Το εγκώμιο του Αλκιβιάδη στο Συμπόσιο του Πλάτωνα
Γράφει ο Σαπαρδάνης Κωνσταντίνος
Με το που τελειώνει τον σχεδόν μυστικιστικό λόγο του ο Σωκράτης, αρχίζουν οι έπαινοι, με τον Αριστοφάνη να πασχίζει να προσθέσει κάτι, αφού έγινε υπαινιγμός στα δικά του λεγόμενα. Στη όποια σοβαρότητα του γλεντιού δίνει τέλος ο Αλκιβιάδης, που εισέρχεται στον χώρο του συμποσίου μεθυσμένος και ωρυόμενος. Ο Πλάτων χρησιμοποιεί σαν επίλογο του έργου του αυτό το επεισόδιο θέλοντας να δείξει στην πράξη, περιγράφοντας την σχέση μεταξύ του Αλκιβιάδη και του Σωκράτη, όσα η Διοτίμα υποστήριξε θεωρητικά για τον σωστό δρόμο του έρωτα, ρίχνοντας παράλληλα τους τόνους και χαλαρώνοντας την ατμόσφαιρα.
Αρχικά, κάποιος του ζητάει να πλέξει το εγκώμιο του Έρωτα όπως έκαναν οι υπόλοιποι, αλλά ο Σωκράτης τον μαλώνει, θεωρώντας ότι επειδή είναι μεθυσμένος μπορεί να πει κάτι ασεβές για τους θεούς και να βλασφημήσει. Εγκωμιάζει λοιπόν τον ίδιο τον Σωκράτη που τον ξέρει από πολύ παλιά. Όπως αναφέρει ο Σωκράτης παραπονεμένος: «Ο έρωτας αυτού του ανθρώπου μου έγινε μεγάλο βάρος˙ από τη μέρα που τον ερωτεύτηκα, ποτέ μα ποτέ δεν μπόρεσα να κοιτάξω, και πολύ περισσότερο να κουβεντιάσω με κάποιο ομορφόπαιδο»σελ.209.
Ο Αλκιβιάδης λοιπόν παινεύει τον Σωκράτη, που από δω και στο εξής παίρνει αδήλωτα τον ρόλο του «επίδοξου μύστη της απόλυτης ομορφιάς», όπως τον περιέγραψε η Διοτίμα, ξεκινώντας από τη δύναμη των λόγων του, που είναι ικανά να συγκινήσουν κάποιον ακόμα κι αν τα ακούει από τρίτο. «Τα λόγια του κάνουν την καρδιά μου να σκιρτάει και δάκρυα κυλούν από τα μάτια μου», λέει, τόσο που αισθάνεται υποδουλωμένος. Τον παινεύει για το ότι δεν αποφεύγει να μιλάει με απλά λόγια (και στην Απολογία ο Σωκράτης λέει ότι έτσι, απλά, επιθυμεί πάντα να μιλάει), αναφερόμενος στο λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί, το οποίο περιλαμβάνει γαϊδούρια, τσαγκάρηδες και ταμπάκηδες σαν παραδείγματα. Όποιος τον ακούει προσεκτικά όμως θα διαπιστώσει πως πίσω από αυτές τις λέξεις κρύβονται θεϊκά λόγια και αναρίθμητες αρετές, καλύπτοντας θέματα που οφείλει να μελετήσει όποιος φιλοδοξεί να φτάσει στην κάθαρση (όποιος δηλαδή φιλοσοφεί).
