Τώρα μεγάλωσες, δεν δακρύζεις πια καταπίνοντας τις λέξεις σου. Αυτές που ήθελες να πεις και ποτέ δεν είπες. Τα "σ' αγαπώ", τα "σε χρειάζομαι" τα "μου λείπεις", τα "γιατί", τα "συγνώμη", τα "άι σιχτίρ".
Μεγάλωσες και μέθυσες πολλές φορές πίνοντας πίκρες, απογοητεύσεις, προδοσίες, ψευτιές. Κέρασες και 'συ κάνα δυο...
Μεγάλωσες, τώρα κατάλαβες. Δεν κάνεις βήμα για να αποδείξεις το δίκιο σου.Κάθεσαι αμίλητη στη θέση σου, καταβροχθίζεις την αδικία και πρήζεσαι σαν ένα μπαλόνι που θέλει να σκάσει. Όχι να πετάξει. Να σκάσει θέλει. Να σκάσει και να κάνει μεγάλο κρότο. Σαν και αυτόν που κάνουν μερικοί, χωρίς να έχουν κάτι να πουν, απλά για να νομίζουν πως είναι κάτι.
Μεγάλωσες, τώρα καταλαβαίνεις. Δεν ταιριάζεις με τον πολύ κόσμο. Δεν καταλαβαίνεις τον πολύ κόσμο. Δεν σε καταλαβαίνουν και εσένα. Και τώρα ξέρεις, πως αυτοί που σε ξέρουν θα φερθούν λογικά, θα έρθουν και θα σου μιλήσουν, οι άλλοι δεν σε γνώρισαν ποτέ.
Μεγάλωσες και ακόμα δεν έμαθες να το βάζεις στα πόδια όταν πονάει πολύ.Έτσι αποφάσισες να κάνεις συλλογή με γρατζουνιές σε μυαλό και σε ψυχή.
Μεγάλωσες και καταστάλαξες ότι οι πιο αδιάφοροι είναι αυτοί που ξέρουν τον σωστό δρόμο και έρχονται να σου τον δείξουν. Έχουν και τον χάρτη στο τσεπάκι αλλά δεν τον βγάζουν για να μην καρφωθούν. Από την άλλη είναι και οι επικίνδυνοι, αυτοί που θέλουν να είσαι καλά αλλά με έναν σημαντικό όρο. Να μην είσαι καλύτερα από αυτούς.
Μεγάλωσες. Σου πήρε πολλά χρόνια που ζούσες για τους άλλους. Τώρα απλά δεν σε νοιάζει τι θα πουν οι άλλοι για εσένα. Αυτοί που θέλουν να πουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πάντα κάτι θα βρίσκουν. Σε νοιάζει μόνο να ξαπλώνεις το βράδυ στο κρεβάτι σου και να αποκοιμίζεσαι με καθαρή την ψυχή σου και τη συνείδησή σου.
Μεγάλωσες πια. Δεν χωράς πουθενά πια. Σε κανένα όνειρο, σε καμία ελπίδα, σε καμία ζωή. Και κατάλαβες πως εδώ κάτω δεν είναι τίποτα καλά μοιρασμένο, πως εδώ κάτω είναι όλα τόσο παράλογα και ανομοιόμορφα.
Μεγάλωσες και οι μαχαιριές της χαράς σε πόνεσαν περισσότερο από τις άλλες, τις πισώπλατες. Αμέτρητες, πισώπλατες, αλλά τόσο μικρόψυχες και αδιάφορες που ούτε καν σε πόνεσαν. Μόνο γέλιο σου προκαλούν πια. Γελάς ειρωνικά κοιτώντας τα μούτρα σου στον καθρέφτη λέγοντας "έλα, μην μου πεις ότι σοκαρίστηκες, ότι πληγώθηκες. Αφού το ήξερες από την αρχή ότι θα σου τη φέρει".
Μεγάλωσες και έμαθες πως αφού δεν μπορείς να την σβήσεις, πρέπει να διατηρείς τη φωτιά σε όλα αυτά που σου καίνε και σου τρώνε την ψυχή. Της βάζεις μικρά ξυλαράκια, την προστατεύεις από τον άνεμο, την φροντίζεις μην σου σβήσει. Είναι καλύτερα έτσι. Είναι πιο ειρηνικά. Δεν τις μπορείς τις μάχες.
Μεγάλωσες και δεν ονειροπολείς να αλλάξεις τη ζωή σου, ούτε τον κόσμο. Ούτε το ένα μπορείς να κάνεις ούτε το άλλο. Τη μέρα θέλεις να βγάλεις, να κρατηθείς στα πόδια σου, να κρατήσεις το μυαλό στο κεφάλι σου και την ψυχή σου στη θέση της. Ποιος ξέρει τι θα φέρει το αύριο;
Μεγάλωσες μικρό παιδί σε ρόλο του μεγάλου. Να βλέπεις τη ζωή σου να αλλάζει κι ας μην αλλάζεις εσύ...