Εγώ δεν πουλάω την ψυχή μου στο διάβολο - Point of view

Εν τάχει

Εγώ δεν πουλάω την ψυχή μου στο διάβολο



11.00 π.μ. Στο κέντρο της πρωτεύουσας ένα βροχερό πρωινό. Παρκάροντας μετά δυσκολίας το αυτοκίνητο σε μια θέση που ίσα ίσα χωρούσε, ο κ. Ανέστης ένας 70χρονος συνταξιούχος με κοινωνικές ευαισθησίες βγήκε σχεδόν τρέχοντας. Λαχανιασμένος, κατάφερε τελικά να μπει στο κατάστημα κινητής τηλεφωνίας σκουπίζοντας αμήχανα τις λίγες πονηρές σταγόνες βροχής που ξεγέλασαν την ομπρέλα και κόλλησαν στο πρόσωπό του.
«Καλημέρα», αναφώνησε άμεσα ανοίγοντας την πόρτα. Σηκώνοντας το βλέμμα του αντίκρυσε αρκετά άτομα μέσα στο κατάστημα τα οποία περίμεναν να εξυπηρετηθούν. Σαν να δημιουργήθηκε στον κ. Ανέστη εκ πρώτης όψεως μια κάπως βαριά-δυσάρεστη αίσθηση. Δυο – τρεις ανταποκρίθηκαν στην καλημέρα του γυρνώντας το κεφάλι και με βλέμμα αδιάφορο. Κάποιος ανταπέδωσε σιγοψιθυρίζοντας τη δική του καλημέρα. Ο τελευταίος της σειράς , μια κυρία, έσπευσε να εδραιώσει τα όριά της λέγοντας «είστε μετά από μένα». Μετά από κάποια δευτερόλεπτα ακούστηκε μια φωνή από το βάθος που μόλις και μετά βίας έβγαινε συνοδευόμενη όμως με αληθινό χαμόγελο «Καλημέρα σας». Ήταν η φωνή της πωλήτριας. To συναίσθημα του κ. Ανέστη άλλαξε μονομιάς. Μια δυνατή σκέψη πέρασε φευγαλέα από το μυαλό του ! «Κάτι τόσο απλές στιγμές, όπως μια αληθινή καλημέρα, τελικά έχει ανάγκη ο άνθρωπος…. παροπλίζουν τη συννεφιά και τη μουνταμάρα και σου φτιάχνουν τη διάθεση!» Από δω και στο εξής τα μάτια του ήταν εστιασμένα στην πωλήτρια.
Οι κινήσεις της, η μη λεκτική της στάση όσο εξυπηρετούσε τον πελάτη, έδειχναν ότι ο χρόνος που διέθετε ήταν χρόνος με νόημα. Ο σεβασμός με τον οποίο πρόσεχε το συνομιλητή της, η ηρεμία της και η ευγένειά της ήταν στοιχεία που δεν ξέφυγαν από το βλέμμα του κ.Ανέστη. Έβλεπε και την ευχαρίστηση και την ικανοποίηση του πελάτη από το διάπλατο χαμόγελο και τις εκφράσεις του προσώπου του. Δεξιά στην άλλη πλευρά, πιο πίσω τώρα διέκρινε φευγαλέα και την άλλη πωλήτρια του καταστήματος η οποία εξυπηρετούσε με ανάλογο τρόπο. «Ανθρώπινη συνθήκη», σκέφτηκε.
«Δεν υπάρχει άλλος υπάλληλος στο μαγαζί;», ρωτάει με στόμφο η μεσήλικη κυρία μπροστά του. «Συγνώμη αλλά είμαστε μόνο δυο κυρία» απαντά ευγενικά η υπάλληλος με κάπως τρεμάμενη φωνή. «Να το κλείσετε τότε», απαντά αγριεμένη η πελάτισσα. « Κάνε υπομονή κυρία μου, όλοι περιμένουμε», συνεχίζει ένας ενοχλημένος κύριος.
« Σας παρακαλώ κάντε λίγο υπομονή ακόμη, όλοι θα εξυπηρετηθείτε. Κάνουμε ό,τι μπορούμε» προσθέτει η υπάλληλος με συμφιλιωτική πρόθεση… Ο πελάτης που εξυπηρετούνταν έδειξε με χαρακτηριστικό μορφασμό την δική του ενόχληση, απέναντι στα σχόλια που άκουσε. Σε λίγο έφυγε δηλώνοντας δυνατά, σαν να ήθελε να το υπογραμμίσει με κάποιο τρόπο, «Σας ευχαριστώ. Μου δώσατε με τη στάση σας τη δυνατότητα, αυτά τα 5 λεπτά να γίνουν χρόνος με νόημα για μένα. Η εξυπηρέτησή σας ήταν άψογη».