Μόνο τον Σωκράτη ντρέπεται, λέει ο Αλκιβιάδης, θυμίζοντάς μας το εγκώμιο που έκανε ο Φαίδρος στην αρχή τουΣυμποσίου (ο έρωτας προκαλεί «ντροπή για κάθε τι πρόστυχο, φιλοτιμία για κάθε τι ωραίο»). Μόνο ο Σωκράτης τον αναγκάζει να παραδεχτεί πως παρά τα ελαττώματα που έχει, αδιαφορεί για την βελτίωσή του και ασχολείται με την πολιτική. Ο Αλκιβιάδης εδώ, αναγνωρίζει ξεκάθαρα τον ρόλο του φιλοσόφου ως ενάρετου εραστή, όπως τον όρισε οΠαυσανίας, καθώς έχει ηθική ανωτερότητα σε σχέση με τον ερωμένο Αλκιβιάδη, και σκοπό την πνευματική του προαγωγή. Όταν ο Σωκράτης υποστηρίζει πως δεν γνωρίζει τίποτα, μόνο σαν υποκρισία μπορεί αυτό να ιδωθεί, γιατί όταν αποβάλλει αυτήν τη «μάσκα» του αδαούς, αποκαλύπτεται η υψηλή φρόνησή του. Γι’ αυτό και του προκαλεί ενοχές όταν, αφού έχει δεχτεί τις συμβουλές του, αθετεί τις υποσχέσεις του σ’ αυτόν, και από ντροπή αποφεύγει να τον συναντήσει. Προσθέτει πως οι πολλοί νομίζουν ότι ο Σωκράτης ερωτεύεται την εξωτερική ομορφιά, αλλά στην πραγματικότητα αδιαφορεί γι’ αυτήν. Ούτε για τον πλούτο νοιάζεται ούτε για κάποιο άλλο προσόν που νοιάζονται οι πολλοί. Είναι είρωνας και πειράζει τον κόσμο, αλλά όταν σοβαρεύεται και ανοίγει την ψυχή του, δείχνει τα «αγάλματα που κρύβει μέσα του»σελ.219.
Ο Αλκιβιάδης λοιπόν τον ερωτεύτηκε για τις αρετές του και ζητούσε την παρέα του και την αγάπη του για να του δοθεί ερωτικά˙ «γυμναζόμουν μαζί του με την ελπίδα πως το θέμα θα καταλήξει κάπου…αποτέλεσμα κανένα»σελ.221. Αυτός περνούσε τη μέρα συζητώντας μόνο μαζί του, θυμίζοντάς μας ξανά τον Παυσανία, και τις δοκιμασίες που οφείλει ο ερωμένος να βάλει στον επίδοξο εραστή για να αποδείξει την αξία του, γιατί «ο χρόνος είναι η καλύτερη δοκιμασία γνησιότητας» των προθέσεών του. Μόνο που εδώ, είναι ο Σωκράτης που σηκώνει την ευθύνη της απόδειξης των καλών σκοπών του Αλκιβιάδη, ενώ αυτός αποδεικνύεται βιαστικός και επιπόλαιος, εντυπωσιασμένος βέβαια από τα σοφά λόγια και το πνευματικό βάθος του υποψήφιου εραστή, δείχνοντας όμως έτσι πως ο Σωκράτης είναι όντως άξιος εραστής, ενώ ο ίδιος ανάξιος ερωμένος. Συνέχισε να τον προσκαλεί σε δείπνο, σαν να αντιστράφηκαν οι ρόλοι τους, και να ήταν αυτός ο εραστής που επιδιώκει να ρίξει ένα νεαρό αγόρι. «Έπρεπε να περάσει χρόνος για να πειστεί. Τελικά όμως ανταποκρίθηκε»σελ.221.
Ο Αλκιβιάδης κάνει την τελευταία του κίνηση, λέγοντας στον Σωκράτη πως είναι ο μόνος που αποδείχτηκε άξιος εραστής του, και του προσφέρει τον εαυτό του, τα πλούτη του και τα πλούτη των φίλων του. Του υπόσχεται πως το πιο ουσιώδες γι’ αυτόν είναι να διαμορφώσει τον χαρακτήρα του όσο γίνεται καλύτερα, και παραδέχεται πως θα αισθανόταν ντροπή αν δεν χάριζε τον εαυτό του «σ’ έναν τέτοιον άντρα»σελ.223. Ο Σωκράτης όμως απάντησε ειρωνικά στον Αλκιβιάδη, παινεύοντας τα κάλλη του, αλλά κατηγορώντας τον πως του λείπει η ψυχική ομορφιά, και πως θέλει να ανταλλάξει τα δικά του εξωτερικά κάλλη με την αληθινή ομορφιά του Σωκράτη, «να δώσει χαλκό και να πάρει χρυσό». Κοιμήθηκαν λοιπόν στο ίδιο κρεβάτι, αλλά ενώ ο Αλκιβιάδης τον «προκαλούσε με όλα τα μέσα», το επόμενο πρωί ξύπνησε χωρίς να του έχει συμβεί «τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι αν κοιμόμουνα με τον πατέρα μου ή τον μεγαλύτερο αδερφό μου»σελ.225. Ο Σωκράτης έτσι, αποδεικνύεται ο ενάρετος εραστής που περιέγραφε ο Παυσανίας, όχι μόνο στα λόγια άλλα και στην πράξη, καθώς η αιτία που αρνήθηκε τον Αλκιβιάδη δεν ήταν η σεμνοτυφία. Η αιτία ήταν αμιγώς ηθική, αφού η ερωτική πράξη δεν τελέστηκε μόνο λόγω μειονεκτήματος του Αλκιβιάδη, η ανωριμότητα του οποίου του στέρησε όσα θα μπορούσε να κερδίσει από μία τέτοια σχέση. Γιατί στην ερωτική σχέση ο εραστής (Σωκράτης) δεν έχει μόνο την υποχρέωση να διαθέτει την ψυχική καλλιέργεια που θα ανορθώσει πνευματικά τον ερωμένο, αλλά έχει και το δικαίωμα και την απαίτηση, η σχέση αυτή να βοηθήσει και τον ίδιο να γίνει ευτυχισμένος, αποκτώντας τα κάλλη και τις αρετές στις οποίες αναφέρθηκε η Διοτίμα.
