεν μου μαζέψεις τους χρυσαυγίτες εδώ μέσα. Άμα θες να βγεις, να βγεις με τη Χριστιάνα και τον αδερφό της που ξέρουμε και την οικογένεια. Δεκαεφτά ακίνητα έχουν μόνο στην Κηφισιά, σου λέει».
Τότε η αφελής κορίτσι βγάζει το κεφάλι από το πάπλωμα και ψελλίζει «ο Τάκης γιατί βγαίνει με τη Μαρία;». «Ο Τάκης είναι άντρας, μωρή. Τι θες να βγαίνει, με τον Μήτσο, να μας τόνε πούνε αδερφή;». Ηττημένη ξαναχώνει το κεφάλι στο πάπλωμα και δεν το ξαναβγάζει παρά μόνο α) για να βάψει το νύχι πράσινο, με το μανό που βρήκε μέσα στο cosmogirl β) να κάνει ξανθές ανταύγειες που αρέσουν στον αδερφό της Χριστιάνας με τα 17 ακίνητα και γ) για να πάει στο φροντιστήριο μπας και περάσει στο πανεπιστήμιο.
ΣΤΑΔΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ:
Όταν είναι να δηλώσει τις σχολές της προτίμησής της, η ατυχής κορίτσι (που θα γούσταρε σαν τρελή να γίνει γιατρός χωρίς σύνορα και να εξαφανιστεί στη Σομαλία), ακούει τη φωνή της μάνατζερ να κράζει: «Τι τη θες την ιατρική εσύ, παιδί μου; Θα σπουδάζεις 18 χρόνια για να δουλεύεις μετά 12 ώρες το 24ωρο; Και μάνα πότε θα γίνεις εσύ, μου λες; Στα 40 σαν την κυρία Νίτσα απέναντι που έκανε 18 εξωσωματικές; Να δω τι θα το κάνουμε μετά το μόγγολο που θα βγάλεις». Λέγε-λέγε η ατυχής κορίτσι έχει ήδη μπει στην πιο χαμένη μάχη όλων των εποχών: Τη μάχη με τον χρόνο. Της το λένε από όλες τις μεριές, έχει ημερομηνία λήξεως σαν το γιαούρτι, οπότε τρομάζει, αγχώνεται και υποχωρεί. Θα γίνει νηπιαγωγός που είναι εύκολη σχολή και σετάρεται ωραιότατα με τη γυναικεία της φύση.
Στο τρίτο έτος γνωρίζει τον Μιχαλάκη, τελειόφοιτο Ιατρικής. Τα φτιάχνουν. Καλό παλικάρι ο Μιχαλάκης – αρέσει και στη μαμά. Είναι βέβαια λίγο φιλόδοξος, λίγο φλώρος και λίγο κολλημένος με τη μανούλα, αλλά ποιος δεν είναι; Μια ροπή που είχε να του τη λέει την πρόσεξε ΑΜΕΣΩΣ η μάνα της και το ρύθμισε το θέμα. «Γιατί κάνεις συνέχεια την έξυπνη, παιδί μου; Τι κουσούρι είναι αυτό; Τι θες να αποδείξεις, δηλαδή; Ότι είσαι καλύτερη απ΄ αυτόν; Είσαι καλύτερη, αλλά ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να το κρύβεις. Οι άντρες είναι ευαίσθητοι σ’ αυτά. Οπότε σκάσε και βάψε λίγο το μάτι που είναι σαν ψόφιο».
Αποφοιτώντας ο Μιχαλάκης κάνει κατευθείαν αίτηση στο Mass General στη Βοστώνη, να κάνει Νευροχειρουργική. Το κορίτσι σκέφτεται να πάει στο Λονδίνο να κάνει μεταπτυχιακό στη Μοντεσοριανή Αγωγή. Η μάνατζερ, όμως, του κοριτσιού έχει άλλη γνώμη. «Στη Βοστώνη θα πας μαζί με τον Μιχαλάκη. Μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται, δεσποινίς». «Ε, άμα είναι να λησμονηθούν ας λησμονηθούν», αντικρούει επιπολαίως αυτή. «Και νομίζεις ότι θα ξαναβρείς Μιχαλάκη, μωρή; Τέτοιο παιδί; Με τέτοιες προοπτικές; Που να σε θέλει;» (ελπίζω να το πιάσατε κι εσείς το υπονοούμενο. Τόσες φορές που της το έχουν πει το ‘χει χωνέψει πια η ατυχής κορίτσι πως το να βρει αυτή ένα ωραίο και καλό παιδί που να τη θέλει είναι σχεδόν αφύσικο. Το φυσικό, φυσικά, είναι να μην τη θέλει κανείς με τόσα κουσούρια που δεν έχει)
«Μα, δεν έχει τη σχολή που θέλω στη Βοστώνη», επιχειρεί για τελευταία φορά να αμυνθεί. «Πώς βγήκε τόσο φιλόδοξο αυτό το κορίτσι;», αναρωτιέται ο μπαμπακούλης σηκώνοντας για πρώτη φορά τα μάτια από την εφημερίδα ΘΥΡΑ 13. «Δεν είναι ωραίο πράμα, παιδάκι μου, η φιλόδοξη η γυναίκα. Δε βλέπεις τη Μέρκελ που τη βρίζει ο κοσμάκης;».