«Θέλω να με εξυπηρετήσετε γιατί βιάζομαι», πετάγεται προκλητικά και πάλι η πελάτισα, «κυρία καταλαβαίνω την ανυπομονησία σας , αλλά υπάρχει σειρά», .. «ναι αλλά κάνετε μια ώρα στον καθένα. Τόσο αργόσχολη δεν έχω ξαναδεί», συμπληρώνει. Η υπάλληλος δεν απαντά φροντίζοντας να ασχοληθεί με τον επόμενο πελάτη.
Προφανώς έχει ενοχληθεί αλλά δεν το δείχνει. Εξυπηρετεί με την ίδια καλοσύνη και ευγένεια. Προς στιγμήν αρχίζει να χαμογελά με κάτι που είπε ο πελάτης όσο αυτή καταχωρούσε τα στοιχεία του στον υπολογιστή. «Δε σας πληρώνουν για να λέτε αστειάκια», απαντά στην ανθρώπινη αυτή σκηνή η ανικανοποίητη κυρία με εμφανή ενόχληση αφού αυτή δυσκολεύεται να χαμογελάσει,… «σας παρακαλώ κυρία επικοινωνούμε ενώ ταυτόχρονα εγώ κάνω αυτό που πρέπει. Κάντε λίγο ακόμη υπομονή. Έρχεται και η σειρά σας»……, «ηρέμησε λίγο κυρία μου, δεν είναι η αιτία του θυμού σου η κοπέλα», λέει με νόημα ο κύριος Ανέστης που δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Σε περίπου 5 λεπτά φεύγει και ο συγκεκριμένος πελάτης ο οποίος εμφανώς ικανοποιημένος από την εξυπηρέτηση δίνει το χέρι του στην κοπέλα λέγοντας «σας υπερευχαριστώ». Με παρόμοιο τρόπο όσοι εξυπηρετούνταν από τις δυο υπαλλήλους έδειχναν να νιώθουν πραγματικά ευχαρίστηση και να αισθάνονται ικανοποιημένοι από τις προσφερόμενες υπηρεσίες.
Τελικά ήρθε και η σειρά της ανικανοποίητης κυρίας. Ο συνολικός πραγματικός χρόνος που περίμενε ήταν περίπου 15 λεπτά. Και τώρα αρχίζει ο αληθινός διάλογος : «επιτέλους κατάφερες να τελειώσεις», λέει απευθυνόμενη στην υπάλληλο, «που να είχες και κόσμο- δυο ώρες στον καθένα έκανες», « κυρία συγνώμη αλλά με προσβάλετε..»,…… «έχεις το θράσος και μου αντιμιλάς;..,ξέρεις ποια είμαι εγώ; δούλευα 20 χρόνια σε κατάστημα κινητής…, δεν ξέρεις τη δουλειά σου, απορώ πως σε κρατάνε…., δεν απαντάς , ε βέβαια τι να πεις, αγενέστατη».
Ο κ.Ανέστης έκατσε σε μια καρέκλα γιατί του ήρθε μια τάση λιποθυμίας. Η υπάλληλος άλλαξε χρώμα και τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. Η άλλη υπάλληλος εξυπηρετούσε σιωπηλά αλλά με σαστισμένο βλέμμα και ύφος. Σαν κι αυτή να μην ήξερε πώς να φερθεί. «Ναι, δε σε εξυπηρετώ γιατί δεν το αξίζεις», απαντά με περίσσεια ένταση φωνής και γενναιότητα η υπάλληλος.
«Πως σε λένε;» ρωτάει με κατεβασμένο τώρα τόνο η κυρία. .. «ΑΝΘΡΩΠΟ», απαντά περήφανα η υπαλληλος. «και τον επιθεωρητή σου;»,….. «άνθρωπο» απαντά δυνατά η υπαλληλος. «Με κοροιδεύεις;; Έχετε το ίδιο επώνυμο;», απλή συνωνυμία κυρία, λέει η υπάλληλος ενώ ταυτόχρονα αντιλαμβάνεται την κατάσταση υγείας του κ.Ανέστη και σπεύδει να τον βοηθήσει. Η ανικανοποίητη κυρία φεύγει απειλώντας..… «να κάνετε ό,τι θέλετε», λέει πιο δυνατά η υπάλληλος και πάει κοντά στον κ. Ανέστη διαθέτοντας την ψυχική της ενέργεια για να τον βοηθήσει… «συγνώμη για την αναστάτωση..», του λέει ξεσπώντας σε δάκρυα. «έκανες ό,τι έπρεπε κοπέλα μου», απαντά ο κ.Ανέστης συμπληρώνοντας «μείνε υπέροχη ως είσαι….μην πουλήσεις κι εσύ την ψυχή σου στο διάβολο».