Στη συνέχεια τιμά τον Σωκράτη για τις πολεμικές του αρετές. Επέδειξε ανδρεία στον πόλεμο (είχαν πολεμήσει μαζί στην Ποτείδαια), όπου τον έσωσε από σίγουρο θάνατο όταν αυτός τραυματίστηκε. Και όπως μάθαμε από τον Φαίδρο, στο πεδίο της μάχης την μεγαλύτερη έμπνευση την προσφέρει ο έρωτας, με πράξεις φιλοτιμίας και αυτοθυσίας για χάρη του συμπολεμιστή. Η αντοχή του στο κρύο ήταν μεγαλύτερη κι από των ποδεμένων στρατιωτών (ο ίδιος ξυπόλυτος), και η ταπεινοσύνη του και η αδιαφορία για τις δόξες, τον οδήγησαν να αρνηθεί το παράσημο που του άξιζε, παραχωρώντας το με χαρά στον Αλκιβιάδη. Δεν λείπουν και οι αναφορές στην αντοχή του στο κρασί, που όσο και να πιει δεν μεθάει με τίποτα, και που με όποιον και να έπινε, τον έβαζε κάτω.
Κλείνει τον λόγο του με ένα παράπονο, λέγοντας πως υπέφερε από τη σχέση του με τον Σωκράτη, που κατέληξε να τον εξευτελίζει, όπως έκανε και σε άλλους, που παραπλάνησε ως δήθεν εραστής ενώ τελικά αποδεικνυόταν ερωμένος. Γι’ αυτό, προειδοποιεί τον Αγάθωνα μην πάθει κι αυτός τα ίδια, «να μην μάθεις, αφού σαν ανόητος πάθεις»σελ.233.
Ο Σωκράτης αντιδρά στο τελευταίο σχόλιο του Αλκιβιάδη και τον κατηγορεί ότι σκοπεύει με τους υπαινιγμούς του να κάνει αυτόν και τον Αγάθωνα να τσακωθούν μεταξύ τους, ώστε να έχει τον ίδιο ως αποκλειστικό εραστή και τον Αγάθωνα ως αποκλειστικό ερωμένο. Αφού ο Αγάθωνας τον διαβεβαιώνει πως δεν θα πετύχει τίποτα τέτοιο, εισβάλλουν από την πόρτα περαστικοί χαροκόποι, και στο συμπόσιο επικράτησε χάος, μέχρι που το κέφι καταλάγιασε, οι συμπότες αποκοιμήθηκαν, κι ο Σωκράτης αποχώρισε για να περάσει τη μέρα του «όπως όλες τις άλλες»σελ.239.
Βλέπουμε λοιπόν στον λόγο του Αλκιβιάδη έναν Σωκράτη που ερωτεύεται μεν την ομορφιά των σωμάτων αλλά προτιμά την ομορφιά των ψυχών, που χαίρεται και εκτιμάει τις ανθρώπινες δραστηριότητες και τους θεσμούς (γλέντια με κρασί και συμμετοχή στον πόλεμο για την υπεράσπιση της πόλης), και που με θεϊκά λόγια (αφοσίωση στη λογική/επιστήμη/φιλοσοφία) μελετάει τα πιο σημαντικά θέματα προσπαθώντας να φτάσει στην τελειότητα. Επιβεβαιώνεται έτσι ότι ο Σωκράτης ακολουθεί τα στάδια προς την απόλυτη ομορφιά που παρέθεσε πριν λίγο η Διοτίμα, και τώρα βρίσκεται λίγο πριν το τελευταίο, το άπιαστο.
