Ετούτος ο χειμώνας της δυσαρέσκειας αρνείται πεισματικά να τελειώσει. Η μανία της ελπίδας που ήταν να “ρθει έχει δώσει τη θέση της στη βουβή απογοήτευση, στην καλή παλιομοδίτικη θλίψη, στην αίσθηση ανημπόριας και στην υφέρπουσα οργή.
Μην γενικεύουμε, υπάρχουν πάντα κι οι αισιόδοξοι, οι πιστοί κι αμετακίνητοι. Ο ήλιος της αριστεράς πάντα λάμπει στο Κουτί της Πανδώρας -μετά την 26η Φλεβάρη.
Αλλά όσοι δεν έχουν πληρώσει τον ΕΝΦΙΑ (που πριν δυο μήνες ήταν αντισυνταγματικό χαράτσι και τώρα έγινε πατριωτικό καθήκον) κάθονται και κοιτούν την παρέλαση υπό βροχή -τρώγοντας σπόρια.
Και συνεχίζουμε. Όχι να ελπίζουμε, όχι να γαβγίζουμε, αλλά να χτίζουμε.
Αυτό μας κρατάει όρθιους: Ότι κάποια στιγμή μες στη μέρα ή μπορεί την νύχτα -πιο πολύ ταιριάζει στη νύχτα- θα κάτσουμε να σκαρώσουμε μια πρόταση, να παίξουμε μουσική, να ζωγραφίσουμε.
Είχα έναν φίλο που κουβαλούσε στις δυνατές του πλάτες μια ψυχοφάγα μανιοκατάθλιψη.
«Δεν μπορείς να καταλάβεις πώς είναι», μου “χε πει ένα βράδυ στη Νέα Σμύρνη.
Έβρεχε και τότε, σαν να μας κατουρούσαν όλοι οι άγγελοι.
(Μας μισούν οι άγγελοι, δεν το ξέρατε; Μας μισούν γιατί είμαστε φτιαγμένοι από σάρκα και τολμάμε να κοιτάμε τον θεό μες στα μάτια. Εκείνοι είναι πάντα υποτακτικοί. Ο μόνος που τόλμησε να σκεφτεί κάτι άλλο, να αντιδράσει, εκείνος που τον λένε Εωσφόρο ή Προμηθέα, εκδιώχτηκε.)
Είχαμε κλειστεί στο σπίτι του και πίναμε, τρώγαμε, βλέπαμε τον «Νεκρό» του Τζιμ Τζάρμους -με την ηλεκτρική κιθάρα του Νηλ Γιάνγκ, συζητούσαμε, κοιτούσαμε τη θλίψη στα μάτια του άλλου.
«Όταν πέφτεις», μου έλεγε, «είναι σαν να σου βγαίνει η ψυχή απ” το στόμα. Καμιά σωτηρία.»
Τελικά βρήκε τη σωτηρία του στην τέχνη. Μη φανταστείτε ότι θεραπεύτηκε ή ότι έγινε διάσημος και πήγε να ζήσει στα βόρεια προάστια ή στο Μανχάταν.
Συνεχίζει να υποφέρει, μόνος κι εξαιρετικός, αλαζονικά θνητός, ένας γίγαντας απ” τους παλιούς καιρούς, κάπως σαν τον Κατσίμπαλη, πληθωρικός κι εκρηκτικός, αργοκίνητος πια, γκριζομάλλης.
Κάθε φορά που ολοκληρώνει ένα έργο χαίρεται που είναι εκείνος. Γιατί κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να φτιάξει κάτι παρόμοιο.
«Είμαι ο πιο μεγάλος ποιητής στο Λος Άντζελες», λέει ο Χένρι Τσινάνσκι κι ανοίγει τη δέκατη μπύρα.
«Αρχίδια, μωρό μου», του λέει η Μαρτζ. «Λαντζέρης είσαι.»
«Γι” αυτό είμαι ο μεγαλύτερος ποιητής της Αμερικής, μωρό μου. Γιατί ζω μέσα στο βούρκο.»
Έλεγε ο γερο-Χέμινγουεϊ ότι τα σημεία όπου έχουμε σπάσει είναι τα πιο δυνατά.
Αν είσαι άγγελος, φτιαγμένος από φως και θεία χάρη, ποτέ δεν θα μπορέσεις να τραγουδήσεις τα μπλουζ.
Η δημιουργία, η ποίηση, είναι το αντίδοτο στον πόνο, στη μοναξιά και στον θάνατο.
Πριν πολλά χρόνια, όταν ακόμα υπήρχαν οι κασέτες, όταν νόμιζα ότι είμαι αθάνατος, όταν πληρώναμε με δραχμές τις μπύρες μας, μια φίλη μου ΄δωσε ν” ακούσω τις «δύο κορυφαίες τραγουδίστριες της τζαζ».
Στην πρώτη πλευρά είχε την Ella Fitzgerald. Υπέροχη φωνή, αμέτρητη έκταση, μπορούσε να τραγουδήσει τα πάντα. Διασκέδασα.