Την επόμενη ημέρα κιόλας ο επιθεωρητής πληροφορούμενος από την ανικανοποίητη κυρία το συμβάν, έσπευσε στο κατάστημα. Η υπάλληλος κλήθηκε σε “απολογία”. Επιχείρησε να μιλήσει λοιπόν για τη συνθήκη, τα γεγονότα και τα συναισθήματα που είχε βιώσει, αλλά η έμφαση που δόθηκε σ’αυτά ήταν ελάχιστη. Η ετυμηγορία με ύφος αγέρωχο και χωρίς ίχνος ευαισθησίας ή έγνοιας για το πώς αισθάνεται η υπάλληλος, απαγγέλθηκε: «απαράδεκτη»…….., «δεν δέχομαι τίποτα..δεν εξυπηρετείτε σωστά, δεν κάνετε επαρκείς συνδέσεις, διώχνετε τους πελάτες, δεν πιάνεται στόχους. Αν κουραστήκατε φεύγετε. Είστε ήδη με το ένα πόδι στην έξοδο».
Παρατηρήσεις:
H παραπάνω συνθήκη είναι φανταστική, αλλά σας θυμίζει κάτι; Όλοι θέλουν στόχους, όλοι ανταγωνισμό, όλοι αυξανόμενα κέρδη. Όλο και περισσότερα…με την παράλληλη αίσθηση του ελάχιστου διαθέσιμου χρόνου με νόημα. Χωρίς όρια, χωρίς σεβασμό, χωρίς αναγνώριση της ύπαρξης και της ουσιαστικής ανθρώπινης ανάγκης. Μέσα σε ένα σκλαβωμένο νου που συνεχώς επαναλαμβάνει μοτίβα ολοένα αυξανόμενων δεικτών και στόχων. Και ο εαυτός μας; αυτός δεν είναι ακόμη παρών, δεν υπάρχει στη ζωή μας. Βρίσκεται εγκαταλελειμμένος και νηστικός στη σκιά μας. Και αυτό που προσπαθούμε είναι να ξεγελάσουμε την πείνα του δίνοντάς του πρόσκαιρη ευχαρίστηση μέσω των απαιτήσεων, των αντικειμένων και της επίτευξης όλο και περισσότερων στόχων. Έτσι όμως δεν δραπετεύουμε από τη φυλακή μας. Ίσως μόνο να την κάνουμε λίγο πιο ευρύχωρη.
Οι άνθρωποι δημιουργήθηκαν για να αγαπηθούν και τα αντικείμενα και οι δείκτες για να χρησιμοποιηθούν. Στην εποχή μας όμως οι «ΑΝΘΡΩΠΟΙ» τείνουν να χρησιμοποιούνται από τους «ανθρώπους» των θέσεων, γιατί οι τελευταίοι έχουν αγαπήσει τους δείκτες.
Φταίει κανείς; νομίζω πως όχι!! Το μόνο που φταίει είναι ο τρόπος! Οι περισσότερες ευχές μας αφορούν την υγεία και την ευτυχία. Αυτό θέλουμε και για τον εαυτό μας. Προβάλουμε έτσι την ανάγκη μας. Δεν ξέρουμε όμως πώς να την προσεγγίσουμε. Ακολουθούμε λάθος δρόμο. Η γυναίκα πελάτισσα από θύμα (20 χρόνια υπάλληλος) πιθανά ασυνείδητα μπήκε στη θέση του θύτη πια… για να πάρει το αίμα της πίσω.. και ο επιθεωρητής μέσα στην κατηγορία «οι έχοντες εξουσία» δείχνει να μην αντιλαμβάνεται την παγίδα. Σαν να λείπει η επίγνωση.
Αν προσπαθήσουμε έστω και λίγο, ο καθένας από το ρόλο του, να μετατοπιστούμε προς μια πιο ανθρωποκεντρική προσέγγιση, που όλοι επιζητούμε στο βάθος, θα αποκτήσουμε περισσότερο χρόνο με νόημα και θα έρθουμε πιο κοντά στον εξορισμένο εαυτό μας επαναφέροντάς τον και πάλι στη ζωή μας. Τότε και μόνο τότε θα ζούμε πραγματικά. Τότε και μόνο τότε θα μετατρέψουμε τα μικρά του ονόματός μας γράμματα σε κεφαλαία. Προς θεού….. πρέπει επιτέλους να σταματήσουμε να ευνουχίζουμε το υγιές. Δεν είναι εύκολο το έργο, αλλά αξίζει το εγχείρημα με το προσωπικό σύνθημα «ΕΓΩ ΔΕΝ ΠΟΥΛΑΩ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΣΤΟ ΔΙΑΒΟΛΟ»……


Δημήτριος Κ. Στατήρης, ψυχολόγος


 via

Pages