Το να θεωρήσουμε ότι όλα αυτά ειπώθηκαν από τον Αλκιβιάδη από καθαρή σύμπτωση, ενώ έρχονται ακριβώς σαν απάντηση ή επιβεβαίωση των λόγων της Διοτίμας, αλλά και των προηγούμενων, είναι μάλλον αφελές. Το Συμπόσιο δεν είναι μόνο ένα έργο φιλοσοφικής μελέτης (κανένας πλατωνικός διάλογος δεν είναι), αλλά ταυτόχρονα ένα λογοτεχνικό δημιούργημα, με πολλά αφηγηματικά τεχνάσματα που στόχο έχει να παραθέσει τις ιδέες του Σωκράτη για το ζήτημα του έρωτα, χωρίς να κουράζει μοιάζοντας με πρακτικά συνεδρίου. Αν και δεν έχουμε λόγο να μην πιστεύουμε ότι ένα τέτοιο συμπόσιο με αυτούς τους συμπότες και με αυτό το θέμα εγκωμιασμού έγινε στ’ αλήθεια (αν και κάποιοι έχουν προσπαθήσει να αποδείξουν το αντίθετο), ο τρόπος που ακολουθεί ο ένας λόγος τον άλλο, και κυριότερα ο τρόπος που τα λεγόμενα της Διοτίμας απάντησαν σε όσα προειπώθηκαν μέχρι να πάρει το λόγο ο Σωκράτης, αλλά και οι έπαινοι του Αλκιβιάδη προς αυτόν, που χωρίς να έχει ακούσει τα εγκώμια των υπολοίπων ακολουθεί βήμα προς βήμα τα θέματα που έθεσαν, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Πλάτωνας (που δεν ήταν παρόν στο συμπόσιο) είναι ο πραγματικός συγγραφέας όλων των εγκωμίων που παρουσίασε. Ταυτόχρονα, όσα ο Πλάτων αποδίδει στον λόγο του Φαίδρου δεν έρχονται σε αντίθεση με όσα ειπώθηκαν στον άλλο πλατωνικό διάλογο, Φαίδρος. Επίσης, όσα λέει εδώ ο Σωκράτης είναι συνεπή με την διδασκαλία του όπως μας παρουσιάζεται αλλού, και ο λόγος που αποδίδεται στον Αριστοφάνη είναι γραμμένος στο πνεύμα του, όπου με ευτράπελη αφήγηση αναφέρεται και σχολιάζει θέματα που είναι σημαντικά και καίρια.
Όσο για τον Αλκιβιάδη, αποδεικνύεται επιπόλαιος, αχαλίνωτος και ανώριμος, σε μια ακόμα προσπάθεια του Πλάτωνα να διαχωρίσει τις θέσεις και τη στάση του δασκάλου του, Σωκράτη, από αυτόν και τις πράξεις του. Η φιλία του Σωκράτη με τον Αλκιβιάδη ήταν το αγκάθι στην φήμη του φιλοσόφου, αφού θεωρήθηκε ότι ήταν τα διδάγματά του που οδήγησαν τον στρατηγό στην προδοσία της Αθήνας, και τον Σωκράτη στο εδώλιο με την κατηγορία της διαφθοράς των νέων. Και όπως παρατηρεί ο Συκουτρής, ενώ άλλοι συγγραφείς-μαθητές του, όπως ο Ξενοφών, ο Αντισθένης και ο Αισχίνης προσπάθησαν να αποβάλλουν από τη μνήμη του Σωκράτη το όνειδος της γνωριμίας του με τον βδελυρό Αλκιβιάδη, ο Πλάτων κοίταξε τη σχέση των δύο αντρών με ορθάνοιχτα μάτια, για να δείξει ότι ο Αλκιβιάδης δεν διαφθάρηκε εξαιτίας των διδαγμάτων του Σωκράτη, αλλά ακριβώς επειδή δεν τα έκανε κτήμα του.
Χρησιμοποιήθηκε η μετάφραση του Δημήτρη Κοσμά από το:
Για ιστορικά και μυθολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν:
Wikipedia