Οπότε, τι να κάνει η ατυχής κορίτσι; Βάζει την κεφάλα κάτω και ακολουθεί τον Μιχαλάκη στη Βοστώνη. Τον αγαπάει, άλλωστε. Γι’ αυτό και ψήνεται όταν της προτείνει να κάνει μεταπτυχιακό στη Νοσηλευτική, έτσι ώστε να μπορούν να δουλεύουν μαζί. Η μάνατζερ που το ακούει στο τηλέφωνο ενθουσιάζεται: «Επιτέλους, πήρες κι εσύ μια σωστή απόφαση. Τον άντρα σου, μωρή, να τον έχεις από κοντά. Σαν ξερολούκουμα τους βλέπουν όλες τους γιατρούς». Το κορίτσι αρχίζει να ανησυχεί χωρίς να αναρωτηθεί ούτε λεπτό γιατί στο καλό να δει οποιαδήποτε τον Μιχαλάκη τον φλώρο σαν ξερολούκουμο.
Και η ζωή συνεχίζεται. Δεν έχει παράπονο – απλά είναι λίγο ντάουν κι αρχίζει πάλι να τρώει 12 σοκοφρέτες ημερησίως για να της φτιάχνει το κέφι. Μέχρι εκείνο το πρωί που διαπιστώνει με τρόμο πως δεν χόντρυνε πάλι λόγω σοκοφρέτας. Απλά, είναι έγκυος. Στην αρχή σοκάρεται. Να γίνει μαμά από τα 24; «Γιατί όχι», λέει ο Μιχαλάκης. «Τώρα που είμαστε νέοι κι έχουμε όρεξη». «Μα, εσύ λείπεις συνέχεια, ψελλίζει η ατυχής κορίτσι. Εγώ πώς θα κάνω σχολή και μπέιμπι σίτινγκ;». «Μη φοβάσαι, ρε χαζό», της χαμογελάει αυτός. «Θα φωνάξουμε τη μαμά μου, να μας το φυλάει. Χήρα είναι, τι να κάνει στην Αθήνα μόνη της;».
ΣΤΑΔΙΟ ΠΕΜΠΤΟ:
Τη μέρα που γέννησε η ατυχής κορίτσι άνοιξε τα μάτια και είδε από τη μια τον Μιχαλάκη με μια ανθοδέσμη κι από την άλλη τη μάνα της και την πεθερά της να φωτογραφίζονται με το μωρό. Ζήτησε να της ανοίξουν τα παράθυρα να μπει λίγος αέρας. Κάτι την έπνιγε στο στήθος. Ξαναέκλεισε τα μάτια και για να νιώσει λίγο καλύτερα άρχισε να ονειρεύεται: Το κοριτσάκι της δεν θα το άφηνε να καταντήσει σαν κι αυτές.
Θα το ‘παιρνε απ΄ το χέρι και θα του μάθαινε πώς να γίνει η πιο κουκλάρα, η πιο τολμηρή, η πιο κομψή, η πιο επιτυχημένη, η πιο γαμάτη γκόμενα που περπάτησε ποτέ πάνω σ’ αυτή τη Γη. Πρωθυπουργό θα την κάνω. «Κι άμα δεν θέλει;», ψέλλισε μια φωνούλα μέσα της. «Μωρέ, θα την κάνω εγώ να θέλει», επανέφερε τον εαυτό της στην τάξη η φρέσκια μάνατζερ. «Ευτυχώς, Παναγία μου, είναι όμορφη».
Βρίστε ελεύθερα, όχι μόνο εσείς, παίδες μου αγαπημένοι, αλλά και κάθε είδους μάνατζερς και χοντροί που μένετε με τη μαμά σας.
***
“το κορίτσι του διπλανού portal”
protagon