Γύρισα πλευρά και πάτησα το κουμπί του μαγνητόφωνου (για τους νεότερους, αυτό ήταν κάτι σαν cd-player, αλλά χωρίς λέιζερ). Έπαιξαν τα πνευστά, το πιάνο και τα κρουστά ένα μέτρο. Μετά ακούστηκε. Η ΦΩΝΗ!
Ανατρίχιασα ολόκληρος. Ήταν σαν να βρισκόμουν στα τείχη της Τροίας και να τραγουδούσε κάποια απ” τις Τρωάδες, που είχε χάσει τον άντρα της και το παιδί της.
Δεν καταλάβαινα όλους τους στίχους, αλλά δεν είχε καμιά σημασία. Ποιος καταλαβαίνει τι τραγουδάει η Κάλλας;
Η φωνή, σ” όλο το τραγούδι, έπαιζε στην πεντατονική με ακρίβεια υπολογιστή, αλλά κάποιες στιγμές έφευγε απ” την κλίμακα, χωρίς να ακούγεται φάλτσο. Δεν είχε μεγάλη έκταση, αλλά δεν ήταν η τεχνική της που μ” έκανε ν” ανατριχιάσω.
Ήταν κάτι πιο βαθύ, η φωνή δεν έβγαινε απ” τα πνευμόνια και το λαρύγγι, έβγαινε μέσα απ” τη ζωή την ίδια. Δεν άκουγες, ένιωθες. Ταξίδευες.
Ήμουν μόνος τότε, μέσα σ” ένα άδειο δωμάτιο, κι ένιωσα λες και υπήρχε μια γυναίκα ερωτευμένη δίπλα μου. Ερωτευμένη μαζί μου.
«Someday he’ll come along, The man I love»
Η Ελεονώρα Φάγκαν γεννήθηκε γυναίκα, μαύρη και φτωχή. Ο πατέρας της δεν την αναγνώρισε κι οι παππούδες της έδιωξαν την εγκυμονούσα απ” το σπίτι. Μεγάλωσαν στους δρόμους. Έντεκα χρονών πήγε για τελευταία φορά στο σχολείο.
Στην ίδια ηλικία κάποιος γείτονας προσπάθησε να τη βιάσει. Η Ελεονώρα αντιστάθηκε. Απέφυγε τον βιασμό, αλλά την έκλεισαν προσωρινά σ” ένα ορφανοτροφείο, για να την προφυλάξουν. Ένα χρόνο μετά βγήκε και ξεκίνησε να δουλεύει σ” ένα μπουρδέλο, σαν καμάκι για πελάτες.
Εκεί, θυμάται η Μπίλι Χόλιντεϊ στην αυτοβιογραφία της, άκουσε για πρώτη φορά την τζαζ του Λούις Άμστρονγκ.
Δεκατεσσάρων χρονών εγκαταστάθηκε με τη μητέρα της στο Χάρλεμ. Έγινε πόρνη, μαζί με τη μητέρα της, για 5$ ανά πελάτη. Κι έκαναν ένα χρόνο στη φυλακή, για πορνεία.
Όταν βγήκε, η Ελεονώρα ξεκίνησε να τραγουδάει στα μαγαζιά του Χάρλεμ.
Την άκουσε ο Μπένυ Γκούντμαν κι έμεινε άφωνος. Στα 17 έκανε την πρώτη ηχογράφηση. Ο παραγωγός παραδέχτηκε ότι ο τρόπος που τραγουδούσε η «Μπίλι» άλλαξε την αντίληψη που είχε για τη μουσική. Καμία γυναίκα δεν είχε ξανατραγουδήσει έτσι.
Ήταν 18 χρονών όταν ηχογράφησε το «What a little moonlight can do».
Από εκείνη τη στιγμή οι συνθέτες και οι παραγωγοί την άφηναν να αυτοσχεδιάζει σε κάθε τραγούδι.
Έτσι χτίστηκε ο θρύλος της Lady Day, της πρώτης μαύρης που τραγούδησε με λευκή ορχήστρα, σε λευκούς θεατές, της γυναίκας που τραγούδησε το Summertime του Γκέρσουιν, της γυναίκας που καθόρισε την τζαζ και την μπλουζ με τη φωνή της.
Της γυναίκας που πέθανε στα 44, άπορη και καταραμένη, μπλεγμένη στα ναρκωτικά και στο αλκοόλ.
Συνεχίζει να βρέχει. Η άνοιξη αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Το ίδιο κι η ελπίδα.
Ο ήλιος θα βγει πάλι, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, είναι κι αυτός υποχρεωμένος να τηρεί το πρόγραμμα.
Η αριστερή κυβέρνηση τηρεί το πρόγραμμα, οι στρατιώτες παρελαύνουν σύμφωνα με το πρόγραμμα, οι δάσκαλοι συνεχίζουν να διδάσκουν -όπως λέει το πρόγραμμα πάντα.
Είμαστε μες στον βούρκο κι ούτε τ” αστέρια δεν μπορούμε να δούμε πια, με τόσα μερόνυχτα βροχής.
Δεν πειράζει, θα χτίσουμε τα δικά μας.
Γι” αυτό μας κατουράνε οι άγγελοι. Μας ζηλεύουν. Που είμαστε φτιαγμένοι από χώμα κι ονειρευόμαστε αστέρια.
Η φωτογραφία είναι της Eve Arnold